Στο αστικό-καπιταλιστικό περιβάλλον το ζήτημα της ανθρώπινης εξαθλίωσης, όσο αναπτύσσεται και μεγεθύνεται η οικονομία, έχει περάσει σε μια εντελώς διαφορετική σφαίρα συζήτησης. Αποδεχόμενοι το ρόλο της μισθωτής εργασίας στην κοινωνικοποίηση των ανθρώπων ,το σημείο ενδιαφέροντος στρέφεται όταν αυτή σταματά.
Το τι συμβαίνει σήμερα έχει να κάνει με το πώς λογίζεται ο άνθρωπος σαν υποκείμενο της ικανότητας του προς εργασία.. Όσο απαξιώνεται αυτή η ικανότητα και όσο ενισχύεται ο ρόλος του κεφαλαίου ,τόσο θα απαξιώνεται η εργασία σαν παραγωγός δύναμη πλούτου και φυσικά μετά το τέλος της δεν θα έχει καμία άξια.
Όπως και να χει το πράγμα σήμερα έχουν κατοχυρωθεί κάποια δικαιώματα [εργασιακά] που όπως συνηθίζεται ανταποκρίνονται στο βαθμό εξέλιξης του κοινωνικού-οικονομικού και λιγότερο του πολίτικου περιβάλλοντος.
Τα δικαιώματα αυτά μέσα από μηχανισμούς μπαίνουν σε ένα πλαίσιο κανονικότητας και γίνονται κανόνες μέσω του νόμου. Αυτός που σήμερα έχει την εποπτεία αυτών των μηχανισμών μέσα στην αντιπροσωπευτική ολιγαρχία είναι το κράτος. Παράλληλα είναι αυτός που νομοθετεί . Ο νομός και στη προέκταση του ο ορισμός τη ς κανονικότητας δημιουργεί τους ορούς του κοινωνικού. Με αυτό το τρόπο το κράτος καθίσταται ο ρυθμιστής και ο εγγυητής του κοινωνικού. Αυτά τα λέμε γιατί μέσω του νόμου για παράδειγμα ορίζει ποια είναι η κατώτερη σύνταξη. Τι σημαίνει όμως κατώτερη σύνταξη; Το ελάχιστο όριο επιβίωσης ανεξάρτητα με το πόσο έχει δουλέψει κάποιος. Δηλαδή αγνοούμε το τι έχει γίνει κατά τη διάρκεια τουλάχιστον 30 χρόνων ,ποιες ήταν οι συνθήκες ,και αυθαίρετα λέμε ότι σήμερα φτάνουν τόσα. Αγνοούμε επίσης το ποιος έχει καρπωθεί και ιδιοποιηθεί την παραχθείσα υπεραξία. Και σαν να μη έφτανε αυτό η ΄’ δικαιοσύνη ‘΄ ούτε καν επιστρέφει σε κανονικές συνθήκες τα χρήματα που έχουν καταβληθεί από τους εργαζόμενους όσα χρόνια αυτοί έχουν δουλέψει και έχουν παραιτηθεί από το δικαίωμα εκμετάλλευσης ενός σημαντικού αριθμού χρημάτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα χρήματα που είναι παραγμένος πλούτος μπορεί μέσω της συνεχόμενης συσσώρευσης να δημιουργήσουν πλούτο από αυτούς που μπορούν και έχουν στη κατοχή τους τα μέσα παραγωγής. Οι καπιταλιστές είναι αυτοί που μπορούν να επενδύουν και ο ρόλος των υπολοίπων εξαντλείται στην κατανάλωση και σε ελάχιστες περιπτώσεις στην αποταμίευση.
Αυτός ο αυτόκλητος ,ο εγγυητής των δικαιωμάτων και του κοινωνικού έχει κάποιο όφελος; Φαινομενικά όχι γιατί από τη στιγμή που στον καπιταλισμό σκοπός της παραγωγής είναι το κέρδος και εξ’ ορισμού το κράτος είναι μη κερδοσκοπικό φαίνεται ότι έχει «αγαθές προθέσεις».Σαν να μη έφτανε αυτό φαίνεται ότι μέσω οποιαδήποτε πολίτικης λειτουργεί σαν κυματοθραύστης ως προς τον καπιταλισμό. Ουσιαστικά όμως, διαμεσολαβεί σε κάθε πτυχή του κοινωνικού μέσα στη αστική κοινωνία ώστε η τελευταία να μη εκδηλώνει και να μη φανερώνει τις τεράστιες αντιφάσεις που ελλοχεύουν μέσα της. Βεβαίως σε μια κοινωνία που είναι ιεραρχικά διαστρωματομενη και μάλιστα με οικονομικούς όρους, αυτός ο μηχανισμός νόμιμης βίας που εγγυάται την «κοινωνική ειρήνη » και την «κοινωνική τάξη» θα συνηγορεί υπέρ των κοινωνικά και οικονομικά κυριάρχων. Η σχέση του με τον καπιταλισμό είναι πλεγματοειδής υφής. Αυτό επιβεβαιώνεται με το ρόλο του κράτους να λειτουργεί εντελώς αποπροσανατολιστικά και να επιβάλλει την κοινωνική λήθη. Καλύπτει τον καπιταλισμό ,τρέφεται από αυτόν και ενδυναμώνει συνεχώς τον ρόλο του λέγοντας και επαναλαμβάνοντας συνέχεια ότι πρέπει να υπάρχουμε μέσα στα μονοπάτια όπου αυτός χαράζει, πρέπει να έχουμε εξουσία[λαϊκή] για να έχετε λόγο στο τι συμβαίνει. Η «συμμετοχική δημοκρατία»σε όλο της το μεγαλείο. Κάθε φορά είτε μέσω των εκλογών ,είτε μέσω το κάθε είδους διάλογου πάντα μέσω αντιπροσώπων [εξουσίας] νομιμοποιούνται όλες οι αποφάσεις . Εδώ πρέπει να αναφέρουμε και το ρόλο των νόμιμων διαμεσολαβητών των εργαζομένων τα συνδικάτα. Από τη στιγμή που έχουν το μονοπώλιο του «αγώνα» έχουν και το μονοπώλιο ξεπουλήματος του. Αυτοί οι νόμιμοι λακέδες του καπιταλισμού ,οι επαγγελματίες έμποροι δικαιωμάτων νομιμοποιούνται και νομιμοποιούν τόσο τον καπιταλισμό όσο και το κράτος.
Καθώς παρουσιάζονται ως οι μοναδικοί αντιπρόσωποι αυτής της κοινωνικής ομάδας και συνδιαλέγονται με τους εξ ορισμού ταξικούς εχθρούς της ομάδας που αντιπροσωπεύουν με ενδιάμεσο και εγγυητή το κράτος το μονό που πετυχαίνουν είναι το θέατρο του παραλόγου. Στο όνομα του ‘γενικού καλού ή και ακόμα της ΄’ κοινωνικής ειρήνης ‘’ παζαρεύουν κατακτήσεις που δεν τους ανήκουν. Το αποτέλεσμα συνήθως είναι το γενικό καλό προς όφελος των αφεντικών τους. Σ ένα κόσμο που όλοι είναι ενήμεροι αλλά κάνεις δε πιστεύει κανένα οφείλουμε να προσθέσουμε ότι η αδυναμία και οι ψευδαισθήσεις των εργατικών στρωμάτων μεγαλώνουν ανάλογα με τα ψίχουλα προς κατανάλωση που τους δίνουν.
Το ζήτημα του ασφαλιστικού δεν είναι ξεκομμένο από κανένα περιβάλλον. Δεν αποτελεί ξεχωριστό πράγμα. Είναι η αποκάλυψη του εξευτελισμού που προκαλεί ο καπιταλισμός τελευταία γραμμή άμυνας για το κάθε άνθρωπο είναι η μισθωτή εργασία και αυτό κάνει. Ασυνείδητα αποδέχεται το ρόλο. Ασυνείδητα κοινωνικοποιείται. Όταν όμως σταματά να δουλεύει φαίνεται ότι η συμμέτοχη του στο κοινωνικά παραχθέν προϊόν δεν είναι αποτέλεσμα που έχει να κάνει με τη ανάγκη που έχει ούτε με τη συμμέτοχη του στη παραγωγική διαδικασία αλλά με το γεγονός ότι δε μπορεί να λειτουργήσει σαν εμπόρευμα σαν πράγμα που θα προσθέσει άξια σε ένα άλλο προϊόν ώστε οι καπιταλιστές να ιδιοποιηθούν υπεραξία.
Το κράτος δεν θα σταματήσει ποτέ να έχει αυτό το ρόλο. Τη θεατρική ικανότητα να προσποιείται τον εγγυητή με όπλο τη χρήση βίας. Η υποκρισία είναι εμφανής, οι ρήτορες της τάξης και της ασφάλειας γιατί δε βάζουν κάμερες στα γραφεία των διοικητών των δημοσίων οργανισμών, και ειδικότερα στα γραφεία των ασφαλιστικών ταμείων και μπαίνουν στους δρόμους. Προφανώς στη κοινωνία της ισότητας κάποιοι είναι πιο ίσοι από κάποιους άλλους. Ποιος είναι μεγαλύτερος κίνδυνος αυτοί που πετούν πέτρες ,μολότοφ, απαλλοτριώνουν τράπεζες και όλες μα όλες οι ζημιές και οι καταστροφές δεν έχουν πολιτικό χαρακτήρα αλλά ποινικό και αποτιμούνται πάντα σε χρήμα ή οι διαχειριστές των ταμείων, οι πρόεδροι των τραπεζών που έχουν καταχραστεί αμέτρητα ποσά και ποτέ κανένας δεν έχει πάει σε κανένα δικαστήριο σε καμία «δικαιοσύνη»γιατί το ζήτημα της διαχείρισης έχει πολιτικές διαστάσεις. Μάλλον η JUSTITIA είναι τυφλή για να γέρνει η ζυγαριά-μέσα στο σύστημα της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας- ανισοσκελως προς το μέρος των οικονομικά και κοινωνικά κυριάρχων.
Συνειδητή αντίσταση είναι η απάντηση. Κράτος και καπιταλιστές είναι ο εχθρός χωρίς να είναι το ίδιο πράγμα. Η εξουσία του κράτους είναι «νόμιμη », η εξουσία του καπιταλισμού είναι άνομη
Ινστιτούτο Ερευνάς και Καταστροφής