Βιοτεχνολογία

 (δημοσιευμένο στο έντυπο “η ζωή εν/in vitro” από τις αυτόνομες παρεμβάσεις)

Βιοτεχνολογία είναι η τεχνοεπιστήμη που μέσω γενετικών επεμβάσεων παράγει προϊόντα και υπηρεσίες. Στα προϊόντα περιλαμβάνονται κυρίως τροφές και φάρμακα, ενώ στις υπηρεσίες κυρίως η επεξεργασία λυμάτων και αποβλήτων και η γονιδιακή θεραπεία. Ένας απ’ τους σημαντικότερους τομείς της εν λόγω επιστήμης είναι η γενετική μηχανική που επικεντρώνεται στην τροποποίηση του γενετικού κώδικα των οργανισμών. Ένα ή περισσότερα γονίδια απ’ το DNA ενός οργανισμού εμφυτεύονται στο DNA ενός άλλου, με αποτέλεσμα την αλλαγή των φυσικών χαρακτηριστικών του αποδέκτη οργανισμού. Το ανασυνδυασμένο DNA που προκύπτει μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη γεωργία και τη κτηνοτροφία για την παραγωγή γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (γ.τ.ο.), καθώς και στην ιατρική για την παραγωγή αντιβιοτικών, ορμονών, εμβολίων, ζωτικών οργάνων κατάλληλων για μεταμόσχευση ή ακόμα και δημιουργία ανθρώπων με «κατά παραγγελία» γενετικά «προνόμια». Οι νέοι οργανισμοί που αναφέρονται ως διαγονιδιακοί εμφανίζονται σαν πρώτες ύλες και το πείραμα ξεκινά.

Ήδη το 60% των επεξεργασμένων τροφών που καταναλώνονται (κυρίως στις η.π.α.) όπως, ψωμί, ζυμαρικά, γλυκά κ.α. προέρχονται από γ.τ. ντομάτες, μαγιά, σιτάρι και σόγια. Ακόμα από το 1996 και χρόνο με το χρόνο η παραγωγή γ.τ.ο. αυξάνεται κατά 10%, ενώ μόνο το 2004 καλλιεργήθηκαν περίπου 8.000.000 γ.τ. σπόροι από 8.500.000 αγρότες σε 18 χώρες. Μεταξύ αυτών «ξεχωρίζουν» η Αργεντινή, οι Η.Π.Α. και ο Καναδάς όπου πλέον σήμερα παράγεται το 95% των γ.τ.ο. παγκοσμίως.

Είναι ενδιαφέρον όμως σ’ αυτό το σημείο να αναφερθούμε στον ρόλο των εταιριών και των οργανισμών που είναι υπεύθυνες για την έρευνα, την παραγωγή και την προώθηση γ.τ.ο., καθώς και στο πως αυτές προσπαθούν να επιβάλλουν την καλλιέργεια και κατ’ επέκταση την κατανάλωση των γ.τ.ο. και των παραγώγων τους. Ουσιαστικά πέντε σποροαγροχημικές και φαρμακευτικές πολυεθνικές οι Dupont, Advanta, Monsanto, Syngenta και Bayer, ως υπέρμαχοι της βιοτεχνολογίας ευαγγελίζονται ότι θα δώσουν τέλος στον υποσιτισμό και την λιμοκτονία και ότι θα συμβάλλουν δραστικά στην βελτίωση της διατροφής και της ποιότητας ζωής. Βέβαια απαραίτητη προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί η παραγωγή και η προώθηση των «βελτιωμένων» σπόρων και φυτών τους (ή κοινώς τα γνωστά μεταλλαγμένα), τα οποία (σύμφωνα πάντα με αυτούς) έχουν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία, είναι πιο ανθεκτικά, δεν απαιτούν την ίδια χρήση φυτοφαρμάκων με τα αντίστοιχα φυσικά και άλλα τέτοια ωραία…

Είναι γνωστό ότι οι εταιρίες πάντα διακατέχονταν από ένα αγνό ανθρωπιστικό αίσθημα, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους για το «καλό της ανθρωπότητας» χωρίς αντάλλαγμα. Το άγνωστο είναι για πόσο χαζούς μας περνάνε… Δεν θα ήταν ψέμα αν παραδεχόμασταν ότι παρόμοιες προφάσεις χρησιμοποιήθηκαν για την εγκατάσταση της μηχανής σε όλες της πτυχές της ζωής μας. Η ένσταση μας βέβαια δεν είναι η μηχανή ή η επιστήμη ως τέτοιες, ούτε προτάσσουμε την καταστροφή τους. Η επιστήμη από μόνη της δεν είναι ούτε «καλή» ούτε «κακή», αφού η ίδια ως επιστήμη δεν μπορεί να καθορίσει ούτε τα όρια ούτε τους σκοπούς της. Το ζήτημα είναι οι κοινωνικοί θεσμοί και οι κοινωνικές σχέσεις που προσανατολίζουν και καθορίζουν τους σκοπούς και τους διαχειριστές της επιστήμης. Φτώχεια, πείνα και αρρώστια είναι αναπόφευκτες συνέπειες του καπιταλισμού. Οι εφαρμογές της επιστήμης μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής πραγματικότητας, έρχονται να εντείνουν τα προβλήματα αντί να τα προλάβουν ή να σταματήσουν την αναπαραγωγή της αιτίας τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι χιλιάδες τόνοι γεωργικών προϊόντων, για χάρη του ανταγωνισμού της αγοράς, πετιούνται στις χωματερές και ότι ο βασικός λόγος που οι άνθρωποι πεινούν είναι η άνιση κατανομή του πλούτου.

Οι υποστηρικτές της δημιουργίας «βελτιωμένων» φυτών, όπως αναφέραμε και παραπάνω, διατείνονται ότι οι γ.τ. αυτοί οργανισμοί θα έχουν την δυνατότητα μεγαλύτερων αποδόσεων από τους φυσικούς, όπως μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής σε βίαιες εναλλαγές των καιρικών συνθηκών, ή σε κάποιο «ξένο» περιβάλλον, αύξηση της περιεκτικότητας τους σε θρεπτικές ουσίες και βιταμίνες και μεγαλύτερη αντοχή σε ασθένειες και άλλους «εχθρούς». Για παράδειγμα μέσω της βιοτεχνολογίας μπορούν να παραχθούν ντομάτες με ενσωματωμένα γονίδια ψαριού ώστε να είναι πιο ανθεκτικές στο κρύο ή ποικιλίες πατάτας, καλαμποκιού, βαμβακιού, που περιέχουν ένα συνθετικό γονίδιο για να παράγουν από μόνες τους τοξίνες και να είναι πιο ανθεκτικές σε κάποια έντομα. Όμως έρευνες σε αυτές τις πολλά υποσχόμενες καλλιέργειες με γ.τ.ο. έδειξαν πως η απόδοση δεν αυξήθηκε. Εκτός από αυτό, σημαντικό είναι το γεγονός ότι αυτοί οι οργανισμοί είναι άγνωστοι στην φύση με αποτέλεσμα η παρέμβαση τους στην φυσική αλυσίδα να επιφέρει καταστροφικές συνέπειες τις οποίες οι επιστήμονες δεν είναι σε θέση να προβλέψουν. Η απόδοση των γ.τ. φυτών δεν αυξήθηκε, αντίθετα αυξήθηκε η ζήτηση ζιζανιοκτόνων που εντελώς τυχαία πλασάρoνται από την ίδια εταιρία που πουλάει το γ.τ. σπόρο. Για παράδειγμα η Monsanto πουλάει σπόρους με την ονομασία Roundup και υποχρεώνει τους αγρότες να χρησιμοποιούν μόνο ζιζανιοκτόνο Roundup. Η επιβολή της Monsanto και των υπόλοιπων εταιριών δεν σταματάει εκεί. Υποχρεώνει μέσω συμβολαίου τους παραγωγούς να μην φυλάνε ή να μεταπουλάνε τους σπόρους και έχουν δικαίωμα επιθεώρησης-ελέγχου του αγρού όποια στιγμή θέλουν. Κάποιοι «έξυπνοι» που δε συμμορφώθηκαν, αναγκάστηκαν να πληρώσουν μέχρι και 164 χιλιάδες δολάρια ως ποινή για τους 41 τόνους σπόρου που βρέθηκαν να έχουν φυλαχτεί.

Και πως κατάλαβε η Monsanto ότι οι σπόροι είναι δικοί της; Κάθε εταιρία έχει το δικαίωμα να «πατεντάρει» το προϊόν που παράγει διασφαλίζοντας νομικά την ιδιοκτησία επί του προϊόντος της. Το τελευταίο στάδιο της έντασης του ελέγχου των αγροτικών πληθυσμών απ’ τις εταιρίες είναι η ανάπτυξη της τεχνολογίας του εξολοθρευτή, που σημαίνει ότι κάθε σπόρος θα είναι στείρος μετά την πρώτη βλαστική περίοδο. Μια άλλη τεχνολογία τύπου εξολοθρευτή είναι η τεχνολογία περιορισμού γενετικής χρήσης που θα αποτρέπει τη διαδικασία ανάπτυξης του φυτού (όπως βλάστηση, άνθηση, ωρίμανση καρπού) εκτός και αν ψεκαστεί με συγκεκριμένο χημικό.

Άλλη μια διαδεδομένη εφαρμογή της βιοτεχνολογίας είναι η παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων απ’ τις βιο-φαρμακευτικές καλλιέργειες. Αφού κατέκλεψαν τον βιολογικό πλούτο, καλλιεργούν γ.τ. φυτά ώστε να παράγουν βιομηχανικά ένζυμα, ορμόνες, εμβόλια κ.α. Αυτά τα βιοφαρμακευτικά φυτά παρουσίασαν σοβαρές απειλές για το έδαφος, το νερό και τον αέρα, καθώς επίσης και για τους αγρότες που έχασαν σοδειές λόγο επιμόλυνσης. Για παράδειγμα πειραματικές καλλιέργειες που έγιναν, είχαν ως αποτέλεσμα τη μόλυνση καλλιέργειας σόγιας που προοριζόταν για ανθρώπινη κατανάλωση. Τέλος η ίδια η ζωή των αγροτών απειλείται μετά από εισπνοή ή επαφή με τα παραγόμενα φάρμακα ή χημικά. Άλλωστε, ένα μεταλλαγμένο περιβάλλον δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς έναν μεταλλαγμένο άνθρωπο. Η μόνη αξία που δεν αλλάζει είναι το κέρδος.

Ο κύκλος του ψεύδους από μέρος των εταιριών κλείνει με το ότι τα βελτιωμένα φυτά που παράγουν απαιτούν μικρή (μικρότερη από τα φυσικά) ή και καθόλου χρήση ζιζανιοκτόνων. Η αλήθεια είναι πως πολλά έντομα και ζιζάνια όχι μόνο δεν εξολοθρεύονται από τη χρήση γ.τ. εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων αντίστοιχα, άλλα γίνονται ακόμα πιο ανθεκτικά. Εκεί παρεμβαίνει πάλι μια από τις εταιρίες για να λύσει το πρόβλημα, πουλώντας δεύτερης γενιάς γ.τ.ο. και αντίστοιχα ζιζανιοκτόνα και εντομοκτόνα δεύτερης γενιάς μετά τρίτης κ.ο.κ., με αποτέλεσμα να νοθεύεται όλο και πιο πολύ η χλωρίδα και η πανίδα. Ακόμα αυτή η αλόγιστη χρήση των ζιζανιοκτόνων, πέρα απ’ το ότι μπορεί να σκοτώσει οργανισμούς που δεν είναι «στόχοι», αυξάνει σημαντικά τον βαθμό των τοξινώσεων σε φυτά, έδαφος και νερό.

Πέρα από το περιβάλλον οι επιπτώσεις των γ.τ.ο. και των γ.τ. φυτοφαρμάκων είναι σημαντικές και για τον άνθρωπο, καθώς και αυτός ως βιολογικό oν αποτελεί μέρος του ευρύτερου οικοσυστήματος και αλληλεπιδρά με αυτό. Τα μεταλλαγμένα είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά στα γαστρικά υγρά που εκλύει το στομάχι του ανθρώπου με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην μεταβολίζονται όταν τα καταναλώνουμε. Έτσι μπορούν να προκαλέσουν μη αντιστρέψιμες μεταλλάξεις στο γενετικό υλικό του ανθρώπου και να οδηγήσουν σε ασθένειες με άγνωστες για τον οργανισμό συνέπειες. Λόγω της παρέμβασης στο γενετικό υλικό οργανισμών που αποτελούν τροφή για τον άνθρωπο, αυτοί χάνουν πολλές από τις θρεπτικές ιδιότητες που μπορεί να έχουν και οι τελευταίες αντικαθίστανται συχνά από τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων στον καταναλωτή. Ακόμα λόγο της απρόβλεπτης συμπεριφοράς ενός γονιδίου που εισέρχεται σε έναν άλλο οργανισμό αυτός μπορεί να παράγει άγνωστης ταυτότητας τοξίνες οι οποίες να είναι ιδιαίτερα βλαπτικές για τον ανθρώπινο οργανισμό. Για παράδειγμα το 1989 στις Η.Π.Α από μεταλλαγμένο διατροφικό συμπλήρωμα αμινοξέως τρυπτοφάνης προκλήθηκε ο θάνατος 37 ανθρώπων και η εμφάνιση διαφόρων αναπηριών σε άλλους 1500. Τέλος έχει αποδειχτεί στο εργαστήριο ότι ο γονιδιακός ανασυνδυασμός δημιουργεί νέους ιούς και αλλεργίες, μιας και ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με ουσίες που είναι ανθεκτικές στα αντιβιοτικά. Λογικά όταν ο οργανισμός νοσήσει θα χρειαστεί και αυτός δραστικότερα αντιβιοτικά και πάει λέγοντας.

Ένας άλλος κίνδυνος που ελλοχεύει από την καλλιέργεια των γ.τ.ο. είναι ότι σε περίπτωση που διαπιστωθούν οι αρνητικές συνέπειες της, αυτές δεν μπορούν να ανακληθούν. Οι συνέπειες των γενετικών λαθών δεν είναι αναστρέψιμες. Το σενάριο γίνετε ακόμα χειρότερο όταν μας είναι ήδη γνωστό πως η γεωργία δεν γίνετε «in vitro» σε «ασφαλή» και «αποστειρωμένα» εργαστήρια και ότι η γύρη, τα έντομα και οι σπόροι που έχουν μεταλλαχθεί περιπλανιούνται ελεύθερα στο περιβάλλον. Η γενετική επιμόλυνση είναι δεδομένη και έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση πολλών ποικιλιών σπόρων (φυτών, φρούτων και λαχανικών) επιβεβαιώνοντας έτσι τον ολοκληρωτισμό των μεταλλαγμένων. Παράλληλα δεδομένη θεωρείτε και η αύξηση των κερδών των εταιριών καθώς και ο εταιρικός έλεγχος στην παγκόσμια παραγωγή. Οι εταιρίες καθιστούν τους παραγωγούς-γεωργούς πλήρως εξαρτημένους, προσβάλλουν την διατροφική αυτάρκεια των τοπικών κοινωνιών και η κοινωνία γίνετε το εξαρτημένο πειραματόζωο της βιοτεχνολογίας. Η τελευταία δεν κατέχει μόνο τη γενετική πληροφορία και ότι αυτό συνεπάγεται, άλλα τείνει να κυριαρχήσει στο σύνολο της κοινωνικής μας ζωής. Ωστόσο αρκετοί είναι οι καταναλωτές που εκφράζουν την δυσπιστία τους απέναντι στα μεταλλαγμένα. Σύμφωνα με έρευνα του ευρωβαρόμετρου (Ιούνιος 2006) το 58% των ευρωπαίων δεν υποστηρίζει την παραγωγή γ.τ. τροφών, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής εμφανίζονται στην Ελλάδα (12%), την Κύπρο (19%), την Λετονια (19%) και το Λουξεμβούργο (20%). Στην ίδια έρευνα όμως, οι περισσότεροι ευρωπαίοι αποδέχονται τις «κόκκινες» εφαρμογές της βιοτεχνολογίας, στην ιατρική δηλαδή, καθώς και τις «λευκές» εφαρμογές της, δηλαδή στην βιομηχανία. Προφανώς οι στατιστικές αυτές δεν αντιπροσωπεύουν ένα σύνολο (ανταγωνιστικών) υποκειμένων, που έχουν αντιληφθεί τις πραγματικές βλέψεις των εταιριών και τον συγκεκριμένο ρόλο που επιτελεί η βιοτεχνολογία. Οι πιο υποψιασμένοι οργανώνονται και αναλαμβάνουν δράση…Εδώ και κάποια χρόνια σε όλη σχεδόν την ευρώπη πραγματοποιούνται, από ομάδες και οργανώσεις που αντιστέκονται στην βιοτεχνολογία, διαδηλώσεις και αντι-συνέδρια, ενάντια στα επίσημα συνέδρια των προωθητών της βιοτεχνολογίας. Παράλληλα πραγματοποιούνται και διάφορες ακτιβίστικες δράσεις, μεταξύ των οποίων οι πιο διαδεδομένες είναι τα σαμποτάζ σε πειραματικές καλλιέργειες γ.τ.ο (σήμερα το νομοθετικό πλαίσιο είναι τέτοιο που αντιμετωπίζει τέτοιες ενέργειες ως «τρομοκρατικές», με επακόλουθο τις ανάλογες συνέπειες). από την μεριά τους οι πολυεθνικές χωρίς να χάνουν χρόνο αποφάσισαν να ανασυνταχθούν. Φοβούμενες ότι θα λερωθεί το όνομά τους και την κατά συνέπεια πτώση των κερδών τους άρχισαν να διαχωρίζουν τις αγροχημικές και σποροπαραγωγικές επιχειρήσεις τους από τις φαρμακευτικές. Συγκεκριμένα η Novartis και η AstraZeneca διαχωρίστηκαν από τις αγρο-επιχειρησιακές μονάδες τους για να δημιουργήσουν τη Syngenta. Η Monsanto διαχωρίστηκε από τη φαρμακευτική Pharmacia, ενώ η Aventis αποδέσμευσε την Aventis cropScience, η οποία αγοράστηκε από τη Bayer.

Το ρόλο προώθησης βιοτεχνολογίας και προϊόντων της έχουν αναλάβει διάφοροι οργανισμοί όπως η EuropaBio (στην Ευρώπη) και η ΒΙΟ (στην Αμερική). Σημαντικό ρόλο παίζουν και διάφορα ινστιτούτα ή υπηρεσίες βοήθειας όπως η Διεθνής υπηρεσία ανάληψης αγρο-βιοτεχνολογικών προϊόντων (ISAAA) και η Διεθνής αγροτική έρευνα (CGIAR).

Τη CGIAR διαχειρίζονται τα Ηνωμένα Έθνη και η παγκόσμια τράπεζα. Αυτή επιβλέπει 19 διεθνή κέντρα αγροτικής έρευνας τα οποία με τη σειρά τους κατέχουν το γενετικό υλικό περισσότερων των 3000 ποικιλιών φυτών. Η CGIAR παρέχει πρόσβαση στο γενετικό υλικό στις εταιρίες με αντάλλαγμα χρήματα ή τεχνογνωσία. Αντίστοιχα η ISAAA χρηματοδοτείται από τις γνωστές «ανθρωπιστικές» εταιρίες, την παγκόσμια τράπεζα και το ίδρυμα Ροκφέλερ. Αυτή με τη σειρά της έχει βοηθήσει τους χρηματοδότες της στα πλαίσια της βιοπειρατίας. Η ASA (αμερικάνικη ένωση σόγιας) που συνεργάζεται με γνωστές εταιρίες αποτελεί λόμπι επιρροής για την αμερικάνικη κυβέρνηση και σε αντίστοιχα προγράμματα εκπαιδεύει τα μέλη της πάνω σε μεθόδους επιρροής της Διεύθυνσης Τροφίμων και Ποτών σε νομοθετικά ζητήματα. Στον Καναδά βασικός προωθητής για την ανάπτυξη γ.τ. καλλιεργειών είναι το Συμβούλιο Ελαιοκράμβης. Σχεδόν όλο το Δ.Σ. αποτελείται από αντιπροσώπους γνωστών εταιριών που «τυγχάνει» να ορίζουν το πρόγραμμά του.

Στην πλειονότητά τους οι προαναφερθέντες οργανισμοί που ενεργούν για την προώθηση της βιοτεχνολογίας είναι συνδεδεμένοι με την Πράσινη Επανάσταση στη δεκαετία του ΄60. Τότε που ρίχτηκαν στην αγορά βελτιωμένοι σπόροι και υβρίδια (δημιουργία σπόρων από τη διασταύρωση δυο διαφορετικών ποικιλιών του ίδιου όμως είδους π.χ. ο συνδυασμός μιας ποικιλίας ρυζιού που απέδιδε περισσότερο από κάποια άλλη με μια άλλη πιο ανθεκτική σε ασθένειες), υπήρξε αύξηση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, καθώς και χρήση νέων υποδομών (θερμοκήπια, αρδευτικά συστήματα κ.α.). Ο φανερός σκοπός της ήταν η αύξηση της απόδοσης ενώ ο κρυφός της η διείσδυση της επιστήμης στον τρόπο παραγωγής και η μετατροπή του παραγωγού σε απλό χρήστη της τεχνολογίας τους. Η εν λόγω επανάσταση καθοδηγήθηκε και υποστηρίχθηκε από το Δ.Ν.Τ., την Παγκόσμια Τράπεζα και τον Ο.Η.Ε. με διάφορους τρόπους όπως καταιγιστική προπαγάνδα, επιδοτήσεις, ποσοστώσεις κ.α. Προφανώς η ανάπτυξη των γ.τ. καλλιεργειών και η προώθησή τους είναι η συνέχιση των προηγούμενων τακτικών τους.

Η EuropaBio είναι ο οργανισμός που αντιπροσωπεύει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις βιοτεχνολογικές βιομηχανίες. Δημιουργήθηκε το ’96 με έδρα τις βρυξέλλες και αυτοπροσδιορίστηκε ως ένας μη-κερδοσκοπικός οργανισμός που εκπροσωπεί 25 εθνικές αντιπροσωπίες (ενώσεις εταιριών βιοτεχνολογίας από τις χώρες της Ε.Ε., της Ελβετίας και της Νορβηγίας). Αυτές οι αντιπροσωπείες εκπροσωπούν πάνω από 1500 ευρωπαϊκές εταιρίες και βιομηχανίες που εμπορεύονται ή αναπτύσσουν εφαρμογές της βιοτεχνολογίας. Όπως η ίδια αναφέρει, σκοπός της είναι η προώθηση ενεργειών στα κέντρα λήψης αποφάσεων (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο Υπουργών και Συναντήσεις Κορυφής) ώστε να δημιουργηθούν νομοθετικά πλαίσια που να ευνοούν τη βιοτεχνολογία, να δημιουργηθεί πλαίσιο προβολής βιοτεχνολογίας στα ΜΜΕ και να αφομοιωθεί η σημασία της βιοτεχνολογίας από τους ευρωπαίους πολίτες. Έτσι, ότι δεν κατάφεραν να κάνουν οι εταιρίες –να μας πείσουν για τα καλά των προϊόντων τους- το κάνουν διάφοροι οργανισμοί μέσω προπαγάνδας από τα ΜΜΕ, συνεδρίων, αγρο-σεμιναρίων και πανεπιστημιακών διαλέξεων, όλα με προφάσεις επιστημοσύνης. Ο εκπρόσωπος της βιοτεχνολογίας στην Ελλάδα είναι η Bionova. Κάποιες από τις δραστηριότητες της είναι η έκδοση του περιοδικού ΒΙΟ, πραγματοποίηση συνεδρίων και εκπροσώπηση στην Ελλάδα της EuropaBio ως EuropaBio Hellas. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα συνέδριά τους χρηματοδοτούνται από υπουργεία και σιγοντάρονται από πανεπιστημιακούς και πολιτικούς εκπροσώπους. Για ποιο λόγο είναι άραγε και τα πανεπιστήμια στο χορό; Γιατί το κόστος επένδυσης είναι χαμηλότερο, τα χρέη επίσης χαμηλότερα και η αξιοπιστία της έρευνας προτιμότερη. Η απελευθέρωση του πανεπιστημίου θα εξασφαλίζει πόρους από τέτοιου είδους εταιρίες, κατάλληλους απόφοιτους για «ανθρωπιστές» εργοδότες και το καλύτερο, διοικητικές θέσεις και προγράμματα σπουδών «στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος».

Η βιοτεχνολογία και οι εφαρμογές της προσπαθούν να επιβληθούν κυριαρχώντας πρώτα στα κεφάλια μας. Όσο ανώδυνα τείνει να νοθευτεί το περιβάλλον τόσο ανώδυνα τείνει να ενσωματωθεί η μηχανή στο ανθρώπινο σώμα, καθιστώντας τον άνθρωπο ένα μηχανοποιημένο εργαλείο, ικανό να ανταποκρίνεται στις εκάστοτε ανάγκες του καπιταλισμού. Μπροστά στα αδιέξοδα που η ίδια η κυριαρχία έχει δημιουργήσει έρχεται τώρα η επιστήμη με το πρόσχημα της προόδου να λύσει όλα τα προβλήματα, τα οποία ανάγει σε βιολογικά, συνεχίζοντας την κυριαρχία πάνω στη φύση και τον άνθρωπο. Αφού δημιούργησε την ανάγκη (π.χ. μεταλλαγμένα, παντοτινή ανακούφιση από τον πόνο), μετά την ανακάλυψε «προς όφελος» του ανθρώπου και ανάλογα με τις περιστάσεις την καθιστά σπάνια ή μη.

Μεταστρέφοντας αυτή την άποψη, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε κατά πόσο αναγκαίες είναι αυτές οι εφαρμογές στη ζωή μας. Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι τι θα κερδίσουμε από τη χρήση αυτών των εφαρμογών και όλο αυτό σε αντιδιαστολή με τις τάσεις της επιστήμης, αλλά και το πώς βλέπει και με ποιο σκοπό η ίδια η εξουσία τη ζωή. Τι καλύτερο λοιπόν: η δημιουργία ενός σώματος- μηχανής, ικανό να παράγει και να καταναλώνει σε ένα νεκρό περιβάλλον.

Η απάντηση στο ζήτημα της βιοτεχνολογίας εν γένει δεν είναι ένα απλό ναι ή όχι στην εφαρμογή της. Ανέκαθεν ο καπιταλισμός είχε την τάση να απαλλοτριώνει και αργότερα να εμπορεύεται ο,τι υπάρχει, είτε αυτό λέγεται γονίδιο είτε άνθρωπος. Ο μόνος στόχος της βιοτεχνολογίας είναι η επιβολή της επί του συνόλου της ζωής μας και η ένταση της εξάρτησης και αποξένωσης του ανθρώπου από τα πάντα: ο,τι έχει αποφέρει περισσότερο κέρδος παρουσιάζεται σαν μεγαλύτερη ανάγκη.

Στον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση οποιαδήποτε αλλαγή έρχεται στη ζωή μας, θεωρείται δεδομένη και εμείς υποσυνείδητα υποχρεωνόμαστε να ανταπεξέλθουμε στις καινούριες συνθήκες. Υποχρεωνόμαστε να αγοράσουμε ζωή. Αυτή η αντίληψη της ποσοτικοποίησης της ζωής δεν ήρθε τυχαία. Οι θεσμοί, η ματαιοδοξία, η αποξένωση, η εξάρτηση και το θέαμα συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας αντεστραμμένης εικόνας για τη ζωή που μόνο ως είδωλο θα μπορέσει να επιβιώσει.

Έτσι, θεωρείται λογικό πια να παραδίδουμε ψυχή και σώμα στους ειδικούς χειριστές όλων των πτυχών των ζωών μας. Τόσο λογικό που οποιαδήποτε αντίδρασή μας εστιάζεται στη μεταφυσική του όλου θέματος και όχι στη πραγματικότητα.

Η εναντίωση στη βιοτεχνολογία είναι η εναντίωση στον καπιταλισμό, είναι η εναντίωση σε αυτούς που αποφασίζουν τι είναι θεμιτό και τι όχι, σε αυτούς που αντιμετωπίζοντάς μας σαν αναλώσιμα αποφασίζουν για τις ζωές μας. Η αλλαγή νοοτροπίας είναι το άλλο μισό για την καταστροφή των θεσμών που (ανα)παράγουν εξουσία και όλα αυτά με σκοπό να πάρουμε πίσω ο,τι μας ανήκει… ξεκινώντας πρώτα από εμάς τους/ τις ίδιους/ ες…