Μια πρώτη ιστορική προσέγγιση
Το τάνγκο… γεννήθηκε και μεγάλωσε μαζί, στους ίδιους τόπους και την ίδια εποχή (περίπου 1880-1920) με το αργεντίνικο αναρχικό κίνημα, σαν παιδιά που δεν είναι από τους ίδιους γονείς αλλά παίζουν στην ίδια γειτονιά και μοιράζονται τα ίδια βιώματα: στην περίπτωσή μας, την παντοειδή στέρηση που γεννά τη θλίψη, αλλά και το όραμα της ουτοπίας για ένα καλύτερο αύριο…
Ένα μεγάλο, σκουριασμένο σκαρί πιάνει σκάλα στο Μπουένος Άϊρες, μια χειμωνιάτικη μέρα εκεί γύρω στα 1890…ας φανταστούμε ότι το λένε «Λιγουρία» και φτάνει θαλασσοδαρμένο από την ομώνυμη ιταλική περιφέρεια και το λιμάνι της Γένοβας. Κάποιες εξαντλημένες απ’ το μακρύ ταξίδι φιγούρες, με εμφάνιση που παραπέμπει σε κομμάτια του μωσαϊκού της φτωχολογιάς, αποβιβάζονται με το αργό βήμα που υπαγορεύει ο φόβος για το άγνωστο, καθώς και το πιο άτιμο τρωκτικό, χειρότερο κι απ’ αυτά που συνάντησαν στα βρώμικα καταστρώματα: η νοσταλγία. Ο ρυθμός όμως σταθερός: η ελπίδα κι η περιέργεια δίνουν την πρώτη ώθηση…
Πολλοί απ’ αυτούς, όπως και από τους αντίστοιχους Ισπανούς και άλλους πολλούς που κατέβηκαν από τα παρακείμενα αραξοβόλια, εκτός από φτωχοί, είναι και περήφανοι για την εργατική τους καταγωγή. Και κάτι παραπάνω: έφυγαν κυνηγημένοι για τις ιδέες και τη δράση τους ως επαναστάτες ενάντια σε ό,τι οι ίδιοι θεωρούν κοινωνική αδικία κι εκμετάλλευση.
Είναι αυτοί που μεταξύ άλλων στο εξής, αφενός θ’ αποτελέσουν τη μαγιά που θα δώσει το ιδιαίτερο μουντό χρώμα της καθημερινής ζωής στα conventillos και στα arrabales του Buenos Aires και του Montevideo (τις παραγκουπόλεις και τις γειτονιές τους), και αφετέρου, μαζί με πολλούς ντόπιους κρεολούς και κυρίως τους ελευθερόφρονες γκάουτσος της Πάμπας, θ’ αποτελέσουν ένα από τα μαζικότερα και πιο μαχητικά ελευθεριακά-αναρχικά κινήματα του κόσμου, εκείνο της Αργεντινής.
“ Un Viejo verde que gasta su dinero
emborrachando a Lulu con el champan
hoy le nego el aumento a un pobre obrero
que le pidio un pedazo mas de pan »
(« Ένας γερο-ξεκούτης που ξοδεύει τα λεφτά του
Για να μεθύσει με σαμπάνια τη Λουλού,
Σήμερ’ αρνήθηκε δυο ψίχουλα να δώσει παραπάνω
σ’ ένα φτωχό εργάτη που αύξηση του ζήτησε αυτουνού»)
Juan Carlos Marabia Catάn
Η ελεύθερη μετάφραση των στίχων αυτών από ένα tango του συνθέτη που μαζί με τον Άνχελ Βιγιόλντο έγραψε το πασίγνωστο “El Choclo”(«Το Καλαμπόκι»), είναι ενδεικτική της σχετικά άγνωστης εκείνης διάστασης του τάνγκο που επηρεάστηκε από τους παραπάνω αφανείς ήρωές μας.
Το τάνγκο δεν έγινε ποτέ ο κύριος πολιτισμικός τρόπος έκφρασής τους, όπως συνέβη με την πρόγονό του milonga, στην οποία οι payadores libertarios (ελευθεριακοί τροβαδούροι) προσέδωσαν μια σαφώς πολιτική διάσταση, τραγουδώντας με τις κιθάρες τους για την επανάσταση και τους ήρωές της γύρω από τις φωτιές της πάμπας.
Όμως γεννήθηκε και μεγάλωσε μαζί, στους ίδιους τόπους και την ίδια εποχή (περίπου 1880-1920) με το αργεντίνικο αναρχικό κίνημα, σαν παιδιά που δεν είναι από τους ίδιους γονείς αλλά παίζουν στην ίδια γειτονιά και μοιράζονται τα ίδια βιώματα: στην περίπτωσή μας, την παντοειδή στέρηση που γεννά τη θλίψη, αλλά και το όραμα της ουτοπίας για ένα καλύτερο αύριο, τη μοναξιά, τον επίμοχθο αγώνα για τον επιούσιο και τη συντροφικότητα που αυτός συνεπάγεται, την οργή για τη στυγνή εκμετάλλευση του εργάτη αλλά και τον έρωτα, τις βραδινές τσάρκες με τις μικρές αποδράσεις στα μπορντέλα, στα ποικίλα στέκια αλλά και στις λέσχες των εργατικών συνδικάτων.
Έτσι στάθηκε αναπόφευκτη μια όσμωση ανάμεσά τους, που οδήγησε σε μια σχέση όπως αυτή που διαγράφεται στους παραπάνω στίχους: αν και υπάρχουν, δεν συνιστούν τον κανόνα τραγούδια και προσωπικότητες του τάνγκο που να μιλούν ξεκάθαρα για τον αναρχισμό, όμως η ανατρεπτική κοινωνική κριτική, η σκωπτική-δηκτική διάθεση απέναντι στα «κακώς κείμενα»,η αμφισβήτηση καθοσιωμένων αντιλήψεων που διακρίνουμε σε πολλούς γνωστούς δημιουργούς και τα κομμάτια τους ήταν (σύμφωνα και με δική τους παραδοχή) άμεσο αποτέλεσμα της ισχυρής επιρροής που ασκούσε με τη δράση και την κουλτούρα του το δραστήριο ελευθεριακό κίνημα, ειδικά την εποχή που κυριαρχούσε συντριπτικά ανάμεσα στις άλλες τάσεις, δηλ. ανάμεσα στα 1900-1930.
Δεν είναι του παρόντος μια λεπτομερέστερη παράθεση στοιχείων. Παρακάτω θα αναφέρουμε κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις δημιουργών και τραγουδιών που ήταν θιασώτες ή επηρεάστηκαν από τις εν λόγω ιδέες. Έχουμε λοιπόν (ενδεικτικά) τον Άνχελ Βιγιόλντο (βλ. π.χ. το “Matufias o el arte de vivir”-«Απάτες ή ή Τέχνη του ζην»), τον Ενρίκε Σάντος Ντισέπολο (βλ. π.χ. το “Cambalache”-«Ανακατωσούρα»), τον Cάtulo Castillo, συνθέτη του πασίγνωστου “La ultima curda” (βλ. το “El Ultimo cafiolo”-«Ο τελευταίος…χαφιές»!), τον Βιρχίλιο Εσπόζιτο (βλ. το “Oro falso”-«κάλπικος χρυσός»), τον Εβαρίστο Καρριέγο, που έγραφε ποιήματα στην αναρχική εφημερίδα «Η Διαμαρτυρία», που εκδίδεται ανελλιπώς από το 1896 ως σήμερα, τον Αντόνιο Ποδεστά (βλ.το “Como abrazo a un rencor”- «Σαν αγκαλιά με μια πικρία», που μιλάει για τις διώξεις των αναρχικών από την αστυνομία), τον Μάριο Μπατιστέγια (βλ. το “Al pie de la Santa Cruz”, που μιλάει για τη μεγάλη απεργία των αγρεργατών στην Σάντα Κρουζ της Παταγωνίας το 1921, που κατέληξε σε μακέλεμα 1500 απεργών από το στρατό) κ.α.
(Για όσους ενδιαφέρονται περαιτέρω και ξέρουν ισπανικά, υπάρχει μεταξύ άλλων στο internet το βιβλίο “Las ideas libertarias y la Cuestion Social en el Tango” – «Οι ελευθεριακές ιδέες και το Κοινωνικό Ζήτημα στο Τάνγκο», του Javier Campo, εκδ. Editorial Reconstruir).