Ο γνωστός ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ έδωσε στο γαλλικό περιοδικό «Sciences Humaines» τη συνέντευξη που ακολουθεί.
– Τι σημαίνει συγκεκριμένα το ότι είσαστε «μαρξιστής ιστορικός» για τον δικό σας τρόπο προσέγγισης της Ιστορίας του 19ου και του 20ού αιώνα;
«Για έναν μαρξιστή, η Ιστορία είναι πρώτα απ’ όλα μια επιστήμη που ασχολείται με την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους. Αυτή η εξέλιξη πραγματοποιείται με μιαν ανανεωτική δράση -δηλαδή με μια όλο και περισσότερο συνειδητή δράση- της ανθρώπινης εργασίας πάνω στη φύση. Με βάση τα κριτήρια της γεωλογίας ή ακόμη και της παλαιοντολογίας, πρόκειται για μιαν εξαιρετικά σύντομη Ιστορία. Δέκα χιλιάδες χρόνια μάς χωρίζουν από την επινόηση της γεωργίας, που επέτρεψε τη διαρκή συσσώρευση ενός παραγωγικού πλεονάσματος σε σχέση με την κατανάλωση και επομένως τη διαρκή αξιοποίησή του για σκοπούς ταυτόχρονα πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς. Αυτή η αξιοποίηση έγινε μέσα από ένα μηχανισμό προνομιακής ιδιοποίησης αυτού του πλεονάσματος από τις ηγετικές θεσμικές τάξεις και μέσα από τον καταμερισμό της εργασίας στο χώρο σε διάφορες κλίμακες, πόλεων, τοπικές, εθνικές και σήμερα παγκόσμιες. Αυτοί οι μηχανισμοί ποτέ δεν έπαψαν να λειτουργούν. Από τις αρχές του 18ου αιώνα παρακολουθούμε μιαν απολύτως εξαιρετική επιτάχυνση αυτής της εξέλιξης και μάλιστα σε μια κλίμακα όλο και περισσότερο παγκόσμια, χάρη στη διάδοση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, του οποίου η βάση είναι αρχικά βιομηχανική και στη συνέχεια καθορίζεται όλο και περισσότερο από την τεχνολογία. Ο καπιταλισμός πολλαπλασίασε εντυπωσιακά την παραγωγική ικανότητα της ανθρωπότητας και συνεχίζει ακόμη να το κάνει. Στα τελευταία πενήντα χρόνια, η επιτάχυνση και οι μετασχηματισμοί που πηγάζουν από αυτήν μας έριξαν σε μιαν εποχή, όπου όλη η μακρά διάρκεια του Φερνάν Μπροντέλ συμπυκνώνεται στον βραχύ χρόνο της ιστορίας των γεγονότων ή ακόμη και της εμπειρίας της ατομικής ζωής.
Ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσουμε την παγκόσμια ιστορία αυτών των τελευταίων αιώνων είναι με αφετηρία την ιστορική ανάλυση των μηχανισμών, του ρυθμού και των λειτουργιών της καπιταλιστικής οικονομίας, ανάλυση της οποίας ο Καρλ Μαρξ υπήρξε ο πρόδρομος. Αυτό προσπάθησα να κάνω στα έργα μου που είναι ιστοριογραφικές συνθέσεις και αναφέρονται στους δύο τελευταίους αιώνες. Και αυτό προϋποθέτει, όπως και στον Μαρξ, τη συνεχή κριτική αυτών των διαδικασιών του καπιταλισμού».
– Σε αυτό το πλαίσιο επιτάχυνσης της Ιστορίας, ποια είναι η δική σας θεώρηση για την τωρινή κατάσταση του κόσμου και ιδιαίτερα για τη «γενική κρίση των συστημάτων», που αναλύετε στο έργο σας «Η εποχή των άκρων»;.
«Νομίζω ότι η τωρινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη σύμπτωση μιας σειράς διαπλεκόμενων κρίσεων. Το σύνολο αυτών των κρίσεων πηγάζει από αυτή την απολύτως εξαιρετική επιτάχυνση της πορείας της Ιστορίας, ιδιαίτερα στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Η πιο πρόδηλη από αυτές τις κρίσεις είναι το ότι ο άνθρωπος, με αυτή την τεχνολογική και οικονομική επιτάχυνση, έφτασε στο σημείο να θέτει υπό αμφισβήτηση τους ίδιους τους όρους της ύπαρξής του. Τα περιβαλλοντικά ζητήματα είναι το πιο ορατό παράδειγμα. Ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν σήμερα ότι δεν έχουμε παρά μόνο μια πιθανότητα 50% να επιβιώσουμε μετά τον 21ο αιώνα. Οφείλω να πω ότι η παρέκταση της καμπύλης της ανθρώπινης ιστορίας φαίνεται να οδηγεί σε καταστροφή. Γίνεται, μάλιστα, δύσκολο να πούμε πώς θα μπορέσουμε να την αποφύγουμε. Το ζητούμενο είναι να μάθουμε πώς η ανθρωπότητα θα μπορέσει να επιβιώσει από αυτή την καταστροφή».
– Δεν νομίζετε, παρ’ όλα αυτά, ότι η παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζεται και από αιτήματα για πολιτικούς χώρους πέραν του κράτους-έθνους, από αιτήματα κοσμοπολιτικά, που θα επιτρέψουν να πραγματοποιήσουμε τις ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία ενός κοινού παγκόσμιου χώρου;
«Και σε αυτό το ζήτημα οι προοπτικές δεν είναι καλές. Γιατί έχουμε φτάσει ακριβώς σε αυτό το σημείο αντίφασης που είχε προβλέψει ο Μαρξ, όπου η παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη παίρνει τέτοια μορφή ώστε δεν είναι πλέον βιώσιμη. Αν στους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας παρακολουθούμε μια πραγματική παγκοσμιοποίηση των δομών του κεφαλαίου, από την πλευρά της πολιτικής, το πρόβλημα σήμερα είναι να βρούμε θεσμούς παγκόσμιας κλίμακας που να μπορούν να οργανώνουν, να διευθύνουν, να παίρνουν παγκόσμιες αποφάσεις. Μια από τις τωρινές λύσεις, που είναι επικίνδυνη, είναι η αναζήτηση μιας μοναδικής ηγεμονικής υπερδύναμης, η οποία θα μπορεί να ασκεί παγκόσμια κυριαρχία: οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η βούληση για κυριαρχία είναι απολύτως καταδικασμένη σε αποτυχία. Και αυτή η αποτυχία θα γίνει πιο φανερή στις προσεχείς δεκαετίες.
Δυστυχώς αυτή η ηγεμονική βούληση δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί πολύ σοβαρές εθνικές και διεθνείς εντάσεις. Σε αυτή την πολιτική κρίση προστίθεται και μια άλλη βαθύτερη κρίση των ανθρώπινων κοινωνικών και πολιτιστικών δομών. Διαμορφωμένες στο παρελθόν, μέσα από ασύνειδες διαδικασίες εξέλιξης, που εξασφάλιζαν μιαν ορισμένη ισορροπία, μιαν ορισμένη μακροπρόθεσμη σταθερότητα, αυτές οι κοινωνικές και πολιτιστικές δομές δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην εκρηκτική δύναμη του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων από τον καπιταλισμό, εκείνη που αναλύεται για παράδειγμα στο “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος”. Αυτή η κρίση γίνεται φανερή με αφετηρία τη δεκαετία του 1960. Είναι μια κρίση που καταστρέφει χωρίς να δημιουργεί εναλλακτικές λύσεις. Η εργασία μου ως ιστορικού είναι να αναλύσω το πώς φτάσαμε ώς εδώ. Και ίσως, μέσα από αυτές τις αναλύσεις, να βοηθήσω στο να προσδιοριστούν τα προβλήματα και οι λύσεις που έχουμε μπροστά μας».