Για το θεσμό της οικογένειας

Η οικογένεια είναι ένας βασικός μηχανισμός δόμησης και οργάνωσης της κοινωνίας. Παρουσιάζεται από τις απαρχές του πολιτισμένου βίου του ανθρώπου, παρά τις διάφορες μεταβολές στη μορφή του και την κοινωνική της αξία. Αν και αναγνωρίζεται σαν κοινωνικός θεσμός στη βάση της η οικογένεια ενεργοδοτείται πάντα την ανυπέρβλητη ανάγκη του ανθρώπου για συντροφιά συνεργασία, αγάπη, από το κίνητρο της αναπαραγωγής, και της σεξουαλική ευχαρίστησης.

Σε καμιά περίπτωση όμως δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η μοναδική διαδικασία που μπορεί να ικανοποιήσει τα παραπάνω. Αυτό σημαίνει ότι συνυπάρχει ακόμα και μια κοινωνική-πολιτιστική διάσταση που οδηγεί την ανάδυση και κυριαρχία της οικογένειας.

Μέχρι την δεκαετία του 70 επικρατούσε ένα κλασικό μοντέλο ιδανικής οικογένειας που προβαλλόταν έντονα από τα ΜΜΕ και παρουσίαζε την οικογένεια σαν έναν αυτόνομο πυρήνα μιας ομάδας που την αποτελούσαν ένας άντρα με τον ρόλο του χρηματοδότη-τροφοδότη, μια γυναίκα με τον ρόλο της νοικοκυράς, τα παιδιά τους, και ένας σκύλος. Η εξιδανίκευση αυτής της εικόνας ήταν τέτοια που ακόμα και αν κάποιος ήταν δυστυχισμένος μέσα στον γάμο του, θεωρούταν προτιμότερο να μείνει σε αυτόν από το να είναι διαζευγμένος, σε διάσταση ή ότι άλλο. Όμως τα πράγματα σύντομα θα άλλαζαν δραματικά.

Οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες συμφωνούν πως από την δεκαετία του 70 και μετά η οικογένεια υφίσταται μια σειρά από μεγάλες αλλαγές.

Τέτοιες αλλαγές είναι:

– Έκρηξη του αριθμού των διαζυγίων σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.

– Ποσοστιαία αύξηση τέλεσης δεύτερου ( ή τρίτου) γάμου.

– Ποσοστιαία αύξηση οικογενειών με παιδιά προερχόμενα από προηγούμενους γάμους ή συμβιώσεις των δύο συντρόφων.

– Σημαντική αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών οφειλόμενη στο διαζύγιο ή στην εκτός γάμου τεκνογονία, και όχι στο θάνατο του ενός γονέα.

– Σημαντική αύξηση ως και γενίκευση της προγαμιαίας συμβίωσης με πλήρη γονεϊκή αποδοχή.

– Αποσταθεροποίηση της χωρίς γάμο σταθερής συμβίωσης που οφείλεται στην αλλαγή συντρόφων.

– Αύξηση μητρότητας ανήλικων γυναικών.

– Μείωση των γεννήσεων, πτώση της γονιμότητας, αύξηση των χρηστών αντισυλληπτικών μέσων και (εθελούσιας) διακοπής της εγκυμοσύνης.

– Τεχνητή γονιμοποίηση.

Επιπροσθέτως τον τελευταίο καιρό στην ελληνική κοινωνία προέκυψε το θέμα του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης μετά την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου, και ακόμα επαγωγικά το ζήτημα του γάμου των ομοφυλοφίλων. Το τελευταίο θέμα επανήλθε δυναμικότερα με την τέλεσης πολιτικού γάμου ομοφυλοφίλων στο νησί της Τήλου.

Τα θέματα αυτά ακολουθήθηκαν από διαφόρων ειδών αντιδράσεις και σίγουρα προκάλεσαν μια ευρύτατη κοινωνική διαβούλευση. Σχεδόν ταυτόχρονα αλλά με πολύ μικρότερη δημοσιότητα έγινε μια νομοθετική ρύθμιση ώστε να απλουστευτεί η διαδικασία έκδοσης διαζυγίου. Είναι αλήθεια πως το διαζύγιο δεν αντιμετωπίζεται πια σαν ένα κοινωνικό ταμπού που εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις μοιχείας και γενικά μεγάλης σύγκρουσης του ζευγαριού αλλά, απλά τώρα πια, όταν κάποιος από τους δύο αισθανθεί ότι δεν τον καλύπτει η συζυγική σχέση. Το μονογαμικό δόγμα που θέλει το ζευγάρι να συνυπάρχει για όλη την διάρκεια της ζωής, έχει δηλαδή υποστεί μια σημαντική αλλαγή. Μονογαμία δεν σημαίνει πια να έχει κανείς έναν και μοναδικό σύντροφο σε όλη του τη ζωή, αλλά να έχει μέχρι έναν σύντροφο κάθε φορά. Τα μεγάλα ποσοστά εξωσυζυγικών ερωτικών σχέσεων αμφισβητούν ακόμα και αυτή τη διάσταση. Ταυτόχρονα φαίνεται να επικρατεί η άποψη πως είναι προτιμότερο να μεγαλώσει ένα παιδί με τον ένα γονέα του ή σε νέα οικογένεια (μετά από δεύτερο γάμο) παρά σε μια οικογένεια που δυσλειτουργεί. Έτσι φαίνεται να εκλείπει πια τελείως το κοινωνικό στίγμα του διαζυγίου και για τους γονείς και για τα παιδιά.

Άλλες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας που δείχνουν τις αλλαγές στην κοινωνική θεώρηση της οικογένειας είναι η αποποινικοποίηση (!!!) της μοιχείας και η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου, στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 80. Μάλιστα για τον θεσμό του πολιτικού γάμου υπήρξαν αρκετές κοινωνικές αντιδράσεις, ενώ ακόμα και σήμερα επιλέγεται πολύ λιγότερο από τον θρησκευτικό γάμο. Τρεις στους δέκα γάμους που έγιναν το 2005 πραγματοποιήθηκαν στο δημαρχείο. Το 1991 μόλις το 9% των γάμων στη χώρα ήταν πολιτικοί. Στα στατιστικά αυτά αν λάβουμε υπόψη τον μεγάλο αριθμό γάμων μεταναστών που είναι κατά κανόνα πολιτικοί, τότε συμπεραίνουμε ότι η αύξηση δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Πάντως ακόμα και αν δε προτιμάται ο πολιτικός γάμος, έχει κερδίσει μια κοινωνική αποδοχή ή καλύτερα ανοχή, μια και δεν υπάρχει κάποιος κοινονικός χώρος ή μηχανισμός που να εκφράζει πια ένα ισχυρό αντίλογο, ούτε καν η ορθόδοξη εκκλησία. Ο πολιτικός γάμος πέρα από τις όποιες νομικές και εθιμικές διαστάσεις και αν έχει, συμβολίζει τον εξορθολογισμό του φαινομένου του γάμου (και της οικογένειας) που πια δεν θεωρείτε ένα Θείο μυστήριο, αλλά μια κοινωνική (κοσμική) πράξη. Η πολιτική εξουσία είναι αυτή που διαχειρίζεται ποια τον γάμο και έτσι από Θείο μυστήριο γίνεται κοινωνικός θεσμός. Το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης κάνει ακόμα ένα βήμα ουσιαστικά λέγοντας ότι ο γάμος και η οικογένεια δεν είναι ούτε πολιτική (κρατική) υπόθεση αλλά ιδιωτική. Δε χρειάζεται δηλαδή ούτε την θεία ευλογία, ούτε την κρατική σφραγίδα. Δηλαδή ούτε την Θεϊκή ούτε την Πολιτική εξουσία. Το φαινόμενο αυτό είναι βεβαίως αποτέλεσμα της ανάδυσης του ατομικισμού. Ο γάμος είναι ιδιωτική υπόθεση πια, άρα παύει να είναι γάμος και γίνεται συμβίωση. Η εξάλειψη του τελετουργικού μιας επίσημης επικύρωσης της δημιουργίας οικογένειας, αρκεί για να αμφισβητηθεί θεσμική, δομική διάσταση της οικογένειας.

Τα ζητήματα λοιπόν της δομής, της σύνθεσης, της ατομική και κοινωνικής λειτουργικότητας, και της ηθικής αξίας της οικογένειας απασχολούν σήμερα την ελληνική κοινωνία ίσως περισσότερο από ποτέ. Ανάλογα και ίδια ζητήματα έχουν απασχολήσει και συνεχίζουν να απασχολούν και άλλες κοινωνίες. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη μια εξοικείωση με τα ζητήματα των σχέσεων σήμερα. Η Δανία είναι η πρώτη χώρα που εφάρμοσε το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Σήμερα το 50% των παιδιών που γεννιούνται στη Δανία είναι εκτός γάμου. Το γεγονός αυτό βεβαίως δεν συνεπάγεται και αντίστοιχη αύξηση των παιδιών με αναπτυξιακές διαταραχές ή άλλα προβλήματα που αποδίδονται στις οικογενειακές συνθήκες.

Για να μιλήσουμε για την οικογένεια θα πρέπει πρώτα να διακρίνουμε τις δύο βασικές της διαστάσεις με τις οποίες αποκτούμε μια ολιστική δυνατότητα ανάλυσης αυτού του πολύπλοκου και τόσο κομβικού κοινωνικού φαινομένου: μιας ευρύτερης θεσμικής διάστασης και μιας εξειδικευμένης και πρακτικά εφαρμοσμένης διάστασης που ονομάζεται σύγχρονη πυρηνική οικογένεια.

Η πρώτη διάσταση είναι αυτή της οικογένειας ως κοινωνικού θεσμού και ως λειτουργικής κοινωνικής δομής που βασίζονται στη διάκριση των ρόλων των δύο φύλων. Ο Λουί Αλτουσέρ μάλιστα δε διστάζει να ονομάσει την οικογένεια, ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους. Ο κρατικός παρεμβατισμός που υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει με σκοπό τη στήριξη της οικογένειας (επιδόματα, παροχές, κίνητρα για τεκνογονία κλπ) φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ κράτους (με την ευρεία έννοια της κοινωνικής κυριαρχίας) και οικογένειας. Ο κρατικός παρεμβατισμός λειτουργούσε (μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον) ως ενισχυτικός μηχανισμός για την δομική και λειτουργική σταθεροποίηση της συζυγικής οικογένειας. Όπως είπαμε βέβαια σήμερα ζούμε την εποχή που ο θεσμικός ρόλος της οικογένειας αμφισβητείται από την επικράτηση των ατομικιστικών αξιών έναντι των συλλογικών. Άλλοι θεσμοί υποκαθιστούν τον παραδοσιακό ρόλο της οικογένειας όπως τα ΜΜΕ. Αλλά ας δούμε λίγο αναλυτικότερα την θεσμική διάστασή της οικογένειας.

Η οικογένεια ως θεσμός ορίζει και ορίζεται μέσα από τη διαμόρφωση των κοινωνικών ρόλων του άντρα και της γυναίκας. Στο παραδοσιακό μοντέλο οι ρόλοι αυτοί είναι για τον άντρα-σύζυγο αυτός του αρχηγού και προστάτη της μικρο-ομάδας της οικογένειας που φροντίζει για τις οικονομικές ανάγκες και την ασφάλεια. Ο ρόλος της γυναίκας είναι κυρίως η φροντίδα του σπιτιού και η αναπαραγωγή και επιμέλεια των παιδιών. Ως κοινωνικός θεσμός η οικογένεια αναπαράγει τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες και το κοινωνικό φαντασιακό. Και αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα της πρωταρχικής της λειτουργίας που είναι η διατήρηση της κοινωνικής ανισότητας που προκαλεί η ανισοκατανομή του πλούτου. Η κληρονομιά είναι το μέσο που επιτυγχάνεται αυτή η διατήρηση της ανισοκατανομής. Αν ο φυσικός θάνατος ήταν το τέλος μιας οικονομικής κυριαρχίας ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής δεν θα επιβίωνε, ουσιαστικά η κληρονομία είναι μια απάντηση στο θάνατο, και στα υπαρξιακά ερωτήματα που αυτός φέρνει. Δεν κληρονομούνται μόνο τα περιουσιακά στοιχεία αλλά συνήθως πολλά περισσότερα όπως οι πεποιθήσεις οι συμπεριφορές. Το παιδί που διαδέχεται τον πατέρα έρχεται να δώσει μια λύση στο υπαρξιακό δράμα του πατέρα (και της μητέρας). Σε ένα συμβολικό επίπεδο έχουμε μια άλλη εκδοχή του γνωστού ψυχοκοινωνικού μοντέλου της μετενσάρκωσης. Το παιδί είναι η νέα μορφή του πατέρα γι’ αυτό κληρονομεί την περιουσία και την συμπεριφορά του πατέρα. Ο πατέρας ζει μέσα από το παιδί του. Πως θα δικαιολογούσε κάποιος την υπερ-συγκέντρωση πλούτου που υπερβαίνει και τις μεγαλύτερες ανάγκες μιας ανθρώπινης ζωής; Για την πραγματοποίηση αυτής της “μετενσάρκωσης” θα πρέπει το παιδί να είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση του γονιού. Έτσι η οικογενειακή ηθική γεννιέται και καθιερώνεται. Η όποια παράκληση απ’ την γονεϊκή επιθυμία/προσδοκία γκρεμίζει το όνειρο της αιωνιότητας. Ο αυταρχικός γονέας είναι ένας γονέας που αγωνιά για τη ζωή του. Σήμερα ο αυταρχισμός δεν είναι τόσο συνήθης όσο παλαιότερα. Οι γονείς στην ατομικιστική κοινωνία προσπαθούν να κερδίσουν τον αγώνα για την αιωνιότητα μέσα από την κατανάλωση και την άμετρη ηδονή. Σήμερα ο άνθρωπος μπορεί να ικανοποιηθεί με την αίσθηση ότι κατέχει αντικείμενα και εμπειρίες περισσότερες απ’ όσες θα αναλογούσαν σε μια ανθρώπινη ζωή. Η υπερ-συσόρευση αγαθών και εμπειριών είναι μια μορφή συμπυκνωμένης αιωνιότητας. Το παιδί πια χάνει την συμβολική αξία του και σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται βάρος. Επακόλουθα η οικογένεια χάνει την αξία της ως κοινωνικός θεσμός.

Συχνά αναφέρεται ότι η οικογένεια είναι το πρώτο επίπεδο κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, και αυτή η αντίληψη δείχνει τη θεσμική διάσταση της οικογένειας. Είναι λοιπόν αναμενόμενο η οικογένεια με τη θεσμική της διάσταση να επιδρά στην διαμόρφωση του κοινωνικού υποκειμένου. Πέρα από τα όποια επιμέρους ιδεολογικά στοιχεία μπορεί να αναπαράγει η οικογένεια σε μια πιο ψυχολογική ανάλυση βλέπουμε ότι λειτουργεί σαν άσυλο για τον άνθρωπο απέναντι στο μέγεθος της κοινωνίας. Η οικογένεια ανακουφίζει αλλά και συντηρεί μια φοβία προς το κοινωνικό. Πράγματι η οικογένεια δημιούργησε το περίβλημα για την ασφαλή ανάδυση του ιδιωτικού κόσμου. Η εξέλιξη αυτή βεβαίως βοηθά στην συντήρηση των δομών της εξουσίας. Και με την έννοια αυτή λοιπόν είναι μηχανισμός της εξουσίας. Ο Φρόιντ είχε εντοπίσει αυτή τη σύγκρουση: …μια από τις κύριες επιδιώξεις του πολιτισμού είναι να συνδέσει τους ανθρώπους σε μεγάλες ενότητες. Η οικογένεια δεν θέλει να αφήσει τον άνθρωπο ελεύθερο. Όσο στενότερη είναι η συνοχή των μελών του της οικογένειας, τόσο πιο πολύ τείνουν συχνά να απομονώνονται από τους άλλους, τόσο δυσκολότερη τους γίνεται η είσοδος στο πλατύτερο κύκλο της ζωής.

Πολλοί ακόμα γνωστοί πρωτοπόροι επιστήμονες όπως ο κοινωνιολόγος Ντυρκέιμ και ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Λεβί-Στρώς συμφωνούν πως η οικογένεια είναι αποτέλεσμα όχι φυσιολογικών ή ψυχολογικών τάσεων αλλά της κοινωνικής οργάνωσης. Ο τελευταίος μάλιστα έχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση για την οικογένεια. Θεωρεί ότι ο γάμος καθεαυτός (σαν θεσμός στις πρωτόγονες κοινωνίες) δεν είναι παρά μια από τις πολλές μορφές ανταλλαγής μεταξύ των ανθρώπινων ομάδων που έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν μια τέτοια ένωση -δυνατότητα που προσδιορίζεται από τους κανόνες εξωγαμίας (απαγόρευση της αιμομιξίας), οι οποίοι απαγορεύουν να παντρευτεί κανείς με μέλος της νόμιμης οικογένειάς του. (Ο Φρόυντ αναφέρει πολλά για την αιμομιξία σαν κοινωνικό ταμπού δίνοντας ανάλογη διάσταση). Ο γάμος, σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς παρεμβαίνει ανάμεσα σε δύο ομάδες αντρών: η καθολική σχέση που είναι ο γάμος, δεν δημιουργείται μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας που ο καθένας τους δίνει κάτι και παίρνει κάτι σαν αντάλλαγμα αλλά μεταξύ δύο ομάδων αντρών -ενώ η γυναίκα περιλαμβάνεται στα ανταλλάξιμα αντικείμενα . Στο πλαίσιο αυτό “δότες γυναικών” είναι μόνο οι άντρες. Στις κοινωνίες αυτές οι γυναίκες είναι στην πραγματικότητα “αγαθά”, σπάνια και ταυτόχρονα ουσιαστικά για την διαιώνιση της ανθρώπινης ομάδας. Αυτός ο πρωταρχικός ρόλος της οικογένειας σαν συνδετικός κρίκος ομάδων αντρών-εξουσιστών επιβιώνει ακόμα και σήμερα με τους γάμους συμφερόντων μεταξύ σύγχρονων εξουσιαστών π.χ. Βασιλικών Οικογενειών (εδώ ενίοτε παραβιάζεται η αιμομικτική απαγόρευση), μεταξύ επιχειρηματικών οικογενειών μεταξύ πολιτικών κλπ.

Η οικογένεια είναι η απόλυτα επικρατούσα μορφή μικρή-ομάδα βάση της κοινωνικής οργάνωσης. Μέσα στην οικογένεια αναπτύσσονται οι βάσεις της κοινωνικής συνείδησης και γενικά των ομαδικών σχέσεων. Να θυμίσουμε πως οι ενδοομαδικές σχέσεις είναι το πρότερο επίπεδο τόσο των δι-ομαδικών σχέσεων όσο και ευρύτερα των ιδεολογικών δομών δηλαδή των επικρατούν των συνολικών κοινωνικών αναπαραστάσεων.

Η σημασία αυτή της οικογένειας δεν έγινε κατανοητή από την στιγμή που αναπτύχθηκε η κοινωνική ψυχολογία αλλά από πολύ νωρίτερα. Η Ψυχαναλυτική σχολή δίνει τεράστια σημασία στην επίδραση της οικογένειας τον ψυχισμό του ανθρώπου.

Οι αλλαγές στην οικογένεια για τις οποίες γίνεται λόγος οφείλονται τόσο στις άμεσες επιδράσεις σχετικών κινημάτων και αναδυόμενων θέσεων (κίνημα ομοφυλοφίλων, κίνημα φεμινιστριών), όσο και στις έμμεσες επιδράσεις άλλων κοινωνικών μετασχηματισμών όπως των οικονομικών και εργασιακών συνθηκών.

Η δεύτερη διάσταση της οικογένειας είναι αυτή της πυρηνικής οικογένειας ως δομικό στοιχείο του μοντέρνου δυτικού πολιτισμού, που έχει σαν βασική της προϋπόθεση την οικονομική αυτονομία.

Έτσι γεννάται ένα δύσκολο ερώτημα: τα σύγχρονα συμβιωτικά σχήματα που εμφανίζονται είναι αποτέλεσμα ωρίμανσης κάποιων ριζοσπαστικών θέσεων για την οικογένεια ή παράπλευρη συνέπεια των οικονομικών-κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν λόγο των μετασχηματισμών του ευρύτερου συστήματος κυριαρχίας (παγκοσμιοποίηση, νεοφιλελευθερισμός, ατομικισμός).

Η σύγχρονη έρευνα ψάχνει να εντοπίσει τις σχέσεις αυτές. Για το φαινόμενο της σύγχρονης πυρηνικής οικογένειας με λίγα παιδιά (και των άλλων παράλληλων φαινομένων που προαναφέρθηκαν), υπάρχει μία άποψη που το αποδίδει στο γεγονός ότι η γυναίκα βγήκε στην αγορά εργασίας και εγκατέλειψε τον παραδοσιακό ρόλο της, και μια άλλη που το αποδίδει στο γεγονός ότι τα επίπεδα του μισθός του άντρα (και της γυναίκας) είναι τέτοια που επιτρέπουν την οικονομική του ανεξαρτησία και την δημιουργία της δικιάς του οικογένειας ανεξάρτητα από τους γονείς τους. Στην δεύτερη υπόθεση τα αίτια αποδίδονται σχεδόν εξολοκλήρου στις οικονομικές συνθήκες, ενώ στην πρώτη υπόθεση αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο το φαινόμενο της γυναίκας εργασίας να μην είναι αποτέλεσμα των οικονομικών συνθηκών αλλά των διεκδικήσεων της γυναικείας χειραφέτησης. Στην πρώτη περίπτωση η ρόλος του φύλου δεν έχει καμία επίδραση στο φαινόμενο της πυρηνικής οικογένειας, ενώ στην δεύτερη υπάρχει επίδραση του ρόλου του φύλου. Σε άλλη έρευνα για το μέλλον της οικογένειας ως ανεξάρτητες μεταβλητές καθορίζονται η οικονομική κατάσταση και η ευρύτερη κοινωνική προοδευτική ή συντηρητική εξέλιξη. Εδώ δεν αποδίδεται καμία ρυθμιστική αξία στο φύλο και τον ρόλο του.

Μια εξωτερική απόδοση αιτιών της αλλαγής της οικογένειας δε θα μας άφηνε και πολλά περιθώρια για την διερεύνηση των ενδο-οικογενειακών σχέσεων και των σχέσεων ρόλων ως παράγοντες που προκαλούν τις αλλαγές.

Η φιλοσοφία των φεμινιστικών κινημάτων που ανέδειξε τα αιτήματα των ίσων ευκαιριών και της ισότητας στην εργασία και πολύ λίγο κατάφεραν να δουν άλλες σχέσεις πίσω από την αντρική κυριαρχία. Μένοντας σε αιτήματα ισότητας, επιδίωξαν μια θέση για την γυναίκα σε έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για άντρες. Τα επιτεύγματα των φεμινιστικών κινημάτων είναι απλά η γυναίκα να χάσει κάθε έμφυλη ιδιαιτερότητα και να γίνει και αυτή μια παραγωγική μονάδα στον καπιταλιστικό κόσμο. Η οικονομική της ανεξαρτησία θεωρείται αρκετή για την κοινωνική της απελευθέρωση. Ουσιαστικά μια τέτοια αντίληψη είναι κατά βάση οικονομίστικη και όσο και αν πράγματι συνέβαλε το άνοιγμα της αγοράς εργασίας στις γυναίκες, στην κοινωνική τους εξίσωση με τους άντρες, άλλο τόσο υποβίβασε το θέμα σαν ένα ζήτημα του εποικοδομήματος και όχι της βάσης της κοινωνικών σχέσεων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων έγινε μια προσπάθεια “θυλικοποίησης” κλασικών κοινωνικών οικονομικοκεντρικών θεωρήσεων. Η Φάιρστουν για παράδειγμα θεωρεί την οικογένεια σαν βάση και την πολιτική οικονομία σαν εποικοδόμημα, αλλά δεν συνδέει αυτά τα δύο παρά μόνο αφηρημένα, με την ψυχολογία της εξουσίας.

Ενώ η Μίτσελ τονίζει πόσο περίπλοκη είναι η αλληλεπίδραση των δύο, επιμένει ότι η οικογένεια είναι μια χωριστή σφαίρα (που ορίζεται κοινωνικά σαν “φυσική”) έξω από την οικονομία- και βασικά εξηγεί την καταπίεση των γυναικών όπως και η Φαιρστοουν με βάση τον αποκλεισμό από την κοινωνική παραγωγή.

Η αντίληψη της οικογένειας και της οικονομίας σαν ξεχωριστές περιοχές είναι χαρακτηριστική για την καπιταλιστική κοινωνία… Τα σοσιαλιστικά και κομουνιστικά κινήματα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες έχουν κι αυτά ορίσει την “οικονομία” με τον ίδιο τρόπο. Όταν μιλούσαν για πολιτικό αγώνα ανάμεσα σε “οικονομικές τάξεις”, ουσιαστικά απέκλειαν και την οικογένεια και τις νοικοκυρές από την επαναστατική πολιτική.

Οι θεωρήσεις πάνω στο ζήτημα των φύλων είναι πολλές. Είναι σίγουρο πως ο διάλογος για το θέμα αυτό έχει ανοίξει για τα καλά και ακόμα πιο σίγουρο ότι η οικογένεια ο ρόλος τις, και οι προοπτικές της θα είναι κομβικό σημείο των διαλόγων που έρχονται.

Πέρα όμως από τις όποιες βαθιές κοινωνικές αναλύσεις η καθημερινή πραγματικότητα θα συνίσταται από μια ενδοοικογενιακή πολύμορφη σύγκρουση μεταξύ άντρα και γυναίκας.

Η σύγκρουση

Ο γάμος σαν ένας μηχανισμός που συντηρεί και αναπαράγει τα αντρικά μοντέλα κυριαρχία (πατερναλιστικά-πατριαρχικά) είναι φυσικό να διατηρεί εσωτερικές δομές εξουσίας που επιβιώνουν και ως άδηλες μορφές εξουσίας που εμφανίζονται στις σχέσεις των συζύγων. Με απλά λόγια ακόμα και στην αρμονικότερη και ευτυχέστερη συμβίωση ενός άντρα και μιας γυναίκας θα αναπαραχθούν ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης των κοινωνικών ρόλων των φύλων τα στοιχεία της αντρικής κυριαρχίας ή μιας αντιδραστικής γυναικείας κυριαρχίας. Στην πράξη η σύγκρουση αυτή μπορεί να είναι μια απλή ψυχρότητα, καχυποψία ή κυνικότητα και μπορεί να φτάσει σε έντονη φυσική ή ψυχική κακοποίηση. Τα στοιχεία για τη φυσική και ψυχική κακοποίηση, τον βιασμό μέσα στον γάμο και άλλα συμπτώματα αυτής της συγκρουσιακής σχέσης, δείχνουν ότι αυτά δεν είναι ούτε περιορισμένα ούτε ειδικά. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η σχέση μεταξύ συζύγων είναι μια εξουσιαστική σχέση και σχέση αυθεντίας, που παλεύει για ισορροπίες. Προϋποθέτει συμβιβασμούς, διαπραγματεύσεις, υποχωρήσεις, κινήσεις τακτικής κλπ. Πέρα δηλαδή από τα ακραία φαινόμενα σύγκρουσης έχουμε πολλά καθημερινά στοιχεία εξουσιαστικής σχέσης. Ο μεγάλος αριθμός εξωσυζυγικών σχέσεων που γίνονται εν κρυπτό, δείχνει πόσο περιορισμένη είναι η ειλικρινής και ουσιαστική επικοινωνία των συζύγων.

Η ενδο-οικογενιακή σύγκρουση των ρόλων του άντρα και της γυναίκας γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο ζήτημα όταν υπάρχει παιδί. Το παιδί θα έχει και αυτό το μερίδιό του σε αυτή τη σύγκρουση. Οι σχέσεις και οι δεσμοί με τους γονείς είναι ουσιώδεις για την ανάπτυξή του και θα επιδράσουν σημαντικά στην προσωπικότητά του. Είναι φανερό πως το εύρος του ζητήματος των σχέσεων στην οικογένεια είναι μεγάλο και επηρεάζει κομβικά τη ζωή του ατόμου και την κοινωνική ζωή γενικά. Η βάση των σχέσεων αυτή είναι η σύγκρουση των δύο φύλων εξ’ αιτίας της δομής του σύγχρονου πολιτισμού που βασίζεται σε εξουσιαστικες -κυριαρχικές σχέσεις σε κάθε οργανωτική δομή. Στην οικογένεια επικρατεί ένα πατερναλιστικό μοντέλο που είναι μικρογραφία του αστικοδημοκρατικού εθνοκρατικού μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας. Σήμερα και τα δύο μοντέλα (το ευρύτερο πολιτικό, και το οικογενειακό) αμφισβητούνται και ίσως βρίσκονται σε μια τροχιά παρακμής. Αυτή τη στιγμή χρειάζεται να εκκινήσει ένας ευρύτατος κοινωνικός διάλογος για τα διάδοχα σχήματα. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε ποιές μπορεί να είναι οι προτάσεις και ποιές οι προοπτικές. Κάποια από τα εναλλακτικά προς την συμβατική οικογένεια σχήματα οργάνωσης του ιδιωτικού βίου αναφέρονται παρακάτω.

– Η μοναχικότητα. Σε όλες της κοινωνίες και πάντοτε κάποιο ποσοστό ενηλίκων παρέμεναν άγαμοι και άτεκνοι.

– Η μονογονεϊκή οικογένεια

– Άτεκνα ζευγάρια (ηθελημένα)

– Οικογένειες που δημιουργούνται από το δεύτερο γάμο του ενός ή και των δύο συζύγων

– Οικογένειες διπλής σταδιοδρομίας (και οι δύο σύζυγοι εργάζονται και ακολουθούν την καριέρα τους)

– “Χωλές” οικογένειες. πρόκειται για συζυγικές οικογένειες που έχουν διασπασθεί σε δύο τμήματα όχι γιατί οι σύζυγοι δεν επιθυμούν να συζούν αλλά γιατί μη οικογενειακοί λόγοι (όπως: επαγγελματικές υποχρεώσεις, μετανάστευση κλπ.) τους αναγκάζουν να ζουν χωριστά επί μακρά χρονικά διαστήματα.

– Το κοινόβιο

– Ομαδικός γάμος

– Ανοικτός γάμος

– Ανταλλαγή συντρόφων (swinging)

– Ομόφυλα ζευγάρια

– Κοινωνίες παιδιών

Τα παραπάνω είναι ή υπαρκτές πραγματικότητες του σήμερα ή ουτοπικές θεωρίες. Το ζήτημα είναι ότι η οικογένεια σαν θεσμός αμφισβητείται έντονα και όσο πιο γρήγορα ανοίξουμε τα μάτια μας στις νέες προοπτικές και στις νέες ιδέες κοινωνικής οργάνωσης βάσης, τόσο θα έρθουμε πιο κοντά σε αρμονικές συνεργατικές ανθρώπινες σχέσεις και κοινωνίες.