Δραματική έκκληση για κοινή συστράτευση όλων των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και του λαού, ώστε να βγει η χώρα από την κρίση απηύθυνε από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου πριν αποδεχτεί το δεύτερο πακέτο σκληρών μέτρων μετά την άτυπη σύνοδο κορυφής των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε μια προσπάθεια να προκαταλάβει εύλογες κοινωνικές αντιδράσεις δεν δίστασε να υπογραμμίσει ότι παρατεταμένα μπλόκα, απεργίες και στάσεις, θα προκαλέσουν αναχώματα στην προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Από την άλλη μεριά, εργαζόμενοι και συνταξιούχοι είναι εκείνοι που καλούνται να πληρώσουν το τίμημα της διεθνούς κερδοσκοπίας των αφεντικών. Σε κάθε περίπτωση, το βάρος της διάσωσης της οικονομίας πέφτει στους ώμους εκείνων που ουδεμία ευθύνη φέρουν και το οποίο πρέπει να επωμιστούν αγόγγυστα.
Με πρόσχημα την οικονομική κρίση, ενοχοποιούνται τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και τα όποια “δικαιώματά” τους ως «εμπόδια» στις επιλογές των κυρίαρχων, ενώ οι τελευταίοι απαλλάσουν τους εαυτούς τους από τις υποχρεώσεις τους έναντι των αδύναμων και της υπόλοιπης κοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο στρέφουν προς τα κάτω το κόστος της δικής τους σταθεροποίησης, που είτε με τον παρεμβατισμό του πρόσφατου παρελθόντος είτε με το φιλελευθερισμό σήμερα, σε τελευταία ανάλυση επιθυμούν να βάλουν τους ανθρώπους στα πλαίσια που εξουσιαστικά και κυριαρχικά όριζαν ως μονόδρομο.
Η απόκτηση της αναγκαίας κοινωνικής συναίνεσης επαφίεται κατά κύριο λόγο στις απειλές και κινδυνολογίες περί «αποχώρησης από τη ζώνη του ευρώ», «χρεοκοπίας» κτλ. ενώ το Κράτος αναδιπλώνεται στον κατασταλτικό του ρόλο προκειμένου να προλάβει και να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες κοινωνικές αντιδράσεις. Αν μετά το δεύτερο παγκόσμιο εξουσιαστικό πόλεμο τα μοντέλα επιβολής βασίζονταν στην υπόσχεση της προόδου και της κοινωνικής συνοχής για όλους τους ανθρώπους, σήμερα οι υποσχέσεις συρρικνώνονται κυρίως στην καταπολέμηση της ανασφάλειας, στην επέκταση της αστυνόμευσης και της καταστολής.
Ως ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της κυριαρχίας, η οικονομική καταστολή πολλές φορές λειτουργούσε ικανοποιητικότερα σε σχέση με άλλες μορφές, αφού, ιστορικά, η κοινωνία συντηρητικοποιούνταν μπροστά στον κίνδυνο μιας οικονομικής κρίσης ενώ εμφάνιζε όλα εκείνα τα φαινόμενα (ρατσισμός, εθνικισμός, ξενοφοβία κτλ.) που εξυπηρετούσαν καλύτερα τους εκμεταλλευτές της σύμφωνα με την εγγυημένη και πετυχημένη συνταγή του “διαίρει και βασίλευε”. Εκτός αυτού, η σταδιακή εξαθλίωση σε συνάρτηση με το φόβο της ανεργίας και των επακόλουθών της, την υποχρέωναν να επωμιστεί έναν παθητικό ρόλο θεατή της ίδιας της τής εκμετάλλευσης. Πόσο όμως μπορεί να υποφέρει υπομονετικά την αφάνταστη μιζέρια ακόμα και τον αργό θάνατο που προέρχεται από την εξαθλίωση; Πόσο μπορεί να καταπνίγει την απόγνωσή της από μια παθητική υπακοή και να συναινεί στο οικονομικό αδιέξοδο που την έχουν οδηγήσει οι κυρίαρχοι;