Ο χώρος ως διασκέδαση

Τα πάντα οφείλουν να τρέχουν. Μάζες από μπετόν αποτελούν τα σύγχρονα τείχη, όπου η κίνηση μέσα σε ασανσέρ, το γκρίζο και την επανάληψη θέλει να αυτοαναδειχθεί σε ζωή. Η πόλη αγκομαχά. Σε αυτόν τον κόσμο, ότι βοηθά σε  ταχύτητα είναι ευπρόσδεκτο στη γεωγραφία της μιζέριας. Η κάθε στιγμή μετουσιώνεται σε τόπο, σε σημεία καθορισμένα και διαχωρισμένα. Η μόνη ενοποιητική δύναμη, σε αυτό το πλέγμα αποξένωσης και μίζερης από-βίωσης, είναι η προσήλωση στον εμπορευματικό κόσμο.

Η πόλη είναι η χωρική οργάνωση της επιθυμίας, η ζωή διαχωρισμένη σε σφαίρες, όπου ο κάθε τόπος ανταποκρίνεται στην ελεγχόμενη κυκλοφορία της εμπορευματικής δραστηριότητας. Τα κενά της ύπαρξης, η καθημερινή καταπίεση πρέπει να ολοκληρωθεί, μεταφέροντας τον πραγματικό κόσμο σε εικονικές ψευδαισθήσεις.

Η σκέψη δε χρειάζεται , μόνο η μηχανοποιούμενη κίνηση  σε σπίτι-δουλεία-κατανάλωση-«ανθρώπινης» δραστηριότητας. Οι διαδρομές από τόπο σε τόπο, όπου το βλέμμα εστιάζει σε διαφημίσεις, περιοδικά, σε αλλά αυτοκίνητα, αλλά σώματα δημιουργούν αίσθηση της απώλειας και της απόκτησης, στην οποία τίποτα δεν είναι αρκετό. Η πόλη είναι διαφήμιση του εαυτού της, η συνήθεια της απώλειας, όπου οι πάντες μαθαίνουν να κινούνται σε ένα τεράστιο εγκλεισμό.

Ο διαχωρισμός του χώρου σε ζώνες δραστηριοτήτων και υπαγορευμένης κυκλοφορίας συνέβαλλε στην παράγωγη προτύπων και την αναπαραγωγή της κατακερματισμένης αντίληψης. Παράλληλα προώθησε και την ενδυνάμωση της βίας της εξουσίας στον χώρο. Η εσωτερίκευση του φόβου, μέσα από εικόνες αγρίων συμβάντων, «εγκληματικών» γεγονότων που διαχύουν την κοινωνική ανασφάλεια, συμβάλει στην μη επικοινωνία της κοινωνίας με την πραγματικότητα.

Όπου υπήρχαν ζωτικοί χώροι επικοινωνίας, δραστηριότητας και δημιουργίας έπρεπε να πλημμυριστούν από φωτά, εμπορεύματα και τερατώδεις χώρους κατανάλωσης. Αυτοί δημόσιοι χώροι έπρεπε να αναπλαστούν ώστε να ανταποκρίνονται στις επιταγές του εμπορεύματος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με τις επιχειρήσεις «αρετή», τα στοιχειά που αξιοποίησαν αυτούς τους χώρους έπρεπε να κατασταλθούν με οποιοδήποτε τρόπο. Η πλατεία  του δημοτικού αναψυκτήριου της Νεάπολης, των Εξαρχείων, το πάρκο ντόρε και ο Άγιος Φανούριος είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας ανάπλασης. Πάραυτα αυτή η διαδικασία δεν έχει σταματήσει. Από το πάρκο της Κύπρου μέχρι και την προσπάθεια της λεηλασίας του ελαιώνα.

Ο κόσμος του εμπορεύματος πρέπει να είναι κυρίαρχος  αφού έχει αυτό-ανακηρυχθεί σε καθολικό αξίωμα. Περιοχές όπως το μπουρναζι και το Ρέντη επικυρώνουν όλες τις επιταγές του θεάματος. Εκεί οι επιθυμίες, απλώς καταναλώνονται μαζικά σε βραδιές ψευδό-επικοινωνίας, όπου οι ρυθμοί της πόλης κατοχυρώνουν αυτή τη διασκέδαση. Η κοινωνία fast-food αδημονεί να καταναλώσει τους «προτηγανισμένους» υπηκόους της. Ο κόσμος της Αποστειρωμένης  αισθητικής, του χρήματος, της μόδας, του lifestyle και της πλαστικής ευδαιμονίας εγκωμιάζει τον εκκωφαντικό του μονόλογο.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΡΟΚΗΡΥΞΗΣ: Επαναστατικού Αγώνα (12/3/2009)

Η προκήρυξη στάλθηκε και δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα “Το Ποντίκι” στις 12.03.2009

Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την έκρηξη της 9ης Μαρτίου στο υποκατάστημα της Citibank στην οδό Λαυρίου στη Ν. Ιωνία. Η ενέργεια μας αυτή έγινε μετά την απόπειρα της 18ης Φλεβάρη όπου επιχειρήσαμε να ανατινάξουμε με παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο τα κεντρικά γραφεία της Citibank, στην οδό Αχαΐας στην Κ. Κηφισιά. Αυτή η ενέργεια είναι μέρος της στρατηγικής παρέμβασης της οργάνωσης όσον αφορά την οικονομική κρίση και τους υπαίτιους αυτής, ανάμεσα στους οποίους δεσπόζουσα θέση έχει το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Η χρήση παγιδευμένου αυτοκινήτου με 125 κιλά πετρελαιοαμμωνίτιδας αποσκοπούσε όχι απλώς σε ένα συμβολικό μικρό χτύπημα, αλλά είχε στόχο να καταστρέψει την υποδομή της συγκεκριμένης πολυεθνικής, καθιστώντας επισφαλή την παρουσία της στον ελλαδικό χώρο. Ένας από τους στόχους, εξ άλλου, ενός πραγματικού επαναστατικού κινήματος και μιας ένοπλης οργάνωσης είναι να προσπαθήσει να καταστήσει την χώρα εχθρικό έδαφος για τους εγκληματικούς μηχανισμούς του υπερεθνικού κεφαλαίου, όπως είναι η Citibank.

Προτού εξηγήσουμε γιατί στόχος μας ήταν η Citibank και ποιος ο ρόλος της στο διεθνές χρηματοπιστωτικό στερέωμα, θ’ αναφερθούμε σε κάποια πράγματα σχετικά με τις συνθήκες της ενέργειας, η οποία προκάλεσε αρκετό ντόρο, γιατί όντως ήταν μια απόπειρα που γίνεται για πρώτη φορά με στόχο την καταστροφή υποδομών για την οποία είναι απαραίτητη μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών. Η συντριπτική πλειοψηφία των πληρωμένων κονδυλοφόρων της εξουσίας, δηλαδή των δημοσιογράφων, των οποίων το ψέμα είναι το επάγγελμά τους, προέβησαν σε μια γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα, μιλώντας για τυφλό χτύπημα που αν είχε εκραγεί ο μηχανισμός θα υπήρχαν δεκάδες νεκροί, συγκρίνοντας την ενέργεια μας με επιθέσεις της Αλ Κάιντα. Όμως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.

Καταρχήν όσον αφορά το είδος της εκρηκτικής ύλης η πετρελαιοαμμωνίτιδα είναι η λιγότερη ισχυρή εκρηκτική ύλη και αντιστοιχεί στο 60% της ισχύος των ισχυρών εκρηκτικών υλών. Η επιλογή να επιτεθούμε στη συγκεκριμένη εταιρεία με τον συγκεκριμένο τρόπο, έγινε με βάση τα συνολικά χαρακτηριστικά του κτιρίου και της ευρύτερης περιοχής. Γύρω από το κτίριο της Citibank δεν υπάρχουν καθόλου σπίτια ούτε, φυσικά, από την μπροστινή πλευρά του κτιρίου επί της οδού Αχαΐας, δηλαδή, εκεί που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο αυτοκίνητο. Απέναντι από την κεντρική είσοδο υπάρχει μια υπό ανέγερση οικοδομή και δίπλα υπάρχει ένα κτίριο, που είναι επίσης μισοτελειωμένο και προορίζεται για γραφεία. Από την πλευρά της οδού Τροιζηνίας δεν υπάρχουν καθόλου σπίτια παρά μόνο επιχειρήσεις και γραφεία, που φυσικά, την ώρα εκείνη ήταν άδεια και εκτός λειτουργίας. Σπίτια λοιπόν δεν υπάρχουν όχι μόνο στο τετράγωνο που βρίσκεται η Citibank- εξ άλλου η συγκεκριμένη εταιρεία από μόνη της ένα ολόκληρο τετράγωνο-, αλλά ούτε και στα διπλανά τετράγωνα και φυσικά όχι από την πλευρά που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο αυτοκίνητο. Η απέναντι οικοδομή έκοβε και το πεδίο προς τη εθνική οδό Αθηνών- Λαμίας ενώ ο παράδρομος της εθνικής, δεν έχει καθόλου σπίτια παρά μόνο εταιρείες. Ρισκάραμε αρκετά με την απόφασή μας να εισέλθουμε στον εσωτερικό περίβολο της τράπεζας διαρρηγνύοντας την εξωτερική είσοδο, γιατί με αυτό τον τρόπο θα μεγιστοποιούσαμε τις ζημιές για το συγκεκριμένο κτίριο που θ’ απορροφούσε όλη την έκρηξη. Οι υστερικές δηλώσεις ότι πολλά από τα γύρω κτίρια θα καταστρέφονταν ήταν σκόπιμες για να σπείρουν τον πανικό.

Παρά το γεγονός ότι ο φύλακας-security της τράπεζας μας αντιλήφθηκε αμέσως, κατάλαβε ότι η εταιρεία γινόταν στόχος επίθεσης και ήταν φυσικό ότι θα ειδοποιούσε αμέσως την αστυνομία, εμείς πήραμε προειδοποιητικό τηλεφώνημα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Ο μηχανισμός ήταν προγραμματισμένος να εκραγεί σε μια ώρα από τη στιγμή της τοποθέτησης. Η τοποθέτηση έγινε γύρω στις 4 και η έκρηξη προγραμματίστηκε στις 5 όπως διαπιστώθηκε και από το ΤΕΕΜ, αφού το ένα από τα δύο ρολόγια βρέθηκε άθικτο. Στο τηλεφώνημα μας στα ΝΕΑ είπαμε ότι το παγιδευμένο αυτοκίνητο έχει 125 κιλά εκρηκτικά, για να εκκενωθεί σε μεγάλη ακτίνα η περιοχή. Το γεγονός ότι υπήρξε πλήρης σιωπή γύρω από το προειδοποιητικό τηλεφώνημα στα ΝΕΑ εξηγείται με τρεις τρόπους. Πρώτον, ο άνθρωπος στο τηλεφωνικό κέντρο της εφημερίδας δεν ειδοποίησε για το τηλεφώνημα, όπως έπρεπε να κάνει. Αν ισχύει αυτό, τότε μιλάμε είτε για εγκληματική ολιγωρία του συγκεκριμένου υπαλλήλου είτε για επιλογή της εφημερίδας, που ανατρέπει τη μέχρι σήμερα στάση των δημοσιογράφων στα τηλεφωνήματα προειδοποίησης. Το γεγονός ότι στην τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στα γραφεία της Shell είχαμε τηλεφωνήσει στην Ελευθεροτυπία και ο άνθρωπος στο τηλεφωνικό κέντρο το έκλεινε, μας είχε οδηγήσει τότε στην απόφαση να πάρουμε στην αστυνομία. Και τα δύο αυτά περιστατικά είναι πολύ ανησυχητικά για την στάση των εφημερίδων και εύλογα μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν η τακτική των εφημερίδων και των καναλιών είναι τέτοια από ‘δω και πέρα που επιδιώκουν θύματα, με στόχο τη δυσφήμηση του αγώνα και τη λήψη έκτακτων αστυνομικών μέτρων. Το τηλεφώνημα έγινε γύρω στις 4.10 και μπορεί να διαπιστωθεί, πολύ εύκολα, αφού αποθηκεύονται τα τηλεφωνήματα από όλες τις εταιρείες.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι ότι ενημερώθηκε η αστυνομία καθώς και η εφημερίδα από τον υπάλληλο. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για συντονισμένη παραπληροφόρηση από τα ΝΕΑ και τον κατασταλτικό μηχανισμό αλλά και από την κυβέρνηση για τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας στους πολίτες. Αν ισχύουν τα δύο προαναφερθέντα σενάρια-γεγονός που απευχόμαστε και που θα πρέπει να διαψευστεί δημοσίως από τις συγκεκριμένες εφημερίδες-, τότε θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι μπαίνουμε σε μια νέα και άκρως επικίνδυνη εποχή, όπου κατασταλτικοί κρατικοί μηχανισμοί και ΜΜΕ συνεργάζονται για τη διαμόρφωση κλίματος κοινωνικής ανασφάλειας, με στόχο όχι μόνο τη δυσφήμιση του αγώνα, αλλά και την διαμόρφωση ενός συναινετικού κλίματος για την εφαρμογή πολιτικών ολοκληρωτικού ελέγχου εις βάρος όλης της κοινωνίας. Ένα τρίτο, λίγο παράδοξο είναι αλήθεια, ενδεχόμενο είναι ο υπάλληλος των ΝΕΩΝ να ενημέρωσε την αστυνομία και να μην ενημέρωσε την εφημερίδα.

Γι αυτό και στην Citibank της οδού Λαυρίου δεν βάλαμε ωρολογιακό μηχανισμό αλλά χρησιμοποιήσαμε καλώδιο, έτσι ώστε να είμαστε παρόντες κατά την έκρηξη και να ελέγχουμε την περιοχή για τυχόν περαστικούς. Επειδή όμως σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να πραγματοποιούμε ενέργειες με ωρολογιακούς μηχανισμούς και να προειδοποιούμε γι αυτές σε ΜΜΕ, προκειμένου να εκτελούνται με ασφαλή τρόπο, δηλώνουμε πως αν υπάρχει οποιαδήποτε κωλυσιεργία στην γνωστοποίηση προειδοποιητικών τηλεφωνημάτων και στις εκκενώσεις κτιρίων και περιοχών, με αποτέλεσμα ν απειληθεί η ασφάλεια των πολιτών, αποκλειστικά υπεύθυνοι θα είναι η αστυνομία και το δημοσιογραφικό μέσο που θα έχει λάβει το τηλεφώνημα. Και επειδή εμείς δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιήσουμε χτύπημα χωρίς να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για την ασφάλεια πολιτών, δηλώνουμε πως αν αυτό δεν τηρηθεί από τους υπεύθυνους θ αντιδράσουμε αναλόγως. Μέσα από την προπαγάνδα τους οι δημοσιογράφοι, όπως έλεγε και ο Όργουελ στο 1984, προβάλουν το ψέμα για αλήθεια, το άσπρο μαύρο και την σκλαβιά για ελευθερία. Προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η ενέργειά μας αυτή δεν στρεφόταν εναντίον του συστήματος αλά εναντίον της κοινωνίας. Σύμφωνα με την καθεστωτική προπαγάνδα που παρουσιάζουν, τα δύο εκατομμύρια των πολιτών που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, οι άνθρωποι που τους κατάσχεται το σπίτι από τις τράπεζες, οι χιλιάδες άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι και οι συνταξιούχοι, οι μαθητές και η νεολαία, θα πλήττονταν αν ανατινάζαμε τα γραφεία της Citibank, προφανώς γιατί τα συμφέροντά τους ταυτίζονται. Αυτό μας λένε οι δημοσιογράφοι!

Εδώ και πολύ καιρό προβάλλεται το κατευθυνόμενο από τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και το ΠΑΣΟΚ ιδεολόγημα, το οποίο αναπαράγεται και εμπλουτίζεται από δημοσιογράφους πολιτικούς αναλυτές και «διανοούμενους», ότι ο Ε.Α. διαφέρει από την 17Ν και τον ΕΛΑ, οργανώσεις που προβάλλονται- κατόπιν αδρανοποίησής τους βέβαια- πως «είχαν πιο συγκεκριμένους στόχους και διατηρούσαν κάποια ιδεολογική επίφαση ενώ, αντιθέτως, η νέα γενιά επιχειρεί τυφλά χτυπήματα με στόχο μαζικούς θανάτους και δεν έχει κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο». Δεν είναι βέβαια σύμπτωση ότι πολλοί από αυτούς που αναπαράγουν αυτό το τερατώδες ψέμα, είναι ακριβώς οι ίδιοι που παλαιότερα ισχυρίζονταν στα τηλεοπτικά παράθυρα για την τότε εν ενεργεία 17 Νοέμβρη (αυτή η προπαγάνδα βρήκε την αποκορύφωσή της την περίοδο των συλλήψεων), ότι πρόκειται για «εταιρεία στυγνών εγκληματιών και δολοφόνων χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο», ενώ τώρα, οι ίδιοι άνθρωποι συγκρινόμενοι μ’ εμάς, παρουσιάζονται ως «πρόβατα» και «αγγελάκια».

Το ψέμα των εξουσιαστών και των δημοσιογράφων δεν έχει όρια. Αυτό είναι μέρος μας πάγιας προπαγάνδας της εξουσίας και των φερέφωνών τους, όπου ανέκαθεν οι επαναστάτες και οι αντίπαλοι του καθεστώτος παρουσιάζονταν ως αντικοινωνικοί εγκληματίες. Σε πολλές από τις ενέργειές μας, και χωρίς αυτό να στηρίζεται πουθενά, ειπώθηκε ότι επιθυμούσαμε μαζικούς θανάτους πολιτών, με πιο χαρακτηριστική την επίθεσή μας με βόμβα στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών στο Σύνταγμα τον Δεκέμβριο του 2005. Τότε, παρά το γεγονός ότι είχαμε προειδοποιήσει δύο φορές, η αστυνομία στάθηκε ανίκανη να προσδιορίσει το σημείο που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο μηχανάκι και η βόμβα εξερράγη χωρίς να έχουνε αποκλείσει τον χώρο, με αποτέλεσμα τότε να τραυματιστούν, ευτυχώς ελαφρά, δύο άνθρωποι. Και τότε αρχικά, ισχυρίστηκαν ότι προσπαθήσαμε να ξεγελάσουμε την αστυνομία και ότι αδιαφορούσαμε για τυχόν θύματα. Όπως και τότε έτσι και τώρα θα επαναλάβουμε ότι οι στόχοι του «Επαναστατικού Αγώνα» έχουν και θα έχουν κοινωνικό και ταξικό κριτήριο, είτε πρόκειται για υλικούς στόχους είτε για ανθρώπινους, οι οποίοι επικεντρώνονται στην πολιτική και οικονομική ελίτ, τους μηχανισμούς του Κεφαλαίου και του Κράτους, την αστυνομία που τους περιφρουρεί και όχι τους απλούς πολίτες.

Ενώ, από τη μία, η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ κατηγορούνε εμάς για απόπειρες πρόκλησης θανάτων πολιτών, επιχειρώντας με τα καθεστωτικά κόμματα την διαμόρφωση κλίματος κοινωνικής ανασφάλειας, από την άλλη θάβουν το γεγονός της δολοφονικής επίθεσης με χειροβομβίδα ενάντια στο στέκι των Μεταναστών στα Εξάρχεια, γεγονός που δείχνει ότι, εκτός από την κρατική βία, την οποία αδιαμφισβήτητα αποδέχονται, συναινούν μέσω της προκλητικής και ύποπτης ανοχής που επιδεικνύουν και στην παρακρατική βία. Τέτοιου είδους επιθέσεις εμείς πιστεύουμε ότι θα υπάρξουν και άλλες, αφού το κράτος, λόγω της κρίσιμης αυτής περιόδου, έχει εδώ και πολλούς μήνες προσφύγει στις παρακρατικές εφεδρείες του (φασιστοειδή-φασιστόμπατσους).

Καθώς εισερχόμαστε όλο και πιο βαθιά στη δίνη της διεθνούς οικονομικής κρίσης, γίνεται όλο και πιο σαφές πως ο καπιταλισμός και η οικονομία της αγοράς, όχι μόνο είναι σύστημα που προωθεί την κατάφωρη αδικία και αναπνέει χάρη στην ανελέητη εκμετάλλευση, αλλά είναι ένα κοινωνικό καρκίνωμα, που επιβιώνει χάρη στον παρασιτισμό του εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σήμερα που ο καπιταλισμός παραπαίει και η εμπιστοσύνη στις αγορές και στην λειτουργία τους είναι ανύπαρκτη, το χρηματοοικονομικό σύστημα έφτασε στο χείλος του γκρεμού, χωρίς να έχει ακόμα διασφαλίσει αν και με ποιους όρους θα επιβιώσει.

Η σωτηρία του συστήματος προϋποθέτει πως νέες σκληρότερες θυσίες θα γίνουν από μεριάς των εκμεταλλευόμενων. Αυτές τις νέες και περισσότερο σκληρές από κάθε άλλη φορά πολιτικές λιτότητας θα επιβάλλουν τα κράτη και οι κυβερνήσεις, φροντίζοντας παράλληλα να έχουν έτοιμα σχέδια σκληρής καταστολής σε περιπτώσεις έντονων κοινωνικών αντιδράσεων και εξεγέρσεων. Ήδη μια σειρά από εξεγέρσεις έχουν λάβει χώρα σε πολλές περιοχές του πλανήτη λόγω της κρίσης. Η αρχή έγινε την περίοδο όπου η αβεβαιότητα στην αγορά των ακινήτων και των μετοχών, οδήγησε πολλούς επιτήδειους ραντιέρηδες να ποντάρουν στα χρηματιστήρια τροφίμων, επιχειρώντας μέσα από αυτά να βγάλουν τα μέγιστα δυνατά κέρδη. Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει μια αλόγιστη κούρσα ανόδου των τιμών σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης και πριν η αναμενόμενη οικονομική ύφεση φέρει μια μη αναστρέψιμη πτώση των τιμών στα τρόφιμα.

Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 2008 σημαδεύτηκαν από μια σειρά εξεγέρσεων για το σιτάρι, το ρύζι, το καλαμπόκι, αφού η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία πολλαπλασίασε τις τιμές μέσα σε λίγους μήνες και οδήγησε σε λιμοκτονία εκατομμύρια ανθρώπους στις πιο φτωχές περιοχές του πλανήτη. Στην Αϊτή οι βίαιες διαδηλώσεις των πεινασμένων (80% ζει κάτω από το όριο της φτώχειας) εξελίχθηκαν σε ένοπλη εξέγερση. Εξεγέρσεις έγιναν και στην Αίγυπτο, την Ινδονησία, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, το Μεξικό. Καθώς προχωρά η κρίση μια σειρά από χώρες, πολλές εκ των οποίων κάποτε αποτελούσαν τα νέα «θαύματα» του καπιταλισμού καταρρέουν η μια μετά την άλλη. Η Ισλανδία, η Ιρλανδία (μέχρι πρότινος κέλτικη τίγρης), η Ουγγαρία αποτέλεσαν την αρχή των κρατικών χρεοκοπιών ενώ οι κοινωνικές ταραχές συγκλονίζουν ήδη χώρες της λεγόμενης νέας Ευρώπης όπως η Λιθουανία, η Λεττονία, η Βουλγαρία, όπου εκδηλώνονται βίαιες κοινωνικές αντιδράσεις ενάντια στις κυβερνήσεις των χωρών αυτών και τις πολιτικές λιτότητας που θέλουν να επιβάλλουν κατ’ εντολή του ΔΝΤ και της υπερεθνικής οικονομικής εξουσίας. Έχει προηγηθεί η εξέγερση του Δεκέμβρη στην Ελλάδα.

Όλες αυτές οι κοινωνικές αυτές εκρήξεις είναι μόνο η αρχή.

Όταν πολλοί πιστεύανε ότι η ελληνική οικονομία είναι ισχυρή, εμείς στην προκήρυξή μας για την επίθεση στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών τον Δεκέμβρη του 2005 λέγαμε ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξεσπάσει παγκόσμια οικονομική κρίση και να πληγεί και η χώρα:

«Η ανάγκη εισαγωγής ρυθμιστικών παραμέτρων στην διεθνοποιημένη αγορά επισημαίνεται από αυτούς τους οικονομικούς “παίκτες” και το τμήμα αυτό της πολιτικής ελίτ που αντιλαμβάνεται πως η αστάθεια, ως χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρούς κλυδωνισμούς το καπιταλιστικό σύστημα, να γεννήσει κρίσεις μη αναστρέψιμες. Αυτές οι επισημάνσεις ξεκίνησαν μετά την οικονομική κρίση του ’98 που απέδειξε πως οι “ασιατικές τίγρεις” ήταν απλώς χάρτινες. Μια κρίση, που ξεκινώντας από την νοτιοανατολική Ασία εξαπλώθηκε σε πολλές χώρες, πλήττοντας με ιδιαίτερη ένταση οικονομίες της ημιπεριφέρειας και της περιφέρειας του καπιταλιστικού συστήματος και που η διεθνής επέκταση και η σφοδρότητά της αιφνιδίασε πολλούς από τους παράγοντες της αγοράς.

Ο φόβος για μια νέα, ακόμη μεγαλύτερης έντασης και έκτασης κρίση που ενδεχομένως να πλήξει το φαινομενικά αλώβητο καπιταλιστικό κέντρο, είναι ο κύριος λόγος που οι προαναφερόμενοι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες διερευνούν την εισαγωγή ρυθμίσεων που θα λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλείδες για την αγορά, και θα επιτρέπουν την συνέχιση της πορείας προς την παγκοσμιοποίηση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά την Ελλάδα, η ίδια η ιστορία έχει ήδη αναδείξει πόσο φαιδρά είναι τα φληναφήματα της πολιτικής εξουσίας περί ισχυροποίησης της ελληνικής οικονομίας ύστερα από την είσοδό της στην Ε.Ε., στην ζώνη του ευρώ και το άνοιγμα στις διεθνείς αγορές. Τα τελευταία απομεινάρια μιας ήδη αποσαρθρωμένης παραγωγικής δομής σαρώνονται από τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, καμιά προοπτική για την δημιουργία νέων παραγωγικών δομών δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα -εκτός και αν καταφέρουμε να ανταγωνιστούμε την Κίνα σε μισθούς, όπως προτρέπουν οι ευρωπαίοι επιχειρηματίες-, η πλασματική ευημερία που για χρόνια βασίστηκε στην κατανάλωση με δανεικά λαμβάνει τέλος, και το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να χρεώνει τις επόμενες γενιές με το υπέρογκο δημόσιο χρέος που κάθε χρόνο αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς, λόγω των υψηλών επιτοκίων με τα οποία οι κυβερνήσεις προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να συνεχίσουν να δανείζονται.

Κατά την άποψή μας η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή θέση και δεν σεβόμαστε την άποψη που λέει πως η συμμετοχή στην ζώνη του ευρώ καθιστά δεδομένη την αποφυγή σοβαρών κρίσεων. Τα δομικά προβλήματα της “εθνικής” οικονομίας σε συνδυασμό με την τάση του συστήματος προς την ανισορροπία, δημιουργούν ένα καλό συνδυασμό για μια επικείμενη οικονομική κρίση, η οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από ποιους γεωγραφικούς παράλληλους θα ξεκινήσει».

Αναζητώντας τους κύριους υπαίτιους της σημερινής μεγάλης κρίσης, δεν μπορούμε παρά να στραφούμε καταρχήν στην οικονομική ελίτ και τις κύριες πολυεθνικές επιχειρήσεις που την αντιπροσωπεύουν, με πρώτους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ένας τέτοιος είναι και η Citigroup – της οποίας τμήμα είναι η Citibank-, ένας διεθνής όμιλος με πολλές θυγατρικές εταιρείες και συμμετοχή σε αμέτρητες επιχειρήσεις παγκοσμίως.

Στην Ελλάδα η δραστηριότητά της ξεκίνησε την δεκαετία του ’60, δεκαετία της έκρηξης των πολυεθνικών και της υψηλής διεθνούς ρευστότητας. Η δράση της ευνοήθηκε από τα ανοίγματα της χώρας εκείνη την περίοδο στο διεθνές κεφάλαιο και την πορεία διεθνοποίησης της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια που επέβαλε η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ. Σταδιακά εξελίχθηκε στον πιο προνομιακό συνεργάτη του ελληνικού κράτους σε διάφορα οικονομικά αλλά με σοβαρές προεκτάσεις ζητήματα, μεταξύ των οποίων την αναδοχή στην έκδοση ελληνικών ομολόγων με προνομιακά για την Citibank κέρδη. Το ελληνικό κράτος την ξεπλήρωσε και με άλλους τρόπους πλην το ρευστό, τρόπους όπως η προσφορά προνομιακών θέσεων στην λειτουργία δημοσίων οργανισμών, για τους οποίους η Citibank κατά καιρούς δημοσίευε στην αγορά ευνοϊκές εκθέσεις για να ανεβάσει τις μετοχές τους, με το αζημίωτο φυσικά.

Επί κυβερνήσεως Σημίτη αξιοποίησε την σχεδιασμένη για να εξυπηρετήσει το υπερεθνικό κεφάλαιο υποτίμηση της δραχμής, εισέβαλε μαζί με άλλους μεγάλους επενδυτές στο χρηματιστήριο, συμβάλλοντας στην χρηματιστηριακή έκρηξη του ’99 και πρωτοστάτησε στη λεηλασία των τεράστιων ποσών αποταμίευσης που είχαν εισρεύσει τότε στο χρηματιστήριο. Μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου επανήλθε μαζί με άλλους υπερεθνικούς χρηματοοικονομικούς ομίλους και εξαγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί μεγάλο μέρος των μετοχών των ελληνικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να περάσει στον έλεγχο του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου το σύνολο σχεδόν της ελληνικής οικονομίας. Και καθώς μέσω της ελληνικής αγοράς ελέγχει μεγάλο τμήμα της ευρύτερης περιοχής στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, η διοίκηση της τράπεζας στην Ελλάδα είναι υπεύθυνη για την εφαρμογής της πολιτικής της μητρικής Citigroup σε ένα μεγάλο φάσμα γειτονικών χωρών.

Επίσης, υπήρξε ο κύριος σύμβουλος του ελληνικού κράτους για τις ιδιωτικοποιήσεις και πρωτοστάτησε σε ό,τι αφορούσε την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην χώρα για την ιδιωτικοποίηση τομέων του δημοσίου, την υφαρπαγή από το μεγάλο κεφάλαιο μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας και του κοινωνικού πλούτου. Η εν λόγω τράπεζα, εκτός από τα κέρδη που αποκομίζει από το εμπόριο των ελληνικών ομολόγων και την αγορά του χρέους, έχει ήδη αποσπάσει τεράστια κέρδη και από τα δάνεια στα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία και στραγγαλίζουν συστηματικά τα τελευταία χρόνια όλες οι τράπεζες. Πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπου συμμετέχουν μερικές από τις σημαντικότερες οικογένειες της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ και κυρίως των ΗΠΑ. Τα συμφέροντα της Citibank είναι τα συμφέροντα κάποιων από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο οργανισμοί σαν αυτόν ή π.χ. την J.P. Morgan ή την Deutche Bank να αφεθούν στην τύχη τους και να καταρρεύσουν, χωρίς να έχει κάνει το κράτος ό,τι είναι δυνατό για να τον κρατήσει ζωντανό. Η παροχή εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, δολαρίων και γεν στα υπερτραφή πολυεθνικά τοκογλυφικά εκτρώματα, συνιστά μια πρωτοφανή στην ιστορία του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος μεταφορά πλούτου από την κοινωνική βάση προς την οικονομική ελίτ, που έπραξαν οι κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες μέσα σε λίγους μήνες. Η κρίση αποκάλυψε πως τα οικονομικά μεγέθη αυτών των οργανισμών ήταν τελικά «φούσκες», «κολοσσοί» όπως η Citigroup βρίσκονται υπό κατάρρευση και περνούν υπό την κρατική σκέπη για να «εξυγιανθούν» – με τα χρήματα πάντα των φορολογουμένων – για να ξαναμπούν αργότερα ξανά στο παιχνίδι της αγοράς. Είναι βέβαιο πως τεράστιες ποσότητες ρευστού θα συνεχίσουν να εισρέουν στα ταμεία των τραπεζών για να καλύψουν τα ανυπολόγιστα χρέη τους ενώ η απορρόφηση από τα κράτη των χρεών και η δημιουργία «κακών τραπεζών» όπου θα πετούν οι τράπεζες τα μη κερδοφόρα επενδυτικά τους «απόβλητα», είναι τα επιπλέον μέτρα για τη διάσωση των κερδών των μεγαλομετόχων, με υποθήκη την ζωή και την επιβίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Μπορεί σήμερα να κριτικάρουν δημοσίως οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ τις διοικήσεις των τραπεζών για την κακή διαχείριση και την απληστία των μεγαλοστελεχών, όμως στην πραγματικότητα επικροτούσαν με λόγια και με έργα αυτήν την επιθετική πολιτική που υιοθετούσαν οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι για δεκαετίες, πολιτική που κινούσε η απληστία για περισσότερα κέρδη. Όμως κανείς δεν ξεχνά πως η απληστία είναι ο πυρήνας των σχέσεων στην οικονομία της αγοράς. Είναι η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού, είναι η φλόγα που πυροδοτεί τον ανταγωνισμό, φέρνει κέρδη στο κεφάλαιο, ωθεί την ανάπτυξη του συστήματος. Καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων αποτελούσε ανέκαθεν την ατμομηχανή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η απληστία είναι και θα είναι ο απαραίτητος τροφοδότης της κίνησης του οικονομικού συστήματος. Και καθώς σήμερα τα κεφάλαια που ανταγωνίζονται μεταξύ τους είναι όλο και μεγαλύτερα, είναι λογικό να παίρνει τεράστιες διαστάσεις η κερδοσκοπία – κυρίως αυτή που στηρίζεται σε δανεικά – και οι «φούσκες» των κάθε είδους χρεών να διογκώνονται όλο και περισσότερο.

Η απληστία είναι, εν τέλει, η πρώτη αξία του καπιταλισμού, αυτή που σφραγίζει τον πλήρη αμοραλισμό του συστήματος, που θεοποιεί το χρήμα, την δύναμη και την εξουσία, που εχθρεύεται κάθε έννοια αλληλεγγύης, που περιφρονεί την αξία της ανθρώπινης ζωής καθώς για το σύστημα αξία έχει μόνο ό,τι παράγει κέρδος. Γι’ αυτούς που βρίσκονται στην ηγεσία του οικονομικού συστήματος, αξία δεν έχει κανένας άνθρωπος, καμία κοινωνική σχέση που βρίσκεται έξω από την κλίκα των κοινών οικονομικών συμφερόντων και των σχέσεων που αυτά τα συμφέροντα αναπτύσσουν. Η αδιαφορία τους για τον κόσμο είναι τέτοια που μπορούν χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς να ωθούν ολόκληρους λαούς στην λιμοκτονία, στην εξαθλίωση και στον θάνατο. Αν ρωτούσαμε οποιονδήποτε από τους λεγόμενους traders που διαχειρίζονται καθημερινά δισεκατομμύρια ή έστω έναν χρηματιστή ή οποιονδήποτε επενδύτη για το αν έχει καθόλου ενοχές για το γεγονός ότι μια τοποθέτηση του πχ στην άνοδο της τιμής των σιτηρών, οδήγησε στον θάνατο από πείσμα πολλούς ανθρώπους και όξυνε το πρόβλημα της σίτισης για εκατομμύρια, απαντούσατε σίγουρα πως όχι. Γι’ αυτό το είδος των ανθρώπων, η δύναμη της θέσης τους τοyς προκαλεί μέθη και όχι ενοχές. Είναι γνωστό εξ’ άλλου, ότι σε περιόδους μεγάλων κερδών ένοιωθαν και δήλωναν «οι άρχοντες του σύμπαντος». Μπορεί σε μια κοινωνία αλλοτριωμένη από τον αμοραλισμό και την πλήρη εξατομίκευση που προωθεί η πολιτική και οικονομική εξουσία, ν’ αναγνωρίζονται ως αξιοσέβαστοι και επιτυχημένοι αυτοί οι άνθρωποι λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας, όμως δεν θα πάψουν να είναι στυγνοί εγκληματίες που πλουτίζουν με το αίμα αδύναμων κοινωνικά ανθρώπων. Η μόνη τους ανησυχία είναι αν θα έχουν «πάρει σωστές θέσεις», αν απειλούνται τα μπόνους τους, αν θ’αυξήσουν την περιουσία τους. Δεν έχει καμία σημασία τι εμπορεύονται. Αν είναι στεγαστικά δάνεια, χρέη χωρών, πετρέλαιο, ή ξηροί καρποί. Σημασία έχει η μεγιστοποίηση της κερδοφόρας απόδοσης. Και «είναι μέσα στο παιχνίδι» οι υψηλές αποδώσεις να κερδίζονται ακόμα και με μαζικές δολοφονίες.

Σήμερα, η ελληνική κυβέρνηση γονυπετής παρακαλάει τους «αξιοσέβαστους» επενδυτές ν’αγοράσουν τα ελληνικά ομόλογα και είναι διατεθειμένη να πληρώσει στο ακέραιο το τίμημα που θα της ζητηθεί, δηλαδή ένα υπέρογκο επιτόκιο. Γιατί είναι γνωστό, η Ελλάδα λόγω ελλειμμάτων και χρεών ήταν ένας επενδυτικός προορισμός «αυξημένου ρίσκου» και αυτό το ρίσκο αντανακλάται στο υψηλό επιτόκιο δανεισμού, αφού υποτίθεται, ότι έτσι διασφαλίζεται καλύτερα η θέση του επενδυτή, άσχετα αν οι αυξανόμενες απαιτήσεις για πληρωμές σε δάνεια οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τη χώρα σε χρεοκοπία. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, βρισκόμαστε υπό ένα καθεστώς δουλείας, με υπερεθνικό κεφάλαιο να επιβάλει με τον βούρδουλα του χρέους και των ελλειμμάτων τους πιο απεχθείς όρους φορολόγησης, εργασίας, αμοιβών και συνταξιοδοτήσεων, όρους που καμιά κοινωνία δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανέχεται. Όπως δεν πρέπει να ανέχεται για το συμφέρον των μεγάλων τοκογλύφων, ντόπιων και ξένων, να κόβονται οι δημόσιες δαπάνες, να ξεψυχούν τομείς όπως η δημόσια υγεία, να κλείνουν νοσοκομεία.

Οι εγκληματίες που ηγούνται της διεθνούς χρηματαγοράς ήδη έχουν ξεκινήσει την μεγάλη κερδοσκοπική εφόρμηση στην αγορά του χρέους, καθώς τα στοιχήματα για την κατάρρευση διαφόρων χωρών βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων της αγοράς ενώ η Citibank έχει αρχίσει μια επιθετική κερδοσκοπική τακτική με τα ελληνικά ομόλογα. Οι αποδώσεις για το κεφάλαιο θα είναι μεγάλες, αλλά σύντομα θα δούμε πολλές χώρες να χρεοκοπούν κάτω από το βάρος του χρέους , της πολιτικής πίεσης για μεγαλύτερη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή, αλλά και της κερδοσκοπίας.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι διατεθειμένη να δεχτεί εν λευκώ κάθε όρο του μεγάλου κεφαλαίου όσο δυσβάσταχτος και αν είναι, να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου και τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες επιταγές που της υποδεικνύει η αγορά και οι πολιτικές συμμαχίες που την υπηρετούν, όπως η Ε.Ε. και να ματώσει την ελληνική κοινωνία προκειμένου ν’ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της. Πιστεύει βέβαια, πως για πολιτικούς λόγους που αφορούν την καθεστωτική σταθερότητα στην χώρα και την ευρύτερη περιοχή, οι αγορές δεν θα την εγκαταλείψουν. Βέβαια, τις ίδιες επιλογές θα έκανε και οποιαδήποτε κυβέρνηση βρισκόταν στην εξουσία. Και όταν λέμε οποιαδήποτε, δεν εννοούμε μόνο το ΠΑΣΟΚ (για το ΛΑΟΣ είναι αυτονόητο) αλλά και τον Συνασπισμό όπως επίσης και το ΚΚΕ. Και αυτό γιατί μια πολιτική απόφαση που θα αφορά την δια παντός άρνηση πληρωμών του χρέους σημαίνει οριστική ρήξη με τις αγορές, γεγονός που είναι φυσικά εκτός των στόχων όλων των κομμάτων.

Η πολιτική βούληση για μια κοινωνία ν’αποτινάξει μια για πάντα τον ζυγό του χρέους από πάνω της, όχι μόνο γιατί δεν τον αντέχει αλλά γιατί δεν τον θέλει, είναι συνυφασμένη με την απόφαση ν’αντιπαρατεθεί με το σύνολο της πολιτικής εξουσίας, με την απόφαση να έρθει σε ρήξη με το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με την απόφαση ν’ανατρέψει το καθεστώς που την κρατάει σκλαβωμένη.

Για όλα τα παραπάνω, ζητάμε ειλικρινά συγνώμη από τον ελληνικό λαό που δεν καταφέραμε να τινάξουμε στον αέρα τα κεντρικά γραφεία της Citibank.

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέχει τη μερίδα του λέοντος σε ευθύνες για την σημερινή κατάσταση που ζει ο πλανήτης. Όμως εξίσου συνυπεύθυνες είναι οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες-δηλαδή, τα τσιράκια των υπερεθνικών χρηματοπιστωτικών ομίλων- και οι μεγάλες επιχειρήσεις. Και αυτό γιατί η σημερινή κρίση δεν είναι αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής, την οποία διαμόρφωσαν από κοινού όλοι οι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες του συστήματος και η οποία αποτελεί την πιο μαζική δολοφονική επιχείρηση στην ανθρώπινη ιστορία. Γι’αυτό και όχι μόνο δεν μπορεί ν’αφορά τους προλετάριους ανά τον κόσμο η διάσωση του καθεστώτος, όχι μόνο δεν μπορεί ν’ανεχόμαστε να πληρώσουμε για λογαριασμό μιας κρίσης που κράτος και αφεντικά παρουσιάζουν ως μια… καταιγίδα, ένα φυσικό φαινόμενο για το οποίο κανείς δεν ευθύνεται, όχι μόνο δεν έχουμε κανένα λόγο να συμβάλουμε στην γεφύρωση του χάσματος μεταξύ κεφαλαίου-κοινωνίας που δημιούργησε η κρίση, αλλά οφείλουμε να ξεμπερδέψουμε μια για πάντα με όλα τα καθάρματα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, για να απαλλαγεί, επιτέλους, η ανθρωπότητα από αυτούς τους εγκληματίες.

Επειδή αναφερθήκαμε σε οικονομική στρατηγική, οφείλουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Πιστεύουμε πως η σημερινή κρίση ήταν η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής στην ιστορία του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Και αυτό γιατί αφορά την πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση μεγάλου μεγέθους, η οποία διαχέεται σε κάθε φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας και εξαπλώνεται σε όλο τον πλανήτη λόγω της έντονης αλληλεξάρτησης σε συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Επίσης, παρά τις σοβαρές ποιοτικές διαφορές με την κρίση του ’29, είναι πιο σοβαρή από εκείνη, όχι μόνο λόγω της ευρύτητας αλλά και λόγω του γεγονότος ότι το σύστημα εκείνη την περίοδο μπορούσε πιο εύκολα να ελεγχθεί. Στην εποχή μας έχει εδώ και πολλά χρόνια καταστεί παντελώς ανεξέλεγκτο, με διαστάσεις ασύλληπτες και παραμέτρους ακατανόητες και για αυτούς ακόμη τους μεγάλους καπιταλιστές. Γι’ αυτό και ούτε οι ίδιοι, ούτε οι μηχανισμοί των κρατών, των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των κεντρικών τραπεζών μπορούν να κάνουν κάποια σοβαρή εκτίμηση.

Η έναρξη της σημερινής κρίσης μπορεί να άρχισε με την κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ, αλλά δεν βρίσκεται εκεί η αιτία της. Όταν έσκασε η συγκεκριμένη «φούσκα», ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου κρίση στη φερεγγυότητα των τραπεζών και στα χρηματοοικονομικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν και που σε χρυσές εποχές μεγάλων κερδών όλες οι αγορές επαινούσαν και βράβευαν. Καθώς η τιτλοποίηση των επισφαλών δανείων και η μεταπώλησή τους κατάφερε τη διάχυση ενός ανυπολόγιστου χρέους σε μια ατελείωτη σειρά χρηματοοικονομικών παραγόντων (επενδυτικές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικά ταμεία…), η εμπιστοσύνη στις αγορές τέθηκε σε βαριά δοκιμασία και κατέληξε ανύπαρκτη, με τις τράπεζες να ανακαλύπτουν συνεχώς νέες τρύπες χρεών, εταιρείες που τ’ όνομά τους ήταν ταυτισμένο με την ιστορία του καπιταλισμού την τελευταία εκατονταετία να καταρρέουν (π.χ. Lehman Brothers), μεγαλοεπενδυτές ν’ αποσύρουν ό,τι μπορούν να γλιτώσουν από μια πλέον παντελώς αναξιόπιστη αγορά.

Οι εποχές των υψηλών κερδών έλαβαν τέλος και το ρευστό αποσύρεται από την αγορά, φέρνοντας την πιο επικίνδυνη για το σύστημα φάση που χαρακτηρίζεται ως παγίδα ρευστότητας. Το χρήμα υπάρχει αλλά δεν χρησιμοποιείται αφού καμιά επένδυση δεν δείχνει ν’ αποφέρει κέρδη. Και όταν η υπερεθνική ελίτ έχει περάσει χρόνια απολαμβάνοντας τρελά κέρδη, κυρίως μέσα από μεθόδους έμμεσης λεηλασίας όπως η τοκογλυφία και τα χρηματιστήρια, τότε είναι επακόλουθο να κλείνει τις κάνουλες της ρευστότητας περιμένοντας καλύτερες μέρες.

Το ντόμινο καταρρεύσεων σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως που δημιούργησε η κρίση αφορά το γεγονός ότι ξεκίνησε το σκάσιμο της τεράστιας φούσκας αυτής της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό αιτιολογείται από το γεγονός ότι τα μεγάλα οικονομικά μεγέθη και οι ανοδικές τάσεις στην αγορά τις τελευταίες δεκαετίες, όλο και πιο συχνά βασίζονταν στην κυκλοφορία τεραστίων όγκων πλασματικού κεφαλαίου, δημιουργώντας όρους για μια ψεύτικη, ή καλύτερα δανεική ευημερία, που βασιζόταν σε μια «φούσκα» χρεών που διαρκώς μεγάλωνε. Καθώς η «φούσκα» της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης μεγεθυνόταν ανάλογα με την «φούσκα» της αμερικανικής ευημερίας, το σκάσιμο της τελευταίας συμπαρέσυρε εκ θεμελίων το μέχρι χθες κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο που βασιζόταν στις αρχές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Η «φούσκα» της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης άρχισε να διαμορφώνεται πολλά χρόνια πριν, στην περίοδο που για πολλούς σοσιαλδημοκράτες και αριστερούς έχει καταγραφεί ως «χρυσή εποχή». Μιλάμε για την μεταπολεμική περίοδο όπου τα υψηλά κέρδη των επιχειρήσεων συνυπήρχαν με ικανοποιητικούς μισθούς στην εργασία και που ο καπιταλισμός φαινόταν ν’ απολαμβάνει τη μοναδική για εμάς περίοδο σχετικής σταθερότητας για την οποία ευθύνεται ο κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας που είχε επιτευχθεί με καθοριστικό τον ρόλο της αριστεράς. Για όσο διάστημα οι υψηλοί μισθοί δεν απειλούσαν τα ποσοστά του κέρδους και για όσο διάστημα το κεφάλαιο είχε ανάγκη τις εθνικές αγορές για την προώθηση των προϊόντων και των υπηρεσιών του, ο ιδιότυπος κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός ήταν σε ισχύ. Μέσα σε αυτό το διάστημα το κεφάλαιο κατάφερε να επανακάμψει, καθώς το γόητρό του είχε υποστεί σοβαρά πλήγματα ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους και μια μεγάλη κρίση. Ο κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός πλέον άρχισε όχι μόνο να μην είναι απαραίτητος για το κεφάλαιο αλλά και επιζήμιος για τα κέρδη.

Καρπός της μεταπολεμικής συσσώρευσης υπήρξαν οι πολυεθνικές, που άρχισαν να γιγαντώνονται ήδη από την δεκαετία του ’60. Η περίοδος της έκρηξης των πολυεθνικών πολυκλαδικών ομίλων συνοδεύτηκε από μια σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων μέσω της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας. Είναι η πρώτη φορά μεταπολεμικά που ξεκινά μια φρενήρης προσπάθεια άντλησης υπεραξίας μέσω των χρηματιστηρίων, δημιουργώντας την πρώτη «φούσκα» κερδών. Από εκείνη την περίοδο, μαζί με μια σειρά νέων χρηματοοικονομικών κλάδων και εργαλείων (ήταν η εποχή που ξεφύτρωσαν οι πρώτοι «διαχειριστές» κεφαλαίων) άρχισε να διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο άντλησης κερδών μέσω των έμμεσων τρόπων λεηλασίας που προσφέρει η πίστωση. Η πρώτη χρηματιστηριακή έκρηξη όχι μόνο αύξησε γρήγορα τα κέρδη των επιχειρήσεων με την γιγάντωση των πολυεθνικών, αλλά και κατάφερε την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος του κεφαλαίου έναντι της εργασίας.

Αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης εκείνης της περιόδου ήταν να γεμίσει ρευστό η αγορά. Σ’ αυτό συμβάλανε σε πολύ μεγάλο βαθμό και τα τρελά κέρδη από τις πωλήσεις του πετρελαίου. Οι τράπεζες κυρίως των ΗΠΑ, με πρωταγωνιστικό ρόλο της First National City Bank – όπως ήταν η επονομασία εκείνη την περίοδο της Citibank -, ανέλαβαν ν’ ανακυκλώσουν τα πετροδολάρια που είχαν πνίξει την αγορά. Η τεράστια ποσότητα πετροδολαρίων που γέμισε τα ταμεία των αμερικάνικων κυρίως τραπεζών και η έκρηξη των πολυεθνικών, άνοιξαν μια ευρύτερη αγορά, αυτή των ευρωδολαρίων (δολάρια που βρίσκονται εκτός ΗΠΑ, δίνονται εύκολα ως δάνεια και δεν υπόκεινται σε περιορισμούς).

Μέσω αυτής της αγοράς το χρηματιστηριακό κεφάλαιο δημιούργησε την πίεση που χρειαζόταν για να πετύχει την απελευθέρωση της κίνησής του, διαρρηγνύοντας στην πράξη τα όποια εμπόδια μέχρι τότε του είχαν επιβληθεί. Οι κυβερνήσεις αυτό που έκαναν ήταν να επικυρώσουν εκ των υστέρων πολιτικά αυτή την συνθήκη, θεσπίζοντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο που αναγνώριζε και δεχόταν την απαίτηση του κεφαλαίου να κινείται ελεύθερα χωρίς να υπόκειται σε κρατικές παρεμβάσεις, ελέγχους και περιορισμούς. Ήταν η αρχή του τέλους για το μοντέλο του κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά και η αφετηρία της εποχής του νεοφιλελευθερισμού, μια ιστορική μεταβολή που οφείλεται σε πρώτο βαθμό στην οικονομία και την δυναμική του κεφαλαίου και, σίγουρα, δεν ήταν αποτέλεσμα συνομωσίας κάποιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών προσώπων.

Η αγορά ευρωδολαρίων δημιουργήθηκε παράλληλα μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του ’73 και έφερε την μεγάλη έκρηξη του διεθνούς δανεισμού, γεγονός που αποτέλεσε την πραγματική αιτία για την ραγδαία τότε άνοδο του πληθωρισμού. Υπό την πίεση των διεθνών χρηματοοικονομικών οίκων που είχαν γιγαντωθεί μέσα σε αυτήν την περίοδο, τα κράτη αναλάμβαναν να διαφυλάξουν τα κέρδη από τις πληθωριστικές πιέσεις που είχαν αυξηθεί ακόμη περισσότερο μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’79, πραγματοποιώντας τις πρώτες μεγάλες επιθέσεις στον κόσμο της εργασίας. Έκτοτε οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες με πρώτη την FED των ΗΠΑ, υιοθετούν το μονεταριστικό δόγμα του Μίλτον Φρίντμαν που επέβαλε τον έλεγχο της ποσότητας του χρήματος που έπρεπε να κυκλοφορεί. Στόχος η συγκράτηση των μισθών, η μείωση της κατανάλωσης για την χαλιναγώγηση του πληθωρισμού και τη διάσωση των κερδών της πλουτοκρατίας.

Είναι η εποχή που ο νεοφιλελευθερισμός ως εφαρμοσμένη κυβερνητική πολιτική έρχεται να αντιπαρατεθεί με τους εργαζόμενους. Είναι η περίοδος που διαρρηγνύεται οριστικά το προσωρινό συμβόλαιο της ταξικής ειρήνης μεταξύ κεφαλαίου και εργαζομένων, το οποίο πετιέται στο καλάθι των ιστορικών αχρήστων. Είναι η στιγμή που γίνεται παρελθόν η όποια νικηφόρα σύγκρουση διεξαγόταν μέχρι τότε από τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία επιζητούσαν και κατάφερναν σε κάποιο βαθμό την ανακατανομή των κερδών προς όφελος των εργαζομένων. Από τότε που ξεκίνησε η μεγάλη αντεπίθεση του κεφαλαίου εις βάρος της κοινωνίας, τα συνδικάτα αντί να επιχειρήσουν την καθοριστική αναμέτρηση με στόχο την νίκη επί των δυνάμεων του συστήματος, προτίμησαν να συστρατευτούν με τα ρεμφορμιστικά κόμματα της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, που για την προοπτική ανόδου στην εξουσία, πρότασσαν μια ατελείωτη σειρά αμυντικών κινήσεων για την διατήρηση των υπαρχόντων κεκτημένων, κινήσεων που οδηγούσαν τους εργαζομένους όλο και πιο βαθιά σε έναν καταστροφικό συμβιβασμό και σε μια ατελείωτη οπισθοχώρηση, τα αποτελέσματα της οποίας βιώνουμε σήμερα, την εποχή που κυριαρχεί πλήρως ο εργασιακός μεσαίωνας.

Από τη δεκαετία του ’70 μια χούφτα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στην πλειοψηφία τους αμερικάνικα, ελέγχουν την παγκόσμια ροή κεφαλαίων και είτε άμεσα είτε έμμεσα την παγκόσμια αγορά, επιβάλλοντας ένα ωμό μοντέλο συσσώρευσης που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το βίαιο και ληστρικό μοντέλο πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου την περίοδο που ανέτειλε ο καπιταλισμός.

Η υποταγή όλου του πλανήτη στον χρηματοπιστωτικό τομέα έφερε μεταξύ πολλών άλλων εργαλείων λεηλασίας και αρπαγής του κοινωνικού πλούτου (π.χ. επενδύσεις σε μετοχές, επενδυτικές απάτες με τα επενδυτικά σχήματα αυξημένου ρίσκου, τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις μέσω ελέγχου της πίστης και των μετοχών), το εργαλείο της αύξησης του χρέους των χωρών που δεν ανήκουν μόνο στην περιφέρεια του καπιταλισμού αλλά και στο λεγόμενο κέντρο, φέρνοντας τις κοινωνίες στη θέση των δουλοπάροικων και τις τράπεζες σε ρόλο σύγχρονων κονκισταδόρων.

Μέσα στην διάρκεια του ’70 και κάτω από την πίεση της αγοράς ευρωδολαρίων, η συσσωρευμένη ρευστότητα βρήκε διέξοδο στην αγορά του χρέους. Μέσα σε λίγα χρόνια όλη η υποσαχάρια Αφρική και η Λατινική Αμερική δέχτηκαν μεγάλο μέρος αυτής της ρευστότητας με τη μορφή δανείων που αργότερα θα γινόταν η δαμόκλεια σπάθη των ευάλωτων αυτών χωρών. Στο μεγάλο φαγοπότι του διεθνούς χρέους πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι αμερικάνικες τράπεζες, με τη Citibank πρωτεργάτη. Η συγκεκριμένη τράπεζα ήδη από την δεκαετία του ’60, είχε εισάγει την επιθετική πολιτική των τραπεζών για την διεκδίκηση μέρους αυτής της ρευστότητας, βάζοντας τέλος στην περίοδο των «ψυχολογικών τραυμάτων» που είχε αφήσει στις τράπεζες η εποχή της ύφεσης και οι τραπεζικές χρωκοπίες της δεκαετίας του ’30.

Η δεύτερη μεταπολεμικά «φούσκα» άρχισε να δημιουργείται. Ήταν η «φούσκα» του χρέους. Και όπως συνηθίζουν να λένε κάποιοι μεγαλοκερδοσκόποι «δεν υπάρχει τίποτα πιο κερδοφόρο από το να επενδύει κανείς στο αρχικό στάδιο της φούσκας». Οι εμπορικές τράπεζες χορηγούσαν συνεχώς μεγάλα κεφάλαια σε δάνεια στις υπανάπτυκτες χώρες, έχοντας τις πλάτες των κυβερνήσεων, των κεντρικών τραπεζών και φυσικά του ΔΝΤ.

Μετά την επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων, τα χρέη των δανειζόμενων χωρών πολλαπλασιάστηκαν σε λίγα μόνο χρόνια. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της υποσαχάριας Αφρικής βρέθηκαν να χρωστάνε ποσά που ξεπερνούσαν το σύνολο των κεφαλαίων και περιουσιακών τους στοιχείων.

Στις προτάσεις για οικονομική βοήθεια προς τις χώρες που μαστίζονταν περισσότερο από το χρέος, ο κυνικός ηγήτωρ της Citibank εκείνη την περίοδο Γουώλτερ Ρίστον είχε δηλώσει πως έπρεπε να μείνουν χωρίς βοήθεια και να τιμωρηθούν, επειδή δεν ήταν σε θέση να ξεπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες. Όταν οι χώρες αυτές βρέθηκαν στραγγαλισμένες οικονομικά από τα κοράκια των τραπεζών, η πρώτη απειλή για κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν γεγονός, όχι λόγω έλλειψης ρευστότητας φυσικά, αλλά λόγω κλονισμού της τραπεζικής φερεγγυότητας. Και τότε επανέρχεται ο Ρίστον για να δηλώσει πως «τα κυρίαρχα έθνη δεν χρεοκοπούν», εννοώντας πως ό,τι και να κάνουν οι τράπεζες, τα κράτη θα είναι εγγυητές της χρηματοπιστωτικής ασφάλειας.

Ενώ η Αφρική και η Λατινική Αμερική γονάτιζαν από την πείνα και τους λοιμούς, και οι αρρώστιες άρχιζαν να θερίζουν ολόκληρους πληθυσμούς, το ΔΝΤ σπεύδει προς στήριξη των τραπεζών, δανείζοντας στις υπερχρεωμένες χώρες τα αναγκαία κεφάλαια για να πληρώσουν τα δάνεια προς τις τράπεζες και να μην καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα «σωτήρια» δάνεια του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας συνοδεύονταν από μεγάλο αριθμό απεχθών όρων νεοφιλελεύθερης προσαρμογής των χωρών που χρωστούσαν στις τράπεζες, με βάση τους οποίους τελικά αναγκάζονταν, αφού πρώτα κατέστρεφαν κάθε πολιτική κοινωνικού χαρακτήρα, να ξεπουλήσουν στο υπερεθνικό κεφάλαιο τα περιουσιακά τους στοιχεία και να το αφήσουν να αλώσει, να ρημάξει κάθε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Η δικτατορία των αγορών έχει ξεκινήσει.

Επειδή όμως η αφαίμαξη των υπανάπτυκτων χωρών επιχειρήθηκε με τέτοια ένταση που πολλές χώρες τελικά λύγισαν και εξάντλησαν τις δυνατότητές τους να τροφοδοτούν με κεφάλαια τις πολυεθνικές τράπεζες, το πρώτο μεγάλο διεθνές κύμα δανεισμού της δεκαετίας του ’70 μετατράπηκε στην πρώτη μεταπολεμική διεθνή τραπεζική κρίση το 1982. Τα δανεικά που χορηγούσαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα με τους όρους που έβαζαν, όχι μόνο δεν επέλυαν το πρόβλημα αλλά σε πολλές περιπτώσεις το επιδείνωναν ακόμη περισσότερο.

Όταν η «φούσκα» του χρέους έσκασε τελικά και απειλήθηκαν με κατάρρευση πολλές τράπεζες, το κράτος των ΗΠΑ επενέβη, μετατρέποντας το υπόλοιπο χρέος σε ομόλογα με την εγγύηση του αμερικανικού δημοσίου, τα οποία και μοιράστηκαν σε χιλιάδες κατόχους, καταφέρνοντας έτσι τη διάχυση του πιστωτικού κινδύνου. Από αυτά τα ομόλογα -που επονομάστηκαν «ομόλογα Μπρέιντ» προς τιμή του τότε αμερικανού υπουργού εξωτερικών που τα δημιούργησε- γεννήθηκε η αγορά των κρατικών ομολόγων, η οποία όχι μόνο απέτρεψε την κατάρρευση των τραπεζών, αλλά δημιούργησε ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο άντλησης κερδών, όπου όρμησαν ανεπιφύλακτα μεγάλα αλλά και μικρά κοράκια-κάτοχοι κεφαλαίων. Η αποφυγή της κατάρρευσης μέσω της κρατικής βοήθειας έφερε περισσότερη ελευθερία κίνησης για το κεφάλαιο και οι ληστρικές πολιτικές της οικονομικής ελίτ για συνέχιση της συσσώρευσης μπορούσε να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ασφάλεια για το σύστημα.

Από τη δεκαετία του ’80 και με τη βοήθεια της τεχνολογικής έκρηξης, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση γίνεται κυρίαρχη και εδραιώνει τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου στην ηγεσία του συστήματος. Παράλληλα εντείνεται από το κράτος η επίθεση ενάντια στις κοινωνίες για την εμπέδωση της ταξικής ισχύος του κεφαλαίου. Η ρευστότητα από το ξεζούμισμα των εργαζομένων και τη λεηλασία των ανεπτυγμένων χωρών είναι μεγάλη, οι κοινωνίες έχουν παραδοθεί στις ορέξεις των αγορών, η εργασία «προσαρμόζεται» στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και η μεγάλη αφαίμαξη των δυτικών κοινωνιών βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα χρηματιστήρια παίρνουν φωτιά και η δεύτερη μεταπολεμική έκρηξη σημειώνεται στην Δύση. Εκείνη την περίοδο το 80% του παγκόσμιου κεφαλαίου συγκεντρώνεται στις ΗΠΑ, την Δ. Ευρώπη και την Ιαπωνία. Είναι η εποχή που ο δανεισμός εκτινάσσεται, νέα χρηματοοικονομικά εργαλεία ανακαλύπτονται που υπόσχονται ασφάλεια στους επενδυτές με την διάχυση του κινδύνου και δημιουργείται η νέα γενιά των ριψοκίνδυνων επενδυτών και των επενδύσεων μέσω υψηλού δανεισμού. Είναι η εποχή που μια νέα αγορά γεννιέται, αυτή των παραγώγων –σχεδόν άγνωστα μέχρι τότε-, που μετατρέπουν τις επενδύσεις σε πυρετώδη τζογαρίσματα τύπου καζίνο. Είναι η εποχή που αναδύεται η νέα κουλτούρα του γρήγορου κέρδους, του αλόγιστου πλουτισμού χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, της καθαγιάσεως της εκμετάλλευσης και της απληστίας. Είναι η εποχή που η εξατομίκευση και ο πόλεμος όλων εναντίον όλων στο δρόμο για πλούτο και η εξουσία γίνεται κυρίαρχο δόγμα στις κοινωνίες, οι οποίες ζουν τη μεγαλύτερη ιστορικά διάβρωση όλων των σχέσεων που εμπνέονται από την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια. Ύψιστος σκοπός τώρα προτάσσεται από τις πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες το κυνήγι της ατομικής ευημερίας ενώ η ατομική ιδιοκτησία γίνεται το ιερότερο αγαθό. Την χρηματιστηριακή έκρηξη για μια ακόμη φορά ακολούθησε η κατάρρευση. Η χρηματιστηριακή κρίση στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν επέφερε μη αναστρέψιμα πλήγματα στο σύστημα –η οικονομική στήριξη κρατών και κεντρικών τραπεζών ήταν και τότε γενναιόδωρη- και «ξεπεράστηκε» εν μέσω ενός πυρετού εξαγορών και συγχωνεύσεων, που σήμαινε μια νέα έκρηξη οικονομικού συγκεντρωτισμού και έκανε την μετοχική εταιρία τον πυρήνα της σύγχρονης οικονομικής δραστηριότητας. Η υπέρμετρη ρευστότητα που είναι συγκεντρωμένη στις καπιταλιστικές μητροπόλεις αναζητά συνεχώς διεξόδους και μια νέα αγορά γεννιέται, η αγορά των δανείων προς τα νοικοκυριά των καπιταλιστικών κέντρων που έρχεται να «καλύψει» τις νέες απαιτήσεις και ανάγκες του «δυτικού ανθρώπου», ανάγκες που ανέλαβε να δημιουργήσει για λογαριασμό του η ίδια η αγορά.

Η δεκαετία του ’90, δεκαετία που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση φαντάζει ως αναμφισβήτητη συνθήκη, είναι αυτή που σημειώνεται με τον πιο άγριο και ραγδαίο τρόπο η υπερσυγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια της οικονομικής ελίτ που γίνεται πανίσχυρη. Η μακροχρόνια μετατόπιση πλούτου από την κοινωνική βάση προς την κορυφή της οικονομικής παγκόσμιας ιεραρχίας είναι πρωτοφανής για την ανθρώπινη ιστορία. Μόνο 15 πλούσιοι άνθρωποι κατέχουν περιουσίες που ξεπερνούν το ΑΕΠ όλης της υποσαχάριας Αφρικής, μια χούφτα τράπεζες κατέχουν και διαχειρίζονται το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας ρευστότητας, λιγότερες από εκατό πολυεθνικές ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή. Τα κέρδη συσσωρεύονται στην χρηματοοικονομική σφαίρα και καθώς τα ιδιωτικά κεφάλαια λόγω της πλήρους απελευθέρωσης στην κίνησή τους έχουν αποκτήσει εξαιρετική κινητικότητα, αποκτούν μορφές επένδυσης χαρτοφυλακίου, επιλέγοντας τις τοποθετήσεις μικρής χρονικής διάρκειας με στόχο την μεγιστοποίηση των αποδόσεων το συντομότερο δυνατό. Η αγορά συναλλάγματος, η αγορά παραγώγων, τα χρηματιστήρια, η αγορά του χρέους είναι οι αγαπημένοι τομείς των νέων κροίσων της παγκόσμιας αγοράς.

Η αγορά των παραγώγων –δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από στοιχήματα πάνω στην κατεύθυνση μιας σειράς εμπορευμάτων και δεικτών, όπως κατεύθυνση επιτοκίων, η τιμή των νομισμάτων, οι τιμές στα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες, οι τιμές των μετοχών κ.λ.π.- παρουσιάζει εκρηκτική ανάπτυξη στη δεκαετία του ’90. Σε αυτή την αγορά συγκεντρώνονται κεφάλαια των οποίων η συνολική ονομαστική αξία από 5,7 τρις δολάρια το ’90, ξεπέρασε τα 500 τρις σήμερα ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 800% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς αυτών των στοιχημάτων κατέχουν λιγότερες από δέκα επενδυτικές τράπεζες, με την Citigroup να διατηρεί δεσπόζουσα θέση.

Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το σύστημα του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς φαντάζει αλώβητο από τις όποιες κρίσεις το χτυπούν, οι οποίες όμως έχουν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τις κοινωνίες που το βιώνουν. Στην πραγματικότητα όμως το σύστημα ήδη καρκινοβατεί και καθώς προσπαθεί να συνέλθει από την μια κρίση, γεννά μια άλλη ακόμη σοβαρότερη από την προηγούμενη.

Επόμενα θύματα του υπερεθνικού κεφαλαίου είναι οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Η επίθεση των αγορών στις χώρες αυτής της περιοχής προετοιμάστηκε και οργανώθηκε αρκετά χρόνια πριν και αποτελεί την μεγαλύτερη επιχείρηση άντλησης κεφαλαίων από την περιφέρεια προς το κέντρο των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Πρωταγωνιστές και σ’ αυτή τη ληστρική επιδρομή που άφησε πίσω κατεστραμμένες κοινωνίες, ανεργία και έξαρση της φτώχειας, ήταν οι τράπεζες των ανεπτυγμένων χωρών και κυρίως της Ευρώπης. Η επίθεση του υπερεθνικού κεφαλαίου ήταν συντονισμένη και η κερδοσκοπία στην αγορά στέγης, τα νομίσματα, τα ομόλογα και σε όποιους άλλους τομείς της οικονομίας των χωρών αυτών μπορούσαν να φέρουν ψηλές αποδόσεις, φούντωσε. Τα χρέη των χωρών άρχισαν ν’ αυξάνονται και τα ισοζύγιά τους άρχισαν να γίνονται ελλειμματικά. Όταν πια η κερδοσκοπία άρχισε να διογκώνεται επικίνδυνα και τα νομίσματα των χωρών να καταρρέουν, οι κεφαλαιοκράτες έκαναν ταμείο και εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους ερείπια. Χώρες όπως η Ταϋλάνδη, η Ν. Κορέα, η Μαλαισία, η Ινδονησία βρέθηκαν στη δίνη μιας μακροχρόνιας κρίσης και καθώς τα κεφάλαια έτρεχαν ξανά στα ασφαλή, όπως νόμιζαν, καταφύγια των καπιταλιστικών μητροπόλεων, εγκαταλείποντας τις χώρες της περιφέρειας, στη δίνη της κρίσης βρέθηκαν και η Λ. Αμερική, η Ν. Αφρική και η Ρωσία.

Στις ανεπτυγμένες χώρες όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε φόβος από την κατάρρευση των «ασιατικών τίγρεων, αλλά η νέα πλημμύρα των κεφαλαίων που εισέρευσε από την περιφέρεια προς τις μητροπόλεις του καπιταλισμού, τροφοδότησε μια άνευ προηγουμένου ευδαιμονία στις αγορές, που θα εκφραζόταν σε ακόμα πιο μεγάλη κερδοσκοπία και σε νέες «φούσκες». Η νέα «έμπνευση» ήταν η λεγόμενη «νέα οικονομία». Ήταν το νέο πεδίο της απάτης, με αναρίθμητες επιχειρήσεις να δημιουργούνται μέσα σε μια νύχτα, να πουλάνε αέρα κοπανιστό και να παρουσιάζουν ψεύτικα οικονομικά μεγέθη, τα οποία στηρίζονταν στην κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου. Η κατάρρευση δεν άργησε να έρθει και ο τρόμος μιας γενικότερης κρίσης στο καπιταλιστικό κέντρο αυτή την φορά ήταν έντονος. Η ισορροπία στην αγορά επιχειρήθηκε με συντονισμένες μειώσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για την αύξηση της ρευστότητας. Είναι η στιγμή που εκτινάσσεται η προσφορά δανείων από τις τράπεζες και ανθίζει η αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ, η οποία και κατέρρευσε όταν οι φτωχοί της χώρας αυτής δεν άντεξαν άλλο να στηρίζουν το βάρος της συνεχώς διογκούμενης τραπεζικής κερδοσκοπίας.

Τώρα μια σειρά από «φούσκες» που αναπτύχθηκαν κατά την «άνοιξη» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως η «ισχυρή κινέζικη ανάπτυξη» ή το «Ελ Ντοράντο των οικονομιών της ανατολικής Ευρώπης» -στο οποίο έχουν πέσει σαν τα γουρούνια στη λάσπη και οι ελληνικές τράπεζες, ξεζουμίζοντας τις κοινωνίες αυτών των χωρών-, θ’ αρχίσουν να σκάνε, δημιουργώντας νέες ακόμη σοβαρότερες απειλές για την παγκόσμια οικονομική και πολιτική σταθερότητα.

Αυτό που συμβαίνει, εν τέλει, είναι ότι ένα ολόκληρο αρχιτεκτόνημα συσσώρευσης κεφαλαίου έφτασε στα όριά του και η κατάρρευση του υπάρχοντος μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει αρχίσει. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας εφαρμογής των πιο άγριων ληστρικών πρακτικών από το σύστημα, που αντλούσε τον παραγόμενο από την κοινωνική βάση πλούτο, μεταφέροντάς τον προς την κορυφή της οικονομικής ιεραρχίας. Γι’ αυτό και η οικονομική κρίση υπέβοσκε εδώ και δεκαετίες καθώς οι κοινωνίες στέναζαν κάτω από τον ζυγό του κεφαλαίου, που όσο αποκτούσε διεθνοποιημένο χαρακτήρα γινόταν όλο και πιο ανελέητο. Το κεφάλαιο γιγαντώθηκε με την βοήθεια των κυβερνήσεων και των διεθνών οικονομικών μηχανισμών όπως το ΔΝΤ, αφήνοντας πίσω του τη μια κρίση και δημιουργώντας μια άλλη σοβαρότερη. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που το ίδιο γεννούσε ισοπέδωναν κοινωνίες αλλά ενίσχυαν την οικονομική υπεροχή των ελίτ και των κρατικών εξουσιών. Η ψευδαίσθηση που διακατείχε την οικονομική εξουσία ότι είναι δυνατό, με τη βοήθεια μιας ισχυρής κρατικής εξουσίας, ν’ αντλεί για πάντα κέρδη, αγνοώντας τις επακόλουθες καταστροφικές επιπτώσεις αυτής της ανελέητης κοινωνικής εκμετάλλευσης, συνέχιζε να παραμένει ζωντανή, παρά το γεγονός ότι το ένα μετά το άλλο τα πιο ευάλωτα οικονομικά τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού περνούσαν σε συνθήκες πλήρους οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής. Σήμερα, ενώ η κρίση έχει χτυπήσει τις πιο κεντρικές λειτουργίες του συστήματος και ενώ πληθυσμοί που μέχρι χθες απολάμβαναν μια σχετική οικονομική ευημερία, βρίσκονται ξαφνικά στο περιθώριο, αποκαλύπτεται όλο και πιο καθαρά πως το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και του καπιταλισμού, όχι μόνο είναι κατάφωρα άδικο, αλλά είναι μη βιώσιμο και καταστροφικό για όλη την ανθρωπότητα και για την φύση. Τώρα πια, μια άλλη πρόταση οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης είναι ‘όχι μόνο ηθικά απαραίτητη, αλλά είναι και άμεσα αναγκαία για την επιβίωση όλων μας.

Εκ των υστέρων και ενώ η κρίση σαρώνει τα πάντα απειλώντας με κατεδάφιση δομές, μηχανισμούς και συμμαχίες, πολλοί, άλλοτε υπέρμαχοι των ελεύθερων αγορών – όχι μόνο από το «στρατόπεδο» των σοσιαλφιλελεύθερων αλλά και από αυτό των νεοφιλελεύθερων – σπεύδουν τώρα να δηλώσουν ότι «υπερεκτιμήθηκαν οι ικανότητες των αγορών στην αυτορρύθμιση» και ότι «κρίνεται αναγκαία η πολιτική παρέμβαση και ο έλεγχός τους». Μπορεί για κάποιους από τα πολιτικά αφεντικά να ισχύει ότι είναι ημιμαθείς και άσχετοι σχετικά με το σύστημα που υπηρετούν. Οι περισσότεροι όμως, πιστεύουμε ότι είναι απλώς ψεύτες και υποκριτές που αγωνιούν να καλύψουν τις απάτες και τις κοροϊδίες που χρησιμοποιούσαν μέχρι τώρα για να εξαπατήσουν τις κοινωνίες και ν’ αποποιηθούν τις ευθύνες της συμμετοχής τους στην διαμόρφωση της σημερινής παγκόσμιας κρίσης. Κυρίως, αγωνιούν να διατηρήσουν τα προνόμια της εξουσίας τους, ελπίζοντας πως για άλλη μια φορά «ο ηλίθιος λαός» θα πιστέψει στις καλές τους προθέσεις να «βγάλουν την εκάστοτε χώρα με όσο πιο δυνατό και πιο ανώδυνο τρόπο από την κρίση». Και είναι πραγματικά, εξωφρενικό, ρεμάλια όπως ο Τσιτουρίδης, που μεταξύ άλλων, πρωτοστάτησαν στην απάτη των ομολόγων που οι αετονύχηδες της κυβέρνησης έστησαν παρέα με απατεώνες χρηματιστές και τραπεζίτες για να ληστέψουν τα ασφαλιστικά ταμεία – τα οποία και έχουν ήδη αρχίσει να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο – σήμερα, εν όψει της κρίσης λέει πως «δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε την οικονομία να ποδηγετείτε από το μεγάλο κεφάλαιο και τους τραπεζίτες». Δεν είναι βέβαια ο μοναδικός που τώρα καμώνεται τον κριτή του μεγάλου κεφαλαίου, καθώς οι περισσότεροι κυβερνώντες ανά τον κόσμο, εν όψει της κοινωνικής δυσαρέσκειας που διογκώνεται, δίνουν την μεγαλύτερη παράσταση ψευτιάς και υποκρισίας.

Η επιστροφή όλων των κυβερνήσεων στην αναγκαιότητα ενίσχυσης του κρατικού ρόλου στην οικονομία, δεν αφορά την εφαρμογή κάποιας πολιτικής με κοινωνικές ευαισθησίες. Και αυτό το αντιλήφθηκαν σύντομα οι περισσότεροι θιασώτες του κρατικού παρεμβατισμού, που κατάλαβαν, έστω και αργά, πως οι ενέσεις ρευστότητας και οι κρατικοποιήσεις των τραπεζών που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν έχουν καμιά σχέση με τις γελοίες διακηρύξεις που διατυμπάνιζαν μέχρι πρότινος μέσω του τύπου, περί «δικαίωσης του Κέϋνς», «επιστροφής στην σοσιαλδημοκρατία» και άλλα παραμύθια. Αντιθέτως, το κράτος, το οποίο και θ’ αναλάβει να ξεμπλοκάρει την διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, θα επιδιώξει να επιβάλει νέα πρωτοφανή μέτρα άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων, θα μεγιστοποιήσει την κρατική βία πάνω στην κοινωνία, επιχειρώντας ν’ ανοίξει το δρόμο για την εφιαλτική μετά την κρίση εποχή του απόλυτου ολοκληρωτισμού.

Όσοι μέχρι χθες πίστευαν στις δυνατότητες εξανθρωπισμού του συστήματος, όσοι πίστευαν πως μέσα στα πλαίσια των νόμιμων διεκδικήσεων μπορούν οι κοινωνίες να διεκδικήσουν και να πετύχουν βελτίωση των συνθηκών ζωής, βλέπουν τώρα μπροστά τους να καταρρέουν όλες οι ψευδαισθήσεις τους για τα περιθώρια αντίδρασης και διεκδίκησης που αφήνει το σύστημα. Βλέπουν να πέφτουν και τα τελευταία αμυντικά αναχώματα που κρατούσε η ρεφορμιστική αριστερά, συνειδητοποιούν πως εδώ και τώρα όλοι μα όλοι, σε όποιον πολιτικό χώρο και αν ανήκουν, πρέπει να πάρουν θέση. Ή θα μπούνε και με τα δύο πόδια στην καθεστωτική νομιμότητα ή θα στραφούνε ειλικρινώς πλέον ενάντια στο καθεστώς.

Η εποχή μας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και μοναδικές ευκαιρίες για όσους θέλουν να αγωνιστούν. Η κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη οδηγεί στην σοβαρή αποσύνθεση τις σχέσεις κεφαλαίου – κοινωνίας και φέρνει αντιμέτωπες τις ελίτ με τις κοινωνικές πλειοψηφίες. Το χάσμα μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων βαθαίνει. Εδώ είναι που ανοίγονται οι ευκαιρίες για ένα επαναστατικό κίνημα, να εμποδίσει τις νέες μορφές διαμεσολάβησης μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας, να πολεμήσει κάθε απόπειρα χειραγώγησης της κοινωνικής αγανάκτησης, να δώσει τον τόνο και τις κατευθύνσεις για την κοινωνική ανατροπή. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως δεν ζούμε πλέον στην κοινωνία των 2/3, δεν κυριαρχεί ο εφησυχασμός, δεν βασιλεύει η απάθεια. Το ίδιο το σύστημα έχει βοηθήσει στον θάνατο των ψευδαισθήσεων, έχει κάνει δυνατή την αποκάλυψη της ωμότητας που χαρακτηρίζει τους εγκληματίες της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Σε απάντηση προς όσους ισχυρίζονται ακόμα πως δεν είναι ώριμες για να μπει μπροστά μια επαναστατική διαδικασία στην οποία αναπόφευκτα συμπεριλαμβάνεται ο ένοπλος αγώνας, εμείς λέμε πως οι αντικειμενικές συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζονται πάντα με βάση μια ανάλυση για το σύστημα και την περίοδο που μας αφορά, δεν ήταν ποτέ καλύτερες, αφού η απογύμνωση του κυρίαρχου αναπτυξιακού μοντέλου από κάθε πρόσχημα κοινωνικής αφέλειας, έχει φέρει τη γενικευμένη κρίση νομιμοποίησής του και απειλεί, χωρίς εξαιρέσεις, τις κυβερνήσεις όλων των χωρών. Το καθεστώς, λόγω των συνθηκών που το ίδιο δημιούργησε, έχει μπει σε φάση αποσταθεροποίησης και είναι εξαιρετικά ευάλωτο απέναντι σε ένα ευρύ και οργανωμένο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα που θα επιχειρήσει να το απειλήσει. Αν κάποιος που ορίζει τον εαυτό του ως αγωνιστή, δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις διαφορές με προηγούμενες περιόδους, που εκτός των άλλων, βρισκόταν σε ισχύ η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, τότε, ή λόγω άγνοιας δεν αποδέχεται την ύπαρξη της κρίσης, αγνοεί τις ποιοτικές διαφορές της εποχής μας και επιμένει στον «αγώνα ρουτίνας» που έχει συνηθίσει ή παίρνει συνειδητά αντεπαναστατική στάση αφήνοντας χώρο στο καθεστώς να επανακάμψει. Όποιος ανήκει στην πρώτη κατηγορία, τότε, ως εκτός τόπου και χρόνου που είναι, θα μείνει να τρέχει πίσω από τα κοινωνικά γεγονότα, το ίδιο ανεξήγητα γι’ αυτόν όσο και η ίδια η εποχή που διανύουμε. Αν πάλι ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, τότε μάλλον θα βρεθεί απέναντι σε όσους επιχειρήσουν την διαμόρφωση ενός ειλικρινά επαναστατικού ρεύματος, αντάξιο των απαιτήσεων αυτής της περιόδου.

Οι επαναστάσεις χρειάζονται δύο ιστορικούς παράγοντες για να γίνουν. Ο ένας είναι οι αντικειμενικές συνθήκες όπως είπαμε πριν, τις οποίες τις έχουμε. Ο δεύτερος είναι οι υποκειμενικές συνθήκες , δηλαδή ένα κίνημα ευρύ, επαναστατικό και αποφασισμένο να προχωρήσει πάση θυσία, ένα πολύμορφο σχέδιο ανατροπής μαζί με τα κοινωνικά αυτά τμήματα που θα ξεσηκωθούν. Και αυτό οφείλουμε να το φτιάξουμε εδώ και τώρα. Για να γίνει αυτή η κρίση, ο τάφος του συστήματος.

ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Dirty Business, Dirty Wars: U.S. – Latin American Relations in the 21st Century (Μέρος ΙII)

Προκειμένου να προωθήσουν το μιλιταριστικό τους όραμα στην περιοχή αλλά και να δυσφημήσουν τους στρατηγικούς εχθρούς τους στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής, η Washington έχει προσθέση “Τον Πόλεμο εναντία στην Τρομοκρατία” στην εξίσωση, διαδίδοντας αβάσιμους ισχυρισμούς περί Ισλαμικής διείσδυσης στην περιοχή.

Δημοσιογράφοι του Upside Down World τον Οκτώβριο του 07 έγραψαν : “Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η Washington αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χρησιμοποίησαν τη λέξη “κομουνισμός” προκειμένου να διαμορφώσουν την άποψη της κοινής γνώμης εναντίων των πολιτικών τους αντιπάλων”. Τώρα, στην περίοδο μετά την 11 Σεπτεμβρίου, έχει εφευρεθεί ένα καινούργιο λεκτικό όπλο η “τρομοκρατία”. “Αυτό τοποθετείτε στο γενικότερο πλαίσιο των αβάσιμων κατηγοριών της Αμερικής ότι στο τρίγωνο Βραζιλίας – Παραγουάης – Αργεντινής, συναντούνται Ισλαμικές τρομοκρατικές ομάδες όπως η Hezbollah και η Hamas. Τέτοιου είδους κατηγορίες αναπαράγονται και μεταδίδονται συνέχεια από μέσα που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παπαγαλίζουν το λόγο της επίσημης Αμερικανικής κυβέρνησης.” Οι ίδιοι δημοσιογράφοι αναφέρουν ότι όλες οι επίσημες αρχές των συγκεκριμένων χωρών αρνούνται κάθε κατηγορία περί εμπλοκής τους με τρομοκρατικές ομάδες.

Οι κατηγορίες των Αμερικανών όμως δεν σταματούν.

Ο Norman Baily, επικεφαλής των Αμερικανικών κατασκοπευτικών δυνάμεων στην Κούβα και Βενεζουέλα, κατέθεσε στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων ότι “οικονομική υποστήριξη από εμπόρους ναρκωτικών έχει δοθεί σε επαναστατικές ομάδες, όπως η FARC στην Κολομβία, η ETA στην Ισπανία αλλά κυρίως στην Hamas, στην Hezbollah και στην Ισλαμική Jihad μέσω του δικτύου τους στην Βενεζουέλα και αλλού στην Λατινική Αμερική.”

Σε άλλη κατάθεση ο David Luna, διευθυντής του προγράμματος για την δίωξη των Ναρκωτικών, αναφέρει “διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις θα προσπαθήσουν, σε συνεργασία με τοπικούς εγκληματίες να περάσουν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών στην Αμερική μέσω του Μεξικό.” Και συνέχισε “ο πόλεμος του διεθνούς εγκλήματος πρέπει να πάει χέρι χέρι με τον πόλεμο εναντίων της τρομοκρατίας.” Στην ίδια κατάθεση προσπάθησε να στηρίξει όλα τα ιδεολογήματα περί τρομοκρατικού τριγώνου.

Την ίδια ημέρα σε ρεπορτάζ του το Associated Press αναφέρει ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούν ότι έχουν διαμορφωθεί συμμαχίες ανάμεσα σε τρομοκρατικές ομάδες όπως η Al-Qaida και η Hezbollah με Λατινοαμερικάνους εμπόρους ναρκωτικών.

Άλλη μια δήλωση “Η παρουσία τρομοκρατών στην περιοχή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας επίθεσης στην Αμερική”, “Οι απειλές σε αυτό το ημισφαίριο είναι πραγματικές, δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε”, Charles Alen, αναλυτής της CIA.

Σε άρθρο των Los Angeles Times αναφέρεται ότι μετά από συνεργασία Αμερικάνων και κολομβιανών αρχών εξαρθρώθηκε δίκτυο ναρκωτικών και ξεπλύματος χρήματος που χρησιμοποιήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η Hezbollah.

Μετά την 11 Σεπτεμβρίου η επίκληση του τρομοκρατικού κινδύνου από τους Αμερικανούς έχει χρησιμοποιηθεί ως μια πολύ καλή δικαιολογία προκειμένου να μπορέσουν να αναπτύξουν στρατιωτικές δυνάμεις σε όλες τις πρεσβείες των Ηνωμένων Πολιτειών στην Λατινική Αμερική προκειμένου αυτές “να συλλέξουν πληροφορίες για τρομοκρατικές δυνάμεις… αλλά και να πραγματοποιήσουν διαφόρων ειδών επιχειρήσεις εναντίων τους”.

Η εφημερίδα New York Times που αποκάλυψε την ιστορία, ότι η ιδέα της ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων στις πρεσβείες ανήκε στον τότε υπουργό Άμυνας των Αμερικανών Rumsfeld και ήταν μια προσπάθεια ώστε να επεκταθεί η στρατιωτική παρουσία με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών.

Οι στρατιώτες που στάλθηκαν αποτελούσαν “Στρατιωτικά Στοιχεία Συλλογής Πληροφοριών” και κανένας δεν ήξερε για την παρουσία τους , ούτε οι κατά τόπους πρέσβεις. Η παρουσία τους αποκαλύφθηκε μετά από ένα περιστατικό στην Παραγουάη όπου σκοτώθηκε κάποιος Αμερικανός στρατιώτης. Πρέπει να αναφερθεί ότι αυτές οι στρατιωτικές ομάδες ενώ ήταν δηλωμένες σαν υπάλληλοι της πρεσβείας έμεναν σε παρακμιακά ξενοδοχεία. Και αυτό το γεγονός αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων.

Σχόλια πάνω στο άρθρο “Land and Liberty” του Andrew Chrucky

Σίγουρα υπάρχουν μερικά σημεία διαφωνίας. Ένα κύριο είναι πάνω στη σχέση καπιταλισμού και γης. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι το σύστημα έχει μετατρέψει τη γη σε εμπόρευμα. Αυτό που μετέτρεψε το καπιταλιστικό σύστημα, και αποτελεί την ειδοποιώ διαφορά του, σε εμπόρευμα, είναι η ανθρώπινη εργασία , μέσω της μισθωτής σκλαβιάς και της μετάλλαξης της μορφής, του περιεχομένου και της ουσίας της αξίας μέσω του χρήματος. Επίσης η αποξένωση του ανθρώπου από τα μέσα παραγωγής, και τη γη κύρια, σαν ένα τέτοιο πρέπει να την αντιμετωπίζουμε ήταν αποτέλεσμα της αλλαγής στης συνθήκες παραγωγής ή πιο τεχνικά στην αλλαγή του τρόπου παραγωγής και των μεθόδων παραγωγής. Χωρίς καμία διάθεση ιστορικισμού ή ντετερμινιστικής προσέγγισης η ανάπτυξη των μεθόδων παραγωγής και κατ επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων οδήγησαν στην αστικοποίηση. Άρα η γη αποτελώντας ένα στοιχείο παραγωγής που υπόκειται σε όλους τους νόμους περί γονιμότητας, και απόδοσης φθίνουσας ή οριακής πάνω από όλα είναι μέσο παραγωγής. Κάποιος που είναι κάτοχος γης είναι και κάτοχος μέσων παραγωγής. Αυτό όμως δεν τον κάνει και καπιταλιστή. Ένας βασικός διαχωρισμός μεταξύ μέσων παραγωγής γενικά και καπιταλιστικών μέσων παραγωγής είναι ότι τα καπιταλιστικά μέσα παραγωγής είναι ιδιοκτησία ή όχι του κατόχου και χρησιμοποιεί ξένη εργασιακή δύναμη για να παράγει.

Μπορεί κάποιος πολύ εύκολα να επιχειρηματολογήσει λέγοντας ότι αυτά είναι γνωστά πράγματα και σε μη γνώστες της μαρξικής θεωρίας. Και πάνω από όλα ότι είναι γνωστά στον συγγραφέα γι αυτό και από την αρχή γράφει ότι η ανάλυσή του στηρίζεται στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ακριβώς. Με την εγκατάσταση κατοίκων της Ευρώπης στην Αμερικανική ήπειρο και την εκκαθάριση του τοπικού πληθυσμού, αυτόματα μεταφέρθηκαν και οι συνθήκες παραγωγής. Λέγοντας συνθήκες παραγωγής αναφερόμαστε στην τεχνολογία. Εκτός από αυτό μεταφέρθηκαν και οι κρατικές δομές. Η ύπαρξη αποικιών που λειτουργούσαν με τους νόμους των μητρικών χωρών αυτόματα σήμαινε ότι είχε έρθει και ο μεγαλύτερος καπιταλιστής από όλους που είναι το κράτος. Η μεταφορά κοινωνικών δομών και μορφών οργάνωσης οδήγησε πάλι στην ανάπτυξη πόλεων και την υιοθέτηση μεθόδων παραγωγής των μητρικών χωρών. Στην Αμερική, ακόμη χειρότερα , οι καπιταλιστικές μέθοδοι παραγωγής στηρίχθηκαν από σκλάβους.

Σωστά αναφέρει ο συγγραφέας ότι η Αμερική είναι από τις χώρες που προσφέρουν από την μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία, αλλά κάτω από ποιες συνθήκες. Στο πλαίσιο ποιών δομών το κάνει αυτό. Και στην αρχαία Ελλάδα θεωρούσαν δημοκρατία ένα πολιτικό σύστημα που βασιζόταν σε επίπεδο παραγωγής στους σκλάβους. Εάν βγάλουμε την παραγωγή από την εξίσωση τότε όλα είναι καλά σε επίπεδο ελευθερίας.

Στην σύγχρονη πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Η αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτική πραγματικότητα είναι πιο ισχυρή από ποτέ. Σωστά λέει ο συγγραφέας ότι σήμερα υπάρχει έμμεση σκλαβιά. Το αίτημα που τίθεται σήμερα έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί οι πολιτικές, έχει να κάνει με την διεκδικήσει των παραγωγικών συντελεστών. Σε παγκόσμια κλίμακα πλέον είναι εμφανές ότι το ζήτημα της παραγωγής τροφίμων, αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα μεν αλλά έχει να κάνει περισσότερο με το κέρδος και το πώς αυτό διαμεσολαβείτε και λιγότερο με την επάρκεια γης. Εάν ψάξουμε να βρούμε ταξική συνείδηση και σε αυτούς τους λίγους που έχουν απομείνει να καλλιεργούν γη πάλι θα πέσουμε σε κενό.

Μήπως σήμερα το σύνθημα «Γη και Ελευθερία» έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα; Και λέω συμβολικό γιατί σε καμία περίπτωση δεν χαρακτηρίζει την σκέψη μου ούτε το παραμικρό ψήγμα πριμιτιβισμού. Ίσως γύρω από την λέξη «Γη» συγκεντρώνονται όλα τα μέσα παραγωγής. Ίσως με την λέξη «Γη» εννοούμε την μάχη εναντίον της ιδιοκτησίας.  Από την άλλη κάνοντας κάποιες δεύτερες σκέψεις ίσως και να μην είναι έτσι τα πράγματα. Ίσως το σύνθημα να έχει και πραγματιστική σημασία. Ενδεχόμενη αναδιάρθρωση των παραγωγικών δυνάμεων με ταυτόχρονη αλλαγή των μεθόδων παραγωγής κάτω από κανόνες αυτοοργάνωσης να είναι η λύση. Η αυτοοργάνωση όμως προϋποθέτει επίθεση σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής την διανομής και της κατανάλωσης. Σε ένα κόσμο που ο επιμερισμός και ο συνδυασμός της εργασίας έχει μεγεθυνθεί τόσο πολύ  αποτελεί επιτακτική αναγκαιότητα όχι η κατάργηση του μηχανισμού της αγοράς αλλά καταστροφή των κανόνων κάτω από τους οποίους δουλεύει και υπάγεται . Και οι κανόνες αυτοί δεν είναι άλλοι από αυτούς που στηρίζονται στην μισθωτή σκλαβιά και το κέρδος. Η εξαντικειμενοποίηση σήμερα έχει διευρυνθεί σε κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής. Η εικόνα τους κέρδους κάτω από το όραμα της προσωπικής ωφέλειας και ικανοποίησης δεν μας αφήνει να δούμε ούτε τα αυτονόητα. Ή μάλλον δεν μας επιτρέπει την πολυτέλεια του χρόνου ώστε να σκεφτούμε τα αυτονόητα. Όλα πλέον μας δίνονται έτοιμα. Όλα πλέον γίνονται γρήγορα. Εμείς πλέον πρέπει να τα κάνουμε όλα γρήγορα. Οι δείκτες παραγωγικότητας έχουν να κάνουν με το αποτέλεσμα της παραγωγής, με την ποσότητα της παραγωγής. Είμαστε κόστος για τους καπιταλιστές και πρέπει να μας περιορίσουν.

Το δυστύχημα είναι ότι είμαστε ένα κόστος παραγωγής που έχουμε προσληφθεί με χαρακτηριστικό την ευσυνειδησία μας. Την προσήνεια και την προσήλωση σε ένα σκοπό. «Γη και Ελευθερία» λοιπόν. Απελευθέρωση από τους καπιταλιστικούς κανόνες παραγωγής, καταστροφή των νόμων της προσήνειας, απειθαρχία σε σκοπούς υποταγής, αναζήτηση της προσωπικής ελευθερίας. 

Land and Liberty του Andrew Chrucky

Στο πλαίσιο της αναζήτησης σχετικών κειμένων για την εργασία και τη μισθωτή σκλαβιά βρέθηκα μπροστά στο κείμενο του Andrew Chrucky “Land and Liberty”. Το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον γι αυτό θα το παραθέσω αμετάφραστο. Κατόπιν θα κάνω κάποια σχόλια που έχουν να κάνουν με την οργάνωση της παραγωγής και την σημερινή πραγματικότητα.

“I look at the history of the United States from the perspective of a person who is forced, in one way or another, to work for a living, as contrasted, for example, to an American Indian who could go anywhere and do anything he wanted. As Rousseau put it: “Man is born free, and everywhere he is in chains.” Why is this so?

I see myself as a wage-slave. Because some may think I am exaggerating, let me explain. There is a broad sense of the term “slave” such that anyone who is forced to do anything by anyone else is a slave to that person. In this broad sense, children are normally slaves of their parents; wives are often slaves of their husbands; soldier are slaves to their superiors; worker are slaves to their employers; prostitutes are slaves to their pimps.

Slavery, in a narrow or technical sense, applies to the condition of people who are, in some sense, the property of some other person — with or without the possibility of gaining freedom. The severest form of this condition is chattel slavery in which the master is free to kill the slave.

Slavery is, then, a continuum of conditions, with degrees of restrictions, degrees of penalties, and degrees of freedoms.

In general, as I view it, slavery consists of being forced to do work for someone else. This forcing can be direct or indirect. In civilized societies, all forms of slavery are the results of laws.

Direct slavery occurs where the law stipulates that a particular person is the slave, serf, servant, laborer, or apprentice of another. Some laws allowed people to sell themselves into bondage. An example of this is the American Colonial practice of indentured servitude, whereby for the price of passage to America an immigrant sold himself into servitude for a period ranging from 2 to 7 years.

Indirect slavery occurs when the penalty for not working for someone else is a deprivation of the means for existence — a deprivation of access to subsistence land.

In the American colonies, it was unlawful to be a vagabond, i.e., a homeless person. Such people were arrested and made into laborers for someone or other. If no one could be found to take them, they were whipped and branded through the right ear. For a third offence, they were executed. As remnants of this policy, the United States still has vagrancy laws.

Direct slavery still exists in the United States in the form of military induction (when invoked). In such an event, a civilian is being forced to become a soldier. If he refuses, he will be imprisoned or, under some circumstances, executed. On the other hand, enlistment into the military is like indentured servitude — one makes an agreement with the government to serve a number of years (technically it is eight years), and the punishment for breaking such an agreement (with exceptions) is normally imprisonment.

Indirect slavery is the result of a deprivation of access to free subsistence land. The United States does not provide for free access to subsistence land, and in this manner forces everyone to get money for subsistence. Even if one manages to buy some land (or even get it for a nominal fee as provided by the Homestead Act of 1862), one cannot simply subsist on it, because there are always state property taxes to be paid. And if these taxes are not paid, the land is confiscated by the state.

For this reason alone, it is proper to call the present economic and government system of the United States one of wage-slavery. The ultimate land owner is the government which collects property, sales, income, and other taxes as it sees fit.

In addition, because the government does have an enormous amount of money, it is also the largest employer and buyer. The bulk of its budget — about half a trillion dollars — is spent on military agents and tools of enforcement — airplanes, warships, tanks, bombs, missiles, bullets, and such. Often, the youth who are lured into the military are those who cannot afford to pay for education or job training. This is an “economic draft” which ensures that the United States government will have a steady supply of enforcers and canon fodder, drawn largely from the poor.

Capitalism, as I understand it, is the economic system which makes all land into a sellable and taxable commodity. It is a system which does not recognize an unalienable (unsellable) right to free land — though such a right is implict in the Declaration of Independence as the unalienable (unsellable) right to the pursuit of happiness. Happiness, in this instance, is nothing more than subsistence, and one cannot subsist in an independent and self-sufficient manner without access to land.

All major peasant uprisings and peasant revolutions have recognized the connection between liberty and free land. And this sentiment was expressed by peasants; not by landlords or merchants (bourgeoise). Landlords simply wanted to maintain possession of their lands, while merchants wanted to purchase land. It was to the advantage of peasants only to have access to free land.

The English, the American, and the French Revolutions were not peasant revolutions — they were revolutions of the aristocracy against a monarchy. Though there were many peasant and slave revolts throughout history, the first successful revolution of slaves was the Haitian Revolution of 1804. In the 20th century, the Mexican, the Russian, and the Spanish Revolutions are examples of three major peasant revolutions — and it is not surprising that their slogans were “Tierra y Libertad,” “Zemlya y Volya,Land and Liberty.

The purpose of Political Liberty is to foster Economic Liberty. Political liberty is needed to get agreement for economic policies. And although the United States allows more political freedom than any other country, because of media control by corporations, it is extremely hard to get a political consensus about better economic policies. Right now, both domestically and internationally, the United States is against any policy which would give away land for free to anyone, without also making it a sellable commodity. The underlying reason is that a country of self-sufficient and independent land owners will not yield a pool of cheap wage-slaves, including soldiers, for capitalists.”

Για τις ταραχές στην Ισλανδία

Το γράμμα που ακολουθεί είναι επιστολή Ισλανδών αναρχικών προς τον ιστότοπο http://aftaka.org/tag/english/ πριν δυο μήνες περίπου. Παρά τις οποίες διαφωνίες ή συμφωνίες, είναι ενδιαφέρουσα η οπτική των ίδιων πάνω στα γεγονότα ,τα οποία έγιναν σε μια χώρα όπου η τελευταία θεωρούταν πριν λίγο καιρό οικονομικό θαύμα.

Μια επιστολή από τους ισλανδικούς αναρχικούς που έχουν συμμετάσχει στην επανάσταση ενάντια στην πρόσφατα καταρρέυσασα κυβέρνηση.
   
Η ισλανδική κυβέρνηση έχει καταρρεύσει και μερικοί άνθρωποι μιλούν για μια επανάσταση. Με έναν τρόπο είναι αληθινό. Οι απλοί άνθρωποι νίκησαν αυτήν την νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση με το γράψιμο των άρθρων, πραγματοποιώντας ομιλίες, με θορυβώδεις διαδηλώσεις, φωτιές, κορναρίσματα αυτοκινήτων, την άμεση δράση, την αστική ανυπακοή και με μικρής έκτασης  σαμποτάζ. Ένα έθνος που πριν δεν είχε καταβάλλει οποιαδήποτε αντίσταση εναντία  στην κατάχρηση της εξουσίας για πολύ καιρό, δεν άντεξε τελικά  και είπε: Όχι ευχαριστώ! Όχι άλλα σκατά!

Αλλά τι θα ακολουθήσει; Έχουμε επιτύχει τον ύψιστο στόχο; Είναι η κυβέρνηση μειονότητας των αριστερών πρασίνων (Vinstri Grζnir) και της κοινωνικής δημοκρατικής συμμαχίας (Samfylkingin)  αρκετή; Πάμε μόνο, για να διευθετήσουμε το θέμα για τις νέες εκλογές αυτή τη άνοιξη;

Από την αρχή της οικονομικής κρίσης, μετά από την κατάρρευση και την εθνικοποίηση των τριών σημαντικών ισλανδικών επιχειρηματικών τραπεζών, οι δυνατές φωνές έχουν ακουστεί, με απαίτηση  να παραιτηθεί η κυβέρνηση και οι εκλογές να πραγματοποιούνταν το συντομότερο δυνατόν.. Οι ίδιες φωνές έχουν απαιτήσει επίσης, να παραιτηθούν τα «κεφάλια»  των οικονομικών ινστιτούτων,  στην κεντρική τράπεζα, τη οικονομική εποπτική αρχή (FME) και τις πρόσφατες κρατικοποιημένες  τράπεζες Το  Hörður Torfason και οι συνεργάτες του από την οργάνωση  The People’s Voices’ (Raddir Fólksins) πήραν το πρώτο βήμα με την οργάνωση των εβδομαδιαίων διαδηλώσεων όπου οι φλογερές ομιλίες έγιναν, συνοδευόμενες από την κοινωνική αποδοχή  και την αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση .
 
Την ίδια στιγμή πιο στρατευμένες κινήσεις έχουν  πραγματοποιηθεί. Αναρχικοί και άλλες ριζοσπαστικές ομάδες έκαναν ενέργειες δοκιμάζοντας να σταματήσουν την κυβέρνηση από την διοργάνωση συμβουλίων, σταμάτησαν τις επίσημες συνεδριάσεις του κοινοβουλίου, επιτέθηκαν σε αστυνομικό τμήμα και διατάραξαν τις εργασίες των τραπεζών και της Οικονομικής Εποπτικής Αρχής. Αυτοί οι δύο σχηματισμοί ήρθαν σε συνεννόηση την προηγούμενη Τρίτη, 20 Ιανουαρίου την ώρα που χιλιάδες άνθρωποι είχαν μαζευτεί έξω από το κοινοβούλιο με στόχο να διαταράξουν και ενδεχομένως να σταματήσουν την πρώτη κοινοβουλευτική συνεδρίαση του νέου έτους, και εντέλει το πέτυχαν. Κατά τη διάρκεια των επομένων 7 ημερών φωτιές industrial  samba-bands και θορυβώδεις διαδηλώσεις έγιναν καθημερινά φαινόμενα.

Το προ-γεγονός αυτής της συνεργασίας των ριζοσπαστών και των «φιλήσυχων» πολιτών ήταν από το ξενοδοχείο Borg την τελευταία ημέρα του έτους, όπου οι διαμαρτυρόμενοι κόβουν μια ζωντανή  μετάδοση ενός ετήσιου συμβαλλόμενου  πολιτικού «πάρτι»  στην TV , όπου η τελευταία εμφανίζει τους προϊστάμενους των πολιτικών κομμάτων  να συζητούν το πρόσφατο πολιτικό έτος με σαμπάνια και τις πικάντικες ρέγγες.  Το αρχικό σχέδιο της διαμαρτυρίας ήταν να αναστατωθεί η ραδιοφωνική μετάδοση με το θόρυβο και  φανούς, αλλά σύντομα έγινε σαφές ότι αυτό  δεν θα συνέβαινε χωρίς  ένα περαιτέρω βήμα. Έτσι οι άνθρωποι που αναρριχήθηκαν πέρα από τις πύλες και κατά την προσπάθεια να μπουν στο ξενοδοχείο  έπεσαν σε συμπλοκή με τα όργανα της τάξης  όπου οι τελευταίοι τους  ψέκασαν με pepperspray. Τελικά  αφού χωριστήκαν σε μικρότερες ομάδες κατάφεραν  να κάψουν τα καλώδια μετάδοσης και να κόψουν τη ραδιοφωνική μετάδοση. Ήταν μια καλή έναρξη και τέθηκε ο  τόνος για τις διαμαρτυρίες στο νέο ετος.

Υπήρξε ένα προεξέχον κοινό σύνθημα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στη  διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων που στην  πόλη  ξαναηχουσε για ολόκληρη μια εβδομάδα: «Disqualified government!» αλλά αυτό το σύνθημα δεν λέει τίποτα για αυτό που ετοιμαζόταν να έρθει, πως οι άνθρωποι ήθελαν κάτι περισσότερο από το να διώξουν  την κυβέρνηση μακριά. Οι βασικές απαιτήσεις ήταν να πεσει η κυβερνηση , «το κεφάλι»» της κεντρικής τράπεζας να παραιτηθεί , όπως αυτό  και από το  FME , και οι εκλογές να διεξαχθουν το συντομότερο  δυνατόν και τέλος , να σταματήσει  η διαφθορά και η κατάχρηση της εξουσίας .

Η Τρίτη 20 Ιανουαρίου είδε σημαντικά classess, και τα φιλελεύθερα peppersprayings και τη χρήση γκλοπς από τους μπάτσους, έξω από το Κοινοβούλιο όταν εμφανίστηκαν  χιλιάδες για να αναστατώσουν την πρώτη συνεδρίαση  του Κοινοβουλίου στο νέο έτος. Αυτές οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας μέχρι την  επόμενη νύχτα της Τετάρτης. Πέμπτη πρωί, αφού η  αστυνομία είχε πυροβολήσει τις πολυάριθμες βόμβες teargas στους διαμαρτυρομένους, το πλήθος που κινήθηκε προς τα κοντινά γραφεία της κυβέρνησης. Άλλη μια φορά οι άνθρωποι άναψαν φωτιά και διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην κυβέρνηση. Όταν η αστυνομία εμφανίστηκε μερικοί άνθρωποι άρχισαν τα τούβλα στους μπάτσους  όπως το προηγούμενο  βράδυ. Σε ένα σημείο ένα άτομο περπάτησε μέχρι την αστυνομία,  η οποία ήταν καλά οπλισμένη  με τις ασπίδες, τα κράνη, τα ρόπαλα  και τον ψεκασμό  σπρέι πιπεριών, και έριξε μια πέτρα στους μπάτσους φωνάζοντας: δώστε μας την δυνατότητα να ψηφίσουμε , κατόπιν αυτές οι διαμαρτυρίες θα σταματήσουν.

Αυτές οι λέξεις αποτέλεσαν έκπληξη σε πολλούς ανθρώπους. «Δώστε μας την δυνατότητα να ψηφίσουμε».  Είναι αυτή πραγματικά η βασική απαίτηση; Και καθιστά κάποιον τόσο εξαγριωμένο επειδή δε μπορεί  να ψηφίσει, και ρίχνει  τις πέτρες ως τακτική για να ωθήσει τις εκλογές;

Φυσικά, υπάρχουν διαφορετικές ιδέες και γνώμες όσον αφορά το αποτέλεσμα των προγραμματισμένων για την άνοιξη εκλογών. Μερικοί πιστεύουν ότι εάν ψηφίσει ο κόσμος τους Αριστερούς Πράσινους θα υπάρξουν θετικές αλλαγές στη χώρα. Άλλοι που πιστεύουν ότι το σύστημα μπορεί να αλλάξει «από τα μέσα», θέλουν να προωθήσουν νέα πολιτικά κόμματα στις επερχόμενες εκλογές, τα οποία θα χαράξουν ευτυχώς στο Σύνταγμα και στο σύστημα αυτές τις γραμμές αλλαγής. Ακόμα υπάρχουν άλλοι που θέλουν να καταργήσουν το τυραννικό σύστημα των κομμάτων και να ενθαρρύνουν ατομικές υποψηφιότητες, με αμεσοδημοκρατικό τρόπο καθώς και να επιφέρουν μείζονες αλλαγές στο Σύνταγμα.

Αυτές οι ιδέες δεν έχουν τίποτα κοινό, αλλά είναι όλες βασισμένες στην άποψη ότι οι μεταρρυθμίσεις μέσα στο τρέχον σύστημα αποτελούν βήματα προς τις σωστές κατευθύνσεις, βήματα προς μία πιο δίκαιη κοινωνία. Δεν απαιτούν ριζικές αλλαγές-επανάσταση. Συνεπώς είναι παράξενο να βλέπεις ανθρώπους έξω από το Αusturvollur,(την κεντρική πλατεία μπροστά στη Βουλή), να φωνάζουν συνθήματα όπως ׃ Ζήτω η επανάσταση ! Καμμία επανάσταση δεν έχει λάβει χώρα πέρα από το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει καταρρεύσει.

Μόλις πλησιάζουμε στις επερχόμενες εκλογές μπορούμε να περιμένουμε το ίδιο συνηθισμένο πράγμα. Τα πολικά κόμματα θα περιφέρουν βγάζοντας βόλτα τις καμπάνιες τους, θα ανταγωνίζονται στη διαφήμιση, η οποία θα απασχολεί τους καλύτερους γραφίστες και τεχνικούς υπολογιστών. Το ίδιο πράγμα γίνεται πάντα. Και έπειτα μόνο ένα πράγμα είναι που μετράει ׃ το Χρήμα. Εκείνοι που έχουν το πιο πολύ χρήμα ή το κόμμα εκείνο που έχει την μεγαλύτερη πρόσβαση σε χρήμα θα είναι η πιο ορατή δύναμη από τις άλλες προεκλογικές διαφημιστικές καμπάνιες. Και η ίδια ιστορία θα συνεχιστεί εάν οι εκλογές καταλήξουν μεταξύ ατομικών υποψηφιοτήτων αντί μεταξύ κομμάτων.  Εφόσον εμείς παραμένουμε μέσα στο σύστημα, στο οποίο έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα, οι ατομικές υποψηφιότητες, και τα αποτέλεσματά τους θα βασίζονται μόνο στο ποιος έχει περισσότερα λεφτά να ξοδέψει.

Οι αιτίες της κατάρρευσης της κυβέρνησης και της συζήτησης γύρω από το θέμα δείχνουν περί τίνος πρόκειται τα σημερινά πολιτικά τερτίπια.  Το Ανεξάρτητο Κόμμα-νεοφιλελεύθεροι, συντηρητικοί-  αρνήθηκε να απολύσει τον David Oddsson από το Δ.Σ. της Κεντρικής Τράπεζας εξαιτίας της τρομακτικής επιρροής του στην κοινωνία και στο κόμμα (φέρεται να κρατάει σαν όπλο του μια ‘’Μαύρη Βίβλο’’ με έγγραφα για τη διαφθορά  μιας μεγάλης μερίδας ατόμων από το κόμμα) . Και ενώ είναι κρυμμένος στην Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει ακόμα να είναι στην κορυφή της ιεραρχίας – ή τουλάχιστον καθόταν εκεί πριν την κατάρρευση- της Ισλανδικής βάσης ισχύος.  Φοβούμενοι όμως τα αποτέλεσματα μιας απόλυσης του Oddsson από την Κεντρική Τράπεζα το Ανεξάρτητο Κόμμα βρέθηκε σε αδιέξοδο. Γι’αυτό θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δεί κανείς εάν η καινούρια κυβέρνηση θα τολμήσει να απολύσει τον Oddsson και τί αποτελέσματα θα έχει στην ισλανδική κοινωνία, απ’τη στιγμή που είναι ξεκάθαρο ότι ο Oddsson έχει σοβαρή ικανότητα να εκβιάζει στην κυριολεξία ένα αξιοσέβαστα μεγάλο μέρος της ισλανδικής κοινωνίας.

Τα 2 μεγάλα κόμματα –το Ανεξάρτητο και η Σοσιαλδημοκρατική Συμμαχία-  είχαν αναλωθεί σε διαφωνίες του ποιός θα πάρει την πρωθυπουργία. Αυτό ήταν αρκετό για να διαλύσουν την συμμαχία.  Η κατάρρευση της κυβέρνησης έρχεται σαν αποτέλεσμα ατελείωτης καπήλευση της εξουσίας, η οποία τίποτα δεν έχει να κάνει με τη δημιουργία μιας κοινωνίας που να εμφυσείται από Δικαιοσύνη και Ισότητα, Ελευθερία και Αλληλεγγύη. Δεν πρόκειται περί προσπάθειας να δημιουργηθεί μια υγιής κοινωνία, αλλα πρωταρχικά και μόνο πρόκειται περί απόκτησης εξουσίας για να μεγεθυνθούν τα συμφέροντα και να συσσωρευτεί ο πλούτος σε διαφορετικά μέρη των συνεργάζομενων κοινωνικών δομών.

Η κατάχρηση της εξουσίας εκθέτει τους πολιτικούς και πολύ περισσότερο καταδεικνύει την ουσία της πολιτικής ׃ Ένας ανταγωνισμός για δημοτικότητα και εξουσία .Αναλήθεια και προδοσία απέναντι σε εκείνους που δεν κατέχουν εξουσία. Εκείνους που είναι καταπιεσμένοι από την αρχή της ζωής τους, μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα και από τα αλλα συστήματα της κοινωνίας. Η πολιτική είναι ένα παιχνίδι ψεμμάτων.

Πρέπει να αντισταθούμε σε αυτό το παιχνίδι και σε αυτό το διεφθαρμένο σύστημα. Αυτή η αντίσταση είναι η βάση για τις αλλαγές.

Εάν θέλουμε νέες αλλαγές πρέπει να γυρίσουμε τις πλάτες μας στο παρελθόν και να χρησιμοποιησούμε τη φαντασία μας. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσουμε την Ιστορία, αλλά πιο εύλογα, να μάθουμε από αυτήν, και από τα λάθη και από τις νίκες. Πρέπει να εμπλουτίσουμε τη φαντασία μας και όχι μόνο να απαιτούμε το αδύνατο, αλλά να γίνουμε το αδύνατο.

Οι αλλαγές που θέλουμε να πετύχουμε πρέπει να βασιστούν πάνω σε ιδέες για διεθνή αντίσταση και αλληλεγγύη. Δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτό το νησί. Είμαστε ένα μικρούλι κομμάτι της παγκόσμιας πάλης εκείνων που δεν έχουν καμία εξουσία απέναντι σε αυτούς που κατέχουν όλην την εξουσία, πάλης για έναν κόσμο χωρίς εξουσία. Παντού στον κόσμο- σε Μεξικό, Ελλάδα, Ιράκ, Παλαιστίνη .κ.α.- παντού αυτός ο αγώνας συνεχίζεται. Φυσικά, σε διαφορετικά επίπεδα, και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τις αντιεξουσιαστικές αντιδράσεις και για την καταστολή.

Αυτό που ενώνει όλους εμάς είναι το γεγονός ότι είμαστε ανίσχυροι  απέναντι σε εκείνους, σε εκείνο τον αγώνα ενάντια σε εκείνους και σε εκείνο το σύστημα το οποίο επιτρέπει σε λίγα μεμονωμένα άτομα, να ασκούν αυτήν την εξουσία. Πολεμάμε για να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας, να οργανώσουμε έτσι την κοινωνία , καταστρέφοντας όλες τις εξουσιαστικές δομές που καταστέλλουν και σκοτώνουν.

Και ενώ η κατάσταση συχνά μοιάζει κακή και πάρα πολύς κόσμος πείθεται και τυφλώνεται από την προπαγάνδα των εξουσιαστών όσον αφορά την αναγκαιότητα να παραμείνει στα χέρια τους η εξουσία, το μόνο αληθινό γεγονός είναι τόσο ο ενωμένος αγώνας μας ενάντια τους όσο και η αλληλεγγύη μας.

Το προηγούμενο Σάββατο, μοιράστηκαν φυλλάδια κατά τη διάρκεια της εβδομαδιαίας  διαδήλωσης γύρω από την Βουλή, ενθαρρύνοντας τον κόσμο πιο σίγουρος αναμεταξύ τους κατά τη διαρκεια ριζικών αλλαγών όσο και στη καθημερινή ζωή τους. Επίσης, έλεγε ότι οι άνθρωποι δε θα έπρεπε καν να τολμήσουν να σκέφτονται να καταρρίψουν την κυβέρνηση περισσότερο από το να καταστρέψουν την πατριαρχία, και να πολεμήσουν εναντίον της αδικίας απέναντι σε εκείνους που έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος και αυτούς που δεν προσδιορίζουν τους εαυτούς τους ως ετεροφυλόφιλους.

Η κοινωνία είναι γεμάτη από ταξικούς διαχωρισμούς και από αδικία, βασισμένη σε ιδέες που διακηρύσσουν ότι κάποιοι άνθρωποι είναι ανώτεροι από κάποιους άλλους. Το “αντριλίκι”, το λευκό χρώμα του δέρματος και η ετεροφυλοφιλία είναι οι υψηλότερες αξίες αυτής της κοινωνίας, και όλα τα άτομα που δεν κατηγοριοποιούνται σε μια από αυτές τις κατηγορίες, στιγματίζονται ως κατώτερα και γίνονται στόχοι προκαταλήψεων, δυσανεκτικότητας, και βίας. Αυτές οι ιδέες έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία σαν την εγγενή φύση ολόκληρου του συστήματος και δεν πρόκειται να νικηθούν από έναν εκμαυλιστικό ρεφορμισμό. Από τούδε πρέπει να καταστρέψουμε τις ρίζες του συστήματος αυτού.

Ας μην πανηγυρίζουμε όταν μια γυναίκα (και ακόμα περισσότερο όταν μια ομοφυλόφιλη γυναίκα ) θα γίνει πρωθυπουργός, τώρα, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ισλανδίας. Ας μην πανηγυρίζουμε όταν οι γυναίκες αναλαμβάνουν υψηλές θέσεις εξουσίας. Ας μην πανηγυρίζουμε όταν ένας μαύρος γίνεται πρόεδρος των ΗΠΑ για πρώτη φορά στην ιστορία. Ας μην πανηγυρίζουμε για αυτές τις μεταρρυθμίσεις που το μόνο που κάνουν είναι να ανανεώνουν την παραμονή του συστήματος στην εξουσία. Και ας μην πανηγυρίζουμε όταν γυναίκες, ομό-ή αμφι- φιλόφιλα και μη λευκά άτομα καταφέρουν να φέρουν εις πέρας τον ρόλο του μέσου λευκού άντρα. Όχι !

Αντίθετα, ας παλέψουμε ενάντια σε αυτό το σύστημα, το οποίο κατατέμνει την κοινωνία με ιεραρχικές δομές, και καταπιέζει αυτούς οι οποίοι βρίσκονται σε κατώτερες θέσεις εξουσίας. Ας παλέψουμε ενάντια σε ένα σύστημα που επιτρέπει σε λίγα μεμονωμένα άτομα να καταπιέζουν άλλους. Ας παλέψουμε ενάντια σε όλες τις πυραμίδες εξουσίας και κατάχρησής της. Ας παλέψουμε στην άνιση κατανομή του πλούτου και φυσικών πόρων. Ας παλέψουμε ενάντια στις ιδεολογίες εκείνες οι οποίες έχουν μετατρέψει τις ανάγκες της ζωής σε προϊόντα πολυτελείας για τους προνομιούχους.

Όταν έχουμε εξεγερθεί ενάντια σε όλες αυτές τις καταπιεστικές δομές, τότε θα μπορούμε τελικά να μιλήσουμε για αληθινή δικαιοσύνη και ισότητα και να κάνουμε λόγο για πραγματικές αλλαγές. Τότε τελικά η λέξη «Επανάσταση» θα ηχεί πραγματική στα στόματά μας. 

Dirty Business, Dirty Wars: U.S. – Latin American Relations in the 21st Century (Μέρος ΙI)

Η Αμερικανική κυβέρνηση έχει ξοδέψει πάνω από 5 δις δολάρια , κυρίως σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να φέρει σε πέρας το λεγόμενο “Plan Colombia” που έχει να κάνει τόσο με τον πόλεμο εναντίων των ναρκωτικών (παρασκευή – διακίνηση) , όσο και με την χρηματοδότηση των “Επαναστατικών Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC)”, προκειμένου να συντηρεί τον εμφύλιο πόλεμο. Ο πραγματικός λόγος για τη διοχέτευση ενός τέτοιου τεράστιου ποσού από την πλευρά των Αμερικανών έχει να κάνει με τα συμφέροντά τους σε σχέση με το πετρέλαιο στην περιοχή. Είναι κοινό μυστικό ότι οι Αμερικανικών συμφερόντων εταιρίες εξόρυξης πετρελαίου πιέζουν την Αμερικανική κυβέρνηση να εντείνει την στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή με σκοπό να εξασφαλιστούν οι επενδύσεις τους ,αλλά και να μπορέσουν απερίσπαστα να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Κολομβία. Στο πλαίσιο αυτής της συναλλαγής οι εταιρίες αυτές έχουν ξοδέψει πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια προκειμένου να στηρίξουν προεκλογικές καμπάνιες υποψηφίων στις Αμερικανικές εκλογές για να εξασφαλίσουν την υποστήριξή τους όσο αφορά το σχεδιασμό της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην Λατινική Αμερική.

Οκτώ χρόνια πριν, στην Κολομβία είχε αποκαλυφθεί ένα τεράστιο παρακρατικό σκάνδαλο. Ο πρόεδρος Alvaro Uribe που αποτελούσε έναν από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της Αμερικής στην περιοχή, η πολυμελής οικογένειά του, αλλά και πάρα πολλοί από τους συνεργάτες του στην κυβέρνηση και τον στρατό βρέθηκαν αναμεμειγμένοι και κατηγορήθηκαν για δεσμούς με παραστρατιωτικές οργανώσεις και διάφορες άλλες ομάδες δολοφόνων. Επίσης η εταιρία Chiquita Brands International έκανε συμβιβασμό με το Αμερικανικό υπουργείο δικαιοσύνης της τάξεως των 25 εκατομμυρίων δολαρίων όταν αποκαλύφθηκε ότι χρηματοδότησε με 1 εκατομμύριο δολάρια δεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις στην Κολομβία. Την υπόγεια χρηματοδότηση αποκαλύφθηκε ότι γνώριζε η Αμερικανική κυβέρνηση εκ των προτέρων. Ακόμη οι εταιρίες με βάση την πολιτεία της Alabama Drummond Co Ltd και Coca Cola έχουν επίσης κατηγορηθεί ότι χρηματοδοτούν παραστρατιωτικές οργανώσεις προκειμένου είτε να εκβιάσουν είτε να “εξαφανίσουν” ενοχλητικούς συνδικαλιστές σε εργοστάσια εκτός Αμερικής.

Σύμφωνα με μελέτη που έχει γίνει στην Κολομβία εντοπίζεται το μεγαλύτερο ποσοστό ,60% σε “ατυχήματα” συνδικαλιστών, παγκόσμια. Πιο συγκεκριμένα το ποσοστό αυτό αναφέρεται σε δολοφονίες ή εξαφανίσεις. Μέσα στο 2008 υπήρξαν 17 δολοφονίες συνδικαλιστών, αριθμός ο οποίος αποτελεί μια αύξηση της τάξεως του 89% σε σχέση με το 2007. Σε δημοσίευμα αμερικανικής εφημερίδας αναφέρεται ότι μια παράπλευρη συνέπεια του εμφύλιου στην Κολομβία είναι οι εξαφανίσεις. Πιστεύεται ότι ο αριθμός των εξαφανισθέντων , και ο υπολογισμός βασίζεται στα πτώματα που έχουν εντοπιστεί σε γύρω χώρες όπως η Αργεντινή και η Χιλή, ξεπερνάει τις 10.000 χιλιάδες.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παρόλο η εφαρμογή της Αμερικανικής πολιτικής στην Κολομβία έχει αποτύχει τελείως, κυρίως από την πλευρά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Washington προωθεί την ίδια πολιτική και σε άλλες χώρες της περιοχές , οι οποίες παράδοξα συμφωνούν. Η Γουατεμάλα για παράδειγμα ζήτησε την εφαρμογή του δικού της “Plan Gouatemala”. Το 2005 , ο τότε πρόεδρος της Γουατεμάλα, είχε ζητήσει την εγκατάσταση στη χώρα κλιμακίου της Αμερικανικής δίωξης ναρκωτικών, όπως επίσης και την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων προκειμένου να διεξάγουν επιχειρήσεις εναντίων των ναρκωτικών. Η θέληση της Γουατεμάλα να συνεργαστεί με την Αμερική φάνηκε από το γεγονός ότι διέθεσε την περιφερειακή δύναμη που είχε για τον πόλεμο εναντίων των ναρκωτικών, στη διάθεση της Αμερικής για τον πόλεμο που διεξάγει εναντίων της “τρομοκρατίας”. Η ALF-CIO καθώς επίσης και αρκετά εργατικά σωματεία στην Γουατεμάλα βασιζόμενα πάνω στην CAFTA (Central America Free Trade Agreement κατηγήσαν την κυβέρνηση της Γουατεμάλα ότι δεν τηρεί τους νόμους που αφορούν το εργατικό δίκαιο όπως επίσης ότι δεν ενδιαφέρεται να βρει τους δράστες για πάρα πολλά εγκλήματα εναντίων συνδικαλιστών. Τέτοιου είδους εγκλήματα είναι βιασμοί και δολοφονίες. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν το πως εννοεί η κυβέρνηση της Γουατεμάλα τη φιλία προς την Αμερική, προκειμένου να εξασφαλίσει ευνοϊκές εμπορικές συμφωνίες με Αμερικανικές εταιρίες. Αυτή τη στιγμή πρόεδρος είναι ο Alvaro Colom, εκπρόσωπος της ολιγαρχίας στην Γουατεμάλα. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας απειλήθηκε η ζωή ,πάνω από 50 υποψηφίων (και των οικογενειών τους) , και ακτιβιστών που αντιδρούσαν στην εκλογή του. Σε εκθέσεις για τη χώρα διαφόρων οργανώσεων αναφέρονται “μυστικές ομάδες” οι οποίες αποτελούνται από μέλη επιχειρήσεων, από μέλη ιδιωτικών εταιριών ασφάλειας, κοινούς εγκληματίες, μέλη συμμοριών αλλά και στελέχη του στρατού και αναλάμβαναν τον εκβιασμό ή την εκκαθάριση όσων αντιδρούσαν στην εκλογή.

Η περιφερειακή μιλιταριστική στρατηγική των Αμερικανών έγινε ακόμη περισσότερο πραγματικότητα όταν στις 30 Ιουνίου ο Bush υπέγραψε την Meridia Initiave ή αλλιώς “Plan Mexico”. Σύμφωνα με αυτή την συμφωνία η Αμερική θα διέθετε στο Μεξικό, στις χώρες της Κεντρικής Αμερικής αλλά και στις χώρες της Καραϊβικής, 1.6 δισ δολάρια , προκειμένου να διεξάγουν “πόλεμο εναντίων των ναρκωτικών”. Τόσο δηλαδή ήταν το ποσό της εξαγοράς των τοπικών κυβερνήσεων.

Ακριβώς μια μέρα μετά την υπογραφή της συμφωνίας κυκλοφόρησε video που έδειχνε Αμερικανούς να εκπαιδεύουν την Μεξικανική αστυνομία στην τεχνική των βασανιστηρίων.

Συνεχίζεται…

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μετάφραση ομότιτλου άρθρου του Cyril Mychalejko και είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό New Politics. 

Ο χρόνος στην αρνητική ουτοπία

Ο χρόνος έχει σημασία, μόνο όταν επιτελεί κάποιο έργο στο καπιταλισμό. Πιο συγκεκριμένα, καθώς οι κοινωνικές σχέσεις ποσοτικοποιούνται, ο χρόνος είναι συνάρτηση της εργασίας. Το citius-altius-fortius συνδέεται με την αγωνιά ενός κόσμου να αναπτύσσεται υλικά επί άπειρον. Η σημερινή χρονική κατακερμάτιση  σε πολύ μικρά υποσύνολα, οφείλεται στην προσδοκία της αύξησης της παράγωγης.

Μέσα από τις εργασιακές συνθήκες, οι όποιες αντικατοπτρίζουν την σημερινή κοινωνική οργάνωση, δημιουργείται η αίσθηση μιας αόριστης επανάληψης της επανάληψης. Αυτή η ψευδοκυκλικότητα είναι, φαινομενικά, διαιρεμένη σε εργάσιμο και ελεύθερο χρόνο. Αυτός ο κατακερματισμός αντανακλάται και στο κοινωνικό υποκείμενο. Αυτή η επανάληψη της δεινότητας, αποτελεί επανάληψη δυο διαφορετικών πρόσωπων που ενώνονται σε μια ψευδο-ενότητα, η οποία αναπαράγει τη γλωσσά των διαχωρισμών.

Η τυραννία των δευτερόλεπτων μέσα στην εργασιακή διαδικασία και όχι μόνο, είναι συνιστώσα στην μηχανοποίηση του υποκειμένου και ταυτόχρονα στην έκλειψη του. Η δημιουργία ως κοινωνική πρακτική χάνεται κάπου στα γρανάζια των συγκεκριμένων επιλογών της παράγωγης. Αυτή η διαδικασία δεν παραμένει μόνο, στο επίπεδο του εργασίμου χρόνου αλλά επεκτείνεται και στον ελεύθερο μέσω της κατανάλωσης.

Ο καπιταλιστικός χρόνος δεν αρκείται να διασπαστεί μόνο σε δευτερόλεπτα. Ο χρόνος δε πρέπει να σπαταλιεται, πρέπει να αποσπαστεί οικονομικό όφελος από αυτόν κάθε στιγμή. Αυτή η σχιζοφρενής σχέση άτομου και χρόνου έχει τη μορφή νεύρωσης η οποία δύσκολα γίνεται αντιληπτή. Εφόσον η διαδικασία της παράγωγης στον κόσμο-εργοστάσιο διαχέεται στο κοινωνικό γίγνεσθαι, το υποκείμενο χάνει τις ιδιότητες της δημιουργίας και αντίστασης. Η κατανάλωση είναι το magnum ipso, η καθολικότητα η οποία επικαθορίζει τις κοινωνικές σχέσεις και επομένως την σύνδεση τους με το χρόνο.

Η ψευδαίσθηση που έρχεται με την κατανάλωση σκουπιδιών, εσώκλειει το φετιχισμό του εμπορεύματος, ο όποιος αποκτά δίκια του χωροχρονική υπόσταση. Η κατανάλωση ψευδαισθήσεων, ταυτόχρονα εμπεριέχουν αλλά και ξεπερνούν τη την αίσθηση ψευδοκυκλικοτητας του καπιταλιστικού χρόνου. Οι διαμεσολαβήσεις του εμπορεύματος και των εικόνων του, δημιουργούν «κόσμους απόδρασης».

Ο θεαματικός χρόνος  αφαιρει από τις αισθήσεις την έννοια του ανεπίστρεπτου καθώς η έννοια του κενού και του «αιώνιου παρόντος» κυριαρχεί. Μέσα στα θεαματικά κοσμοείδωλα, οι αισθήσεις πρέπει να φιλτραριστούν μέσα από την κατανάλωση εικονικών κόσμων. Οι κούκλες Barbie και οι ήρωες τύπου Superman εκφράζουν μια αέναη χρονικότητα, η οποία αναπαράγει τη κοινωνική λήθη, μέσα σε ένα κόσμο από τσιμέντο, γυαλί και νέον.

Μέσα στο θεαματικό κόσμο ο χρόνος χάνει την υπόσταση του. Οι κοινωνίες του Όργουελ διαγράφουν από την κοινωνική συνείδηση εικόνες εξαθλίωσης, φόβου και τρόμου. Ο ελεύθερος χρόνος είναι μόνο μια επίφαση, εφόσον είναι η κατανάλωση του εργασίμου. Μέσα στο χρόνο των ψευδών προβόλων ενός βαρβάρου κόσμου, πρέπει να κυριαρχήσουν οι εικόνες της πλαστικής ευδαιμονίας. Η προβολή της ζωής των αστών κυριών και των τσιρακιών τους, οφείλουν να κατακλύσουν το κοινωνικό ασυνείδητο και όχι οι νεκροί εργάτες, οι άστεγοι και η βαρβαρότητα των σκυλιών των πρώτων.

Το ερώτημα γιατί οδεύουμε σε μια νέα εποχή βαρβαρότητας  αποκτά σημασία, όχι μονό γιατί ο καπιταλισμός ολοκληρώνει την εννοιολογική του σύλληψη, αλλά επειδή νέα πεδία ολοκληρωτισμού  ανατέλλουν και η αρνητική ουτοπία του Όργουελ πραγματώνεται. Οι δυνάμεις της αντίστασης και της δημιουργίας αφομοιώνεται και εξαφανίζονται.

Το Auswitz, κατά ένα ειρωνικό τρόπο αποτελεί την αλήθεια αυτού του πολιτισμού. Διάμεσο της φρικαλεότητας του, εκφράζονται  οι συνιστώσες αυτού του κόσμου. Από ότι «η εργασία απελευθερώνει» μέχρι και τον εξοβελισμό της διαφορετικότητας. Ο χρόνος στον καπιταλισμό δεν είναι κάτι το ενιαίο, αλλά διαιρέσεις ενός κόσμου όπου το Αuswitz και τα γκούλαγκ έχουν διαχυθεί ως πραγματικότητες στην κοινωνική συνείδηση.

Η διαίρεση συνίσταται, στην συνολική κατακερμάτιση  του υποκειμένου όταν το τελευταίο ταυτίζεται με το αντικείμενο. Ο κάθε κατακερματισμός εμπεριέχει τη δίκια του χρονική διαίρεση, όπου τα νέα Άουσβιτς τα οποία αναδύονται δεν είναι απλώς στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά οικουμενικότητες σε ένα κόσμο διάχυτης βαρβαρότητας. Η ουτοπία συναντά το αρνητικό της και ο διαιρεμένος χρόνος δεν είναι παρά μια πτυχή της.

Ο κατακερματισμός του λόγου

Ο Διαφωτισμός καθώς απομαγικοποιούσε τον κόσμο, με συνέπεια και την παρακμή του χριστιανικού κοσμοειδώλου, άνοιξε το δρόμο για την έννοια της σκοπιμότητας, της σύλληψης του κόσμου ως εργαλείου.

Ο Μακιαβέλι τοποθέτησε, καθαρά, την κοινωνία ως πεδίο συγκρούσεων, απομεταφυσικοποιόντας την έννοια της εξουσίας καθότι της αφαίρεσε θρησκευτικό μανδύα και την προσδιόρισε ως ηγεμονία. Το αίτημα του Λεβιάθαν κάλυψε το κενό της θεϊκής εξουσίας καθώς η τελευταία υποβιβαζόταν σε μύθο, και η φύση με ορούς κοινωνικού συμβολαίου αναλάμβανε με a priori ορούς να εννοιολογήσει το Υπάρχον. Ο λόγος είτε ως «καθαρή οντότητα» είτε σαν «την ιδέα της συστηματικής ενότητας, τα τυπικά στοιχειά της εννοιολογικής αρχής» όφειλε πλέον, να διαμορφώσει το τρόπο του αντιλαμβάνεσθαι».

Τα νέα συστήματα αξίων και ηθικών  της αστικής τάξης. βασισμένα στον ορθό λόγο και τα υπολείμματα του χριστιανικού φαντασιακού, ήρθαν να αναιρέσουν το παλαιό κόσμο. Η γνώση και ο λόγος παρά μόνο ουδετερότητα δε υπήρξε, και η πρωσική αυτοκρατορία δε μπορούσε παρά να μην ενσαρκώνει το «απόλυτο πνεύμα». Η ενότητα του λόγου, την εποχή της ανάπτυξης της βιομηχανίας και την ανάδυση νέων κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων, δε μπορούσε να διατηρήσει τη συνοχή της.

Ο φιλοσοφικός δυισμός του Καρτέσιου ολοκληρώνεται καθώς ο καπιταλισμός αναπτύσσεται και ο τελευταίος  συλλαμβάνει «τις εννοιολογικές του συλλήψεις». Αν το πνεύμα και η υλη αποτελούν δυνάμεις, που διαλεκτικά συνδέονται μεταξύ τους σε ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων το όποιο καθορίζει το γίγνεσθαι, τότε, καθώς η οικονομία αυτονομείται από τι υπόλοιπες κοινωνικές σφαίρες, η ύλη αποκτά αυτόνομη υπόσταση και κυριαρχεί πάνω στο πνεύμα.

Το σώμα γίνεται εργαλείο, εμπορευματοποιείται και οι επιθυμίες αποκτούν κοστολόγιο σε μια ζωή ανάμεσα σε εμπορεύματα. Πλέον «το νόημα αντικαθίσταται από τη λειτουργία ή το αποτέλεσμα στον κόσμο των πραγμάτων και των γεγονότων» και ο άνθρωπος βρίσκεται απογυμνωμένος σε ένα κόσμο ξένο όπου οι έννοιες με όρους κέρδους-κόστους. Η γνώση δεν έρχεται να επιτελέσει το ρολό της ανεύρεση νοήματος ή του αυτοκαθορισμου αλλά λειτουργεί ως συντελεστής της παράγωγης. Αν δεν επιφέρει οικονομικό κέρδος είναι άχρηστη.

Στον κόσμο των εμπορευμάτων, εάν η γνώση ως Όλο δεν υποβιβαστεί σε πληροφορία είναι άχρηστη. Διαχωρισμένη από το συνολικό κοινωνικό, αποτελεί απλώς  μια ηδύτητα, με ορούς εξειδίκευσης που οφείλει να έχει αντίκτυπο στον εργασιακό τομέα συνεισφέροντας με αυτό το τρόπο στον συνολικό κοινωνικό κατακερματισμό. Η οικονομία, αυτονομημένη από τις άλλες εκφάνσεις του κοινωνικού είναι, επεκτείνει την κυριαρχία της σε όλες τις πτυχές της ζωής. Δεν ορίζει, πλέον τη ροη των αγαθών ο άνθρωπος αλλά η ροη των αγαθών τον άνθρωπο.

Ο Λόγος δε μπορούσε να μην ακολουθήσει, αυτή τη φρενιασμένη πορεία της υλικής πραγματικότητας του συνολικού κοινωνικού κατακερματισμού και  διασπάστηκε πρώτα σε λογικές και μετά σε «-ισμους». Αυτή η διάσπαση, δεν είναι παρά η «αδυναμία του δυτικού φιλοσοφικού εγχειρήματος, το όποιο δεν ήταν παρά μια κατανόηση της δραστηριότητας κυριαρχούμενης από τις κατηγορίες της όρασης». Ο κοινωνικός κερματισμός και η εναπόθεση της αντίληψης στην εικόνα «στηρίζεται επίσης επί της αδιάκοπης ανέλιξης του συγκεκριμένου τεχνικού ορθολογισμού που προέρχεται από αυτή την σκέψη».

Η σημερινή κοινωνική αντίληψη δεν είναι παρά η έκβαση ενός κόσμου που έχει υποβιβαστεί σε ένα κόσμο εικονολογικό. Ο κατακερματισμένος Λόγος στην γενική ενότητα του δεν ενιαίο παρά η επίσημη γλωσσά των διαχωρισμών. Οι διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην επιθυμία και το υποκείμενο από τις εικόνες και το εμπόρευμα τείνουν να εκλείψουν το υποκείμενο για αυτό «μέσα στην ειδική τάξη των πραγμάτων, η αδυναμία και η καθοδηγησιμοτητα της μάζας  μεγαλώνει με την ποσότητα των αγαθών που της κατανέμεται.

Εάν ο Λόγος σε παλαιότερες εποχές μπορούσαμε να πούμε, ότι είναι η ιδέα της συστηματοποιημένης σκέψης, η οποία διαμορφώνει με εννοιολογικές κατηγορίες τον τρόπο του είναι του αντιλαμβάνεσθαι, βάσει ενός πλέγματος σύμβολων και σημειολόγισης του Υπάρχοντος, στη σημερινή είναι παρών μέσω της απουσίας του. Διαιρεμένος και εκφραζόμενος ως «ορθός» το μόνο που εκφράζει είναι η απουσία  της σκέψης. Ο επιστημονισμός, η αυθεντία δεν είναι παρά η απόρροια του κατακερματισμένου λόγου όπου το εργοστάσιο, ως διαδικασία, τείνει να γίνει η καθολική και η μοναδική έκφραση του. Ο μπάτσος πρώτα, οφείλει να χτιστεί μέσα στο ίδιο μας το κεφάλι. Το πρώτο πράγμα που έχουμε να καταστρέψουμε είναι αυτός, δίχως να ξεχνάμε ότι η κριτική σκέψη δίχως πράξη δεν είναι σκέψη.