Τα πάντα οφείλουν να τρέχουν. Μάζες από μπετόν αποτελούν τα σύγχρονα τείχη, όπου η κίνηση μέσα σε ασανσέρ, το γκρίζο και την επανάληψη θέλει να αυτοαναδειχθεί σε ζωή. Η πόλη αγκομαχά. Σε αυτόν τον κόσμο, ότι βοηθά σε ταχύτητα είναι ευπρόσδεκτο στη γεωγραφία της μιζέριας. Η κάθε στιγμή μετουσιώνεται σε τόπο, σε σημεία καθορισμένα και διαχωρισμένα. Η μόνη ενοποιητική δύναμη, σε αυτό το πλέγμα αποξένωσης και μίζερης από-βίωσης, είναι η προσήλωση στον εμπορευματικό κόσμο.
Η πόλη είναι η χωρική οργάνωση της επιθυμίας, η ζωή διαχωρισμένη σε σφαίρες, όπου ο κάθε τόπος ανταποκρίνεται στην ελεγχόμενη κυκλοφορία της εμπορευματικής δραστηριότητας. Τα κενά της ύπαρξης, η καθημερινή καταπίεση πρέπει να ολοκληρωθεί, μεταφέροντας τον πραγματικό κόσμο σε εικονικές ψευδαισθήσεις.
Η σκέψη δε χρειάζεται , μόνο η μηχανοποιούμενη κίνηση σε σπίτι-δουλεία-κατανάλωση-«ανθρώπινης» δραστηριότητας. Οι διαδρομές από τόπο σε τόπο, όπου το βλέμμα εστιάζει σε διαφημίσεις, περιοδικά, σε αλλά αυτοκίνητα, αλλά σώματα δημιουργούν αίσθηση της απώλειας και της απόκτησης, στην οποία τίποτα δεν είναι αρκετό. Η πόλη είναι διαφήμιση του εαυτού της, η συνήθεια της απώλειας, όπου οι πάντες μαθαίνουν να κινούνται σε ένα τεράστιο εγκλεισμό.
Ο διαχωρισμός του χώρου σε ζώνες δραστηριοτήτων και υπαγορευμένης κυκλοφορίας συνέβαλλε στην παράγωγη προτύπων και την αναπαραγωγή της κατακερματισμένης αντίληψης. Παράλληλα προώθησε και την ενδυνάμωση της βίας της εξουσίας στον χώρο. Η εσωτερίκευση του φόβου, μέσα από εικόνες αγρίων συμβάντων, «εγκληματικών» γεγονότων που διαχύουν την κοινωνική ανασφάλεια, συμβάλει στην μη επικοινωνία της κοινωνίας με την πραγματικότητα.
Όπου υπήρχαν ζωτικοί χώροι επικοινωνίας, δραστηριότητας και δημιουργίας έπρεπε να πλημμυριστούν από φωτά, εμπορεύματα και τερατώδεις χώρους κατανάλωσης. Αυτοί δημόσιοι χώροι έπρεπε να αναπλαστούν ώστε να ανταποκρίνονται στις επιταγές του εμπορεύματος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με τις επιχειρήσεις «αρετή», τα στοιχειά που αξιοποίησαν αυτούς τους χώρους έπρεπε να κατασταλθούν με οποιοδήποτε τρόπο. Η πλατεία του δημοτικού αναψυκτήριου της Νεάπολης, των Εξαρχείων, το πάρκο ντόρε και ο Άγιος Φανούριος είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας ανάπλασης. Πάραυτα αυτή η διαδικασία δεν έχει σταματήσει. Από το πάρκο της Κύπρου μέχρι και την προσπάθεια της λεηλασίας του ελαιώνα.
Ο κόσμος του εμπορεύματος πρέπει να είναι κυρίαρχος αφού έχει αυτό-ανακηρυχθεί σε καθολικό αξίωμα. Περιοχές όπως το μπουρναζι και το Ρέντη επικυρώνουν όλες τις επιταγές του θεάματος. Εκεί οι επιθυμίες, απλώς καταναλώνονται μαζικά σε βραδιές ψευδό-επικοινωνίας, όπου οι ρυθμοί της πόλης κατοχυρώνουν αυτή τη διασκέδαση. Η κοινωνία fast-food αδημονεί να καταναλώσει τους «προτηγανισμένους» υπηκόους της. Ο κόσμος της Αποστειρωμένης αισθητικής, του χρήματος, της μόδας, του lifestyle και της πλαστικής ευδαιμονίας εγκωμιάζει τον εκκωφαντικό του μονόλογο.