Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο, ο έλεγχος, η επιτήρηση και καταγραφή της δραστηριότητας των πολιτών, αποτελούν πλέον ένα δεδομένο χαρακτηριστικό του. Τα Κράτη παγίωσαν ένα καθεστώς γενικευμένης καταστολής, χρησιμοποιώντας το ιδεολόγημα της «ασφάλειας» και μια υποτιθέμενη «τρομοκρατία» ως φόβητρο για να διασφαλίσουν και να εδραιώσουν την έννομη τάξη στο εσωτερικό τους.Ένα πλέγμα παρακολούθησης με εκατοντάδες κάμερες στους δρόμους, στους χώρους εργασίας, σε γήπεδα, πάρκα, κτίρια… μαζί με νεοσύστατα σώματα ασφαλείας, εταιρίες ιδιωτικής ασφάλειας και υπερεξελιγμένα τεχνολογικά μέσα (υποκλοπές συνομιλιών, παρακολούθηση στο ίντερνετ, δορυφόροι κ.α.).Ακολουθεί απόσπασμα απο τοπική εφημερίδα του Ρεθύμνου για το γεγονός.
Στα αρχεία των διωκτικών αρχών και σε χέρια τρίτων συνομιλίες δεκάδων Ρεθυμνιωτών
Οι πολίτες δεν θα πρέπει να αισθάνονται καθόλου άνετοι και ασφαλείς όταν συνομιλούν τηλεφωνικά με συγγενείς, φίλους, συνεργάτες ή ακόμα και με τους ερωτικούς τους συντρόφους. Γι’ αυτό και θα πρέπει να αναθεωρήσουν πιθανόν την τακτική τους σε σχέση με την χρήση του τηλεφώνου τους και να την περιορίσουν στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατόν.
Μην σκεφτεί κάποιος ότι αφού δεν έχει διαπράξει ποινικά κολάσιμο αδίκημα δεν υφίσταται και λόγος να παρακολουθούν οι κρατικές μυστικές ή εθνικές υπηρεσίες τις τηλεφωνικές του συνομιλίες. Δεν είναι καθόλου απίθανο, να έχει κριθεί ύποπτος κάποιος άλλος, ο οποίος τον καλεί στο τηλέφωνο και τότε αυτόματα και μοιραία παρακολουθούνται και οι δυο. Και δεν είναι καθόλου ευχάριστο, στην τηλεφωνική παρέα να είναι αόρατος αλλά παρών και ένας τρίτος που καταγράφει τις προσωπικές τους συζητήσεις και τις καταχωρεί στα αρχεία της ΓΑΔΑ ή της ΕΥΠ.
Ο υπερκοριός της ΕΥΠ, το υπερπροηγμένης τεχνολογίας μηχάνημα πολλαπλής συνακρόασης, για περισσότερους από τρεις μήνες είχε εγκαταστήσει ένα μεγάλο αυτί πάνω από το Ρέθυμνο, παρακολουθώντας κάθε συνομιλία και κίνηση αλλά και ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων, ατόμων που είχαν κριθεί ύποπτα από την ΕΛΑΣ για την απαγωγή του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου. Μπορεί στην έκθεση απομαγνητοφώνησης χιλιάδων σελίδων που βρίσκεται στην δικογραφία που αφορά τους 16 κατηγορούμενους να περιλαμβάνονται μόνο «ύποπτες συνομιλίες» ωστόσο στα περίπου εκατό cd’s ακούγονται οι φωνές δεκάδων ανθρώπων γενικότερα από την Κρήτη αλλά ειδικότερα από το νομό Ρεθύμνου, που ανύποπτοι συνομιλούσαν με εκείνους των οποίων τα τηλέφωνα είχε τεθεί σε παρακολούθηση. Που θα πάνε για καφέ, που θα φάνε, που θα διασκεδάσουν το βράδυ, πόσα χρωστάνε και σε ποιους ή ποιοι τους χρωστάνε, με ποιες τράπεζες έχουν συναλλαγές, με πόσο «φέσι» πουλάνε τον χυμό ή το ποτό, ποιους συμπαθούν ή ποιους αντιπαθούν, ποιες είναι οι πολιτικές-κομματικές τους προτιμήσεις και άλλες πολύ προσωπικές τους συνομιλίες, φακελώθηκαν από τα τέλη Φεβρουαρίου έως τις αρχές Ιουλίου από τις διωκτικές αρχές, επειδή έτυχε να είναι φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, προμηθευτές ή συνεργάτες των δυο τότε υπόπτων και σήμερα κατηγορούμενων ως μέλη του συνδικάτου του εγκλήματος της ομάδας των 16. Το πλέον σοβαρό είναι ότι το υλικό αυτό, εφόσον δεν είχε καμία σχέση με την έρευνα των αρχών, δεν καταστράφηκε αλλά «διανεμήθηκε» σε τρίτα χέρια. Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι δεν διασφαλίζονται τα προσωπικά δεδομένα και παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών.