Αυτές τις μέρες -των προβληματικών Ευρωεκλογών- είναι έντονη η αίσθηση ότι ο δημόσιος διάλογος είναι προβληματικός. Όχι μόνο στο πως στήνεται, στο ποιοι συμμετέχουν και στο τι λένε και γιατί, αλλά ως προς κάθε τι που τον απαρτίζει (ή απουσιάζει απ’ αυτόν). Πρόκειται και για παράγοντες που αφορούν την ίδια τη φύση του. Δεν εννοούμε μ’ αυτό ότι ο δημόσιος διάλογος πρέπει να πάψει να υπάρχει, αλλά ότι το πλαίσιο στο οποίο υπάρχει τον καθιστά ανήμπορο να λειτουργήσει. Αυτό που πρέπει να αλλάξει δεν είναι οι συνομιλητές ή τα καφενεία αλλά ολόκληρη η κοινωνική οργάνωση.
Ας δούμε μερικά συμπτώματα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που μόλις κατοχύρωσε ένα ποσοστό πάνω από 10% στη φοιτητική νεολαία, είναι ένα κόμμα που αγνοεί την ύπαρξή του το 98% των ψηφοφόρων (δεν υπερβάλλω). Η χαϊδεμένη ΔΡΑΣΗ, το νέο κόμμα που δημιούργησε ο κομματοπλάστης Μάνος διαμαρτύρεται στα τηλεοπτικά δελτία και απειλεί ότι δε θα ανεχτεί αποκλεισμούς από το δημόσιο διάλογο. Οι οικολόγοι αυτή τη βδομάδα εμφανίστηκαν με εκπροσώπους πρώτη τους φορά (!) σε κανάλια για να χαιρετίσουν την ανάδειξή τους σε τρίτο κόμμα από τους δημοσκόπους. Ακόμα δεν έχω ακούσει καμία θέση αυτού του κόμματος που απουσιάζει συνειδητά από το δημόσιο διάλογο. Τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν σταματήσει να λένε τη θέση τους εδώ και πολύ καιρό. Εδώ και χρόνια αναλώνονται σε μια εξονυχιστική ανάπτυξη του λόγου της σκανδαλολογίας από τη πλευρά των σκανδαλιάριδων.
Πρόκειται για μια μετάλλαξη του δημοσίου διαλόγου σε κάτι πλήρως ανορθολογικό. Όχι ότι παλιότερα ο δημόσιος λόγος ήταν υγιής ή λογικός, αλλά για τον προσεκτικό αναγνώστη ήταν εύκολο να καταλάβει τι συμβαίνει. Τα οικονομικά συμφέροντα, η αυτονόμηση της τέταρτης εξουσίας, η αστική ιδεολογία, μπορούσαν να τοποθετηθούν κατά καιρούς ως μεταβλητές στις εξισώσεις και να δώσουν λύσεις. Σήμερα αυτό μοιάζει αδύνατο. Οι μεταβλητές έχουν πολλαπλασιαστεί, π.χ. οι προθέσεις των δημοσκόπων πέραν των επιθυμιών αυτών που τους ζητούν να στήσουν μια δημοσκόπηση, η διαδικασία συσσώρευσης δημοσιότητας ως το χαϊδεμένο αδερφάκι της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Οι παράγοντες δεν είναι άπειροι, και το τι συμβαίνει δεν είναι πλήρως παράλογο έτσι ώστε να ήταν παράλογο το να κάνουμε κάτι. Αλλά είναι γεγονός ότι πλέον οι παράγοντες που επιδρούν στη πραγματικότητα (και η πραγματικότητα η ίδια), δεν είναι στη πλειοψηφία τους λογικοί αλλά ανορθολογικοί. Αυτό που επιδρά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Και το κυριότερο: οι σημαντικότερες μεταβλητές δεν είναι αυτές που λέγονται, αλλά αυτές που αποσιωπούνται και οι μηχανισμοί που αγκομαχούν για να τις αποκρύψουν Στη περίπτωσή μας, ο Δεκέμβρης.