Η εξέγερση του περασμένου Δεκεμβρίου είναι μια ακολουθία πολλών συγκλονιστικών γεγονότων που εξακολουθεί να μένει ενεργή και να εκτείνεται σε διάφορα πεδία, παρά την πολεμική που δέχτηκε από τους θεσμούς εξουσίας και τα συμφέροντα που συγκροτούν την κυριαρχία. Η πολεμική τακτική που ακολουθήθηκε δεν ήταν κάτι το πρωτότυπο. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις οι επιλογές αντίδρασης του καθεστώτος μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τη φυσική καταστολή και την ιδεολογική καταστολή. Κάθε αντίδραση από την μεριά του υπάρχοντος προς το νέο, περιέχει στοιχεία και από τις δύο αυτές κατηγορίες. Ωστόσο η πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα αλλά και η μακρόχρονη εμπειρία των διαχειριστών του μοντέρνου, καπιταλιστικού κόσμου έχει αναδείξει την ιδιαίτερη χρησιμότητα της ιδεολογικής καταστολής, που συνήθως έπεφτε σε σχετική ανυποληψία από προγενέστερες κυριαρχικές συνθέσεις. Η αντίδραση του ελληνικού κράτους ακολούθησε αυτή την σύγχρονη πεπατημένη οδό.
Η φυσική καταστολή έγινε σχετικά εμφανής και δεν έχει να παρουσιάσει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Η τεράστια εξάπλωση των εξεγερτικών δράσεων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έδωσε ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στην εξέγερση αυτή. Πότε ως τώρα δεν είχαμε τόσο ταυτόχρονα εκτεταμένες στον χώρο εκδηλώσεις πολιτικής ανυπακοής και βίαιης σύγκρουσης στα αστικά κέντρα της επικράτεια του ελληνικού κράτους. Συνήθως οι εξεγέρσεις μένουν στα πλαίσια μιας πόλης αν όχι στα πλαίσια μιας περιοχής της πόλης. Αντίστοιχη επέκταση είχε και σε διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού, κάποιες από αυτές ασύνδετες μεταξύ τους (μαθητές, μετανάστες, πολιτικοποιημένοι νέοι κλπ) κάτι επίσης σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα. Τα γεγονότα αυτά ενέτειναν τη αγωνία στους μηχανισμούς καταστολής για τα χωρικά και χρονικά όρια, αλλά και τα όρια περιεχομένου της εξέγερσης. Η τακτική της αναμονής και συγκράτησης της άμεσης βίαιης καταστολής, αν και για λόγους σκοπιμότητας κατακρατήθηκε από πολλά κέντρα εξουσίας, ήταν μια τακτική που απέδωσε την αποφυγή της δημιουργίας ενός βρόγχου αυτο-ενίσχυσης του φαινομένου που θα οδηγούσε σε περαιτέρω κλιμάκωση πολύ πιο πιθανά από αποδυνάμωση και καταστολή. Σε αυτό συνηγορούν και διάφορα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης που θα αναφερθούν παρακάτω. Η φυσική καταστολή αυξήθηκε σταδιακά και ξεπέρασε τα συνήθη όρια των δημοκρατιών, όταν όμως η δυναμική των συγκρούσεων είχε μειωθεί. Η σύλληψη εκατοντάδων ατόμων η απόδοση βαριών κατηγοριών και η προφυλάκιση πολλών από αυτούς, η χρήση εξαιρετικά μεγάλων ποσοτήτων χημικών όπλων (δακρυγόνα, ασφυξιογόνα κλπ) η φυσική βία και τα βασανιστήρια είναι κάποια από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν.
Τα στάδια της ιδεολογικής καταστολής έχουν περισσότερο ενδιαφέρον και γίνονται αντιληπτά κυρίως από την στάση των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η αρχική άρνηση/απόκρυψη των γεγονότων δεν μπόρεσε να διαρκέσει και γρήγορα κατέρρευσε. Κατάφεραν μόνο να αποκρύψουν λίγο το μεγάλο εύρος εξάπλωσης. Το επόμενο στάδιο ήταν η σύγχυση και το ψέμα (καίγεται η εθνική βιβλιοθήκη, καίγεται το κτήριο Κωστής Παλαμάς κλπ) και ο γνωστός τηλεοπτικός και όχι μόνο σαχλαμαρισμός. Της πρώτες μέρες της εξέγερσης ήταν εντελώς αδύνατο να στήσουν έναν λογικοφανή μύθο. Τελικά στηρίχθηκαν στις κλάψες των εμπόρων για την πτώση της κατανάλωσης, αλλά και στο ημιθανές πνεύμα των χριστουγέννων. Τέλος η άρνηση/απόκρυψη επανήλθε με επιτηδευμένη και καλά οργανωμένη πια αποσιώπηση κάθε δράσης που αναπτύχθηκε σαν προέκταση του δεκέμβρη, όπως οι καταλήψεις δημαρχείων, δημόσιων χώρων, τις πορείες, τις εκδηλώσεις κλπ σε πολλές περιοχές, με πολλές μορφές (π.χ. Η κατάληψη της λυρικής, οι δράσεις για το πάρκο στην Πατησίων) και με πολλούς ανθρώπους. Σήμερα ζούμε τις μέρες που τα αποτελέσματα της εξέγερσης αποκτούν κοινωνική και πολιτική οντότητα. Τώρα γίνονται οι διεργασίες που πιθανά θα γεννήσουν κάτι νέο. Τίποτα δεν τελείωσε ακόμα, και δε θα τελειώσει όσο και αν σκληραίνει η καταστολή, όσο και αν το αρνούνται το κράτος και οι νοικοκυραίοι του. Και ποιος θα μπορούσε να πει ότι τελείωσε όταν μπροστά μας προβάλει η αποτυχία του καπιταλισμού με την μορφή της κρίσης του.