Το 1963, ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος Τέοντορ Αντόρνο (1903-1969) έδωσε στη γερμανική τηλεόραση τη συνέντευξη που ακολουθεί.
– Καθηγητή Αντόρνο, στα δοκίμιά σας για την τηλεόραση εκφράζετε μιαν αυστηρή κρίση για την αμερικανική τηλεόραση. Η κριτική σας επεκτείνεται, τηρουμένων των αναλογιών, και στη γερμανική τηλεόραση;
«Σίγουρα σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό ο κίνδυνος υπάρχει και στη χώρα μας. Εδώ περιορίζομαι να θυμίσω το ρόλο των τηλεοπτικών σειρών “για την οικογένεια” και έναν ορισμένο τύπο του χιούμορ που μας κάνει μάλλον να κλαίμε. Θα ήθελα να πω ωστόσο ότι, από τη στιγμή που η τηλεόραση στη χώρα μας δεν ελέγχεται ουσιαστικά και άμεσα από εμπορικά συμφέροντα, προσφέρονται εδώ καλύτερες δυνατότητες. Θα ήθελα επίσης να προσθέσω, για να προστατευτώ από παρερμηνείες, ότι δεν πιστεύω πως αυτοί οι κίνδυνοι είναι εγγενείς στο μέσο της τηλεόρασης καθεαυτό, ότι επομένως η τηλεόραση δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε μια σύγχυση ανάμεσα στο πρωτότυπο και την αναπαράστασή του. Αυτή η απεχθής σύγχυση, που μπορούμε τόσο συχνά να παρατηρήσουμε, έχει μάλλον τις ρίζες της σε ορισμένες κοινωνικές περιστάσεις».
– Εσείς υποστηρίζετε ότι η τηλεόραση εντάσσεται στο συνολικό μοντέλο της πολιτιστικής βιομηχανίας. Και ότι ο προσανατολισμός της πολιτιστικής βιομηχανίας είναι να περιορίζει και να αναστέλλει τη συνειδητοποίηση του κοινού. Είναι επομένως ένας προσανατολισμός εχθρικός προς το στοχασμό. Με ποιά ελπίδα μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί κάθε τόσο ένα τέτοιο μέσο επικοινωνίας;
«Με την ελπίδα να ανακόψει αυτό τον προσανατολισμό. Θεωρώ ότι αυτό είναι δυνατό επειδή το ελάττωμα που περιγράψαμε αφορά την κοινωνία και δεν πηγάζει κατά κύριο λόγο από το ίδιο το μέσο επικοινωίας. Μπορώ να αναφέρω δύο παραδείγματα που τα αντλώ από τη δική μου προσωπική εμπειρία. Προσκλήθηκα κάποτε από έναν τηλεοπτικό σταθμό στο Μπάντεν Μπάντεν, για να συμμετάσχω σε μια συζήτηση για τις “δημόσιες σχέσεις” με δύο σημαντικούς εκπροσώπους αυτής της δραστηριότητας. Θεωρώ ότι όλα έγιναν σύμφωνα με τους τύπους, με ηρεμία και γλαφυρότητα, και αναφερόμενος στις θέσεις που μου ανέπτυξαν αυτοί οι δυο πολύ φιλικοί κύριοι, ανέλυσα το θεσμό των δημόσιων σχέσεων έτσι ώστε –αν μπορώ να εμπιστευτώ αυτά που μου αφηγήθηκαν– η κριτική σε αυτό το θεσμό υπήρξε άμεση και ριζική, όπως δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι στην Αμερική, όπου οι public relations έχουν αναγορευτεί σε είδωλο. Μιαν άλλη φορά –κατά σύμπτωση και πάλι στο Μπάντεν Μπάντεν– συμμετείχα σε μια τηλεοπτική εκπομπή με αφορμή την “Εβδομάδα της αδελφοσύνης”, όπου κάποιος είχε τη θαυμάσια ιδέα να πάρει συνεντεύξεις από ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο για το ζήτημα του αντισημιτισμού. Στην τηλεοπτική οθόνη εμφανίστηκαν ορισμένα τρομακτικά πρόσωπα, τα οποία θα μπορούσαν να καταδείξουν περισσότερο από κάθε καθησυχαστική στατιστική μέχρι ποιο σημείο η δυναμική του ολοκληρωτισμού –συνεπώς και του αντισημιτισμού– είναι ακόμη και σήμερα ενεργή στη χώρα μας. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι εφόσον αυτά τα πράγματα είναι δυνατά και εφόσον ακόμη και ένας κριτικός διανοούμενος έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει, μπορούμε να στρέψουμε τον προσανατολισμό της τηλεόρασης προς μιαν άλλη κατεύθυνση σε σχέση με εκείνη την οποία συνοπτικά προανέφερα.
– Ο ρόλος της τηλεόρασης δεν είναι επομένως να εξωραΐζει και να συγκαλύπτει σε κάθε περίπτωση την πραγματικότητα, με σκοπό να εδραιώνει την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων. Αν κατάλαβα καλά όμως, εσείς θεωρείτε ότι στη Γερμανία η τηλεόραση κατηγορείται αντίθετα από τους υποστηρικτές του status quo;
«Αναμφίβολα, καταδείχθηκε ακριβώς ότι η τηλεόραση, επειδή δεν ελέγχεται ακόμη πλήρως από το κατεστημένο, όπως αλλού, εμπεριέχει τη δυνατότητα μιας ανεξάρτητης κριτικής και γι’ αυτό έχει γίνει ύποπτη, ιδιαίτερα σε μια κατάσταση έντονης πολιτικής σύγκρουσης. Γι’ αυτό και από τους υποστηρικτές του status quo έχει ξεκινήσει αυτή η εκστρατεία δυσφήμησης της τηλεόρασης. Νομίζω όμως ότι αυτή ακριβώς η εκστρατεία αντιπροσωπεύει έναν επιπλέον λόγο για να προστατέψουμε την ανεξαρτησία και την αυτονομία της τηλεόρασης».
– Μπορούμε επομένως να εντοπίσουμε μια εντελώς θετική πλευρά στη δική σας έννοια του «διπλασιασμού». Η τηλεόραση δείχνει αυτό που είναι συνηθισμένο, αυτό που είναι επίκαιρο και το διπλασιάζει, αλλά ταυτόχρονα το κάνει να φαίνεται διαφορετικό. Δημιουργείται έτσι μια «κριτική απόσταση» και τα πράγματα γίνονται πιο κατανοητά, δεν είναι έτσι;
«Κατά τη γνώμη μου σίγουρα υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα. Ωστόσο αυτή περιορίζεται αληθοφανώς κατά κάποιον τρόπο από την καθημερινή δραστηριότητα και από τη διαρκή ανταγκαιότητα να “ταΐζονται” τα μηχανήματα, επειδή παρόμοια μέτρα αποστασιοποίησης χρησιμοποιούν τους πιο προσεκτικούς συλλογισμούς και τις πιο επιμελείς διαδικασίες συνδυασμού και σύνθεσης. Θα ήθελα να προειδοποιήσω πριν απ’ όλα για το γεγονός ότι, αν εισαχθεί στην πραγματικότητα ένας κάποιος σκοπός –αν δηλαδή τη φορτώσουν με νοήματα, ενώ τη φωτογραφίζουν, προκειμένου να αλλάξουν κάτι θεμελιώδες– θα παραχθεί αντίθετα μια κατάσταση στην οποία ο θεατής ή ο ακροατής αντιλαμβάνεται την πρόθεση και γι’ αυτό εκνευρίζεται. Στην πραγματικότητα θα ήταν σημαντικό να περιορίζουμε στο ελάχιστο τις αυθαίρετες προσθήκες του τηλεοπτικού μέσου, να αφήνουμε όσο το δυνατόν πιο “καθαρό” το ίδιο το πράγμα, έτσι ώστε να μιλάει από μόνο του, όπως το απάνθρωπο πρόσωπο εκείνης της γυναίκας που φωτογραφήθηκε κάποτε στο Μπάντεν – Μπάντεν, στο οποίο δεν χρειαζόταν να προστεθεί η κάμερα της τηλεόρασης, ο λόγος ή κάτι άλλο».
7 – 03/12/2006