Μετά το περιστατικό της επίθεσης στο Κολονάκι όλη η καλή κοινωνία της Αθήνας άρχισε να απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη αστυνόμευση, ακόμη μεγαλύτερη προάσπιση της περιουσίας της, ακόμη μεγαλύτερη φύλαξη όσων με “τόσο κόπο” έχει αποκτήσει, ακόμη μεγαλύτερη ησυχία. Δεν είναι δυνατό να θέλει κάποιος να πιει τον καφέ του σε κάποια από τις καφετέριες της περιοχής και να μην τον αφήνουν. Δεν μπορεί κάποιος να πληρώνει 10 και 15 ευρώ για ένα απλό τοστ και μα μην μπορεί να το ευχαριστηθεί. Η επιλογή κάποιου πανάκριβου ρούχου δεν μπορεί να γίνεται υπό το φόβο των κουκουλοφόρων. Άλλωστε μέσα από τις σπασμένες βιτρίνες δεν μπορείς να δεις καθαρά το εμπόρευμα.
Αρωγός σε αυτή την απαίτηση είναι όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αμέσως έσπευσαν να καταδικάσουν το γεγονός να προβάλουν αποκαλυπτικά video, και να φιλοξενήσουν εμπόρους και κατοίκους της περιοχής που τους πρόσφεραν ανατριχιαστικές περιγραφές των βαρβάρων. Το κερασάκι στην τούρτα των τηλεμαιντανών ήταν όλοι οι εκπρόσωποι της αστυνομίας. Το συμπέρασμα δεν άρχισε να βγει.
“Η υπηρεσία μας δεν έχει επαρκείς πληροφορίες ώστε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις τέτοιου τύπου”
Η δήλωση αυτή που εμπεριέχει τη νοοτροπία μιας ολόκληρης κοινωνίας έφτασε για να πυροδοτήσει ένα καινούργιο κύκλο συζητήσεων. “Που είναι το σύστημα παρακολούθησης;” ,“Η αστυνομία πλέον δεν έχει προσβάσεις”, “Εάν δεν υπάρχουν πληροφορίες πως είναι δυνατό να λειτουργήσουμε;”, “Μέσω των πληροφοριών γίνεται ο έλεγχος”.
Όλα τα παραπάνω υποστηρίζονταν και ξεστομίζονταν είτε από πολίτες , είτε από ιδιοκτήτες καταστημάτων της περιοχής είτε από εκπροσώπους της αστυνομίας.
Τι σημαίνουν; Προφορικό αίτημα για την πρόσληψη ρουφιάνων από την αστυνομία.
Όλοι αυτοί που με πολύ μεγάλη ευκολία ζητούν τη λειτουργία μιας αποτελεσματικής υπηρεσίας πληροφοριών – ρουφιάνων προφανώς δεν μπορούν να σκεφτούν πιο μακριά από την ημέρα που σπάστηκε η βιτρίνα του καταστήματός τους ή που λόγω της ταραχής χύθηκε καφές στο πανάκριβο πουκάμισό τους.
Η εποχή της χούντας μάλλον φαντάζει πολύ μακρινή γι αυτούς. Η εποχή που οι καταδότες ήταν το πραγματικό παρακράτος έχει σταματήσει να υπάρχει στη μνήμη τους. Ποιές θα είναι οι συνέπειες της πραγματοποίησης του αιτήματος; Πραγματικά αδυνατό να τις υπολογίσω. Δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι μπορεί να γίνω θύμα κάποιου ρουφιάνου. Δεν έχει καμία σημασία το εάν ο ρουφιάνος θα είναι αστυνομικός ή ο περιπτεράς της γειτονιάς. Και να είστε σίγουροι ότι όταν η αστυνομία μιλάει για πληροφοριοδότες αναφέρεται σε ανθρώπους που ζουν δίπλα μας.
Όλα τα παραπάνω είναι απλά πρώτες σκέψεις, ανεπεξέργαστες, κάτι σαν αντανακλαστική αντίδραση στην παραπάνω νοοτροπία.
Προστάτης της ησυχίας των νοικοκυρέων θα είναι ο ρουφιάνος της γειτονιάς. Κάτι σαν το δικό τους άνθρωπο. Είναι η πρόταση της αστυνομίας για αυτοοργάνωση, ρουφιανιά.
Τελειώνοντας , θα παραθέσουμε μια φράση του Eric Hoffer:
“Μπορείς να καταλάβεις τι είναι αυτό που ο εχθρός σου φοβάται περισσότερο, από τα μέσα που χρησιμοποιεί για να σε κάνει να φοβηθείς.”