Η παρούσα χρονική στιγμή κρίνεται ως η καταλληλότερη για την ανάλυση του ζητήματος της βίας ως μέσο του αγώνα των κοινωνιών ενάντια στις δομές της εξουσίας, πολιτικής και κοινωνικής. Λίγο καιρό μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, η ύστερη εποχή είναι υπό διαμόρφωση, με ενδιαφέροντα φαινόμενα κοινωνικής αυτοοργάνωσης και δράσης που αξίζουν την επισταμένη προσοχή μας. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται προκύπτει και το ερώτημα της χρήσης βίας ως μέσου δράσης.
Η βία λοιπόν πρώτα από όλα είναι μέσο και όχι σκοπός. Ο σκοπός θα πρέπει αφενός να προκαθορίζεται, αφετέρου να δηλώνεται, ώστε τελικά να κρίνεται. Επίσης, θα πρέπει να αξιολογείται πέρα από τον σκοπό καθ’ εαυτό και η συμβολή της βίας στην επίτευξή του.
Η απουσία ενός σαφώς καθορισμένου σκοπού και η απλή παράθεση βερμπαλιστικών εκφράσεων, δείχνουν πως η επιλογή της βίας εκκινεί από μη κοινωνικά και μη πολιτικά κίνητρα. Η απουσία στόχων πολιτικών (ή η απουσία πολιτικής) αλλά και γενικοί ακαθόριστοι στόχοι, δίνουν το δικαίωμα στον καθένα να αποδώσει σε πράξεις τέτοιες, άλλα κίνητρα συνήθως ατομικιστικά και σχεδόν πάντα ταπεινά. Κυρίως βεβαίως κάτι τέτοιο μπορεί πράγματι να συμβαίνει. Δίνει όμως και λαβές για ανάπτυξη των διαφόρων θεωριών από τα ΜΜΕ. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να δεχτούμε πως οι πράξεις “πολιτικής βίας” είναι αντικείμενα ανάλυσης, κριτικής και προβληματισμού. Και όποιος εμποδίζει την κριτική και τον διάλογο προσφέρει πολύ κακές υπηρεσίες στο κίνημα και τον αγώνα. Τέτοιες λογικές είναι βεβαίως ολοκληρωτικές και συμπλέουν καθώς φαίνεται με τις απόψεις που λένε ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου διότι αφού “εμείς” κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια τότε η όποια “άλλη” άποψη είναι εκ των πραγμάτων λάθος. Ας ξεπεράσουμε το παράδοξο σχήμα, αγωνιζόμενοι για την κοινωνική απελευθέρωση να μην αναγνωρίζουν την ελευθερία της έκφρασης στην κοινωνία (ως δήθεν καπιταλιστική αξία). Να επανέλθουμε στο θέμα της βίας.
Η βία είναι η πρώιμη μορφή εξουσίας. Η φυσική βία που μπορεί να ασκήσει ο καθένας ήταν το προσωπικό του μερίδιο εξουσίας στον πρωτόγονο κόσμο. Από τη στιγμή της δημιουργίας πολύπλοκων κοινωνιών οι εξουσίες αυτές σταδιακά “κλάπηκαν” και συγκεντρώθηκαν στο κράτος που (όπως λέει ο Βέμπερ) κατέχει πια το μονοπώλιο της βίας και άρα την εξουσία. Βεβαίως, η ανατροπή ενός πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος προϋποθέτει την αμφισβήτηση αυτού του μονοπωλίου. Η αμφισβήτησή του ωστόσο δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αποσκοπεί στην ανατροπή του καθεστώτος και πολύ περισσότερο στην ανατροπή του προς την κατεύθυνση ενός καλύτερου και δικαιότερου κόσμου. Κάτι τέτοιο πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά που γίνεται χρήση βίας, αλλά και κάθε φορά που πραγματοποιείται η όποια κοινωνικο-πολιτική δράση.
Το να είσαι για παράδειγμα εναντίον της αστυνομίας, και να δρας ενάντιά της, δεν σημαίνει de facto ότι θέλεις έναν κόσμο χωρίς αστυνόμευση και χωρίς εξουσία, χωρίς στρατούς και χωρίς αδικία κτλ. Αν αυτός είναι ο σκοπός τότε πρέπει να ειπωθεί και έπειτα να αποδειχτεί πως η πράξη βίας ώθησε προς αυτήν την κατεύθυνση. Η κάθε δράση βίας έχει πιθανά και πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες, ακόμα και αν αυτοί που προέβησαν στην πράξη αυτή δεν κάνουν “πολιτική” ή χλευάζουν την κοινωνία. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες υπάρχουν ακόμα και αν είναι αδιάφορες ή αδύνατο να συλληφθούν από τους εκτελεστές κάθε τέτοιας πράξης και μπορεί να είναι προς την κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης ή και προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αν θέλαμε να ονοματίσουμε τις προϋποθέσεις με τις οποίες διασφαλίζεται ότι τέτοιες πράξεις βίας είναι πράξεις πολιτικής βίας με κατεύθυνση την κοινωνική απελευθέρωση πρώτα απ’ όλα θα μιλάγαμε για μια ανώτερη ικανότητα ανάλυση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα η διάκριση μεταξύ δημόσιου και κρατικού απαιτεί το ελάχιστο μιας τέτοιας ικανότητας, να μπορεί να διακρίνει δηλαδή κάποιος τη βουλευτική MERCEDES και το περιπολικό, από το ασθενοφόρο και το μέσο μαζικής μεταφοράς (όπως για παράδειγμα τα βαγόνια του ΗΣΑΠ) αν και όλα ανήκουν στο κράτος σαν οχήματα. Η ελάχιστη επίσης τέτοια ικανότητα θα μπορούσε να διακρίνει πότε η αντι-βία γίνεται πολύ ισχυρότερη από την βία στην οποία αντιστέκεται. Σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι εύκολο να παρατηρήσει κάποιος την ηδονή της βίας να κυριαρχεί και ουσιαστικά να αναγνωρίσει εκεί την ηδονή της εξουσίας. Γιατί αυτή η ελάχιστη ικανότητα πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης αρκεί για να δει κάποιος πως όταν η πολιτική βία γίνεται “λύσσα για βία” τότε από πίσω κρύβεται μάλλον μια “δίψα για εξουσία”. Η ελάχιστη ικανότητα πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης θα ήταν αρκετή για να μην υποτιμάται η αξία του λόγου έναντι της πράξης (βίας) και να μπορούσε έτσι να συμπληρωθεί το σύνθημα: ¨βία στη βία της εξουσίας και λόγο στο λόγο της εξουσίας. Βεβαίως η ικανότητα στο λόγο είναι αρκετά πιο δύσκολη από την ικανότητα στη βία.
Το κείμενο αυτό ωστόσο δεν μπορεί παρά να κλείσει με μια προτροπή όχι για την ελάχιστη αλλά για την μέγιστη ανάπτυξη ικανοτήτων αντίληψης και ανάλυσης της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Για την μέγιστη δυνατή ικανότητα οργάνωσης και στοχοθέτησης του αγώνα.