«Η μοίρα του πολιτισμού της Δύσης, η μοίρα του ανθρώπου, πολύ απλά, απειλούνται σήμερα. (…) Ολοι οι ταξιδιώτες, όλοι οι ξένοι που ζουν εδώ και καιρό στην Απω Ανατολή μάς το βεβαιώνουν: μέσα σε δέκα χρόνια, τα μυαλά άλλαξαν περισσότερο απ’ ό,τι μέσα σε δέκα αιώνες.
Την παλιά, εύκολη υποταγή διαδέχθηκε μια σκοτεινή εχθρότητα, και, μερικές φορές, ένα πραγματικό μίσος που δεν περιμένει παρά την κατάλληλη στιγμή για να περάσει στη δράση. Από την Καλκούτα ώς τη Σαγκάη, από τις στέπες της Μογγολίας μέχρι τις πεδιάδες της Ανατολίας, η Ασία βασανίζεται από μια κρυφή επιθυμία απελευθέρωσης. Η υπεροχή στην οποία ήταν συνηθισμένη η Δύση, από την ημέρα που ο Ζαν Σομπιέσκι σταμάτησε οριστικά την έφοδο των Τούρκων και των Τατάρων κάτω από τα τείχη της Βιέννης(1), δεν αναγνωρίζεται πια από τους Ασιάτες. Αυτοί οι λαοί προσδοκούν να αποκαταστήσουν την ενότητά τους ενάντια στον λευκό άνθρωπο, του οποίου διακηρύσσουν την καταστροφή»(2):
Με αυτά τα λόγια, το 1927, ο Ανρί Μασίς, πολυγραφότατος και σημαντικός συγγραφέας, ξεκινούσε μια σταυροφορία ενάντια στους κινδύνους που συσσωρεύονταν απέναντι στις αξίες και το πνεύμα της Ευρώπης – τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, ταύτιζε με τις αξίες και το πνεύμα της Γαλλίας. Κατά βάθος, δεν είχε τελείως άδικο: παντού διαφαινόταν και τότε η επικείμενη εξέγερση των αποικιοκρατούμενων λαών.
Σε ένα πλαίσιο διαφορετικό αλλά ανάλογο με εκείνο της πρώτης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο περιόδου, το οποίο σημαδεύεται από την αναδιοργάνωση του κόσμου προς όφελος νέων δυνάμεων, όπως η Κίνα και η Ινδία, σήμερα ξαναζωντανεύουν οι ίδιοι φόβοι.
Δανειζόμενοι τη μανιχαϊστική αντίληψη της Ιστορίας ως μιας συνεχούς αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Πολιτισμό και στη Βαρβαρότητα, αρκετοί συγγραφείς, συχνά διάσημοι, μας επιβιβάζουν σε μια μηχανή για να ανατρέξουμε πίσω στο χρόνο και να βρούμε τις ρίζες του «πολέμου των 2.500 χρόνων» – σύμφωνα με τον υπότιτλο του έργου του Αντονι Πάγκντεν, «Worlds at war» (Κόσμοι σε πόλεμο)(3)- που αιματοκυλά ακόμα τον πλανήτη.
Ο καθηγητής Πάγκντεν που έχει διδάξει στα πιο έγκυρα πανεπιστήμια – Οξφόρδης, Κέιμπριτζ και Χάρβαρντ, σκιαγραφεί, σε περίπου 500 σελίδες, έναν πίνακα της παγκόσμιας ιστορίας: «Μια φλόγα άναψε στην Τροία, η οποία έμελλε να καίει ασίγαστη μέσα στους αιώνες, ενώ τους Τρώες διαδέχονταν οι Πέρσες, τους Πέρσες οι Φοίνικες, τους Φοίνικες οι Πάρθοι, τους Πάρθους οι Σασανίδες, τους Σασανίδες οι Αραβες, τους Αραβες οι Τούρκοι (…).
»Οι γραμμές της αντιπαράθεσης τροποποιήθηκαν, το ίδιο και η ταυτότητα των αντιπάλων. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονταν εκείνο που τις χώριζε παρέμεινε σταθερός, πατώντας στις συσσωρευμένες ιστορικές μνήμες – ορισμένες αρκετά σωστές και άλλες τελείως λανθασμένες».
Παρά τη μικρή αυτή επιφύλαξη για τις «τελείως λανθασμένες» μνήμες, ο συγγραφέας επαναλαμβάνει, στο ξετύλιγμα του συλλογισμού του, τη δυαδική οπτική, της οποίας το θεμελιώδες επεισόδιο είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε Ελληνες και Πέρσες, όπως καταγράφηκε από τον ιστορικό Ηρόδοτο.
Η θέση του Ηρόδοτου
Ο Ηρόδοτος δείχνει, σύμφωνα με τον Πάγκντεν, ότι «αυτό που χώριζε τους Πέρσες από τους Ελληνες ή τους Ασιάτες από τους Ευρωπαίους ήταν πιο βαθύ από τις μικρές πολιτικές συγκρούσεις.
»Ηταν η αντίληψη του κόσμου, η αντίληψη του τι σήμαινε να είσαι και να ζεις ως ανθρώπινο ον. Και ενώ οι ελληνικές πόλεις, και ευρύτερα οι πόλεις “της Ευρώπης” είχαν πολύ διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετικούς τύπους κοινωνιών και ήταν αρκετά εξοικειωμένες με το να προδίδουν η μία την άλλη εάν αυτό τις βόλευε, δεν έπαυαν να διαθέτουν κοινά στοιχεία αυτής της αντίληψης. Μπορούσαν όλες να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στη δουλεία και την ελευθερία και μοιράζονταν όλες αυτό που θεωρούμε σήμερα μια ατομικιστική αντίληψη της ανθρωπότητας».
Ο Πολ Κάρτλετζ, καθηγητής ελληνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, δεν λέει κάτι διαφορετικό στο βιβλίο του για τις Θερμοπύλες, αυτή «τη μάχη που άλλαξε τον κόσμο»(4): «Αυτή η σύγκρουση, η σύγκρουση ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους άλλους Ελληνες, από τη μια πλευρά, και τις περσικές ορδές (στις οποίες συμμετείχαν και Ελληνες), από την άλλη, ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα στην ελευθερία και τη δουλεία και γινόταν αντιληπτή ως τέτοια τόσο εκείνη την εποχή όσο και στη συνέχεια (…).
»Η Μάχη των Θερμοπυλών, συμπερασματικά, ήταν μια καμπή όχι μόνο της ιστορίας της κλασικής Ελλάδας, αλλά της ιστορίας του κόσμου…», γράφει στην εισαγωγή.
Δεν είναι, μήπως, και ο οικονομολόγος Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο οποίος, στα μέσα στου 19ου αιώνα, βεβαίωνε ότι η Μάχη του Μαραθώνα ήταν «πιο σημαντική από τη Μάχη του Χάστινγκς(5), ακόμη και για τη βρετανική ιστορία»;
Στον πρόλογό του, ο Πολ Κάρτλετζ δεν κρύβει την ιδεολογική προοπτική του: «Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και της 7ης Ιουλίου στο Λονδίνο έδωσαν στο σχέδιο [κατανόησης της έννοιας της Μάχης των Θερμοπυλών] έναν νέο, επείγοντα και σημαντικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο της πολιτιστικής συνάντησης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση». Μία «συνάντηση» που δεν είναι άλλο παρά η σύγκρουση ανάμεσα σε «δεσποτισμό» και «ελευθερία»…
Αυτή η πανεπιστημιακή απεικόνιση εκλαϊκεύτηκε στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Ζακ Σνάιντερ για τη Μάχη των Θερμοπυλών με τίτλο «300» -προβλήθηκε το 2007- βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο κόμιξ των Φρ. Μίλερ και Λ. Βάρλεϊ. Η ταινία, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην αμερικανική αγορά, διαρκεί δύο ολόκληρες ώρες και μοιάζει με παιχνίδι βίντεο γεμάτο από ωραία μυώδη αρσενικά, «ντοπαρισμένα» με αμφεταμίνες, που αντιμετωπίζουν θηλυπρεπείς βαρβάρους (μαύρους ή «μεσανατολικού τύπου») τους οποίους μπορούν να σκοτώνουν εν ψυχρώ.
«Κανένας αιχμάλωτος», φωνάζει ο ήρωας βασιλιάς Λεωνίδας, εκείνος που, στην αρχή της ταινίας, σκοτώνει τον πέρση πρεσβευτή: για τους άγριους δεν αξίζει να εφαρμόζονται οι πιο ιεροί νόμοι της ανθρωπότητας. Ο πολιτισμός είναι, λοιπόν, η εξόντωση των Βαρβάρων!
Ηδη, το 1898, ο Χάινριχ φον Τράισκε, ένας γερμανός ειδικός στις πολιτικές επιστήμες, υποστήριζε μια θέση που, για αρκετούς συγχρόνους του, φαινόταν ως κοινότοπη: «Το διεθνές δίκαιο δεν μετατρέπεται παρά σε απλές φράσεις εάν θέλουμε να εφαρμόσουμε τις αρχές του στους βάρβαρους λαούς. Για να τιμωρήσουμε μία φυλή νέγρων, πρέπει να κάψουμε τα χωριά τους. Δεν θα πετύχουμε τίποτε εάν δεν δώσουμε τέτοια παραδείγματα. Εάν, σε παρόμοιες καταστάσεις, η Γερμανική αυτοκρατορία εφάρμοζε το διεθνές δίκαιο, δεν θα επρόκειτο για ανθρωπισμό ή για δικαιοσύνη, αλλά για μια αισχρή αδυναμία».
Επίδειξη δύναμης
Και οι Γερμανοί δεν έδωσαν αποδείξεις «αδυναμίας» όταν εξόντωσαν τους Χερέρος, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αφρικής (Ναμίμπια), ανάμεσα στο 1904 και το 1907, πραγματοποιώντας την πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα, η οποία, μαζί με αρκετές άλλες αποικιακές «πολιτικές», χρησίμευσε ως μοντέλο και ως προάγγελος για τη γενοκτονία των εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία αρκετά χρόνια αργότερα.
Ούτε μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Σπαρτιάτες της ταινίας «300» για «αδυναμία». Σκοτώνουν τα δύσμορφα παιδιά και απαγορεύουν στις γυναίκες να μετέχουν στη Γερουσία. Οσο για τον πόλεμο, αντιπροσωπεύει το άκρον άωτον της ολοκλήρωσης των ανδρών.
Ο Φρανκ Μίλερ, αυτός που συνέλαβε το έργο κόμιξ, δεν κρύβει τις ιδεολογικές επιλογές του: «Η χώρα μας (οι Ηνωμένες Πολιτείες) όπως και ο ολόκληρος ο δυτικός κόσμος αντιμετωπίζουν σήμερα έναν υπαρξιακό εχθρό, ο οποίος γνωρίζει ακριβώς τι θέλει», έχει δηλώσει.
Ο Πολ Κάρτλετζ ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει περσική πηγή για τους Μηδικούς πολέμους, κανένας αυτόχθων Ηρόδοτος. Ωστόσο, έχουν συσσωρευτεί αρκετές γνώσεις για τις Περσικές αυτοκρατορίες, οι οποίες αλλάζουν την προοπτική.
Ο Τουράζ Νταριάι, καθηγητής αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Καλιφόρνιας (Φούλερτον)(6), υπενθυμίζει ότι η δουλεία ελάχιστα εφαρμοζόταν εκεί -ενώ υπήρχε σε μεγάλη κλίμακα στην Ελλάδα και ότι το καθεστώς των γυναικών δεν ήταν «κατώτερο» από αυτό που υπήρχε στην Ελλάδα ενώ η πρώτη γνωστή χάρτα των δικαιωμάτων του ατόμου δόθηκε από τον Κύρο τον Μεγάλο σε ένα κείμενο που τα Ηνωμένα Εθνη αποφάσισαν, το 1971, να μεταφράσουν σε όλες τις γλώσσες και το οποίο περιλαμβάνει κυρίως τη θρησκευτική ανοχή, την κατάργηση της δουλείας, την ελευθερία επιλογής επαγγέλματος κ.λπ.
Ευλογημένα… γένια
Τι πιο φυσικό, λοιπόν, από το ότι οι Ελληνες παρουσίασαν -κυρίως μέσω του Ηρόδοτου, ωστόσο λιγότερο γελοιογραφικά από τους κληρονόμους τους- τη νίκη τους ως μία νίκη ενάντια στη Βαρβαρότητα;
Από τον καιρό που υπάρχουν οι πόλεμοι, οι πρωταγωνιστές φορούν τη μάσκα θαυμάσιων αρχών. Οι πόλεμοι που διεξάγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν δεν είναι, άραγε, για τους ηγέτες τουλάχιστον, οι πόλεμοι του Καλού ενάντια στο Κακό;
Τίθεται, όμως, ένα ερώτημα: Γιατί, έπειτα από 4.500 χρόνια, τέτοια ξαφνική μανία με τους Ελληνες;
Ο Μαρσέλ Ντετιέν, καθηγητής στο Τζον Χόπκινς και διευθυντής σπουδών στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, προσφέρει μια ειρωνική εξήγηση: «Το ότι “η Ιστορία μας αρχίζει με τους Ελληνες”, όπως έγραφε ο Λαβίς στο έργο του “Instructions” (“Οδηγίες”)(7), πρέπει να το διδάξουμε στους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και μάλιστα χωρίς να το αντιληφθούν. Η Ιστορία μας αρχίζει με τους Ελληνες που ανακάλυψαν την ελευθερία και τη δημοκρατία, που μας πρόσφεραν το Ωραίο και τη γεύση του Οικουμενικού. Είμαστε οι κληρονόμοι του μοναδικού πολιτισμού που πρόσφερε στον κόσμο “την τέλεια και σχεδόν ιδανική έκφραση της ελευθερίας”. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ιστορία μας πρέπει να αρχίζει με τους Ελληνες. Σε αυτή την πρώτη πεποίθηση ήρθε να προστεθεί μια άλλη, εξίσου ισχυρή με την πρώτη: “Οι Ελληνες δεν είναι σαν τους άλλους”. Πώς, άλλωστε, θα μπορούσαν, αφού βρίσκονται στην αρχή της Ιστορίας μας; Δύο ουσιαστικές προτάσεις για μια εθνική μυθολογία που εκφράζει σχεδόν όλους τους παραδοσιακούς ουμανιστές και ιστορικούς που έχουν πάθος με το έθνος(8)».
Και ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι μας αρέσει να πιστεύουμε «όχι μόνο ότι το πολιτικό ή η πολιτική έπεσαν από τον ουρανό, μια ωραία ημέρα στην “κλασική” Αθήνα, με τη θαυματουργή και επικυρωμένη μορφή της δημοκρατίας, αλλά ότι είναι αυτονόητο πως μια εξαίσια γραμμική Ιστορία μάς οδηγεί από τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση μέχρι τις δυτικές κοινωνίες μας, οι οποίες είναι πεπεισμένες ότι έχουν την αποστολή να προσηλυτίσουν όλους στην αληθινή θρησκεία της δημοκρατίας».
Η αντίληψη μιας «εξαιρετικής» Ευρώπης, μιας άμεσης γενεαλογίας ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και στη σημερινή Ευρώπη, περνώντας από την Αναγέννηση -όρος τον οποίο εφηύρε, ας θυμηθούμε, ο ιστορικός Ζιλ Μισελέ κατά τον 19ο αιώνα- «κλονίστηκε από πολλά αγγλοσαξονικά έργα χωρίς, πολύ συχνά, το μήνυμά τους να αγγίξει τις γαλλικές ακτές(9)».
Στο βιβλίο του με τίτλο «The Eastern Origins of Western Civilisation», ο Τζον Μ. Χόμπσον υποστηρίζει ότι είναι αδύνατοn να γίνει κατανοητή η Ιστορία του κόσμου ξεχνώντας την Ανατολή.
Αυτή η «σιωπή» αντανακλά τρεις μεγάλες παραλείψεις. «Κατ’ αρχάς, η Ανατολή γνώρισε τη δική της οικονομική ανάπτυξη μετά το έτος 500. Στη συνέχεια, δημιούργησε και συντήρησε μια παγκόσμια οικονομία. Τέλος, και το κυριότερο, η Ανατολή συνέβαλε κατά τρόπο ενεργό και σημαντικό στην ανάδυση της Δύσης εφευρίσκοντας και εξάγοντας στην Ευρώπη τις τεχνολογίες της, τους θεσμούς και τις ιδέες της».
Ποιος γνωρίζει ότι η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση ξεκίνησε τον 11ο αιώνα, στην Κίνα των Σονγκ; Το βασίλειο εκείνο παρήγαγε 125.000 τόνους σιδήρου το 1078, ενώ χρειάστηκε να περιμένουμε μέχρι το 1788 για να φτάσει η Μεγάλη Βρετανία τους 76.000 τόνους.
Οι Κινέζοι κατείχαν επίσης προηγμένες τεχνικές, κυρίως την παραγωγή μέσω χυτηρίων και είχαν ήδη υποκαταστήσει τους ξυλάνθρακες με τους λιθάνθρακες για να λύσουν τα προβλήματα της αποδάσωσης στην αυτοκρατορία.
Παρακολουθούμε, ακόμη, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, μια επανάσταση στις μεταφορές, στην ενέργεια (με τους υδρόμυλους), στην καθιέρωση των φόρων και της οικονομίας του εμπορίου, στην ανάπτυξη των μεγάλων πόλεων, μια πράσινη επανάσταση με μια αγροτική παραγωγικότητα την οποία η Ευρώπη δεν θα έφτανε παρά μόνο στον 20ό αιώνα.
Ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, η Κίνα παρέμεινε «primum inter pares» («πρώτη μεταξύ ίσων») μέχρι το 1800, ενώ η παγκόσμια οικονομία είχε περιγραφεί από ορισμένους ως σινοκεντρική παρά το γεγονός ότι η Ινδία, από την πλευρά της, κατείχε επίσης σημαντική θέση.
Αρκετές από τις τεχνικές της, τις ιδέες και τους θεσμούς της έφτασαν στις ακτές της Ευρώπης και βοήθησαν στην ανάδυση του σύγχρονου καπιταλισμού. Η βρετανική Βιομηχανική Επανάσταση, για παράδειγμα, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη βοήθεια της Κίνας. Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για τη θέση των μεγάλων μουσουλμανικών αυτοκρατοριών.
Ευρωκεντρικά ερωτήματα
Για τον Χόμπσον, οι «ευρωκεντριστές» θέτουν δύο τύπους ερωτημάτων: «Τι που επέτρεψε στη Δύση το πέρασμα προς την καπιταλιστική νεωτερικότητα»; «Τι είναι εκείνο που εμπόδισε την Ανατολή να πετύχει το ίδιο πέρασμα»;
Ομως, τα ερωτήματα προϋποθέτουν πως η κυριαρχία της Δύσης ήταν αναπόφευκτη και υποχρεώνουν τον ιστορικό να αναζητήσει όλα όσα εξηγούν την κυριαρχία στο παρελθόν. «Η άνοδος της Δύσης γίνεται, έτσι, κατανοητή μέσα σε μια λογική ενύπαρξης, η οποία δεν μπορεί να αναλυθεί παρά από παράγοντες ενδογενείς στην Ευρώπη». Οδηγεί, συνεπώς, στο να θεωρήσουμε την Ανατολή και τη Δύση δύο οντότητες που χωρίζονται από ένα πολιτιστικό σινικό τείχος. Ακριβώς αυτό που… μας προστατεύει από τις εισβολές βαρβάρων.
Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι «βάρβαροι»; Επικρίνοντας τον Λεβί-Στρος για τον οποίο βάρβαρος είναι εκείνος που πιστεύει στη βαρβαρότητα, ο Τσβετάν Τοντόροφ απαντά: «Είναι αυτός που πιστεύει ότι ένας πληθυσμός ή ένα άτομο δεν είναι πλήρες μέλος της ανθρωπότητας και αξίζει μεταχείριση την οποία θα αρνιόταν κατηγορηματικά να εφαρμόσει στον εαυτό του».
Στο νέο βιβλίο του, «La Peur des barbares» («Ο φόβος των βαρβάρων»), ο Τοντόροφ συνεχίζει έναν στοχασμό που ξεκίνησε εδώ και καιρό, κυρίως στο έργο «Nous et les autres, la reflexion francaise sur la diversite humaine» («Εμείς και οι άλλοι, η γαλλική σκέψη για την ανθρώπινη ποικιλία»)(10), ένα μεστό έργο το οποίο θα έπρεπε όλοι να διαβάσουν. «Ο φόβος των βαρβάρων είναι αυτό που απειλεί να μας κάνει βάρβαρους. Και το κακό που θα κάνουμε θα ξεπερνά αυτό που φοβόμασταν στην αρχή», γράφει.
«Αν διαθέτουμε έναν όρο με απόλυτο περιεχόμενο, τον όρο “βάρβαρος”, το ίδιο θα συμβεί και με τον αντίθετό του. Πολιτισμένος είναι, σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, αυτός που μπορεί να αναγνωρίζει πλήρως την ανθρωπιά των άλλων», εξηγεί.
Αυτό γίνεται σε δύο φάσεις: με την κατανόηση ότι οι άλλοι έχουν τρόπους ζωής διαφορετικούς από τους δικούς μας και με την αποδοχή ότι είναι φορείς της ίδιας με τη δική μας ανθρωπιάς, πράγμα το οποίο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε οτιδήποτε έρχεται από αλλού, ούτε ότι βυθιζόμαστε στον σχετικισμό. Είναι ένα σύνθετο διάβημα που λίγοι δυτικοί διανοούμενοι δέχονται να αναλάβουν.
Και ο Τοντόροφ σημειώνει:
«Για καιρό, η σκέψη του Διαφωτισμού χρησίμευσε ως πηγή έμπνευσης σε ένα μεταρρυθμιστικό και φιλελεύθερο ρεύμα, το οποίο καταπολεμούσε τον συντηρητισμό στο όνομα της οικουμενικότητας και του ίσου σεβασμού για όλους.
»Γνωρίζουμε ότι σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει και ότι η σκέψη αυτή διεκδικείται από τους συντηρητικούς υπερασπιστές της ανώτερης δυτικής σκέψης, που πιστεύουν ότι είναι ταγμένοι σε έναν αγώνα ενάντια στον “σχετικισμό” που αναδύθηκε από τη ρομαντική αντίδραση, στις αρχές του 19ου αιώνα. Δεν μπορούν να το κάνουν παρά με τίμημα τον ακρωτηριασμό της πραγματικής παράδοσης του Διαφωτισμού, ο οποίος άρθρωσε την οικουμενικότητα των αξιών και τον πλουραλισμό των πολιτισμών. Πρέπει να βγούμε από τα στερεότυπα: αυτή η σκέψη δεν συγχεόταν ούτε με τον δογματισμό (ο πολιτισμός μου πρέπει να επιβληθεί σε όλους) ούτε με τον μηδενισμό (όλοι οι πολιτισμοί αξίζουν). Το να τη θέσουμε στην υπηρεσία της άρνησης των άλλων ώστε να δικαιούμαστε να τους υποτάξουμε ή να τους καταστρέψουμε αντιπροσωπεύει μια πραγματική ομηρία του Διαφωτισμού».
Κατασκευή ταυτότητας
Πρόκειται, άραγε, για «ομηρία», ή ορισμένα στοιχεία της σκέψης του Διαφωτισμού ευνόησαν αυτήν την υπεξαίρεση; Για τον Χόμπσον, η κατασκευή της ευρωπαϊκής ταυτότητας του 18ου και του 19ου αιώνα επέτρεψε την επιβεβαίωση μιας «εξαιρετικότητας» που δεν διεκδίκησε ποτέ κανένας άλλος πολιτισμός: «Οι Ευρωπαίοι δεν προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τον κόσμο επειδή μπορούσαν να το κάνουν (όπως λένε οι υλιστικές εξηγήσεις), αλλά γιατί πίστευαν ότι όφειλαν να το κάνουν. Οι ενέργειές τους υπαγορεύονταν από την ταυτότητά τους και θεωρούσαν τον ιμπεριαλισμό μια πολιτική ηθικά αποδεκτή».
Ωστόσο, πολλοί Ευρωπαίοι, αλληλέγγυοι στους αντιαποικιακούς αγώνες ή στους λαούς του Νότου, αρνήθηκαν αυτήν την οπτική, συχνά στο όνομα του Διαφωτισμού.
Η συζήτηση αξίζει να συνεχιστεί…
(1) Μάχη της 12ης Σεπτεμβρίου 1683, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Οθωμανοί ηττήθηκαν από την Ιερά Συμμαχία, την οποία αποτελούσαν οι Πολωνοί, οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί.
(2) «Defense de l’Occident», Plon, Παρίσι, 1927.
(3) ΣτΕ: Βλ. http://www.nytimes.com/2008/03/23/booksreview/Chua-t.html?_r=1&fta=y Στα ελληνικά κυκλοφορεί το «Λαοί και αυτοκρατορίες: Οι Ευρωπαίοι και ο υπόλοιπος κόσμος από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας», εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2004.
(4) Cartledge Paul, «Θερμοπύλες: Η μάχη που άλλαξε τον κόσμο», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2008.
(5) Μάχη που έγινε το 1066 και στην οποία ο τελευταίος αγγλοσάξονας βασιλιάς αντιτάχθηκε στον Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Η νίκη του Γουλιέλμου σημάδεψε την έναρξη της κατάκτησης της Αγγλίας.
(6) «Go tell the Spartan», 14 Μαρτίου 2007, http://www.iranian.com/ Daryaee/2007/March/300/index.html
(7) Ο Ερνέστ Λαβίς γεννήθηκε το 1842 και έπαιξε σημαντικό ρόλο δημιουργία του μαθήματος της Ιστορίας κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δημοκρατίας.
(8) «Les Grecs et nous», Perrin, Παρίσι, 2005, σελ. 16-17.
(9) Βλέπε, για παράδειγμα, Janet Abu-Lughod, Before European Hegemony: The World System Α.D. 1250-1350, Oxford University Press 1991; Andre Gunder Frank, Reorient: Global economy in the Asian age, University of California Press, Berkeley, 1998; Kenneth Pomeranz, The Great divergence: China, Europe and the making of the world modern economy, Princeton University Press, 2000; Jack Goody, The Theft of History, Cambridge University Press, 2006.
(10) Le Seuil, συλλογή «Points Essais», 2001 (πρώτη έκδοση 1989).
* Ο ALAIN GRESH είναι αναπληρωτής διευθυντής της «Le Monde diplomatique».