Ο πόθος για την Αλήθεια, το Αγαθό έκρυβε μέσα στην ιστορία της σκέψης μια νοσταλγία για ενότητα, όπου ο άνθρωπος ουσιαστικά προσπαθεί να κατανοήσει την ίδια την Ύπαρξη. Η τελευταία όμως, διακατέχεται από το παράλογο, τη ματαιότητα σε όλες τις μορφές της.
Η κίνηση του πνεύματος και της πράξης χαρακτηρίζεται από την αντίθεση και την αντίφαση. Αυτοί είναι οι τροχοί που κινούν την ιστορία. Παρά την θέληση του Hegel το πνεύμα δεν έχει κάποιο προορισμό, ούτε τον ιστορικό ρόλο να ενσαρκώσει το προκαθορισμένο νόημα. Η κινηση του δεν εντοπίζεται σε κάποια νομοτέλεια. Αντίθετα το γνωστικό αντικείμενο φανερώνεται στο δρών υποκείμενο ως μια πολλαπλότητα με συγκρούσεις στο εσωτερικό της.
Η ενότητα φανερώνει μια επιθυμία για απόλυτο, αλλά με το τελευταίο ταυτίζεται μόνο με το μηδέν. Αυτή «η νοσταλγία για ενότητα ,αυτή η επιθυμία για απόλυτο φανερώνει την κίνηση του ανθρώπινου δράματος» Το δράμα αυτό κορυφώνεται στην εξής διαπίστωση. Στην πάλη για την αλήθεια «αν το πνεύμα έβλεπε μέσα από καθρέπτες που δείχνουν την μεταβλητότητα των φαινομένων και ανακάλυπτε άφθαρτες σχέσεις που θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια και μόνο αρχή θα ήταν μάταιο να μιλάμε για πνευματική ευτυχία.»
Πάραυτα το διακυδευμα της δυτικής φιλοσοφίας ήταν η ανεύρεση καθολικών νόμων. Από τον καθαρό λόγο και την ιδέα της προόδου μέχρι και τον λόγο περί μεθόδου αυτό είναι εμφανές. Αυτό όμως που δεν είναι εμφανές είναι η υλική αντανάκλαση αυτού του τρόπου της αντίληψης του είναι. Αυτό που διαρκώς αναπαράγεται είναι ο τρόμος. Από το σφαγιασμό οποιοδήποτε λαού που δεν είχε την ίδια αίσθηση περί Ελευθερίας μέχρι και τον Λεβιάθαν το μόνο που φανερώνεται είναι ότι γνώση και εξουσία τις πιο πολλές φορές είναι συνώνυμα.
Με αυτόν τον τρόπο η αναζήτηση της αλήθειας ισοδυναμεί με τον καλύτερο τρόπο στην διακυβέρνηση των υπηκόων .Η αλήθεια δεν αργεί να μεταστραφεί στο αντίθετο της. Μέσα στις κοινωνικές σχέσεις ,αναδύεται ως φαινομενικότητα .Το ψέμα, η «προέκταση του πραγματικότητας στη φαντασία » γίνεται εργαλείο χειραγώγησης. Αυτός τρόπος οργάνωσης είναι αποτέλεσμα του ίδιου του διαφωτισμού. Ο ίδιος χρησιμοποίησε τον Λόγο για να διαλύσει τα φαντάσματα της δεισιδαιμονίας ,του μύθου και της μαγείας μέσα από την ανάδυση και της αστικής τάξης . Ως ένα βαθμό τα κατάφερε αλλά μόνο όσο λειτουργούσε σαν άρνηση. Μόλις η αστική τάξη πήρε την εξουσία, ο διαφωτισμός μετατράπηκε σε θετικό και εκπλήρωσε όλες τις δυνατότητες του. Δεν άργησε να μετατραπεί σε δικαιολόγηση της γενικευμένης αδικίας. Καθώς νέες παραγωγικές σχέσεις αναδυόντουσαν χρειαζόταν και νέα μέσα υποστήριξης της εκμετάλλευσης που ενυπήρχε μέσα σε αυτές. Ο Διαφωτισμός ήδη ήταν μύθος.
Ο σκοπός έπρεπε να αναιρεθεί χάρη του μέσου. Απόρροια της νέας αντίληψης που γέννησε ο βιομηχανικός πολιτισμός.
Πλέον, σημασία έχει η ανάπτυξη δίχως όρια και σκοπό. Τα πάντα θεωρούνται εργαλεία για την επίτευξη της. Ο Λόγος εργαλοποιειται, οι έννοιες χάνουν τη σημασία τους καθώς το εμπόρευμα προελαύνει και δεν αφήνει τίποτα στο διάβα του.
Το κόστος της άμετρης ανάπτυξης ως έννοιας αλλά και συνολικά του καπιταλιστικού αντιλαμβανεσθαι ήταν η τιμολόγηση σε κάθε κοινωνική σχέση.
Το υποκείμενο δε γίνεται μόνο σκλάβος και πράγμα στην εργασία αλλά συνολικά εμπορευματοποιείται σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Το εμπόρευμα έρχεται να μεσολαβήσει σε κάθε πτυχή του κοινωνικού είναι αναπτύσσοντας ένα πλέγμα εξουσίας τόσο περίπλοκο ώστε τo πλέγμα τύφλωσης να κάνει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πραγματικού και φαινομενικού.
Ο σύγχρονος άνθρωπος όχι μόνο έχει γίνει σκλάβος των αντικειμένων που παράγει αλλά το «σύνθετο ψέμα» που έχει κατασκευαστεί για αυτόν τον ανάγκαζε να μέσα στην « απλή του αλήθεια» να νομίζει ότι είναι ελεύθερος.