Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 ένα είδος τρομοϋστερίας έχει καταλάβει τον πλανήτη μας. Κηρύσσοντας έναν ανένδοτο πόλεμο κατά της Αλ Κάιντα οι ΗΠΑ ουσιαστικά κήρυξαν έναν άτυπο Δ’ Παγκόσμιο Πόλεμο (έπειτα από δύο θερμούς κι έναν ψυχρό πόλεμο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα) κατά της «διεθνούς τρομοκρατίας» –έναν πόλεμο χωρίς εμφανή στον ορίζοντα ημερομηνία λήξης.
Επενδύοντας πολιτικά στο Φόβο και στην ανασφάλεια των δημοκρατικών κοινωνιών, οι Αμερικάνοι νεοσυντηρητικοί, που προωθούν την ιδέα της Αυτοκρατορίας, εκμεταλλεύτηκαν όσο το δυνατόν περισσότερο τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 για να επιβάλλουν τη δική τους «Αυτοκρατορία του Τρόμου» σε ολόκληρο τον πλανήτη μας. Κυνηγώντας το φάντασμα της Αλ Κάιντα κι έναν αόρατο εχθρό που ακούει στο όνομα «ισλαμική τρομοκρατία», τα νεοσυντηρητικά γεράκια των ΗΠΑ βρήκαν το τέλειο πρόσχημα για να δρομολογήσουν προαποφασισμένα σχέδια, τα οποία ανοίγουν το δρόμο για ένα «Νέο Αμερικανικό Αιώνα». Η επέμβαση στο Αφγανιστάν (2001), η επίθεση και η κατάληψη του Ιράκ (2003) και η κυοφορούμενη «προληπτική επίθεση» κατά του πυρηνικοποιημένου Ιράν, δεν θα συνέβαιναν ποτέ χωρίς την πολιτική εκμετάλλευση από τους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούς της 11ης Σεπτεμβρίου και της τρομοϋστερίας που εκδηλώθηκε στους κόλπους της αμερικανικής κοινωνίας και των Δυτικών κοινωνιών γενικότερα.
Λένε ότι ο πόλεμος είναι η τρομοκρατία των ισχυρών και αντίστοιχα, ότι η τρομοκρατία είναι ο πόλεμος των αδυνάτων. Πέρα από την αλήθεια που μπορεί να κρύβει αυτή η φράση είναι γεγονός ότι στην εποχή μας η λέξη τρομοκρατία έχει λάβει μυθικές διαστάσεις. Ολόκληρος ο κόσμος αισθάνεται ξαφνικά ότι βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας από τους απανταχού τρομοκράτες. Τα ατομικά και δημοκρατικά δικαιώματα περιορίζονται υπό το πρόσχημα πάντα της ασφάλειας και της προστασίας της «δημοκρατίας των φιλήσυχων νοικοκυραίων» από την απειλή της τρομοκρατίας. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, όπου κυριαρχεί η παγκοσμιοποίηση του φόβου, η δημοκρατία εκφυλίζεται σταδιακά από μορφή άσκησης λαϊκής κυριαρχίας σε μηχανισμό κατασκευής προσχεδιασμένης συναίνεσης. Στην προκείμενη μάλιστα περίπτωση η συναίνεση αυτή αφορά στην άνευ όρων υποστήριξη των Δυτικών κοινωνιών στον ατελεύτητο αγώνα της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ κατά της «διεθνούς τρομοκρατίας», η οποία επιτελεί το ρόλο των σύγχρονων «βαρβάρων» –το αρχέτυπο της απειλής κάθε Αυτοκρατορίας.
Για μια ακόμη φορά στην πρόσφατη ιστορία οι ΗΠΑ εμφανίζονται ως οι υπερασπιστές της ελευθερίας, των δημοκρατικών αξιών, των δικαιωμάτων του «ελεύθερου κόσμου», κλπ. κατά της απειλής των «κακών τρομοκρατών», που ζηλεύουν τα πολύκλαυστα φιλελεύθερα ιδεώδη μας και επιθυμούν, παρακινούμενοι θα έλεγε κανείς από μια μηδενιστική παρόρμηση, την κατάλυση της έννομης τάξης και την επιβολή της δικτατορίας του τρόμου. Στην πραγματικότητα όμως η ίδια η πολιτική των σημερινών ΗΠΑ συνιστά μια παγκόσμια «τρομοκρατική απειλή» σε βάρος των ελεύθερων λαών, των ανεξάρτητων κυβερνήσεων, των αυτόνομων κοινοτήτων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τόσο η στρατιωτική επιβολή, όσο και η επέκταση του θεσμικού και νομικού οπλοστασίου των ΗΠΑ, συνιστούν μια μορφή «τρομοκρατίας», απέναντι στην οποία οι λαοί είναι ουσιαστικά ανυπεράσπιστοι. Αν και διώκτες της, οι ΗΠΑ, αποτελούν στην ουσία τους πραγματικούς δημιουργούς της σύγχρονης τρομοκρατίας. Αυτό δεν αποτελεί απλώς σχήμα λόγου.
Οι ΗΠΑ, η μητρόπολη του σύγχρονου καπιταλισμού και επίκεντρο της πρώτης παγκόσμιας Αυτοκρατορίας, αποτελούν ταυτόχρονα και μήτρα μιας ιδιότυπης τρομοκρατίας «αναρχοδεξιού» τύπου, που στρέφεται κατά του αριστερίζοντα φιλελευθερισμού, της τεχνολογίας, του εκσυγχρονισμού και της βιομηχανικής κοινωνίας στο σύνολό της. Η περίπτωση του Τεντ Κατζίνσκι (Teodor Kaczynski), γνωστού και ως Unabomber, ενός μεγαλοφυούς καθηγητή μαθηματικών του Χάρβαρντ που μετατράπηκε στον πιο επικίνδυνο και ασύλληπτο τρομοκράτη στην ιστορία των ΗΠΑ, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγχρονης αμερικανικής τρομοπαράνοιας. Ο Unabomber, καθώς και το περίφημο μανιφέστο του, αποτελούν έναν ανίερο καθρέπτη στον οποίο αντανακλάται η φοβία της σύγχρονης Αμερικής απέναντι στη θεμελιώδη άποψη του Μαρξ ότι «η καπιταλιστική παραγωγή γεννά την ίδια της την άρνηση. Είναι η άρνηση της άρνησης». Η ιστορία του Unabomber, που περιγράφεται στη συνέχεια, είναι η ιστορία ενός «νεκροθάφτη του καπιταλισμού» και της βιομηχανικού κοινωνίας, ενός «νεκροθάφτη» που γέννησε ο σύγχρονος καπιταλισμός αμερικανικού τύπου. Είναι η ίδια του η άρνηση. Γι’ αυτό και η παρουσίαση του φαινομένου Unabomber καθώς και η μελέτη του περίφημου μανιφέστου του, αποτελούν ουσιαστικά μια μοναδική ευκαιρία κατάδυσης μέσα στο σύμπαν της αμερικανικής τρομοπαράνοιας. Η ιστορία του Unabomber είναι η ιστορία μιας εκτροχιασμένης μεγαλοφυΐας που στράφηκε ενάντια στην κοινωνία που τη γέννησε. Το δε μανιφέστο του δεν είναι το τεχνοφοβικό παραλήρημα ενός νεολουδδίτη φιλόσοφου αλλά ένα προφητικό κείμενο, που προφητεύει το οδυνηρό τέλος της βιομηχανικής κοινωνίας. Από αυτή την έννοια ο Τεντ Κατζίνσκι είναι ο πρώτος μεταμοντέρνος τρομοκράτης στην παγκόσμια ιστορία, ένα γνήσιο «γέννημα θρέμμα» της πιο παρανοϊκής πλευράς της αμερικανικής κοσμοθέασης. Έτσι, η ζωή και η δράση του Κατζίνσκι, η οποία περιγράφεται στο κείμενο που ακολουθεί, έχουν τεράστιο ενδιαφέρον στην εποχή της τρομολαγνείας που διανύουμε…
Η Ζωή Συνεχίζεται στις Υψίστης Ασφαλείας
Σήμερα ζει μέσα σ’ ένα μικρό κελί. Έχει αποφύγει τη θανατική ποινή, αλλά όχι και την ισόβια κάθειρξη. Οι διώκτες του θεώρησαν τη θανατική ποινή «εύκολη λύση». Ήθελαν να τον αφήσουν να σαπίσει στη φυλακή, να πεθάνει στο κελί του σε βαθιά γεράματα έχοντας επίγνωση του κακού που έκανε. Η ποινή του: τέσσερις φορές ισόβια, συν τριάντα χρόνια. Δεν ήταν όμως μόνο το ύψος της ποινής που τρομάζει, αλλά και το μέρος που την εκτίει. Πρόκειται για τις περιβόητες «Φυλακές της Φλωρεντίας», που βρίσκονται στο Κολοράντο.
Οι «Φυλακές της Φλωρεντίας» δεν έχουν καμιά σχέση με την ειδυλλιακή πόλη της ιταλικής Τοσκάνης. Πρόκειται ασφαλώς για φυλακές υψίστης ασφαλείας, κατασκευασμένες με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών, και χωρίς καμία πιθανότητα απόδρασης. Οι κρατούμενοι είναι υποχρεωμένοι να περνούν τις 23 ώρες του 24ώρου μέσα στα κελιά τους και η έξοδός από αυτά επιτρέπεται μόνο με την προϋπόθεση να είναι δεμένοι με χειροπέδες. Η επικοινωνία μεταξύ των κρατουμένων είναι σχεδόν αδύνατη ακόμη και με τη βοήθεια σημάτων μορς, καθώς τα κελιά είναι τέλεια ηχομονωμένα. Εκτός από τον Τεντ Κατζίνσκι, οι φυλακές φιλοξενούν άλλους 500 κρατουμένους, ορισμένοι εκ των οποίων ανήκουν στην «αφρόκρεμα» του αμερικανικού εγκλήματος, όπως ο αρχηγός της Μαφίας Τζον Γκότι (John Gotti). Ανάμεσα στους κρατούμενους βρίσκεται και ο βομβιστής της Οκλαχόμα Τίμοθι ΜακΒέιγκ (Timothy McVeigh), απέναντι στον οποίο ο Κατζίνσκι δεν έκρυψε ποτέ την περιφρόνησή του.
Παρά τους αυστηρούς κανονισμούς και τις δύσκολες συνθήκες ο Κατζίνσκι παραμένει πνευματικά αεικίνητος. Συνήθως συζητά με κάποιον μυστικό πράκτορα για την τρομοκρατική δράση του. Άλλες φορές γράφει κατεβατά ολόκληρα για το πώς ο βομβιστής της Οκλαχόμα Τίμοθι ΜακΒέιγκ έκανε μοιραία λάθη κι αποκαλύφθηκε έτσι η ταυτότητα του. Είναι γεμάτος από συμβουλές και ιδέες για το πώς θα γυρίσει κανείς τον κόσμο με λίγα χρήματα. Η μεγαλύτερή του ανησυχία; Είναι μήπως τον αποκαλέσει ο κόσμος τρελό και ακυρωθεί έτσι ο αγώνας του καθώς και το πολύκροτο «Μανιφέστο» του, που δημοσίευσε εκβιαστικά.
Τι Σημαίνει Unabomber;
Το πλήρες όνομα του είναι Τίοντορ Τζον Κατζίνσκι (Theodore John Kaczynski), αλλά πέρασε στην ιστορία ως Unabomber, που σημαίνει University and Airline Bomber, δηλαδή ένας από τους πιο μισητούς εχθρούς της αμερικάνικης βιομηχανικής κοινωνίας. Ο Κατζίνσκι, μια μαθηματική ιδιοφυΐα και πρώην καθηγητής μαθηματικών του Χάρβαρντ, υπήρξε για δύο σχεδόν δεκαετίες η «17 ΝΟΕΜΒΡΗ» των ΗΠΑ. Ένας ασύλληπτος, επικίνδυνος και αινιγματικός τρομοκράτης. Για 17 ολόκληρα χρόνια τρομοκρατούσε την πανεπιστημιακή κοινότητα των ΗΠΑ με τα δέματα-βόμβες που έστελνε ταχυδρομικώς. Για 17 ολόκληρα χρόνια παρέμεινε ασύλληπτος από το FBI, πραγματοποιώντας 17 βομβιστικές επιθέσεις, με 23 τραυματίες και τρεις νεκρούς. Ανάμεσα στα θύματα βρισκόταν ορισμένοι από τους μεγαλύτερους επιστήμονες των ΗΠΑ. Μέχρι τη σύλληψη του στις 3 Απριλίου του 1996 ο Unabomber είχε προλάβει να γίνει θρύλος, και να περάσει στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος και ο πιο παράξενος τρομοκράτης των ΗΠΑ του 20ου αιώνα. Προτού ωστόσο συλληφθεί από το FBI πρόλαβε, εκβιαστικά, να δημοσιεύσει το «Μανιφέστο» του σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες και περιοδικά των ΗΠΑ.
To λεγόμενο Μανιφέστο του Unabomber, που στην πραγματικότητα τιτλοφορούνταν Η Βιομηχανική Κοινωνία και το Μέλλον Της (Industrial Society and Its Future), ήταν μια τεχνοφοβικο-αναρχικο-φιλοσοφική μονογραφία 35.000 λέξεων, που κριτίκαρε όλες τις μορφές της σύγχρονης τεχνολογίας και καταδίκαζε τη βιομηχανική κοινωνία. Ανάγκασε τις εφημερίδες Ουάσιγκτον Ποστ, Νιου Γιορκ Τάιμς καθώς και το περιοδικό Penthouse να το δημοσιεύσουν τον Οκτώβριο του 1995 με το πρόσχημα ότι έτσι θα «έσωζαν ζωές», επειδή είχε απειλήσει πως στην αντίθετη περίπτωση θα τίναζε αεροπλάνα στον αέρα. Λίγο μετά τη δημοσίευση του «Μανιφέστου» ο Unabomber αναγνωρίστηκε από τον κατά οκτώ χρόνια μικρότερο αδελφό του Ντέιβιντ Κατζίνσκι, ο οποίος και τον κατέδωσε στο FBI έναντι αδράς αμοιβής –Ο Unabomber ήταν ήδη επικηρυγμένος για ένα εκατομμύριο δολάρια. Ύστερα από πολύμηνη παρακολούθηση το FBI πραγματοποίησε μια μεγάλη επιχείρηση, στην οποία πήραν μέρος ακόμη και ελικόπτερα, και στις 3 Απριλίου του 1996 συνέλαβε τον Unabomber μέσα στο απομονωμένο κρησφύγετό του στα βουνά της Μοντάνα…
Ένα «Παιδί-Θαύμα»
Όλα ξεκίνησαν στις 22 Μαΐου του 1942 σ’ ένα ήσυχο προάστιο του Σικάγο. Εκείνη την ημέρα γεννήθηκε ο πολωνικής καταγωγής Τίοντορ (Τεντ) Κατζίνσκι. Ο πατέρας του είχε ένα μικρό εργοστάσιο παρασκευής αλλαντικών. Η μητέρα του, Ουάντα, ήταν μια ευπρεπής καθηγήτρια που συνήθιζε να διαβάζει στο μικρό Τεντ άρθρα από το Scientific American, για να τον κάνει ευρυμαθή. Είχε μόνον έναν μικρότερο αδελφό, τον Ντέιβιντ, που γεννήθηκε το 1950. Σε ηλικία έξι μηνών ο Τεντ έπαθε ένα αλλεργικό σοκ το οποίο τον καθήλωσε για βδομάδες στο νοσοκομείο κι έτσι από χαρούμενο και φωνακλάδικο μωρό επέστρεψε ήσυχο και εσωστρεφές (κάτι που απασχόλησε τους μετέπειτα ειδικούς, οι οποίοι βάλθηκαν να ψυχαναλύσουν την διαταραγμένη του προσωπικότητα)…
Η καθηγήτρια μητέρα του τον πίεζε συνεχώς να είναι αριστούχος κι έτσι ο Τεντ τελείωσε το κολέγιο σε ηλικία μόλις 16 ετών. Ήταν ένα «παιδί-θαύμα». Είχε μια κλίση στα μαθηματικά και στη χημεία και οι καθηγητές του τον θυμούνται να ανακατεύει μπαταρίες, ηλεκτρόδια και νιτρικό κάλιο… Το 1958 συνέχισε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, όπου διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Πέρασε όλα τα τεστ χωρίς πρόβλημα και επέδειξε υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Αν και έμενε στην ακριβή φοιτητική εστία εντούτοις η επαρχιώτική συμπεριφορά του δεν άλλαξε και πολλοί τον θυμούνται ως ατημέλητο και «βρώμικο» φοιτητή. Την ίδια περίοδο που ο Κατζίνσκι φοιτούσε στο Χάρβαρντ μια ομάδα ψυχολόγων, με επικεφαλή τον Henry A. Murray, διεξήγαγαν πειράματα Mind Control σε 19 φοιτητές-πειραματόζωα. Ο νεαρός Τεντ Κατζίνσκι ήταν ένας από αυτούς…
Το 1962 ? Κατζίνσκι συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου εκτός από το διδακτορικό του στα μαθηματικά απέσπασε και πολλούς επαίνους από τους καθηγητές του. Από το 1967, δηλαδή σε ηλικία 25 ετών, μέχρι το 1969 δίδασκε μαθηματικά στο Μπέρκλεϊ και όλοι συμφωνούσαν πως τον περίμενε μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα. Ο ίδιος βέβαια φαίνεται πως είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του, απομονωνόταν από τον περίγυρό του και κλείνονταν στον εαυτό του. Ήταν απλησίαστος, δεν ενδιαφέρονταν για γυναίκες παρά μόνον για την επιστήμη του…
Επιστροφή στη Φύση
Και ξαφνικά μια μέρα το 1969 παραιτήθηκε, χωρίς να δώσει εξηγήσεις, από τη θέση του στο πανεπιστήμιο και «επέστρεψε στην άγρια Φύση». Εγκατέλειψε μια λαμπρή πανεπιστημιακή καριέρα για να γίνει ερημίτης. Δεν ήταν ο μόνος, καθώς την ίδια περίοδο εμφανίστηκε μια τάση φυγής ανάμεσα στους Αμερικανούς φοιτητές, και ιδιαίτερα στους γόνους των αστικών οικογενειών, που επηρεάστηκαν από το κίνημα των χίπις και την αμφισβήτηση του βιομηχανικού πολιτισμού και ήθελαν να «επιστρέψουν στη Φύση». Όπως έγραψε στις αρχές του 1970 και ο ίδιος ο Κατζίνσκι: «Ο καθένας μας χωριστά, εγκαταλείψαμε τον πολιτισμό για την ‘’έρημο’’ της πολιτείας της Μοντάνα».
Την ίδια χρονιά ο Κατζίνσκι αγόρασε ένα τελείως απομονωμένο αγρόκτημα στο Λίνκολ της Μοντάνα, κοντά στα Βραχώδη Όρη. Εκεί έφτιαξε μόνος του μια ξύλινη καλύβα, κατασκευασμένη ωστόσο με μαθηματική ακρίβεια πάνω στον άξονα Βορρά-Νότου, όπου έζησε χωρίς ηλεκτρικό, μελετούσε και κυνηγούσε για την τροφή του. Αυτή η ξύλινη καλύβα ήταν ταυτόχρονα κι ένα αυτοσχέδιο χημικό εργαστήριο, όπου ο Κατζίνσκι ανακάτευε επιδέξια επικίνδυνες χημικές ουσίες και μελετούσε την εκρηκτικότητα τους. Έξι χρόνια αργότερα (1978) εκεί θ’ αρχίσει να κατασκευάζει τις πρώτες βόμβες που θα έστελνε δια αλληλογραφίας…
Ταχυδρομικός Τρόμος
Στις 15 Ιουνίου του 1985 ο Τζέημς ΜακΚόνελ (James McConnell), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ψυχολογίας του Μίσιγκαν, έλαβε ένα ταχυδρομικό δέμα στο σπίτι του στο Ann Arbor του Μίσιγκαν. Ως αποστολέας αυτού του δέματος εμφανίζονταν ο Ραλφ Κλόπενμπουργκ (Ralph Kloppenburg) από το πανεπιστήμιο της Γιούτα. Στη συνημμένη επιστολή, που συνόδευε το δέμα, ο αποστολέας έγραφε στον ΜακΚόνελ πως «θα ήθελα πολύ να διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Ο καθένας στη θέση σας πρέπει να το διαβάσει». Ο «Kloppenburg» είχε υποστηρίξει επίσης στην επιστολή πως ήταν σπουδαστής της Συμπεριφορικής και μελετούσε την επιρροή της στην ανθρωπότητα.
Ο καθηγητής ΜακΚόνελ δεν ήταν άγνωστος στα Media. Ήταν δημοφιλής ανάμεσα στους ερευνητές επειδή έκανε την εργασία του στη συμπεριφοριστική επιστήμη να φαίνεται κατανοητή στο κοινό, ακόμη και διασκεδαστική.
Για έναν ακαδημαϊκό, όπως τον ΜακΚόνελ, δεν ήταν σπάνιο να του ζητήσει κάποιος να διαβάσει την εργασία του. Αλλά μόλις η ανυποψίαστη βοηθός του Ν. Σουίνο (N. Suino) άνοιξε γεμάτη περιέργεια το δέμα μια ισχυρή έκρηξη τράνταξε το δωμάτιο. Τα θραύσματα από την έκρηξη του δέματος-βόμβα τραυμάτισαν σοβαρά τη βοηθό του και τον ίδιο. Αμέσως διαμετακομίστηκε στο νοσοκομείο για ιατρική βοήθεια: «Ήμουν σχετικά τυχερός. Άλλοι έχουν χάσει τα δάχτυλα, τα άκρα ή ακόμα και τις ζωές του… Έχω θεραπευτεί από τότε. Εξαιτίας ωστόσο του δυνατού κρότου της έκρηξης μέσα στο σπίτι, έχασα εκείνη τη μέρα σχεδόν ολοκληρωτικά την ακοή μου…». Για ένα άτομο, που αγαπούσε τόσο πολύ τη μουσική όπως ο καθηγητής ΜακΚόνελ, ήταν μεγάλη απώλεια η μόνιμη ζημιά της ακοής του. Ωστόσο ο ΜακΚόνελ ήταν σχετικά τυχερός. Άλλα θύματα του Unabomber, που δέχθηκαν παρόμοια δέματα-βόμβες, ακρωτηριάστηκαν ή έχασαν ακόμη και τη ζωή τους.
Ο Κατάλογος των Επιθέσεων
Η τρομοκρατική δράση του Unabomber ξεκίνησε στις 25 Μαΐου του 1978 όταν ένας καθηγητής του πανεπιστημίου Νορθουέστερν του Ιλινόις δέχθηκε ένα δέμα το οποίο υποτίθεται πως ο ίδιος είχε αποστείλει σε άγνωστο παραλήπτη και του είχε επιστραφεί. Ο καθηγητής κάτι υποψιάστηκε και το παρέδωσε στην ασφάλεια του πανεπιστημίου. Ωστόσο ο φύλακας που το άνοιξε τραυματίστηκε σοβαρά.
Έπειτα από ένα χρόνο, στις 9 Μαΐου του 1979, στο ίδιο πανεπιστήμιο ένα δέμα-βόμβα βρέθηκε σε κοινόχρηστο χώρο. Το άνοιξε ένας φοιτητής κι αυτό έσκασε στα χέρια του.
Στις 15 Νοεμβρίου του 1979 ένα δέμα-βόμβα, ταχυδρομημένο προς άγνωστο προορισμό, καθώς μεταφερόταν με την πτήση 444 της American Airlines εκρήγνυται στο αεροπλάνο και προκαλεί ζημιές και αναγκαστική προσγείωση του αεροσκάφους. Δώδεκα επιβάτες τραυματίστηκαν.
Στις 10 Ιουνίου του 1980 μια επιστολή-βόμβα στέλνεται ταχυδρομικά στην οικία του προέδρου της αεροπορικής εταιρείας United Airlines και εκρήγνυται την ώρα που ο παραλήπτης της την ανοίγει τραυματίζοντάς τον.
Στις 8 Οκτωβρίου του 1981 μια βόμβα ανακαλύπτεται εγκαίρως στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα. Οι πυροτεχνουργοί την εξουδετερώνουν.
Στις 5 Μαΐου του 1982 στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ του Τενεσί καταφθάνει ένα ξύλινο κουτί με εκρηκτικό μηχανισμό. Παραλήπτης ο καθηγητής Πάτρικ Φίσερ. Η γραμματέας του το ανοίγει και τραυματίζεται.
Στις 2 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ βρήκε έναν μεταλλικό πυροσωλήνα και καθώς τον περιεργάζεται εκείνος εκρήγνυται και τον τραυματίζει.
Στις 15 Μαΐου του 1985, πάλι στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, μια βόμβα εκρήγνυται στην αίθουσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών τραυματίζοντας έναν φοιτητή.
Στις 13 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς ένα δέμα-βόμβα, ταχυδρομημένο στις 8 Μαΐου, ανακαλύπτεται από υπαλλήλους της αεροπορικής εταιρείας Boeing χωρίς να τραυματιστεί κανένας.
Στις 11 Δεκεμβρίου πάλι του 1985 μια βόμβα εκρήγνυται έξω από κατάστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών σκοτώνοντας τον ιδιοκτήτη του Χιου Κάμπελ Σκράτον, που είναι και ο πρώτος νεκρός του Unabomber.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1987 ένας περίεργος τύπος παρατηρήθηκε να τριγυρνά έξω από CAAMS INC, μια εταιρία ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Σωλτ Λέικ Σίτυ. Μια γραμματέας παρατήρησε ένα άτομο, που φορούσε μια μπλούζα με κουκούλα και γυαλιά αεροπόρου, να τοποθετεί κάτι που έμοιαζε με δέμα έξω από το κατάστημα. Μόλις ο ιδιοκτήτης της εταιρείας έσκυψε να σηκώσει το δέμα, η βόμβα εκρήγνυται και ο ίδιος τραυματίζεται.
Στις 22 Ιουνίου του 1993 ένα περίεργο μικρό δέμα-βόμβα στάλθηκε στην οικία του καθηγητή Ντέιβιντ Γκέλερντερ (David Gelernter) κι όταν αυτός το άνοιξε έσκασε στα χέρια του και τον τραυμάτισε σοβαρά. Ο Γκέλεντερ ήταν ένας γνωστός καθηγητής τεχνητής νοημοσύνης στο πανεπιστήμιο Γέηλ και συγγραφέας. Έγραψε τα βιβλία Mirror Worlds (1991), The Muse in the Machine (1994), 1939: The Lost World of the Fair (1995), Machine Beauty (1998) κ.α. και θεωρείται ως ένας κορυφαίος επιστήμονας στο τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ο οποίος έχει δημιουργήσει την πρωτοποριακή γλώσσα προγραμματισμού υπολογιστών παράλληλης επεξεργασίας, Linda. Αφού επέζησε τραυματισμένος από την επίθεση ο Γκέλερντερ έβγαλε τελικά ένα ακόμη βιβλίο με τίτλο Drawing Life: Surviving the Unabomber (Σχεδιάζοντας την ζωή: Eπιβιώνοντας από τον Unabomber).
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1994 ένα ακόμη ταχυδρομημένο δέμα-βόμβα φθάνει στην οικία του Τόμας Μοζέρ, στελέχους δημοσίων σχέσεων του δήμου της Νέας Υόρκης. Όταν εκείνος το άνοιξε το δέμα εκρήγνυται και τον σκοτώνει. Ήταν ο δεύτερος νεκρός.
Στις 24 Απριλίου του 1994 άλλο ένα δέμα-βόμβα καταφθάνει στα γραφεία του Σωματείου Υλοτόμων της Καλιφόρνια. Το ανοίγει ο πρόεδρος Γκίλμπερτ Μάρεϊ και από την ισχυρή έκρηξη σκοτώνεται επί τόπου. Ήταν ο τρίτος και ο τελευταίος νεκρός.
Επαφή με τον Τύπο
Την ίδια ακριβώς περίοδο της τελευταίας βομβιστικής επίθεσης ο Unabomber εγκαινιάζει μια «επαφή με τον Τύπο». Στέλνει επιστολή στους Νιου Γιορκ Τάιμς (New York Times) στην οποία αναφέρει πως θα ήθελε να διηγηθεί την ιστορία του και πως ετοιμάζει ένα κείμενο που θα ήθελε να δημοσιευτεί σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες και περιοδικά. Προκειμένου να δημοσιεύσει τις σκέψεις του και να τις διαδώσει στο ευρύ κοινό ο Unabomber αποφάσισε να δώσει ενδείξεις της ταυτότητάς του. Μια άλλη άποψη είναι ότι ο Unabomber δεν ήθελε με τίποτε να χάσει τα φώτα της δημοσιότητας από τον Τίμοθι ΜακΒέιγκ, γι’ αυτό και σκότωσε δύο ανθρώπους αμέσως μετά την βομβιστική επίθεση στην Oκλαχόμα και κατόπιν εγκαινίασε την επαφή του με τον Τύπο.
Τον Ιούνιο του 1995 ο Unabomber άλλαξε τακτική κι έστειλε στους Νιου Γιορκ Τάιμς, στην Ουάσιγκτον Ποστ (Washington Post) καθώς και στο περιοδικό Penthouse, ένα κείμενο 62 σελίδων για να το δημοσιεύσουν. Το κείμενο αυτό ονομάστηκε Μανιφέστο του Unabomber και καλούσε στην πραγματοποίηση μιας επανάστασης για την καταστροφή της βιομηχανικής κοινωνίας έτσι ώστε να σωθεί η ανθρωπότητα από την επικείμενη οικονομικο-τεχνολογική σκλαβιά. Ο Unabomber έθεσε ως όρους να δημοσιευθεί αυτό το κείμενο μέσα σε διάστημα τριών μηνών και υποσχέθηκε πως θα σταματούσε διαπαντός τις βομβιστικές του επιθέσεις! Έπειτα από συνεχείς συσκέψεις και συμβουλευόμενοι το FBI κι έπειτα από σχετικό αίτημα της Γενικής Εισαγγελίας του Τζάνετ Ρίνο, οι εκδότες των εφημερίδων αποφάσισαν τελικά να δημοσιεύσουν το Μανιφέστο του Unabomber για «λόγους δημόσιας ασφάλειας», με μόνο στόχο «να σώσουν ανθρώπινες ζωές».
Σύμφωνα με τον Ντέϊβιντ Γκέλεντερ, ενός από τους επιστήμονες-θύματα του Unabomber, η απόφαση για τη δημοσίευση του μανιφέστο από τις εφημερίδες ήταν δύσκολη: «Ήταν μια δύσκολη στιγμή για τις εφημερίδες. Το να που ναι θα ήταν σαν να υπέκυπταν στην τρομοκρατία, και δεν ήξεραν κατά πόσο έλεγε την αλήθεια. Από την άλλη πλευρά, αν έλεγαν ναι, ίσως να μπορούσαν να σταματήσουν τους σκοτωμούς. Υπήρχε, επίσης, η πιθανότητα να διαβάσει κάποιος το κείμενο και να πάρει μια ιδέα σχετικά με τον συντάκτη του. Κι αυτό ακριβώς συνέβη. Ο αδελφός του υπόπτου το διάβασε και θυμήθηκε κάτι. Θα τους έλεγα να μην το δημοσιεύσουν. Χαίρομαι που δεν με ρώτησαν» (David Gelernter, Drawing Life: Surviving the Unabomber. Σελ. 120)
Τελικά το κείμενο δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1995 και αυτό υπήρξε και η αρχή του τέλους του βομβιστή που συντάραξε για δύο δεκαετίες την Αμερική. Αφού το διάβασε ο αδελφός του Ντέιβιντ –σε αντίθεση με τον Τεντ ο Ντέϊβιντ ήταν χορτοφάγος, οικογενειάρχης, φιλήσυχος, ήρεμος και κοινωνικός…– έβαλε μπροστά τη διαδικασία του «καρφώματος» του, που οδήγησε στη στενή παρακολούθηση και στη σύλληψη του Unabomber στις 3 Απριλίου του 1996…
Το Μανιφέστο του Unabomber
Το Μανιφέστο του Unabomber ήταν ένα κείμενο 35.000 λέξεων με αναφορές στην πολιτική, στην ιστορία, στην κοινωνιολογία και στην επιστήμη. Μέσα σ’ αυτό το κείμενο ο βομβιστής-συγγραφέας χαρακτήριζε πάντα τον εαυτό του ως «τρομοκρατική ομάδα FC». Τα αρχικά FC σήμαιναν «Λέσχη Ελευθερίας» (Freedom Club), επειδή ο συγγραφέας ήθελε να δηλώσει πως ήταν πολλοί και όχι ένας. Το Μανιφέστο του Unabomber, που τιτλοφορούνταν επίσημα Η Βιομηχανική Κοινωνία και το Μέλλον της, διαπνέονταν από οικολογικό αναρχισμό, έντονη τεχνοφοβία, αντιαριστερισμό και μίσος προς την βιομηχανική ανάπτυξη.
Στο πρώτο μέρος του «Μανιφέστου» του ο Κατζίνσκι επιτίθεται και κριτικάρει την «υπερκοινωνικοποιημένη» Αριστερά, προσπαθώντας να αναλύσει το ψυχολογικού προφίλ του σύγχρονου αριστεριστή. Σύμφωνα με τον ίδιο τα κυριότερα χαρακτηριστικά των σύγχρονων αριστεριστών είναι τα «αισθήματα κατωτερότητας» και η «υπερκοινωνικοποίηση». Τα «αισθήματα κατωτερότητας» των αριστεριστών έχουν να κάνουν, κατά τον Κατζίνσκι, με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, με αισθήματα έλλειψης δύναμης, με τάσεις κατάθλιψης, ηττοπάθεια, ενοχή, μίσος για τον εαυτό μας κ.α. Ο Κατζίνσκι γράφει (παράγραφος 15) πως «οι αριστεριστές έχουν την τάση να μισούν οτιδήποτε αποπνέει την εικόνα του ισχυρού, του καλού και του επιτυχημένου. Μισούν την Αμερική, το Δυτικό πολιτισμό, μισούν τους λευκούς άνδρες, μισούν τη λογική…». Για τον Κατζίνσκι «τα αισθήματα κατωτερότητας του αριστεριστεριστή είναι τόσο ισχυρά, που δεν μπορεί να διανοηθεί τον εαυτό του ως ατομικά ισχυρό και χρήσιμο. Από εκεί ακριβώς απορρέει και η συλλογικότητά του» (παρ. 19). Τελικά ο Κατζίνσκι καταλήγει (παρ. 58) πως «η Αριστερά είναι εν μέρει ένα σύμπτωμα στέρησης σε σχέση με τη διαδικασία της δύναμης». Η αντιαριστερή ψύχωση του Unabomber είναι τέτοια, που ο πρώτος εκδότης του μανιφέστου του οδηγήθηκε στην ψυχαναλυτική υπόθεση πως ίσως «ο άνθρωπος αυτός ανήκε κάποτε σε μια Αριστερή ομάδα και κάποια κοπέλα, που επίσης μετείχε σ’ αυτήν, τον παράτησε για να πάει με κάποιον άλλο!»
Στο δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος του «Μανιφέστου» του ο νεολουδίτης Κατζίνσκι καταπιάνεται με την έννοια της ελευθερίας –«Ελευθερία σημαίνει να έχεις την εξουσία, όχι να ελέγχεις άλλους ανθρώπους, αλλά να ελέγχεις περιστάσεις της ίδιας σου της ζωής» (παρ. 94)– και της αυτονομίας και επιτίθεται στη βιομηχανική κοινωνία, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα τους τρόπους με τους οποίους ελέγχει τους ανθρώπους (ψυχολογική πίεση, χειραγώγηση, προπαγάνδα, διαφήμιση κ.α.). Ο ίδιος θεωρεί πως ο περιορισμός της ελευθερίας είναι αναπόφευκτος στη βιομηχανική κοινωνία και πως το Σύστημα, χρησιμοποιώντας την προπαγάνδα, «κάνει τους ανθρώπους να ΘΕΛΟΥΝ τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί γι’ αυτούς» (παρ. 117). Όσον αφορά στις τεχνολογικές εξελίξεις στο χώρο της γενετικής, ο τεχνοφοβικός Κατζίνσκι, πιστεύει πως αυτές «θα κάνουν το ανθρώπινο ον κατασκευασμένο προϊόν, παρά ελεύθερο δημιούργημα της τύχης» (παρ. 128). Για τον Κατζίνσκι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από τα βιομηχανικό-τεχνολογικό σύστημα είναι η επανάσταση, την οποία θεωρεί πολύ πιο εύκολη από τη μεταρρύθμιση, εφόσον μπορεί να δημιουργήσει έναν ολόκληρο νέο κόσμο.
Ένα από τα ζητήματα που ασχολείται εκτενώς ο Κατζίνσκι στο «Μανιφέστο» του είναι και ο έλεγχος της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «Φανταστείτε μια κοινωνία η οποία υποβάλλει τα μέλη της σε συνθήκες που τα κάνουν δυστυχισμένα και ύστερα τους προσφέρει ναρκωτικά για να τα απαλλάξει από τη δυστυχία» (παρ. 145). Τέτοιες «αποτελεσματικές μέθοδοι έχουν αναπτυχθεί για να κερδίζονται εκλογές, να πωλούνται προϊόντα, να επηρεάζεται η κοινή γνώμη. Η βιομηχανία της ψυχαγωγίας χρησιμεύει σαν ψυχολογικό εργαλείο του Συστήματος…» (παρ. 147). Σ’ ένα άλλο σημείο ο Κατζίνσκι παραδέχεται πως ένα άτομο έχει ευκολότερο δρόμο «αν σκέφτεται και ενεργεί με βάση τις προδιαγραφές του Συστήματος. Μ’ αυτή την έννοια το Σύστημα ευεργετεί το άτομο κάνοντας του πλύση εγκεφάλου για να συμβιβαστεί» (παρ. 148). Όσο γι’ αυτούς που υποτάσσονται στο Σύστημα: «Οι άνθρωποι που η συμπεριφορά τους είναι καθαρά κάτω από τον έλεγχο του Συστήματος είναι αυτοί που θα μπορούσε να ονομαστούν ‘’αστοί’’» (παρ. 161). Αυτοί «γίνονται επαρκώς υπάκουοι, ώστε η συμπεριφορά τους να μην αποτελεί απειλή» (παρ. 163).
Τέλος για το μέλλον της βιομηχανικής κοινωνίας ο Κατζίνσκι είναι απαισιόδοξος και θεωρεί πως η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί σε μια άνευ προηγουμένου σκλαβιά, κάτω από τον απόλυτο έλεγχο μιας ελίτ που θα ελέγχει το Σύστημα: «Εξαιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων, η ελίτ θα ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο στις μάζες, κι επειδή η ανθρώπινη εργασία δε θα είναι πλέον αναγκαία οι μάζες, θα είναι περιττές, ένα βάρος στο σύστημα. Εάν η ελίτ είναι ανελέητη, μπορεί απλώς ν’ αποφασίσει να εξοντώσει τις μάζες. Εάν έχει κάποια ανθρωπιά, η ελίτ μπορεί να χρησιμοποιήσει την προπαγάνδα ή κάποια άλλη ψυχολογική ή βιολογική τεχνική για να μειώσει τον ρυθμό των γεννήσεων έως ότου οι ανθρώπινες μάζες εκλείψουν αφήνοντας τον κόσμο στην ελίτ. Ή, αν η ελίτ αποτελείται από ήπιους φιλελεύθερους ανθρώπους, ίσως αποφασίσει να παίξει το ρόλο του καλού ποιμένα για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Η ελίτ θα φροντίσει να ικανοποιούνται οι φυσικές ανάγκες των ανθρώπων, να μεγαλώνουν τα παιδιά υπό υγιεινές συνθήκες και να έχουν όλοι οι άνθρωποι ένα χόμπι για να απασχολούνται. Όποιος εξακολουθεί να είναι ανικανοποίητος θα υποβάλλεται σε ‘’θεραπεία’’ για να ξεπεράσει το ‘’πρόβλημά’’ του. Φυσικά, η ζωή δε θα έχει κανένα νόημα και οι άνθρωποι θα πρέπει να υποβληθούν σε γενετική ή ψυχολογική μηχανική ‘’θεραπεία’’ για να χάσουν κάθε διάθεση συμμετοχής στις διαδικασίες της εξουσίας ή για να διοχετεύσουν την ορμή τους για εξουσία σε κάποιο ακίνδυνο χόμπι. Αυτά τα ανθρώπινα όντα μπορεί να είναι ευτυχισμένα σε μια τέτοια κοινωνία, αλλά είναι βέβαιο ότι δε θα είναι ελεύθερα. Θα έχουν υποβιβαστεί σε κατοικίδια ζώα»…
Τελικά τι είναι ο Τεντ Κατζίνσκι; Ένας παράφρονας εκκεντρικός εγκληματίας-μεγαλοφυΐα; Ένας τεχνοφοβικός τρομοκράτης ή ένας προφητικός φιλόσοφος, που προσπάθησε να εμποδίσει την αναπόφευκτη (;) πορεία της ανθρωπότητας προς μια νέα μορφή σκλαβιάς; Ένας παρανοϊκός αναρχοδεξιός οικολόγος ή ένας μεταμοντέρνος επαναστάτης; Ένας φαντασιόπληκτος μεγαλομανής ή ένας νεολουδίτης εσχατολόγος; Πιθανόν όλα αυτά μαζί και ταυτόχρονα ένα προϊόν του σύγχρονου βιομηχανοποιημένου αμερικανικού πολιτισμού. Όπως άλλωστε παραδέχτηκε και ο ίδιος: «Η Φαντασία δεν γεννά παραφροσύνη. Αυτό που γεννά την παραφροσύνη είναι η λογική!»
Γιώργος Στάμκος
30/8/2008
http://www.e-telescope.gr/