Η προκήρυξη στάλθηκε και δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα “Το Ποντίκι” στις 12.03.2009
Προτού εξηγήσουμε γιατί στόχος μας ήταν η Citibank και ποιος ο ρόλος της στο διεθνές χρηματοπιστωτικό στερέωμα, θ’ αναφερθούμε σε κάποια πράγματα σχετικά με τις συνθήκες της ενέργειας, η οποία προκάλεσε αρκετό ντόρο, γιατί όντως ήταν μια απόπειρα που γίνεται για πρώτη φορά με στόχο την καταστροφή υποδομών για την οποία είναι απαραίτητη μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών. Η συντριπτική πλειοψηφία των πληρωμένων κονδυλοφόρων της εξουσίας, δηλαδή των δημοσιογράφων, των οποίων το ψέμα είναι το επάγγελμά τους, προέβησαν σε μια γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα, μιλώντας για τυφλό χτύπημα που αν είχε εκραγεί ο μηχανισμός θα υπήρχαν δεκάδες νεκροί, συγκρίνοντας την ενέργεια μας με επιθέσεις της Αλ Κάιντα. Όμως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Καταρχήν όσον αφορά το είδος της εκρηκτικής ύλης η πετρελαιοαμμωνίτιδα είναι η λιγότερη ισχυρή εκρηκτική ύλη και αντιστοιχεί στο 60% της ισχύος των ισχυρών εκρηκτικών υλών. Η επιλογή να επιτεθούμε στη συγκεκριμένη εταιρεία με τον συγκεκριμένο τρόπο, έγινε με βάση τα συνολικά χαρακτηριστικά του κτιρίου και της ευρύτερης περιοχής. Γύρω από το κτίριο της Citibank δεν υπάρχουν καθόλου σπίτια ούτε, φυσικά, από την μπροστινή πλευρά του κτιρίου επί της οδού Αχαΐας, δηλαδή, εκεί που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο αυτοκίνητο. Απέναντι από την κεντρική είσοδο υπάρχει μια υπό ανέγερση οικοδομή και δίπλα υπάρχει ένα κτίριο, που είναι επίσης μισοτελειωμένο και προορίζεται για γραφεία. Από την πλευρά της οδού Τροιζηνίας δεν υπάρχουν καθόλου σπίτια παρά μόνο επιχειρήσεις και γραφεία, που φυσικά, την ώρα εκείνη ήταν άδεια και εκτός λειτουργίας. Σπίτια λοιπόν δεν υπάρχουν όχι μόνο στο τετράγωνο που βρίσκεται η Citibank- εξ άλλου η συγκεκριμένη εταιρεία από μόνη της ένα ολόκληρο τετράγωνο-, αλλά ούτε και στα διπλανά τετράγωνα και φυσικά όχι από την πλευρά που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο αυτοκίνητο. Η απέναντι οικοδομή έκοβε και το πεδίο προς τη εθνική οδό Αθηνών- Λαμίας ενώ ο παράδρομος της εθνικής, δεν έχει καθόλου σπίτια παρά μόνο εταιρείες. Ρισκάραμε αρκετά με την απόφασή μας να εισέλθουμε στον εσωτερικό περίβολο της τράπεζας διαρρηγνύοντας την εξωτερική είσοδο, γιατί με αυτό τον τρόπο θα μεγιστοποιούσαμε τις ζημιές για το συγκεκριμένο κτίριο που θ’ απορροφούσε όλη την έκρηξη. Οι υστερικές δηλώσεις ότι πολλά από τα γύρω κτίρια θα καταστρέφονταν ήταν σκόπιμες για να σπείρουν τον πανικό.
Παρά το γεγονός ότι ο φύλακας-security της τράπεζας μας αντιλήφθηκε αμέσως, κατάλαβε ότι η εταιρεία γινόταν στόχος επίθεσης και ήταν φυσικό ότι θα ειδοποιούσε αμέσως την αστυνομία, εμείς πήραμε προειδοποιητικό τηλεφώνημα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Ο μηχανισμός ήταν προγραμματισμένος να εκραγεί σε μια ώρα από τη στιγμή της τοποθέτησης. Η τοποθέτηση έγινε γύρω στις 4 και η έκρηξη προγραμματίστηκε στις 5 όπως διαπιστώθηκε και από το ΤΕΕΜ, αφού το ένα από τα δύο ρολόγια βρέθηκε άθικτο. Στο τηλεφώνημα μας στα ΝΕΑ είπαμε ότι το παγιδευμένο αυτοκίνητο έχει 125 κιλά εκρηκτικά, για να εκκενωθεί σε μεγάλη ακτίνα η περιοχή. Το γεγονός ότι υπήρξε πλήρης σιωπή γύρω από το προειδοποιητικό τηλεφώνημα στα ΝΕΑ εξηγείται με τρεις τρόπους. Πρώτον, ο άνθρωπος στο τηλεφωνικό κέντρο της εφημερίδας δεν ειδοποίησε για το τηλεφώνημα, όπως έπρεπε να κάνει. Αν ισχύει αυτό, τότε μιλάμε είτε για εγκληματική ολιγωρία του συγκεκριμένου υπαλλήλου είτε για επιλογή της εφημερίδας, που ανατρέπει τη μέχρι σήμερα στάση των δημοσιογράφων στα τηλεφωνήματα προειδοποίησης. Το γεγονός ότι στην τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στα γραφεία της Shell είχαμε τηλεφωνήσει στην Ελευθεροτυπία και ο άνθρωπος στο τηλεφωνικό κέντρο το έκλεινε, μας είχε οδηγήσει τότε στην απόφαση να πάρουμε στην αστυνομία. Και τα δύο αυτά περιστατικά είναι πολύ ανησυχητικά για την στάση των εφημερίδων και εύλογα μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν η τακτική των εφημερίδων και των καναλιών είναι τέτοια από ‘δω και πέρα που επιδιώκουν θύματα, με στόχο τη δυσφήμηση του αγώνα και τη λήψη έκτακτων αστυνομικών μέτρων. Το τηλεφώνημα έγινε γύρω στις 4.10 και μπορεί να διαπιστωθεί, πολύ εύκολα, αφού αποθηκεύονται τα τηλεφωνήματα από όλες τις εταιρείες.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι ότι ενημερώθηκε η αστυνομία καθώς και η εφημερίδα από τον υπάλληλο. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για συντονισμένη παραπληροφόρηση από τα ΝΕΑ και τον κατασταλτικό μηχανισμό αλλά και από την κυβέρνηση για τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας στους πολίτες. Αν ισχύουν τα δύο προαναφερθέντα σενάρια-γεγονός που απευχόμαστε και που θα πρέπει να διαψευστεί δημοσίως από τις συγκεκριμένες εφημερίδες-, τότε θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι μπαίνουμε σε μια νέα και άκρως επικίνδυνη εποχή, όπου κατασταλτικοί κρατικοί μηχανισμοί και ΜΜΕ συνεργάζονται για τη διαμόρφωση κλίματος κοινωνικής ανασφάλειας, με στόχο όχι μόνο τη δυσφήμιση του αγώνα, αλλά και την διαμόρφωση ενός συναινετικού κλίματος για την εφαρμογή πολιτικών ολοκληρωτικού ελέγχου εις βάρος όλης της κοινωνίας. Ένα τρίτο, λίγο παράδοξο είναι αλήθεια, ενδεχόμενο είναι ο υπάλληλος των ΝΕΩΝ να ενημέρωσε την αστυνομία και να μην ενημέρωσε την εφημερίδα.
Γι αυτό και στην Citibank της οδού Λαυρίου δεν βάλαμε ωρολογιακό μηχανισμό αλλά χρησιμοποιήσαμε καλώδιο, έτσι ώστε να είμαστε παρόντες κατά την έκρηξη και να ελέγχουμε την περιοχή για τυχόν περαστικούς. Επειδή όμως σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να πραγματοποιούμε ενέργειες με ωρολογιακούς μηχανισμούς και να προειδοποιούμε γι αυτές σε ΜΜΕ, προκειμένου να εκτελούνται με ασφαλή τρόπο, δηλώνουμε πως αν υπάρχει οποιαδήποτε κωλυσιεργία στην γνωστοποίηση προειδοποιητικών τηλεφωνημάτων και στις εκκενώσεις κτιρίων και περιοχών, με αποτέλεσμα ν απειληθεί η ασφάλεια των πολιτών, αποκλειστικά υπεύθυνοι θα είναι η αστυνομία και το δημοσιογραφικό μέσο που θα έχει λάβει το τηλεφώνημα. Και επειδή εμείς δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιήσουμε χτύπημα χωρίς να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για την ασφάλεια πολιτών, δηλώνουμε πως αν αυτό δεν τηρηθεί από τους υπεύθυνους θ αντιδράσουμε αναλόγως. Μέσα από την προπαγάνδα τους οι δημοσιογράφοι, όπως έλεγε και ο Όργουελ στο 1984, προβάλουν το ψέμα για αλήθεια, το άσπρο μαύρο και την σκλαβιά για ελευθερία. Προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η ενέργειά μας αυτή δεν στρεφόταν εναντίον του συστήματος αλά εναντίον της κοινωνίας. Σύμφωνα με την καθεστωτική προπαγάνδα που παρουσιάζουν, τα δύο εκατομμύρια των πολιτών που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, οι άνθρωποι που τους κατάσχεται το σπίτι από τις τράπεζες, οι χιλιάδες άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι και οι συνταξιούχοι, οι μαθητές και η νεολαία, θα πλήττονταν αν ανατινάζαμε τα γραφεία της Citibank, προφανώς γιατί τα συμφέροντά τους ταυτίζονται. Αυτό μας λένε οι δημοσιογράφοι!
Εδώ και πολύ καιρό προβάλλεται το κατευθυνόμενο από τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και το ΠΑΣΟΚ ιδεολόγημα, το οποίο αναπαράγεται και εμπλουτίζεται από δημοσιογράφους πολιτικούς αναλυτές και «διανοούμενους», ότι ο Ε.Α. διαφέρει από την 17Ν και τον ΕΛΑ, οργανώσεις που προβάλλονται- κατόπιν αδρανοποίησής τους βέβαια- πως «είχαν πιο συγκεκριμένους στόχους και διατηρούσαν κάποια ιδεολογική επίφαση ενώ, αντιθέτως, η νέα γενιά επιχειρεί τυφλά χτυπήματα με στόχο μαζικούς θανάτους και δεν έχει κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο». Δεν είναι βέβαια σύμπτωση ότι πολλοί από αυτούς που αναπαράγουν αυτό το τερατώδες ψέμα, είναι ακριβώς οι ίδιοι που παλαιότερα ισχυρίζονταν στα τηλεοπτικά παράθυρα για την τότε εν ενεργεία 17 Νοέμβρη (αυτή η προπαγάνδα βρήκε την αποκορύφωσή της την περίοδο των συλλήψεων), ότι πρόκειται για «εταιρεία στυγνών εγκληματιών και δολοφόνων χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο», ενώ τώρα, οι ίδιοι άνθρωποι συγκρινόμενοι μ’ εμάς, παρουσιάζονται ως «πρόβατα» και «αγγελάκια».
Το ψέμα των εξουσιαστών και των δημοσιογράφων δεν έχει όρια. Αυτό είναι μέρος μας πάγιας προπαγάνδας της εξουσίας και των φερέφωνών τους, όπου ανέκαθεν οι επαναστάτες και οι αντίπαλοι του καθεστώτος παρουσιάζονταν ως αντικοινωνικοί εγκληματίες. Σε πολλές από τις ενέργειές μας, και χωρίς αυτό να στηρίζεται πουθενά, ειπώθηκε ότι επιθυμούσαμε μαζικούς θανάτους πολιτών, με πιο χαρακτηριστική την επίθεσή μας με βόμβα στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών στο Σύνταγμα τον Δεκέμβριο του 2005. Τότε, παρά το γεγονός ότι είχαμε προειδοποιήσει δύο φορές, η αστυνομία στάθηκε ανίκανη να προσδιορίσει το σημείο που είχε τοποθετηθεί το παγιδευμένο μηχανάκι και η βόμβα εξερράγη χωρίς να έχουνε αποκλείσει τον χώρο, με αποτέλεσμα τότε να τραυματιστούν, ευτυχώς ελαφρά, δύο άνθρωποι. Και τότε αρχικά, ισχυρίστηκαν ότι προσπαθήσαμε να ξεγελάσουμε την αστυνομία και ότι αδιαφορούσαμε για τυχόν θύματα. Όπως και τότε έτσι και τώρα θα επαναλάβουμε ότι οι στόχοι του «Επαναστατικού Αγώνα» έχουν και θα έχουν κοινωνικό και ταξικό κριτήριο, είτε πρόκειται για υλικούς στόχους είτε για ανθρώπινους, οι οποίοι επικεντρώνονται στην πολιτική και οικονομική ελίτ, τους μηχανισμούς του Κεφαλαίου και του Κράτους, την αστυνομία που τους περιφρουρεί και όχι τους απλούς πολίτες.
Ενώ, από τη μία, η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ κατηγορούνε εμάς για απόπειρες πρόκλησης θανάτων πολιτών, επιχειρώντας με τα καθεστωτικά κόμματα την διαμόρφωση κλίματος κοινωνικής ανασφάλειας, από την άλλη θάβουν το γεγονός της δολοφονικής επίθεσης με χειροβομβίδα ενάντια στο στέκι των Μεταναστών στα Εξάρχεια, γεγονός που δείχνει ότι, εκτός από την κρατική βία, την οποία αδιαμφισβήτητα αποδέχονται, συναινούν μέσω της προκλητικής και ύποπτης ανοχής που επιδεικνύουν και στην παρακρατική βία. Τέτοιου είδους επιθέσεις εμείς πιστεύουμε ότι θα υπάρξουν και άλλες, αφού το κράτος, λόγω της κρίσιμης αυτής περιόδου, έχει εδώ και πολλούς μήνες προσφύγει στις παρακρατικές εφεδρείες του (φασιστοειδή-φασιστόμπατσους).
Καθώς εισερχόμαστε όλο και πιο βαθιά στη δίνη της διεθνούς οικονομικής κρίσης, γίνεται όλο και πιο σαφές πως ο καπιταλισμός και η οικονομία της αγοράς, όχι μόνο είναι σύστημα που προωθεί την κατάφωρη αδικία και αναπνέει χάρη στην ανελέητη εκμετάλλευση, αλλά είναι ένα κοινωνικό καρκίνωμα, που επιβιώνει χάρη στον παρασιτισμό του εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σήμερα που ο καπιταλισμός παραπαίει και η εμπιστοσύνη στις αγορές και στην λειτουργία τους είναι ανύπαρκτη, το χρηματοοικονομικό σύστημα έφτασε στο χείλος του γκρεμού, χωρίς να έχει ακόμα διασφαλίσει αν και με ποιους όρους θα επιβιώσει.
Η σωτηρία του συστήματος προϋποθέτει πως νέες σκληρότερες θυσίες θα γίνουν από μεριάς των εκμεταλλευόμενων. Αυτές τις νέες και περισσότερο σκληρές από κάθε άλλη φορά πολιτικές λιτότητας θα επιβάλλουν τα κράτη και οι κυβερνήσεις, φροντίζοντας παράλληλα να έχουν έτοιμα σχέδια σκληρής καταστολής σε περιπτώσεις έντονων κοινωνικών αντιδράσεων και εξεγέρσεων. Ήδη μια σειρά από εξεγέρσεις έχουν λάβει χώρα σε πολλές περιοχές του πλανήτη λόγω της κρίσης. Η αρχή έγινε την περίοδο όπου η αβεβαιότητα στην αγορά των ακινήτων και των μετοχών, οδήγησε πολλούς επιτήδειους ραντιέρηδες να ποντάρουν στα χρηματιστήρια τροφίμων, επιχειρώντας μέσα από αυτά να βγάλουν τα μέγιστα δυνατά κέρδη. Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει μια αλόγιστη κούρσα ανόδου των τιμών σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης και πριν η αναμενόμενη οικονομική ύφεση φέρει μια μη αναστρέψιμη πτώση των τιμών στα τρόφιμα.
Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 2008 σημαδεύτηκαν από μια σειρά εξεγέρσεων για το σιτάρι, το ρύζι, το καλαμπόκι, αφού η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία πολλαπλασίασε τις τιμές μέσα σε λίγους μήνες και οδήγησε σε λιμοκτονία εκατομμύρια ανθρώπους στις πιο φτωχές περιοχές του πλανήτη. Στην Αϊτή οι βίαιες διαδηλώσεις των πεινασμένων (80% ζει κάτω από το όριο της φτώχειας) εξελίχθηκαν σε ένοπλη εξέγερση. Εξεγέρσεις έγιναν και στην Αίγυπτο, την Ινδονησία, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, το Μεξικό. Καθώς προχωρά η κρίση μια σειρά από χώρες, πολλές εκ των οποίων κάποτε αποτελούσαν τα νέα «θαύματα» του καπιταλισμού καταρρέουν η μια μετά την άλλη. Η Ισλανδία, η Ιρλανδία (μέχρι πρότινος κέλτικη τίγρης), η Ουγγαρία αποτέλεσαν την αρχή των κρατικών χρεοκοπιών ενώ οι κοινωνικές ταραχές συγκλονίζουν ήδη χώρες της λεγόμενης νέας Ευρώπης όπως η Λιθουανία, η Λεττονία, η Βουλγαρία, όπου εκδηλώνονται βίαιες κοινωνικές αντιδράσεις ενάντια στις κυβερνήσεις των χωρών αυτών και τις πολιτικές λιτότητας που θέλουν να επιβάλλουν κατ’ εντολή του ΔΝΤ και της υπερεθνικής οικονομικής εξουσίας. Έχει προηγηθεί η εξέγερση του Δεκέμβρη στην Ελλάδα.
Όλες αυτές οι κοινωνικές αυτές εκρήξεις είναι μόνο η αρχή.
Όταν πολλοί πιστεύανε ότι η ελληνική οικονομία είναι ισχυρή, εμείς στην προκήρυξή μας για την επίθεση στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών τον Δεκέμβρη του 2005 λέγαμε ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξεσπάσει παγκόσμια οικονομική κρίση και να πληγεί και η χώρα:
«Η ανάγκη εισαγωγής ρυθμιστικών παραμέτρων στην διεθνοποιημένη αγορά επισημαίνεται από αυτούς τους οικονομικούς “παίκτες” και το τμήμα αυτό της πολιτικής ελίτ που αντιλαμβάνεται πως η αστάθεια, ως χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρούς κλυδωνισμούς το καπιταλιστικό σύστημα, να γεννήσει κρίσεις μη αναστρέψιμες. Αυτές οι επισημάνσεις ξεκίνησαν μετά την οικονομική κρίση του ’98 που απέδειξε πως οι “ασιατικές τίγρεις” ήταν απλώς χάρτινες. Μια κρίση, που ξεκινώντας από την νοτιοανατολική Ασία εξαπλώθηκε σε πολλές χώρες, πλήττοντας με ιδιαίτερη ένταση οικονομίες της ημιπεριφέρειας και της περιφέρειας του καπιταλιστικού συστήματος και που η διεθνής επέκταση και η σφοδρότητά της αιφνιδίασε πολλούς από τους παράγοντες της αγοράς.
Ο φόβος για μια νέα, ακόμη μεγαλύτερης έντασης και έκτασης κρίση που ενδεχομένως να πλήξει το φαινομενικά αλώβητο καπιταλιστικό κέντρο, είναι ο κύριος λόγος που οι προαναφερόμενοι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες διερευνούν την εισαγωγή ρυθμίσεων που θα λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλείδες για την αγορά, και θα επιτρέπουν την συνέχιση της πορείας προς την παγκοσμιοποίηση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά την Ελλάδα, η ίδια η ιστορία έχει ήδη αναδείξει πόσο φαιδρά είναι τα φληναφήματα της πολιτικής εξουσίας περί ισχυροποίησης της ελληνικής οικονομίας ύστερα από την είσοδό της στην Ε.Ε., στην ζώνη του ευρώ και το άνοιγμα στις διεθνείς αγορές. Τα τελευταία απομεινάρια μιας ήδη αποσαρθρωμένης παραγωγικής δομής σαρώνονται από τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, καμιά προοπτική για την δημιουργία νέων παραγωγικών δομών δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα -εκτός και αν καταφέρουμε να ανταγωνιστούμε την Κίνα σε μισθούς, όπως προτρέπουν οι ευρωπαίοι επιχειρηματίες-, η πλασματική ευημερία που για χρόνια βασίστηκε στην κατανάλωση με δανεικά λαμβάνει τέλος, και το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να χρεώνει τις επόμενες γενιές με το υπέρογκο δημόσιο χρέος που κάθε χρόνο αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς, λόγω των υψηλών επιτοκίων με τα οποία οι κυβερνήσεις προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να συνεχίσουν να δανείζονται.
Κατά την άποψή μας η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή θέση και δεν σεβόμαστε την άποψη που λέει πως η συμμετοχή στην ζώνη του ευρώ καθιστά δεδομένη την αποφυγή σοβαρών κρίσεων. Τα δομικά προβλήματα της “εθνικής” οικονομίας σε συνδυασμό με την τάση του συστήματος προς την ανισορροπία, δημιουργούν ένα καλό συνδυασμό για μια επικείμενη οικονομική κρίση, η οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από ποιους γεωγραφικούς παράλληλους θα ξεκινήσει».
Αναζητώντας τους κύριους υπαίτιους της σημερινής μεγάλης κρίσης, δεν μπορούμε παρά να στραφούμε καταρχήν στην οικονομική ελίτ και τις κύριες πολυεθνικές επιχειρήσεις που την αντιπροσωπεύουν, με πρώτους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ένας τέτοιος είναι και η Citigroup – της οποίας τμήμα είναι η Citibank-, ένας διεθνής όμιλος με πολλές θυγατρικές εταιρείες και συμμετοχή σε αμέτρητες επιχειρήσεις παγκοσμίως.
Στην Ελλάδα η δραστηριότητά της ξεκίνησε την δεκαετία του ’60, δεκαετία της έκρηξης των πολυεθνικών και της υψηλής διεθνούς ρευστότητας. Η δράση της ευνοήθηκε από τα ανοίγματα της χώρας εκείνη την περίοδο στο διεθνές κεφάλαιο και την πορεία διεθνοποίησης της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια που επέβαλε η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ. Σταδιακά εξελίχθηκε στον πιο προνομιακό συνεργάτη του ελληνικού κράτους σε διάφορα οικονομικά αλλά με σοβαρές προεκτάσεις ζητήματα, μεταξύ των οποίων την αναδοχή στην έκδοση ελληνικών ομολόγων με προνομιακά για την Citibank κέρδη. Το ελληνικό κράτος την ξεπλήρωσε και με άλλους τρόπους πλην το ρευστό, τρόπους όπως η προσφορά προνομιακών θέσεων στην λειτουργία δημοσίων οργανισμών, για τους οποίους η Citibank κατά καιρούς δημοσίευε στην αγορά ευνοϊκές εκθέσεις για να ανεβάσει τις μετοχές τους, με το αζημίωτο φυσικά.
Επί κυβερνήσεως Σημίτη αξιοποίησε την σχεδιασμένη για να εξυπηρετήσει το υπερεθνικό κεφάλαιο υποτίμηση της δραχμής, εισέβαλε μαζί με άλλους μεγάλους επενδυτές στο χρηματιστήριο, συμβάλλοντας στην χρηματιστηριακή έκρηξη του ’99 και πρωτοστάτησε στη λεηλασία των τεράστιων ποσών αποταμίευσης που είχαν εισρεύσει τότε στο χρηματιστήριο. Μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου επανήλθε μαζί με άλλους υπερεθνικούς χρηματοοικονομικούς ομίλους και εξαγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί μεγάλο μέρος των μετοχών των ελληνικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να περάσει στον έλεγχο του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου το σύνολο σχεδόν της ελληνικής οικονομίας. Και καθώς μέσω της ελληνικής αγοράς ελέγχει μεγάλο τμήμα της ευρύτερης περιοχής στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, η διοίκηση της τράπεζας στην Ελλάδα είναι υπεύθυνη για την εφαρμογής της πολιτικής της μητρικής Citigroup σε ένα μεγάλο φάσμα γειτονικών χωρών.
Επίσης, υπήρξε ο κύριος σύμβουλος του ελληνικού κράτους για τις ιδιωτικοποιήσεις και πρωτοστάτησε σε ό,τι αφορούσε την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην χώρα για την ιδιωτικοποίηση τομέων του δημοσίου, την υφαρπαγή από το μεγάλο κεφάλαιο μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας και του κοινωνικού πλούτου. Η εν λόγω τράπεζα, εκτός από τα κέρδη που αποκομίζει από το εμπόριο των ελληνικών ομολόγων και την αγορά του χρέους, έχει ήδη αποσπάσει τεράστια κέρδη και από τα δάνεια στα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία και στραγγαλίζουν συστηματικά τα τελευταία χρόνια όλες οι τράπεζες. Πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπου συμμετέχουν μερικές από τις σημαντικότερες οικογένειες της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ και κυρίως των ΗΠΑ. Τα συμφέροντα της Citibank είναι τα συμφέροντα κάποιων από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο οργανισμοί σαν αυτόν ή π.χ. την J.P. Morgan ή την Deutche Bank να αφεθούν στην τύχη τους και να καταρρεύσουν, χωρίς να έχει κάνει το κράτος ό,τι είναι δυνατό για να τον κρατήσει ζωντανό. Η παροχή εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, δολαρίων και γεν στα υπερτραφή πολυεθνικά τοκογλυφικά εκτρώματα, συνιστά μια πρωτοφανή στην ιστορία του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος μεταφορά πλούτου από την κοινωνική βάση προς την οικονομική ελίτ, που έπραξαν οι κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες μέσα σε λίγους μήνες. Η κρίση αποκάλυψε πως τα οικονομικά μεγέθη αυτών των οργανισμών ήταν τελικά «φούσκες», «κολοσσοί» όπως η Citigroup βρίσκονται υπό κατάρρευση και περνούν υπό την κρατική σκέπη για να «εξυγιανθούν» – με τα χρήματα πάντα των φορολογουμένων – για να ξαναμπούν αργότερα ξανά στο παιχνίδι της αγοράς. Είναι βέβαιο πως τεράστιες ποσότητες ρευστού θα συνεχίσουν να εισρέουν στα ταμεία των τραπεζών για να καλύψουν τα ανυπολόγιστα χρέη τους ενώ η απορρόφηση από τα κράτη των χρεών και η δημιουργία «κακών τραπεζών» όπου θα πετούν οι τράπεζες τα μη κερδοφόρα επενδυτικά τους «απόβλητα», είναι τα επιπλέον μέτρα για τη διάσωση των κερδών των μεγαλομετόχων, με υποθήκη την ζωή και την επιβίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Μπορεί σήμερα να κριτικάρουν δημοσίως οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ τις διοικήσεις των τραπεζών για την κακή διαχείριση και την απληστία των μεγαλοστελεχών, όμως στην πραγματικότητα επικροτούσαν με λόγια και με έργα αυτήν την επιθετική πολιτική που υιοθετούσαν οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι για δεκαετίες, πολιτική που κινούσε η απληστία για περισσότερα κέρδη. Όμως κανείς δεν ξεχνά πως η απληστία είναι ο πυρήνας των σχέσεων στην οικονομία της αγοράς. Είναι η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού, είναι η φλόγα που πυροδοτεί τον ανταγωνισμό, φέρνει κέρδη στο κεφάλαιο, ωθεί την ανάπτυξη του συστήματος. Καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων αποτελούσε ανέκαθεν την ατμομηχανή της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η απληστία είναι και θα είναι ο απαραίτητος τροφοδότης της κίνησης του οικονομικού συστήματος. Και καθώς σήμερα τα κεφάλαια που ανταγωνίζονται μεταξύ τους είναι όλο και μεγαλύτερα, είναι λογικό να παίρνει τεράστιες διαστάσεις η κερδοσκοπία – κυρίως αυτή που στηρίζεται σε δανεικά – και οι «φούσκες» των κάθε είδους χρεών να διογκώνονται όλο και περισσότερο.
Η απληστία είναι, εν τέλει, η πρώτη αξία του καπιταλισμού, αυτή που σφραγίζει τον πλήρη αμοραλισμό του συστήματος, που θεοποιεί το χρήμα, την δύναμη και την εξουσία, που εχθρεύεται κάθε έννοια αλληλεγγύης, που περιφρονεί την αξία της ανθρώπινης ζωής καθώς για το σύστημα αξία έχει μόνο ό,τι παράγει κέρδος. Γι’ αυτούς που βρίσκονται στην ηγεσία του οικονομικού συστήματος, αξία δεν έχει κανένας άνθρωπος, καμία κοινωνική σχέση που βρίσκεται έξω από την κλίκα των κοινών οικονομικών συμφερόντων και των σχέσεων που αυτά τα συμφέροντα αναπτύσσουν. Η αδιαφορία τους για τον κόσμο είναι τέτοια που μπορούν χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς να ωθούν ολόκληρους λαούς στην λιμοκτονία, στην εξαθλίωση και στον θάνατο. Αν ρωτούσαμε οποιονδήποτε από τους λεγόμενους traders που διαχειρίζονται καθημερινά δισεκατομμύρια ή έστω έναν χρηματιστή ή οποιονδήποτε επενδύτη για το αν έχει καθόλου ενοχές για το γεγονός ότι μια τοποθέτηση του πχ στην άνοδο της τιμής των σιτηρών, οδήγησε στον θάνατο από πείσμα πολλούς ανθρώπους και όξυνε το πρόβλημα της σίτισης για εκατομμύρια, απαντούσατε σίγουρα πως όχι. Γι’ αυτό το είδος των ανθρώπων, η δύναμη της θέσης τους τοyς προκαλεί μέθη και όχι ενοχές. Είναι γνωστό εξ’ άλλου, ότι σε περιόδους μεγάλων κερδών ένοιωθαν και δήλωναν «οι άρχοντες του σύμπαντος». Μπορεί σε μια κοινωνία αλλοτριωμένη από τον αμοραλισμό και την πλήρη εξατομίκευση που προωθεί η πολιτική και οικονομική εξουσία, ν’ αναγνωρίζονται ως αξιοσέβαστοι και επιτυχημένοι αυτοί οι άνθρωποι λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας, όμως δεν θα πάψουν να είναι στυγνοί εγκληματίες που πλουτίζουν με το αίμα αδύναμων κοινωνικά ανθρώπων. Η μόνη τους ανησυχία είναι αν θα έχουν «πάρει σωστές θέσεις», αν απειλούνται τα μπόνους τους, αν θ’αυξήσουν την περιουσία τους. Δεν έχει καμία σημασία τι εμπορεύονται. Αν είναι στεγαστικά δάνεια, χρέη χωρών, πετρέλαιο, ή ξηροί καρποί. Σημασία έχει η μεγιστοποίηση της κερδοφόρας απόδοσης. Και «είναι μέσα στο παιχνίδι» οι υψηλές αποδώσεις να κερδίζονται ακόμα και με μαζικές δολοφονίες.
Σήμερα, η ελληνική κυβέρνηση γονυπετής παρακαλάει τους «αξιοσέβαστους» επενδυτές ν’αγοράσουν τα ελληνικά ομόλογα και είναι διατεθειμένη να πληρώσει στο ακέραιο το τίμημα που θα της ζητηθεί, δηλαδή ένα υπέρογκο επιτόκιο. Γιατί είναι γνωστό, η Ελλάδα λόγω ελλειμμάτων και χρεών ήταν ένας επενδυτικός προορισμός «αυξημένου ρίσκου» και αυτό το ρίσκο αντανακλάται στο υψηλό επιτόκιο δανεισμού, αφού υποτίθεται, ότι έτσι διασφαλίζεται καλύτερα η θέση του επενδυτή, άσχετα αν οι αυξανόμενες απαιτήσεις για πληρωμές σε δάνεια οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τη χώρα σε χρεοκοπία. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, βρισκόμαστε υπό ένα καθεστώς δουλείας, με υπερεθνικό κεφάλαιο να επιβάλει με τον βούρδουλα του χρέους και των ελλειμμάτων τους πιο απεχθείς όρους φορολόγησης, εργασίας, αμοιβών και συνταξιοδοτήσεων, όρους που καμιά κοινωνία δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανέχεται. Όπως δεν πρέπει να ανέχεται για το συμφέρον των μεγάλων τοκογλύφων, ντόπιων και ξένων, να κόβονται οι δημόσιες δαπάνες, να ξεψυχούν τομείς όπως η δημόσια υγεία, να κλείνουν νοσοκομεία.
Οι εγκληματίες που ηγούνται της διεθνούς χρηματαγοράς ήδη έχουν ξεκινήσει την μεγάλη κερδοσκοπική εφόρμηση στην αγορά του χρέους, καθώς τα στοιχήματα για την κατάρρευση διαφόρων χωρών βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεων της αγοράς ενώ η Citibank έχει αρχίσει μια επιθετική κερδοσκοπική τακτική με τα ελληνικά ομόλογα. Οι αποδώσεις για το κεφάλαιο θα είναι μεγάλες, αλλά σύντομα θα δούμε πολλές χώρες να χρεοκοπούν κάτω από το βάρος του χρέους , της πολιτικής πίεσης για μεγαλύτερη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή, αλλά και της κερδοσκοπίας.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι διατεθειμένη να δεχτεί εν λευκώ κάθε όρο του μεγάλου κεφαλαίου όσο δυσβάσταχτος και αν είναι, να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου και τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες επιταγές που της υποδεικνύει η αγορά και οι πολιτικές συμμαχίες που την υπηρετούν, όπως η Ε.Ε. και να ματώσει την ελληνική κοινωνία προκειμένου ν’ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της. Πιστεύει βέβαια, πως για πολιτικούς λόγους που αφορούν την καθεστωτική σταθερότητα στην χώρα και την ευρύτερη περιοχή, οι αγορές δεν θα την εγκαταλείψουν. Βέβαια, τις ίδιες επιλογές θα έκανε και οποιαδήποτε κυβέρνηση βρισκόταν στην εξουσία. Και όταν λέμε οποιαδήποτε, δεν εννοούμε μόνο το ΠΑΣΟΚ (για το ΛΑΟΣ είναι αυτονόητο) αλλά και τον Συνασπισμό όπως επίσης και το ΚΚΕ. Και αυτό γιατί μια πολιτική απόφαση που θα αφορά την δια παντός άρνηση πληρωμών του χρέους σημαίνει οριστική ρήξη με τις αγορές, γεγονός που είναι φυσικά εκτός των στόχων όλων των κομμάτων.
Η πολιτική βούληση για μια κοινωνία ν’αποτινάξει μια για πάντα τον ζυγό του χρέους από πάνω της, όχι μόνο γιατί δεν τον αντέχει αλλά γιατί δεν τον θέλει, είναι συνυφασμένη με την απόφαση ν’αντιπαρατεθεί με το σύνολο της πολιτικής εξουσίας, με την απόφαση να έρθει σε ρήξη με το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με την απόφαση ν’ανατρέψει το καθεστώς που την κρατάει σκλαβωμένη.
Για όλα τα παραπάνω, ζητάμε ειλικρινά συγνώμη από τον ελληνικό λαό που δεν καταφέραμε να τινάξουμε στον αέρα τα κεντρικά γραφεία της Citibank.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέχει τη μερίδα του λέοντος σε ευθύνες για την σημερινή κατάσταση που ζει ο πλανήτης. Όμως εξίσου συνυπεύθυνες είναι οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες-δηλαδή, τα τσιράκια των υπερεθνικών χρηματοπιστωτικών ομίλων- και οι μεγάλες επιχειρήσεις. Και αυτό γιατί η σημερινή κρίση δεν είναι αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας οικονομικής αρχιτεκτονικής, την οποία διαμόρφωσαν από κοινού όλοι οι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες του συστήματος και η οποία αποτελεί την πιο μαζική δολοφονική επιχείρηση στην ανθρώπινη ιστορία. Γι’αυτό και όχι μόνο δεν μπορεί ν’αφορά τους προλετάριους ανά τον κόσμο η διάσωση του καθεστώτος, όχι μόνο δεν μπορεί ν’ανεχόμαστε να πληρώσουμε για λογαριασμό μιας κρίσης που κράτος και αφεντικά παρουσιάζουν ως μια… καταιγίδα, ένα φυσικό φαινόμενο για το οποίο κανείς δεν ευθύνεται, όχι μόνο δεν έχουμε κανένα λόγο να συμβάλουμε στην γεφύρωση του χάσματος μεταξύ κεφαλαίου-κοινωνίας που δημιούργησε η κρίση, αλλά οφείλουμε να ξεμπερδέψουμε μια για πάντα με όλα τα καθάρματα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, για να απαλλαγεί, επιτέλους, η ανθρωπότητα από αυτούς τους εγκληματίες.
Επειδή αναφερθήκαμε σε οικονομική στρατηγική, οφείλουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Πιστεύουμε πως η σημερινή κρίση ήταν η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής στην ιστορία του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Και αυτό γιατί αφορά την πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση μεγάλου μεγέθους, η οποία διαχέεται σε κάθε φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας και εξαπλώνεται σε όλο τον πλανήτη λόγω της έντονης αλληλεξάρτησης σε συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Επίσης, παρά τις σοβαρές ποιοτικές διαφορές με την κρίση του ’29, είναι πιο σοβαρή από εκείνη, όχι μόνο λόγω της ευρύτητας αλλά και λόγω του γεγονότος ότι το σύστημα εκείνη την περίοδο μπορούσε πιο εύκολα να ελεγχθεί. Στην εποχή μας έχει εδώ και πολλά χρόνια καταστεί παντελώς ανεξέλεγκτο, με διαστάσεις ασύλληπτες και παραμέτρους ακατανόητες και για αυτούς ακόμη τους μεγάλους καπιταλιστές. Γι’ αυτό και ούτε οι ίδιοι, ούτε οι μηχανισμοί των κρατών, των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των κεντρικών τραπεζών μπορούν να κάνουν κάποια σοβαρή εκτίμηση.
Η έναρξη της σημερινής κρίσης μπορεί να άρχισε με την κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ, αλλά δεν βρίσκεται εκεί η αιτία της. Όταν έσκασε η συγκεκριμένη «φούσκα», ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου κρίση στη φερεγγυότητα των τραπεζών και στα χρηματοοικονομικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν και που σε χρυσές εποχές μεγάλων κερδών όλες οι αγορές επαινούσαν και βράβευαν. Καθώς η τιτλοποίηση των επισφαλών δανείων και η μεταπώλησή τους κατάφερε τη διάχυση ενός ανυπολόγιστου χρέους σε μια ατελείωτη σειρά χρηματοοικονομικών παραγόντων (επενδυτικές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικά ταμεία…), η εμπιστοσύνη στις αγορές τέθηκε σε βαριά δοκιμασία και κατέληξε ανύπαρκτη, με τις τράπεζες να ανακαλύπτουν συνεχώς νέες τρύπες χρεών, εταιρείες που τ’ όνομά τους ήταν ταυτισμένο με την ιστορία του καπιταλισμού την τελευταία εκατονταετία να καταρρέουν (π.χ. Lehman Brothers), μεγαλοεπενδυτές ν’ αποσύρουν ό,τι μπορούν να γλιτώσουν από μια πλέον παντελώς αναξιόπιστη αγορά.
Οι εποχές των υψηλών κερδών έλαβαν τέλος και το ρευστό αποσύρεται από την αγορά, φέρνοντας την πιο επικίνδυνη για το σύστημα φάση που χαρακτηρίζεται ως παγίδα ρευστότητας. Το χρήμα υπάρχει αλλά δεν χρησιμοποιείται αφού καμιά επένδυση δεν δείχνει ν’ αποφέρει κέρδη. Και όταν η υπερεθνική ελίτ έχει περάσει χρόνια απολαμβάνοντας τρελά κέρδη, κυρίως μέσα από μεθόδους έμμεσης λεηλασίας όπως η τοκογλυφία και τα χρηματιστήρια, τότε είναι επακόλουθο να κλείνει τις κάνουλες της ρευστότητας περιμένοντας καλύτερες μέρες.
Το ντόμινο καταρρεύσεων σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως που δημιούργησε η κρίση αφορά το γεγονός ότι ξεκίνησε το σκάσιμο της τεράστιας φούσκας αυτής της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό αιτιολογείται από το γεγονός ότι τα μεγάλα οικονομικά μεγέθη και οι ανοδικές τάσεις στην αγορά τις τελευταίες δεκαετίες, όλο και πιο συχνά βασίζονταν στην κυκλοφορία τεραστίων όγκων πλασματικού κεφαλαίου, δημιουργώντας όρους για μια ψεύτικη, ή καλύτερα δανεική ευημερία, που βασιζόταν σε μια «φούσκα» χρεών που διαρκώς μεγάλωνε. Καθώς η «φούσκα» της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης μεγεθυνόταν ανάλογα με την «φούσκα» της αμερικανικής ευημερίας, το σκάσιμο της τελευταίας συμπαρέσυρε εκ θεμελίων το μέχρι χθες κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο που βασιζόταν στις αρχές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Η «φούσκα» της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης άρχισε να διαμορφώνεται πολλά χρόνια πριν, στην περίοδο που για πολλούς σοσιαλδημοκράτες και αριστερούς έχει καταγραφεί ως «χρυσή εποχή». Μιλάμε για την μεταπολεμική περίοδο όπου τα υψηλά κέρδη των επιχειρήσεων συνυπήρχαν με ικανοποιητικούς μισθούς στην εργασία και που ο καπιταλισμός φαινόταν ν’ απολαμβάνει τη μοναδική για εμάς περίοδο σχετικής σταθερότητας για την οποία ευθύνεται ο κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας που είχε επιτευχθεί με καθοριστικό τον ρόλο της αριστεράς. Για όσο διάστημα οι υψηλοί μισθοί δεν απειλούσαν τα ποσοστά του κέρδους και για όσο διάστημα το κεφάλαιο είχε ανάγκη τις εθνικές αγορές για την προώθηση των προϊόντων και των υπηρεσιών του, ο ιδιότυπος κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός ήταν σε ισχύ. Μέσα σε αυτό το διάστημα το κεφάλαιο κατάφερε να επανακάμψει, καθώς το γόητρό του είχε υποστεί σοβαρά πλήγματα ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους και μια μεγάλη κρίση. Ο κοινωνικός και ταξικός συμβιβασμός πλέον άρχισε όχι μόνο να μην είναι απαραίτητος για το κεφάλαιο αλλά και επιζήμιος για τα κέρδη.
Καρπός της μεταπολεμικής συσσώρευσης υπήρξαν οι πολυεθνικές, που άρχισαν να γιγαντώνονται ήδη από την δεκαετία του ’60. Η περίοδος της έκρηξης των πολυεθνικών πολυκλαδικών ομίλων συνοδεύτηκε από μια σειρά εξαγορών και συγχωνεύσεων μέσω της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας. Είναι η πρώτη φορά μεταπολεμικά που ξεκινά μια φρενήρης προσπάθεια άντλησης υπεραξίας μέσω των χρηματιστηρίων, δημιουργώντας την πρώτη «φούσκα» κερδών. Από εκείνη την περίοδο, μαζί με μια σειρά νέων χρηματοοικονομικών κλάδων και εργαλείων (ήταν η εποχή που ξεφύτρωσαν οι πρώτοι «διαχειριστές» κεφαλαίων) άρχισε να διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο άντλησης κερδών μέσω των έμμεσων τρόπων λεηλασίας που προσφέρει η πίστωση. Η πρώτη χρηματιστηριακή έκρηξη όχι μόνο αύξησε γρήγορα τα κέρδη των επιχειρήσεων με την γιγάντωση των πολυεθνικών, αλλά και κατάφερε την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος του κεφαλαίου έναντι της εργασίας.
Αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης εκείνης της περιόδου ήταν να γεμίσει ρευστό η αγορά. Σ’ αυτό συμβάλανε σε πολύ μεγάλο βαθμό και τα τρελά κέρδη από τις πωλήσεις του πετρελαίου. Οι τράπεζες κυρίως των ΗΠΑ, με πρωταγωνιστικό ρόλο της First National City Bank – όπως ήταν η επονομασία εκείνη την περίοδο της Citibank -, ανέλαβαν ν’ ανακυκλώσουν τα πετροδολάρια που είχαν πνίξει την αγορά. Η τεράστια ποσότητα πετροδολαρίων που γέμισε τα ταμεία των αμερικάνικων κυρίως τραπεζών και η έκρηξη των πολυεθνικών, άνοιξαν μια ευρύτερη αγορά, αυτή των ευρωδολαρίων (δολάρια που βρίσκονται εκτός ΗΠΑ, δίνονται εύκολα ως δάνεια και δεν υπόκεινται σε περιορισμούς).
Μέσω αυτής της αγοράς το χρηματιστηριακό κεφάλαιο δημιούργησε την πίεση που χρειαζόταν για να πετύχει την απελευθέρωση της κίνησής του, διαρρηγνύοντας στην πράξη τα όποια εμπόδια μέχρι τότε του είχαν επιβληθεί. Οι κυβερνήσεις αυτό που έκαναν ήταν να επικυρώσουν εκ των υστέρων πολιτικά αυτή την συνθήκη, θεσπίζοντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο που αναγνώριζε και δεχόταν την απαίτηση του κεφαλαίου να κινείται ελεύθερα χωρίς να υπόκειται σε κρατικές παρεμβάσεις, ελέγχους και περιορισμούς. Ήταν η αρχή του τέλους για το μοντέλο του κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά και η αφετηρία της εποχής του νεοφιλελευθερισμού, μια ιστορική μεταβολή που οφείλεται σε πρώτο βαθμό στην οικονομία και την δυναμική του κεφαλαίου και, σίγουρα, δεν ήταν αποτέλεσμα συνομωσίας κάποιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών προσώπων.
Η αγορά ευρωδολαρίων δημιουργήθηκε παράλληλα μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του ’73 και έφερε την μεγάλη έκρηξη του διεθνούς δανεισμού, γεγονός που αποτέλεσε την πραγματική αιτία για την ραγδαία τότε άνοδο του πληθωρισμού. Υπό την πίεση των διεθνών χρηματοοικονομικών οίκων που είχαν γιγαντωθεί μέσα σε αυτήν την περίοδο, τα κράτη αναλάμβαναν να διαφυλάξουν τα κέρδη από τις πληθωριστικές πιέσεις που είχαν αυξηθεί ακόμη περισσότερο μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’79, πραγματοποιώντας τις πρώτες μεγάλες επιθέσεις στον κόσμο της εργασίας. Έκτοτε οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες με πρώτη την FED των ΗΠΑ, υιοθετούν το μονεταριστικό δόγμα του Μίλτον Φρίντμαν που επέβαλε τον έλεγχο της ποσότητας του χρήματος που έπρεπε να κυκλοφορεί. Στόχος η συγκράτηση των μισθών, η μείωση της κατανάλωσης για την χαλιναγώγηση του πληθωρισμού και τη διάσωση των κερδών της πλουτοκρατίας.
Είναι η εποχή που ο νεοφιλελευθερισμός ως εφαρμοσμένη κυβερνητική πολιτική έρχεται να αντιπαρατεθεί με τους εργαζόμενους. Είναι η περίοδος που διαρρηγνύεται οριστικά το προσωρινό συμβόλαιο της ταξικής ειρήνης μεταξύ κεφαλαίου και εργαζομένων, το οποίο πετιέται στο καλάθι των ιστορικών αχρήστων. Είναι η στιγμή που γίνεται παρελθόν η όποια νικηφόρα σύγκρουση διεξαγόταν μέχρι τότε από τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία επιζητούσαν και κατάφερναν σε κάποιο βαθμό την ανακατανομή των κερδών προς όφελος των εργαζομένων. Από τότε που ξεκίνησε η μεγάλη αντεπίθεση του κεφαλαίου εις βάρος της κοινωνίας, τα συνδικάτα αντί να επιχειρήσουν την καθοριστική αναμέτρηση με στόχο την νίκη επί των δυνάμεων του συστήματος, προτίμησαν να συστρατευτούν με τα ρεμφορμιστικά κόμματα της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, που για την προοπτική ανόδου στην εξουσία, πρότασσαν μια ατελείωτη σειρά αμυντικών κινήσεων για την διατήρηση των υπαρχόντων κεκτημένων, κινήσεων που οδηγούσαν τους εργαζομένους όλο και πιο βαθιά σε έναν καταστροφικό συμβιβασμό και σε μια ατελείωτη οπισθοχώρηση, τα αποτελέσματα της οποίας βιώνουμε σήμερα, την εποχή που κυριαρχεί πλήρως ο εργασιακός μεσαίωνας.
Από τη δεκαετία του ’70 μια χούφτα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στην πλειοψηφία τους αμερικάνικα, ελέγχουν την παγκόσμια ροή κεφαλαίων και είτε άμεσα είτε έμμεσα την παγκόσμια αγορά, επιβάλλοντας ένα ωμό μοντέλο συσσώρευσης που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το βίαιο και ληστρικό μοντέλο πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου την περίοδο που ανέτειλε ο καπιταλισμός.
Η υποταγή όλου του πλανήτη στον χρηματοπιστωτικό τομέα έφερε μεταξύ πολλών άλλων εργαλείων λεηλασίας και αρπαγής του κοινωνικού πλούτου (π.χ. επενδύσεις σε μετοχές, επενδυτικές απάτες με τα επενδυτικά σχήματα αυξημένου ρίσκου, τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις μέσω ελέγχου της πίστης και των μετοχών), το εργαλείο της αύξησης του χρέους των χωρών που δεν ανήκουν μόνο στην περιφέρεια του καπιταλισμού αλλά και στο λεγόμενο κέντρο, φέρνοντας τις κοινωνίες στη θέση των δουλοπάροικων και τις τράπεζες σε ρόλο σύγχρονων κονκισταδόρων.
Μέσα στην διάρκεια του ’70 και κάτω από την πίεση της αγοράς ευρωδολαρίων, η συσσωρευμένη ρευστότητα βρήκε διέξοδο στην αγορά του χρέους. Μέσα σε λίγα χρόνια όλη η υποσαχάρια Αφρική και η Λατινική Αμερική δέχτηκαν μεγάλο μέρος αυτής της ρευστότητας με τη μορφή δανείων που αργότερα θα γινόταν η δαμόκλεια σπάθη των ευάλωτων αυτών χωρών. Στο μεγάλο φαγοπότι του διεθνούς χρέους πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι αμερικάνικες τράπεζες, με τη Citibank πρωτεργάτη. Η συγκεκριμένη τράπεζα ήδη από την δεκαετία του ’60, είχε εισάγει την επιθετική πολιτική των τραπεζών για την διεκδίκηση μέρους αυτής της ρευστότητας, βάζοντας τέλος στην περίοδο των «ψυχολογικών τραυμάτων» που είχε αφήσει στις τράπεζες η εποχή της ύφεσης και οι τραπεζικές χρωκοπίες της δεκαετίας του ’30.
Η δεύτερη μεταπολεμικά «φούσκα» άρχισε να δημιουργείται. Ήταν η «φούσκα» του χρέους. Και όπως συνηθίζουν να λένε κάποιοι μεγαλοκερδοσκόποι «δεν υπάρχει τίποτα πιο κερδοφόρο από το να επενδύει κανείς στο αρχικό στάδιο της φούσκας». Οι εμπορικές τράπεζες χορηγούσαν συνεχώς μεγάλα κεφάλαια σε δάνεια στις υπανάπτυκτες χώρες, έχοντας τις πλάτες των κυβερνήσεων, των κεντρικών τραπεζών και φυσικά του ΔΝΤ.
Μετά την επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων, τα χρέη των δανειζόμενων χωρών πολλαπλασιάστηκαν σε λίγα μόνο χρόνια. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της υποσαχάριας Αφρικής βρέθηκαν να χρωστάνε ποσά που ξεπερνούσαν το σύνολο των κεφαλαίων και περιουσιακών τους στοιχείων.
Στις προτάσεις για οικονομική βοήθεια προς τις χώρες που μαστίζονταν περισσότερο από το χρέος, ο κυνικός ηγήτωρ της Citibank εκείνη την περίοδο Γουώλτερ Ρίστον είχε δηλώσει πως έπρεπε να μείνουν χωρίς βοήθεια και να τιμωρηθούν, επειδή δεν ήταν σε θέση να ξεπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες. Όταν οι χώρες αυτές βρέθηκαν στραγγαλισμένες οικονομικά από τα κοράκια των τραπεζών, η πρώτη απειλή για κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν γεγονός, όχι λόγω έλλειψης ρευστότητας φυσικά, αλλά λόγω κλονισμού της τραπεζικής φερεγγυότητας. Και τότε επανέρχεται ο Ρίστον για να δηλώσει πως «τα κυρίαρχα έθνη δεν χρεοκοπούν», εννοώντας πως ό,τι και να κάνουν οι τράπεζες, τα κράτη θα είναι εγγυητές της χρηματοπιστωτικής ασφάλειας.
Ενώ η Αφρική και η Λατινική Αμερική γονάτιζαν από την πείνα και τους λοιμούς, και οι αρρώστιες άρχιζαν να θερίζουν ολόκληρους πληθυσμούς, το ΔΝΤ σπεύδει προς στήριξη των τραπεζών, δανείζοντας στις υπερχρεωμένες χώρες τα αναγκαία κεφάλαια για να πληρώσουν τα δάνεια προς τις τράπεζες και να μην καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα «σωτήρια» δάνεια του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας συνοδεύονταν από μεγάλο αριθμό απεχθών όρων νεοφιλελεύθερης προσαρμογής των χωρών που χρωστούσαν στις τράπεζες, με βάση τους οποίους τελικά αναγκάζονταν, αφού πρώτα κατέστρεφαν κάθε πολιτική κοινωνικού χαρακτήρα, να ξεπουλήσουν στο υπερεθνικό κεφάλαιο τα περιουσιακά τους στοιχεία και να το αφήσουν να αλώσει, να ρημάξει κάθε κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Η δικτατορία των αγορών έχει ξεκινήσει.
Επειδή όμως η αφαίμαξη των υπανάπτυκτων χωρών επιχειρήθηκε με τέτοια ένταση που πολλές χώρες τελικά λύγισαν και εξάντλησαν τις δυνατότητές τους να τροφοδοτούν με κεφάλαια τις πολυεθνικές τράπεζες, το πρώτο μεγάλο διεθνές κύμα δανεισμού της δεκαετίας του ’70 μετατράπηκε στην πρώτη μεταπολεμική διεθνή τραπεζική κρίση το 1982. Τα δανεικά που χορηγούσαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα με τους όρους που έβαζαν, όχι μόνο δεν επέλυαν το πρόβλημα αλλά σε πολλές περιπτώσεις το επιδείνωναν ακόμη περισσότερο.
Όταν η «φούσκα» του χρέους έσκασε τελικά και απειλήθηκαν με κατάρρευση πολλές τράπεζες, το κράτος των ΗΠΑ επενέβη, μετατρέποντας το υπόλοιπο χρέος σε ομόλογα με την εγγύηση του αμερικανικού δημοσίου, τα οποία και μοιράστηκαν σε χιλιάδες κατόχους, καταφέρνοντας έτσι τη διάχυση του πιστωτικού κινδύνου. Από αυτά τα ομόλογα -που επονομάστηκαν «ομόλογα Μπρέιντ» προς τιμή του τότε αμερικανού υπουργού εξωτερικών που τα δημιούργησε- γεννήθηκε η αγορά των κρατικών ομολόγων, η οποία όχι μόνο απέτρεψε την κατάρρευση των τραπεζών, αλλά δημιούργησε ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο άντλησης κερδών, όπου όρμησαν ανεπιφύλακτα μεγάλα αλλά και μικρά κοράκια-κάτοχοι κεφαλαίων. Η αποφυγή της κατάρρευσης μέσω της κρατικής βοήθειας έφερε περισσότερη ελευθερία κίνησης για το κεφάλαιο και οι ληστρικές πολιτικές της οικονομικής ελίτ για συνέχιση της συσσώρευσης μπορούσε να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ασφάλεια για το σύστημα.
Από τη δεκαετία του ’80 και με τη βοήθεια της τεχνολογικής έκρηξης, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση γίνεται κυρίαρχη και εδραιώνει τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου στην ηγεσία του συστήματος. Παράλληλα εντείνεται από το κράτος η επίθεση ενάντια στις κοινωνίες για την εμπέδωση της ταξικής ισχύος του κεφαλαίου. Η ρευστότητα από το ξεζούμισμα των εργαζομένων και τη λεηλασία των ανεπτυγμένων χωρών είναι μεγάλη, οι κοινωνίες έχουν παραδοθεί στις ορέξεις των αγορών, η εργασία «προσαρμόζεται» στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και η μεγάλη αφαίμαξη των δυτικών κοινωνιών βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα χρηματιστήρια παίρνουν φωτιά και η δεύτερη μεταπολεμική έκρηξη σημειώνεται στην Δύση. Εκείνη την περίοδο το 80% του παγκόσμιου κεφαλαίου συγκεντρώνεται στις ΗΠΑ, την Δ. Ευρώπη και την Ιαπωνία. Είναι η εποχή που ο δανεισμός εκτινάσσεται, νέα χρηματοοικονομικά εργαλεία ανακαλύπτονται που υπόσχονται ασφάλεια στους επενδυτές με την διάχυση του κινδύνου και δημιουργείται η νέα γενιά των ριψοκίνδυνων επενδυτών και των επενδύσεων μέσω υψηλού δανεισμού. Είναι η εποχή που μια νέα αγορά γεννιέται, αυτή των παραγώγων –σχεδόν άγνωστα μέχρι τότε-, που μετατρέπουν τις επενδύσεις σε πυρετώδη τζογαρίσματα τύπου καζίνο. Είναι η εποχή που αναδύεται η νέα κουλτούρα του γρήγορου κέρδους, του αλόγιστου πλουτισμού χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, της καθαγιάσεως της εκμετάλλευσης και της απληστίας. Είναι η εποχή που η εξατομίκευση και ο πόλεμος όλων εναντίον όλων στο δρόμο για πλούτο και η εξουσία γίνεται κυρίαρχο δόγμα στις κοινωνίες, οι οποίες ζουν τη μεγαλύτερη ιστορικά διάβρωση όλων των σχέσεων που εμπνέονται από την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια. Ύψιστος σκοπός τώρα προτάσσεται από τις πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες το κυνήγι της ατομικής ευημερίας ενώ η ατομική ιδιοκτησία γίνεται το ιερότερο αγαθό. Την χρηματιστηριακή έκρηξη για μια ακόμη φορά ακολούθησε η κατάρρευση. Η χρηματιστηριακή κρίση στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν επέφερε μη αναστρέψιμα πλήγματα στο σύστημα –η οικονομική στήριξη κρατών και κεντρικών τραπεζών ήταν και τότε γενναιόδωρη- και «ξεπεράστηκε» εν μέσω ενός πυρετού εξαγορών και συγχωνεύσεων, που σήμαινε μια νέα έκρηξη οικονομικού συγκεντρωτισμού και έκανε την μετοχική εταιρία τον πυρήνα της σύγχρονης οικονομικής δραστηριότητας. Η υπέρμετρη ρευστότητα που είναι συγκεντρωμένη στις καπιταλιστικές μητροπόλεις αναζητά συνεχώς διεξόδους και μια νέα αγορά γεννιέται, η αγορά των δανείων προς τα νοικοκυριά των καπιταλιστικών κέντρων που έρχεται να «καλύψει» τις νέες απαιτήσεις και ανάγκες του «δυτικού ανθρώπου», ανάγκες που ανέλαβε να δημιουργήσει για λογαριασμό του η ίδια η αγορά.
Η δεκαετία του ’90, δεκαετία που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση φαντάζει ως αναμφισβήτητη συνθήκη, είναι αυτή που σημειώνεται με τον πιο άγριο και ραγδαίο τρόπο η υπερσυγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια της οικονομικής ελίτ που γίνεται πανίσχυρη. Η μακροχρόνια μετατόπιση πλούτου από την κοινωνική βάση προς την κορυφή της οικονομικής παγκόσμιας ιεραρχίας είναι πρωτοφανής για την ανθρώπινη ιστορία. Μόνο 15 πλούσιοι άνθρωποι κατέχουν περιουσίες που ξεπερνούν το ΑΕΠ όλης της υποσαχάριας Αφρικής, μια χούφτα τράπεζες κατέχουν και διαχειρίζονται το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας ρευστότητας, λιγότερες από εκατό πολυεθνικές ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή. Τα κέρδη συσσωρεύονται στην χρηματοοικονομική σφαίρα και καθώς τα ιδιωτικά κεφάλαια λόγω της πλήρους απελευθέρωσης στην κίνησή τους έχουν αποκτήσει εξαιρετική κινητικότητα, αποκτούν μορφές επένδυσης χαρτοφυλακίου, επιλέγοντας τις τοποθετήσεις μικρής χρονικής διάρκειας με στόχο την μεγιστοποίηση των αποδόσεων το συντομότερο δυνατό. Η αγορά συναλλάγματος, η αγορά παραγώγων, τα χρηματιστήρια, η αγορά του χρέους είναι οι αγαπημένοι τομείς των νέων κροίσων της παγκόσμιας αγοράς.
Η αγορά των παραγώγων –δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από στοιχήματα πάνω στην κατεύθυνση μιας σειράς εμπορευμάτων και δεικτών, όπως κατεύθυνση επιτοκίων, η τιμή των νομισμάτων, οι τιμές στα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες, οι τιμές των μετοχών κ.λ.π.- παρουσιάζει εκρηκτική ανάπτυξη στη δεκαετία του ’90. Σε αυτή την αγορά συγκεντρώνονται κεφάλαια των οποίων η συνολική ονομαστική αξία από 5,7 τρις δολάρια το ’90, ξεπέρασε τα 500 τρις σήμερα ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 800% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς αυτών των στοιχημάτων κατέχουν λιγότερες από δέκα επενδυτικές τράπεζες, με την Citigroup να διατηρεί δεσπόζουσα θέση.
Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το σύστημα του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς φαντάζει αλώβητο από τις όποιες κρίσεις το χτυπούν, οι οποίες όμως έχουν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τις κοινωνίες που το βιώνουν. Στην πραγματικότητα όμως το σύστημα ήδη καρκινοβατεί και καθώς προσπαθεί να συνέλθει από την μια κρίση, γεννά μια άλλη ακόμη σοβαρότερη από την προηγούμενη.
Επόμενα θύματα του υπερεθνικού κεφαλαίου είναι οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Η επίθεση των αγορών στις χώρες αυτής της περιοχής προετοιμάστηκε και οργανώθηκε αρκετά χρόνια πριν και αποτελεί την μεγαλύτερη επιχείρηση άντλησης κεφαλαίων από την περιφέρεια προς το κέντρο των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Πρωταγωνιστές και σ’ αυτή τη ληστρική επιδρομή που άφησε πίσω κατεστραμμένες κοινωνίες, ανεργία και έξαρση της φτώχειας, ήταν οι τράπεζες των ανεπτυγμένων χωρών και κυρίως της Ευρώπης. Η επίθεση του υπερεθνικού κεφαλαίου ήταν συντονισμένη και η κερδοσκοπία στην αγορά στέγης, τα νομίσματα, τα ομόλογα και σε όποιους άλλους τομείς της οικονομίας των χωρών αυτών μπορούσαν να φέρουν ψηλές αποδόσεις, φούντωσε. Τα χρέη των χωρών άρχισαν ν’ αυξάνονται και τα ισοζύγιά τους άρχισαν να γίνονται ελλειμματικά. Όταν πια η κερδοσκοπία άρχισε να διογκώνεται επικίνδυνα και τα νομίσματα των χωρών να καταρρέουν, οι κεφαλαιοκράτες έκαναν ταμείο και εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους ερείπια. Χώρες όπως η Ταϋλάνδη, η Ν. Κορέα, η Μαλαισία, η Ινδονησία βρέθηκαν στη δίνη μιας μακροχρόνιας κρίσης και καθώς τα κεφάλαια έτρεχαν ξανά στα ασφαλή, όπως νόμιζαν, καταφύγια των καπιταλιστικών μητροπόλεων, εγκαταλείποντας τις χώρες της περιφέρειας, στη δίνη της κρίσης βρέθηκαν και η Λ. Αμερική, η Ν. Αφρική και η Ρωσία.
Στις ανεπτυγμένες χώρες όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε φόβος από την κατάρρευση των «ασιατικών τίγρεων, αλλά η νέα πλημμύρα των κεφαλαίων που εισέρευσε από την περιφέρεια προς τις μητροπόλεις του καπιταλισμού, τροφοδότησε μια άνευ προηγουμένου ευδαιμονία στις αγορές, που θα εκφραζόταν σε ακόμα πιο μεγάλη κερδοσκοπία και σε νέες «φούσκες». Η νέα «έμπνευση» ήταν η λεγόμενη «νέα οικονομία». Ήταν το νέο πεδίο της απάτης, με αναρίθμητες επιχειρήσεις να δημιουργούνται μέσα σε μια νύχτα, να πουλάνε αέρα κοπανιστό και να παρουσιάζουν ψεύτικα οικονομικά μεγέθη, τα οποία στηρίζονταν στην κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου. Η κατάρρευση δεν άργησε να έρθει και ο τρόμος μιας γενικότερης κρίσης στο καπιταλιστικό κέντρο αυτή την φορά ήταν έντονος. Η ισορροπία στην αγορά επιχειρήθηκε με συντονισμένες μειώσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για την αύξηση της ρευστότητας. Είναι η στιγμή που εκτινάσσεται η προσφορά δανείων από τις τράπεζες και ανθίζει η αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ, η οποία και κατέρρευσε όταν οι φτωχοί της χώρας αυτής δεν άντεξαν άλλο να στηρίζουν το βάρος της συνεχώς διογκούμενης τραπεζικής κερδοσκοπίας.
Τώρα μια σειρά από «φούσκες» που αναπτύχθηκαν κατά την «άνοιξη» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως η «ισχυρή κινέζικη ανάπτυξη» ή το «Ελ Ντοράντο των οικονομιών της ανατολικής Ευρώπης» -στο οποίο έχουν πέσει σαν τα γουρούνια στη λάσπη και οι ελληνικές τράπεζες, ξεζουμίζοντας τις κοινωνίες αυτών των χωρών-, θ’ αρχίσουν να σκάνε, δημιουργώντας νέες ακόμη σοβαρότερες απειλές για την παγκόσμια οικονομική και πολιτική σταθερότητα.
Αυτό που συμβαίνει, εν τέλει, είναι ότι ένα ολόκληρο αρχιτεκτόνημα συσσώρευσης κεφαλαίου έφτασε στα όριά του και η κατάρρευση του υπάρχοντος μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει αρχίσει. Αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας εφαρμογής των πιο άγριων ληστρικών πρακτικών από το σύστημα, που αντλούσε τον παραγόμενο από την κοινωνική βάση πλούτο, μεταφέροντάς τον προς την κορυφή της οικονομικής ιεραρχίας. Γι’ αυτό και η οικονομική κρίση υπέβοσκε εδώ και δεκαετίες καθώς οι κοινωνίες στέναζαν κάτω από τον ζυγό του κεφαλαίου, που όσο αποκτούσε διεθνοποιημένο χαρακτήρα γινόταν όλο και πιο ανελέητο. Το κεφάλαιο γιγαντώθηκε με την βοήθεια των κυβερνήσεων και των διεθνών οικονομικών μηχανισμών όπως το ΔΝΤ, αφήνοντας πίσω του τη μια κρίση και δημιουργώντας μια άλλη σοβαρότερη. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που το ίδιο γεννούσε ισοπέδωναν κοινωνίες αλλά ενίσχυαν την οικονομική υπεροχή των ελίτ και των κρατικών εξουσιών. Η ψευδαίσθηση που διακατείχε την οικονομική εξουσία ότι είναι δυνατό, με τη βοήθεια μιας ισχυρής κρατικής εξουσίας, ν’ αντλεί για πάντα κέρδη, αγνοώντας τις επακόλουθες καταστροφικές επιπτώσεις αυτής της ανελέητης κοινωνικής εκμετάλλευσης, συνέχιζε να παραμένει ζωντανή, παρά το γεγονός ότι το ένα μετά το άλλο τα πιο ευάλωτα οικονομικά τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού περνούσαν σε συνθήκες πλήρους οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής. Σήμερα, ενώ η κρίση έχει χτυπήσει τις πιο κεντρικές λειτουργίες του συστήματος και ενώ πληθυσμοί που μέχρι χθες απολάμβαναν μια σχετική οικονομική ευημερία, βρίσκονται ξαφνικά στο περιθώριο, αποκαλύπτεται όλο και πιο καθαρά πως το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και του καπιταλισμού, όχι μόνο είναι κατάφωρα άδικο, αλλά είναι μη βιώσιμο και καταστροφικό για όλη την ανθρωπότητα και για την φύση. Τώρα πια, μια άλλη πρόταση οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης είναι ‘όχι μόνο ηθικά απαραίτητη, αλλά είναι και άμεσα αναγκαία για την επιβίωση όλων μας.
Εκ των υστέρων και ενώ η κρίση σαρώνει τα πάντα απειλώντας με κατεδάφιση δομές, μηχανισμούς και συμμαχίες, πολλοί, άλλοτε υπέρμαχοι των ελεύθερων αγορών – όχι μόνο από το «στρατόπεδο» των σοσιαλφιλελεύθερων αλλά και από αυτό των νεοφιλελεύθερων – σπεύδουν τώρα να δηλώσουν ότι «υπερεκτιμήθηκαν οι ικανότητες των αγορών στην αυτορρύθμιση» και ότι «κρίνεται αναγκαία η πολιτική παρέμβαση και ο έλεγχός τους». Μπορεί για κάποιους από τα πολιτικά αφεντικά να ισχύει ότι είναι ημιμαθείς και άσχετοι σχετικά με το σύστημα που υπηρετούν. Οι περισσότεροι όμως, πιστεύουμε ότι είναι απλώς ψεύτες και υποκριτές που αγωνιούν να καλύψουν τις απάτες και τις κοροϊδίες που χρησιμοποιούσαν μέχρι τώρα για να εξαπατήσουν τις κοινωνίες και ν’ αποποιηθούν τις ευθύνες της συμμετοχής τους στην διαμόρφωση της σημερινής παγκόσμιας κρίσης. Κυρίως, αγωνιούν να διατηρήσουν τα προνόμια της εξουσίας τους, ελπίζοντας πως για άλλη μια φορά «ο ηλίθιος λαός» θα πιστέψει στις καλές τους προθέσεις να «βγάλουν την εκάστοτε χώρα με όσο πιο δυνατό και πιο ανώδυνο τρόπο από την κρίση». Και είναι πραγματικά, εξωφρενικό, ρεμάλια όπως ο Τσιτουρίδης, που μεταξύ άλλων, πρωτοστάτησαν στην απάτη των ομολόγων που οι αετονύχηδες της κυβέρνησης έστησαν παρέα με απατεώνες χρηματιστές και τραπεζίτες για να ληστέψουν τα ασφαλιστικά ταμεία – τα οποία και έχουν ήδη αρχίσει να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο – σήμερα, εν όψει της κρίσης λέει πως «δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε την οικονομία να ποδηγετείτε από το μεγάλο κεφάλαιο και τους τραπεζίτες». Δεν είναι βέβαια ο μοναδικός που τώρα καμώνεται τον κριτή του μεγάλου κεφαλαίου, καθώς οι περισσότεροι κυβερνώντες ανά τον κόσμο, εν όψει της κοινωνικής δυσαρέσκειας που διογκώνεται, δίνουν την μεγαλύτερη παράσταση ψευτιάς και υποκρισίας.
Η επιστροφή όλων των κυβερνήσεων στην αναγκαιότητα ενίσχυσης του κρατικού ρόλου στην οικονομία, δεν αφορά την εφαρμογή κάποιας πολιτικής με κοινωνικές ευαισθησίες. Και αυτό το αντιλήφθηκαν σύντομα οι περισσότεροι θιασώτες του κρατικού παρεμβατισμού, που κατάλαβαν, έστω και αργά, πως οι ενέσεις ρευστότητας και οι κρατικοποιήσεις των τραπεζών που βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν έχουν καμιά σχέση με τις γελοίες διακηρύξεις που διατυμπάνιζαν μέχρι πρότινος μέσω του τύπου, περί «δικαίωσης του Κέϋνς», «επιστροφής στην σοσιαλδημοκρατία» και άλλα παραμύθια. Αντιθέτως, το κράτος, το οποίο και θ’ αναλάβει να ξεμπλοκάρει την διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, θα επιδιώξει να επιβάλει νέα πρωτοφανή μέτρα άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων, θα μεγιστοποιήσει την κρατική βία πάνω στην κοινωνία, επιχειρώντας ν’ ανοίξει το δρόμο για την εφιαλτική μετά την κρίση εποχή του απόλυτου ολοκληρωτισμού.
Όσοι μέχρι χθες πίστευαν στις δυνατότητες εξανθρωπισμού του συστήματος, όσοι πίστευαν πως μέσα στα πλαίσια των νόμιμων διεκδικήσεων μπορούν οι κοινωνίες να διεκδικήσουν και να πετύχουν βελτίωση των συνθηκών ζωής, βλέπουν τώρα μπροστά τους να καταρρέουν όλες οι ψευδαισθήσεις τους για τα περιθώρια αντίδρασης και διεκδίκησης που αφήνει το σύστημα. Βλέπουν να πέφτουν και τα τελευταία αμυντικά αναχώματα που κρατούσε η ρεφορμιστική αριστερά, συνειδητοποιούν πως εδώ και τώρα όλοι μα όλοι, σε όποιον πολιτικό χώρο και αν ανήκουν, πρέπει να πάρουν θέση. Ή θα μπούνε και με τα δύο πόδια στην καθεστωτική νομιμότητα ή θα στραφούνε ειλικρινώς πλέον ενάντια στο καθεστώς.
Η εποχή μας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και μοναδικές ευκαιρίες για όσους θέλουν να αγωνιστούν. Η κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη οδηγεί στην σοβαρή αποσύνθεση τις σχέσεις κεφαλαίου – κοινωνίας και φέρνει αντιμέτωπες τις ελίτ με τις κοινωνικές πλειοψηφίες. Το χάσμα μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων βαθαίνει. Εδώ είναι που ανοίγονται οι ευκαιρίες για ένα επαναστατικό κίνημα, να εμποδίσει τις νέες μορφές διαμεσολάβησης μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας, να πολεμήσει κάθε απόπειρα χειραγώγησης της κοινωνικής αγανάκτησης, να δώσει τον τόνο και τις κατευθύνσεις για την κοινωνική ανατροπή. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως δεν ζούμε πλέον στην κοινωνία των 2/3, δεν κυριαρχεί ο εφησυχασμός, δεν βασιλεύει η απάθεια. Το ίδιο το σύστημα έχει βοηθήσει στον θάνατο των ψευδαισθήσεων, έχει κάνει δυνατή την αποκάλυψη της ωμότητας που χαρακτηρίζει τους εγκληματίες της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.
Σε απάντηση προς όσους ισχυρίζονται ακόμα πως δεν είναι ώριμες για να μπει μπροστά μια επαναστατική διαδικασία στην οποία αναπόφευκτα συμπεριλαμβάνεται ο ένοπλος αγώνας, εμείς λέμε πως οι αντικειμενικές συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζονται πάντα με βάση μια ανάλυση για το σύστημα και την περίοδο που μας αφορά, δεν ήταν ποτέ καλύτερες, αφού η απογύμνωση του κυρίαρχου αναπτυξιακού μοντέλου από κάθε πρόσχημα κοινωνικής αφέλειας, έχει φέρει τη γενικευμένη κρίση νομιμοποίησής του και απειλεί, χωρίς εξαιρέσεις, τις κυβερνήσεις όλων των χωρών. Το καθεστώς, λόγω των συνθηκών που το ίδιο δημιούργησε, έχει μπει σε φάση αποσταθεροποίησης και είναι εξαιρετικά ευάλωτο απέναντι σε ένα ευρύ και οργανωμένο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα που θα επιχειρήσει να το απειλήσει. Αν κάποιος που ορίζει τον εαυτό του ως αγωνιστή, δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις διαφορές με προηγούμενες περιόδους, που εκτός των άλλων, βρισκόταν σε ισχύ η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, τότε, ή λόγω άγνοιας δεν αποδέχεται την ύπαρξη της κρίσης, αγνοεί τις ποιοτικές διαφορές της εποχής μας και επιμένει στον «αγώνα ρουτίνας» που έχει συνηθίσει ή παίρνει συνειδητά αντεπαναστατική στάση αφήνοντας χώρο στο καθεστώς να επανακάμψει. Όποιος ανήκει στην πρώτη κατηγορία, τότε, ως εκτός τόπου και χρόνου που είναι, θα μείνει να τρέχει πίσω από τα κοινωνικά γεγονότα, το ίδιο ανεξήγητα γι’ αυτόν όσο και η ίδια η εποχή που διανύουμε. Αν πάλι ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, τότε μάλλον θα βρεθεί απέναντι σε όσους επιχειρήσουν την διαμόρφωση ενός ειλικρινά επαναστατικού ρεύματος, αντάξιο των απαιτήσεων αυτής της περιόδου.
Οι επαναστάσεις χρειάζονται δύο ιστορικούς παράγοντες για να γίνουν. Ο ένας είναι οι αντικειμενικές συνθήκες όπως είπαμε πριν, τις οποίες τις έχουμε. Ο δεύτερος είναι οι υποκειμενικές συνθήκες , δηλαδή ένα κίνημα ευρύ, επαναστατικό και αποφασισμένο να προχωρήσει πάση θυσία, ένα πολύμορφο σχέδιο ανατροπής μαζί με τα κοινωνικά αυτά τμήματα που θα ξεσηκωθούν. Και αυτό οφείλουμε να το φτιάξουμε εδώ και τώρα. Για να γίνει αυτή η κρίση, ο τάφος του συστήματος.
ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ