H καντιανή κριτική ως προάγγελος της μηδενιστικής παραίτησης

Το επιστέγασμα της καντιανής φιλοσοφίας – η τρίτη μεγάλη Κριτική του Εμμάνουελ Καντ – έγινε ο γόρδιος δεσμός του γερμανικού ιδεαλισμού, του ρομαντισμού αλλά και του μαρξισμού.

Η Κριτική της κριτικής δύναμης (1790) είναι η γέφυρα που προσπαθεί να συνδέσει τη διάνοια με το Λόγο, την περιοχή της επιστημολογίας που μέλημα είναι η γνώση της φύσης με την περιοχή της ηθικής που μέλημα είναι η ελευθερία. Η κριτική δύναμη θα είναι ο διαμεσολαβητής μεταξύ των περιοχών της φύσης και της ελευθερίας.

Η σχέση της ελευθερίας και της φύσης, του καθαρού και του πρακτικού λόγου ή της ενότητας της θεωρίας και της πράξης καθίσταται ευλογοφανής. Ευλογοφανές όμως καθίσταται και το πρόβλημα που εγείρεται, ένα πρόβλημα που καταδεικνύει μεν το έλλειμα νοήματος που συνοδεύει τις παραδοσιακές αξιώσεις της θεωρητικής, δογματικής μεταφυσικής αλλά και θα σκιάσει δε τον ευρωπαϊκό χώρο του 20ού αιώνα.

Το πρόβλημα αυτό που κληροδότησε ο Καντ θα μπορούσε να τεθεί με τη μορφή ερωτήματος ως εξής: αν η φύση κυβερνάται από αιτιότητα και μηχανιστικά καθορίζεται από τους νόμους της, πώς αποκτά υπόσταση ή πραγματώνεται η ελευθερία; Πώς εναρμονίζεται η ελευθερία με την αιτιότητα και την αντικειμενικότητα του φυσικού κόσμου; Δεν τοποθετεί ο Καντ τους ανθρώπους στην κατάσταση του να υπόκεινται ελεύθερα στον ηθικό νόμο και ταυτόχρονα να καθορίζονται από τον αντικειμενικό κόσμο της φύσης, που είναι απογυμνωμένος από οποιαδήποτε αξία;

Τέτοιας φύσης είναι το πρόβλημα που διέγνωσε ο Νίτσε το 1880 με την έννοια του μηδενισμού: η αναγνώριση της ελευθερίας του υποκειμένου συμβαδίζει με την κατάρρευση της ηθικής βεβαιότητας στον κόσμο. Και με αυτή την έννοια ο μηδενισμός καθίσταται συνέπεια της καντιανής κριτικής της μεταφυσικής. Δηλαδή, ο μηδενισμός είναι συνέπεια ηθικής αξιολόγησης. Υπάρχει η περίπτωση μια τέτοια θέση να οδηγήσει στην αδράνεια και στην παραίτηση που πρεσβεύει ο μηδενισμός (τουλάχιστον ο γερμανικός μηδενισμός ή «παθητικός μηδενισμός»). Αν υπάρχει ένα κενό στον πυρήνα των μεταφυσικών μου πεποιθήσεων, τότε θα μπορούσα απλώς να ανασηκώσω τους ώμους μου και να μουρμουρίσω: «Ε, καλά, τί να γίνει, τα πράγματα είναι όπως είναι». Μπορεί όμως να οδηγήσει και στο αίτημα για μια επαναξιολόγηση των αξιών, στη μετασχηματιστική απαίτηση απελευθέρωσης πως τα πράγματα μπορούν να είναι διαφορετικά. Ενώ η διάγνωση του μηδενισμού στον 20ό αιώνα είναι καθολική, κανείς δεν θέτει πρακτικά το αίτημα για την υπερνίκησή του. Έγινε έτσι εκείνο που ο Νίτσε επιδίωξε με κάθε τρόπο στο έργο του να αντιμετωπίσει: οι άνθρωποι περιήλθαν στην απελπισία ή εφηύραν κάποιο νέο Θεό και γονάτισαν μπροστά του. Οι δύο παγκόσμιοι εξουσιαστικοί πόλεμοι οδήγησαν στην απελπισία αφού κατέστρεψαν την πίστη προς την έλλογη πραγματικότητα, ενώ ο τσάρος πασών των Ρωσιών βρήκε τη συνέχειά του στον Στάλιν.

Η λυδία λίθος της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας στην ηπειρωτική παράδοση ήταν πράγματι το ζήτημα της πράξης· η πράξη που οδηγεί σε μια κριτική των υπαρχόντων συνθηκών, ως συνθηκών μη υποκείμενων στην ελευθερία, και στο αίτημα απελευθέρωσης πως τα πράγματα μπορούν να γίνουν διαφορετικά τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο. Όσο όμως κι αν η ηπειρωτική παράδοση της δυτικής φιλοσοφίας είχε μια τέτοια πρόθεση – μια πρόθεση που διαπερνά υπόγεια τις παραδόσεις του γερμανικού ιδεαλισμού, του μαρξισμού, της ψυχανάλυσης και της Σχολής της Φρανκφούρτης – εν τέλει δεν επεδίωξε κανένα άλλο σκοπό πέραν του να αποτελεί ιστορική περιέργεια, διανοητική διασκέδαση ή ένα τεχνικό μέσο όξυνσης της κοινής λογικής. Η ασυνθηκολόγητη φιλοσοφική ματιά που κάποτε η εξουσία εμπόδιζε ή οδηγούσε στο θάνατο σε δημόσιες πλατείες, σήμερα το μόνο που κάνει είναι να γράφει εργασίες για να διαβαστούν από μερικές δεκάδες ανθρώπους σε κάποιο ακαδημαϊκό περιβάλλον ή να ανταλάσσει ακαδημαϊκούς τίτλους στα διάφορα Πανεπιστήμια.

Μπορεί ο άνθρωπος να ζει σε άλλη εποχή, σε ένα διαφορετικό πνευματικό, ηθικό και πολιτικό σύμπαν, ωστόσο η κριτική και το απελευθερωτικό πρόταγμα παραμένουν επίκαιρα γιατί ο άνθρωπος εξακολουθεί να ζει σε συνθήκες σκλαβιάς. Όπως έγραφε ο Ρουσό – και αυτό ήταν το σύνθημα των νεαρών Γερμανών και Άγγλων ρομαντικών στο τέλος του 18ου αιώνα – «ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος».

http://aixmi.wordpress.com/2010/01/07/%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b1%ce%bd%ce%ae-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%89%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%ac%ce%b3%ce%b3%ce%b5%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc/#more-2360