Στις αρχές του περασμένου απρίλη τα ΜΜΕ ξεκίνησαν να μεταδίδουν ειδήσεις σχετικά με ένα νέο τύπο γρίπης, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του στο μεξικό προκαλώντας αρκετά κρούσματα και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και θανάτους.
Ο ιός αυτός -γνωστός πλέον ως «γρίπη τύπου Α (Η1Ν1)» ή αλλιώς «γρίπη των χοίρων»- σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα, βρέθηκε να περιέχει γενετικό υλικό από τους ιούς της γρίπης των χοίρων, των ανθρώπων και των πτηνών. Σε μικρό χρονικό διάστημα άρχισαν να εντοπίζονται κρούσματα του ιού στις ΗΠΑ και σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ενώ στα τέλη του ίδιου μήνα η κυβέρνηση των ΗΠΑ με επίσημη ανακοίνωση έθεσε τη χώρα σε κατάσταση «υγειονομικής εκτάκτου ανάγκης». Λίγο αργότερα, στις 11 ιουνίου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανέβασε το επίπεδο συναγερμού για τον ιό της γρίπης των χοίρων στη μέγιστη βαθμίδα (φάση 6), κάνοντας δηλώσεις για «μια πανδημία σε εξέλιξη με εν δυνάμει καταστροφικές συνέπειες για τον πληθυσμό». Ταυτόχρονα, απομονωμένα στελέχη του νέου ιού, μετά από κατάλληλη γενετική τροποποίηση, μοιράστηκαν σε φαρμακευτικές εταιρίες –των οποίων τα ονόματα ποτέ δεν ανακοινώθηκαν επισήμως- και ο αγώνας δρόμου για την παρασκευή του νέου εμβολίου ξεκίνησε. Από τότε έως και σήμερα η νέα γρίπη παραμένει ένα από τα πιο hot θέματα των ΜΜΕ, ενώ κάθε λογής κυβερνητικοί εκπρόσωποι, γιατροί, δημοσιογράφοι και άλλοι «ειδικοί» έχουν αναλάβει να σπείρουν τον πανικό στο γενικό πληθυσμό σχετικά με τη νέα γρίπη και τον επερχόμενο «κίνδυνο», καθώς και να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα για την αποδοχή της όποιας κυβερνητικής στρατηγικής για τη διαχείριση της «πανδημίας».
Παρόλα αυτά, γεγονός παραμένει ότι η γρίπη των χοίρων από τη στιγμή που ήρθε στο προσκήνιο -πριν από έξι μήνες περίπου- έως σήμερα έχει προκαλέσει, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΠΟΥ, το θάνατο περίπου 3000 ατόμων, την ίδια στιγμή που η εποχική γρίπη, σύμφωνα με τα στοιχεία του ίδιου οργανισμού οδηγεί στο θάνατο 250.000 έως 500.000 ατόμων (κυρίως όσων έχουν ήδη βεβαρημένο ανοσοποιητικό σύστημα) παγκοσμίως κάθε χρόνο. Επιπλέον ασθένειες όπως η ελονοσία και η φυματίωση ευθύνονται σε παγκόσμια κλίμακα για το θάνατο περισσότερων του ενός εκατομμυρίου ανθρώπων ετησίως, και πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ[1]. Φυσικά κανένα ΜΜΕ και κανένας κυβερνητικός παράγοντας δεν κάνει τον κόπο να ασχοληθεί με αυτά τα δεδομένα. Γιατί λοιπόν τόσος θόρυβος γύρω από τη νέα γρίπη;
Οι «ειδικοί» έχουν έτοιμη την απάντηση. Σύμφωνα με αυτούς η γρίπη των χοίρων είναι επικίνδυνη καθώς έχει τη δυνατότητα να μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο με μεγάλη ταχύτητα. Όμως το χαρακτηριστικό αυτό που αποδίδεται στον νέο ιό μπορεί κάλλιστα να οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι σήμερα έχουν τη δυνατότητα να μετακινούνται από τόπο σε τόπο με πολύ μεγαλύτερη ευκολία και ταχύτητα σε σχέση με το παρελθόν. Επιπλέον, ο ρυθμός μετάδοσης της γρίπης των χοίρων δεν μπορεί οριστεί με ακρίβεια, αφού τα επίσημα δεδομένα κάθε κράτους για τον αριθμό των κρουσμάτων είναι σχετικά αμφισβητήσιμα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της βρετανίας, όπου η εξέταση ασθενών για διάγνωση της γρίπης γίνεται ακόμα και μέσω τηλεφωνικού κέντρου, στο οποίο μάλιστα δουλεύουν και ανήλικοι! [2]. Το τοπίο γίνεται ακόμα πιο θολό μετά από την απόφαση του ΠΟΥ στα μέσα του Ιούλη να σταματήσει την καταμέτρηση των κρουσμάτων της νέας γρίπης σε παγκόσμια κλίμακα, ακριβώς λόγω αυτής της «πρωτοφανούς ταχύτητας εξάπλωσης του ιού».
Για όσους επιμένουν να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την όλη ιστορία της νέας γρίπης, επιστρατεύονται επιχειρήματα του τύπου «κάθε σαράντα χρόνια έχουμε εκδήλωση μιας πανδημίας, οπότε την περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή» ή «είναι σίγουρο ότι ο ιός θα μεταλλαχθεί και οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές, απλώς δεν ξέρουμε πότε». Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει χρονικά την έλευση μιας πανδημίας∙ και φυσικά κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα το εάν, πότε και με ποιο τρόπο είναι δυνατόν να μεταλλαχθεί ένας ιός.
Φαίνεται λοιπόν πως η γενική αβεβαιότητα των επιστημόνων σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες του νέου ιού αποτελεί ένα πρώτης τάξης άλλοθι, πίσω από το οποίο κρύβονται σκοπιμότητες που φυσικά τα αστικά ΜΜΕ δεν έχουν καμία πρόθεση να αναλύσουν…
Από τις πρώτες στιγμές του ξεσπάσματος της «πανδημίας», κυβερνήσεις κρατών και επίσημοι φορείς έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στις φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες έσπευσαν να δηλώσουν ότι εργάζονται σκληρά για την παρασκευή του εμβολίου που θα αναχαιτίσει τον ιό της γρίπης των χοίρων. Όπως σημειώθηκε και προηγουμένως, ο αριθμός και τα ονόματα των φαρμακευτικών και των ερευνητικών φορέων γενικότερα που έχουν αναλάβει το ρόλο αυτό δεν ανακοινώθηκε ποτέ από επίσημα χείλη, όμως σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, η λίστα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους φαρμακευτικούς κολοσσούς Baxter, sanofi-aventis, Novartis, GlaxoSmithKline και Astra Zeneca[3], οι οποίοι τυχαίνει να έχουν κατοχυρώσει την πατέντα του υπό εξέλιξη εμβολίου, και άρα τη μερίδα του λέοντος στα κέρδη από την πώλησή του.
[Σημαντική λεπτομέρεια: η εταιρία Baxter κατέθεσε την πατέντα για το υπό εξέλιξη εμβόλιο στις 28 Αυγούστου 2008, δηλαδή σχεδόν ένα χρόνο πριν από την εμφάνιση της νέας γρίπης (ο πλήρης κωδικός της πατέντας είναι: US 2009/0060950 A1). Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι παραπάνω φαρμακοβιομηχανίες αποτελούν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα στον τομέα της βιοτεχνολογίας δημιουργεί ένα μεγάλο ερωτηματικό γύρω από την προέλευση του νέου ιού. Η επίσημη πληροφορία είναι ότι ο ιός μεταλλάχθηκε μόνος του στη φύση∙ θα μπορούσε όμως κάλλιστα να δημιουργηθεί στο εργαστήριο, μετά από κατάλληλη γενετική τροποποίηση. Γιατί άραγε οι «ειδικοί» αποκλείουν αυτή την πιθανότητα; Εννοείται πως το παραπάνω ερώτημα διατυπώνεται με μόνο στόχο τον περαιτέρω προβληματισμό, καθώς η αναζήτηση απάντησης αφενός είναι περιττή για ευνόητους λόγους, αφετέρου ξεφεύγει από το χαρακτήρα του κειμένου.]
Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, τα κέρδη που αναμένεται να αποκομίσουν οι φαρμακοβιομηχανίες από τις πρώτες πωλήσεις του νέου εμβολίου κυμαίνονται κοντά στα 7 δισεκατομμύρια δολάρια[4], αφού πολλές κυβερνήσεις έσπευσαν να παραγγείλουν προκαταβολικά τεράστιες ποσότητες εμβολίων διαθέτοντας υπέρογκα χρηματικά ποσά, την ίδια στιγμή που μισθοί, συντάξεις και κοινωνικές παροχές περικόπτονται συνεχώς εν μέσω «οικονομικής κρίσης». Την ίδια στιγμή οι εταιρίες Roche και GlaxoSmithKline, αποκομίζουν τεράστια κέρδη από την πώληση των αντιγριπικών φαρμάκων Tamiflu και Relenza αντίστοιχα, παρά το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητά τους στην αντιμετώπιση του ιού Η1Ν1 είναι αμφίβολη. Εκτός από τα άμεσα κέρδη από την πώληση των εμβολίων, οι φαρμακοβιομηχανίες πρόκειται να εισπράξουν επιπλέον επιχορηγήσεις δισεκατομμυρίων από την κυβέρνηση των ΗΠΑ αλλά και την ΕΕ για τη χρηματοδότηση της ερευνητικής τους δραστηριότητας.
Δίπλα στα καθαρά κέρδη των φαρμακευτικών αυξάνονται και τα κέρδη των χρηματιστηριακών εταιριών αλλά και των επενδυτών που αγοράζουν τις μετοχές τους. Μεγάλες αλλά και μικρότερες φαρμακευτικές εταιρίες είδαν τις τιμές των μετοχών τους, οι οποίες μέχρι και τις αρχές Μαρτίου είχαν πάρει την κατηφόρα, να σημειώνουν μεγάλη άνοδο τους τελευταίους μήνες, αγγίζοντας ποσοστά μεγαλύτερα του 100%.
Φυσικά τα παραπάνω κέρδη είναι εγγυημένα, αφού οι κυβερνήσεις πολλών κρατών έσπευσαν, μέσω της εφαρμογής συγκεκριμένων νομικών ελιγμών, να απαλλάξουν τους εαυτούς τους αλλά και τις φαρμακοβιομηχανίες από την υποχρέωση καταβολής χρηματικής αποζημίωσης, λόγω πιθανών παρενεργειών του νέου εμβολίου. Έτσι, οι ίδιοι που διατείνονται ότι ενδιαφέρονται για τη δημόσια υγεία, δίνουν τη δυνατότητα στις φαρμακοβιομηχανίες να υποθηκεύσουν την υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη από την πώληση αμφίβολης ποιότητας φαρμακευτικών σκευασμάτων. Παρόμοια τακτική εφάρμοσε και η ελληνική κυβέρνηση, θεσπίζοντας την υποχρεωτική υπογραφή υπεύθυνης δήλωσης πριν από τη χορήγηση του νέου εμβολίου, κάνοντας ακόμα και τα αστικά ΜΜΕ να δυσανασχετήσουν.
[Σύμφωνα με το CDC (αμερικανικό αντίστοιχο του ΚΕΕΛΠΝΟ), η ιστορία της γρίπης των χοίρων δεν είναι καινούρια για τις ΗΠΑ. Το 1976 στο Fort Dix του New Jersey εντοπίστηκαν τέσσερα κρούσματα της γρίπης των χοίρων σε αμερικανούς στρατιώτες με αποτέλεσμα το θάνατο του ενός. Λίγο αργότερα, υπό το φόβο ξεσπάσματος πανδημίας και μετά από μία τεράστια καμπάνια της αμερικανικής κυβέρνησης, περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι εμβολιάστηκαν ενάντια στον ιό. Η πανδημία δεν ήρθε ποτέ, όμως οι παρενέργειες του εμβολίου είχαν ως αποτέλεσμα τουλάχιστον 40 θανάτους και προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα υγείας (μεταξύ των οποίων και το σύνδρομο Guillain – Barré) σε χιλιάδες ανθρώπους. Πολλοί κινήθηκαν νομικά εναντίον των φαρμακευτικών και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, που αναγκάστηκε να πληρώσει αποζημιώσεις της τάξης των 1.2 δισεκατομμυρίων δολαρίων[5].]
Παρόλα αυτά, οι φαρμακοβιομηχανίες επιμένουν να δηλώνουν ότι λειτουργούν με βάση το ενδιαφέρον τους για τη δημόσια υγεία. Μάλιστα, στην προσπάθεια να αποδείξουν τις «ανθρωπιστικές» ευαισθησίες τους, οι sanofi-aventis και GlaxoSmithKline έσπευσαν να ανακοινώσουν (με τις ευλογίες του ΠΟΥ) ότι θα δωρίσουν 150 εκατομμύρια δόσεις[6] του νέου εμβολίου «στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, έτσι ώστε ακόμα και οι πιο φτωχοί να θωρακιστούν απέναντι στη νέα γρίπη». Παρέλειψαν να αναφέρουν ότι οι ίδιοι φτωχοί αποτελούν εδω και χρόνια πρώτης τάξεως πειραματόζωα, στα οποία οι φαρμακευτικές δοκιμάζουν τα καινούρια τους προϊόντα πριν τα διαθέσουν στις δυτικές αγορές…
Με μια πρόχειρη ανάγνωση των παραπάνω γίνεται έυκολη η διαπίστωση πως η αβεβαιότητα και ο φόβος που δημιουργείται γύρω από τη νέα γρίπη αποτελεί για το λόμπυ των φαρμακευτικών μία πολύ μεγάλη ευκαιρία να αποκομίσει οικονομικά οφέλη και να αυξήσει την επιρροή του στη δημόσια σφαίρα. Ωστόσο, για την επίτευξη των στόχων αυτών παραμένει απαραίτητη προϋπόθεση η συνδρομή διεθνών οργανισμών, κυβερνήσεων, κρατικών φορέων, ΜΜΕ και επιστημόνων σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι χρακτηριστική η ευκολία με την οποία οι μηχανισμοί εξουσίας «αγκάλιασαν» τη νέα γρίπη και φρόντισαν να την αναδείξουν ως ζήτημα ύψιστης σημασίας, εκπονώντας «εθνικά σχέδια δράσης» για την αντιμετώπισή της, δαπανώντας τεράστια χρηματικά ποσά για την προμήθεια αντιγριπικών φαρμάκων, καλλιεργώντας συστηματικά τον πανικό σχετικά με τις συνέπειες της «νέας πανδημίας».
Ένας από τους λόγους για την επιλογή αυτή -ίσως ο πιο προφανής- είναι η αδιαμφισβήτητη ύπαρξη ισχυρών δεσμών μεταξύ κυβερνητικών παραγόντων, στελεχών διεθνών οργανισμών όπως ο ΠΟΥ και φαρμακευτικών εταιριών. Χαρακτηριστικό είναι το πράδειγμα του Donald Rumsfeld, γραμματέα αμύνης των ΗΠΑ υπό τον George W. Bush αλλά και μεγαλομετόχου της εταιρίας βιοτεχνολογίας Gilead Sciences, η οποία έχει στην κατοχή της την πατέντα για την παρασκευή του Νο1 αντιγριπικού φαρμάκου που κυκλοφορεί στην αγορά, του γνωστού Tamiflu.
Εκτός όμως από τα απτά οικονομικά οφέλη που εγγυάται, η νέα γρίπη αποτελεί για τη σύγχρονη καπιταλιστική εξουσία ένα ανοιχτό στοίχημα. Της προσφέρει τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσει τις δυνάμεις της, να αυξήσει την επιρροή της στο κοινωνικό σύνολο, να θέσει υπό τον έλεγχό της ολοένα και περισσότερες πτυχές της καθημερινότητας, στερώντας από το άτομο ακόμα ένα θεμελιώδες δικαίωμα· το δικαίωμα να ορίζει το ίδιο του το σώμα.
Από τη μαζική εξόντωση «κατώτερων φυλετικά» ανθρώπων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά το β’ παγκόσμιο πόλεμο και τις εκτεταμένες στειρώσεις γυναικών στις χώρες του «αναπτυσσόμενου κόσμου» σύμφωνα με τις επιταγές της «δημογραφικής πολιτικής» της δύσης, έως τις σύγχρονες γονιδιακές θεραπείες και τους μαζικούς υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, η στόχευση της καπιταλιστικής εξουσίας παραμένει σταθερή: να θέσει υπό τον έλεγχό της την ανθρώπινη ζωή, δημιουργώντας στη θέση της μια νέα, εναρμονισμένη με τις επιταγές του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, απαλλαγμένη από ασθένειες και «ελαττωματικά» γονίδια, απελευθερωμένη από συναισθηματικές διακυμάνσεις, παραγωγική έως το θάνατο.
[Τον τελευταίο καιρό δημοσιεύονται στον τύπο διάφορες μελέτες που έχουν εκπονηθεί από τρανταχτά ονόματα όπως ο χρηματιστηριακός κολοσσός JP Morgan και η Παγκόσμια Τράπεζα, σύμφωνα με τις οποίες η έλευση μιας πανδημίας θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ και να προκαλέσει προβλήματα στις διεθνείς αγορές, ως μία δεύτερη οικονομική κρίση. Πιο συγκεκριμένα, οι έγκριτοι μελετητες εκτιμούν ότι «η πανδημία θα μπορούσε να πλήξει την οικονομική δραστηριότητα με πολλαπλούς τρόπους, πλήττοντας μεταξύ άλλων τις προμήθειες -καθώς οι εργαζόμενοι θα αδυνατούν να πάνε στη δουλειά τους- και τη ζήτηση, καθώς θα μειωθεί η κατανάλωση, δεδομένου ότι ο κόσμος θα αποφεύγει τον συνωστισμό των εμπορικών κέντρων και των μέσων μαζικής μεταφοράς. Η αυξημένη αβεβαιότητα θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις και στις μεγάλες διεθνείς χρηματαγορές». Δυσοίωνες εκτιμήσεις γίνονται και για τους κλάδους του τουρισμού, των μεταφορών, αλλά και του συστήματος υγείας που θα επιβαρυνθεί κατά πολλά εκατομμύρια, τα οποία θα δαπανηθούν για επισκέψεις σε γιατρούς, διαγνωστικές εξετάσεις και φάρμακα. Οι παραπάνω μελέτες είναι άξιες προσοχής για ένα και μοναδικό λόγο: καταδεικνύουν τον κυνισμό με τον οποίο το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο αντιμετωπίζει τον πόνο και την ασθένεια, ταυτίζοντας τη ζωή με τους νόμους της αγοράς, παρομοιάζοντας τον άνθρωπο με μια χαλασμένη μηχανή παραγωγής, της οποίας η επιδιόρθωση δεν είναι παρά μια ασύμφορη διαδικασία.]
Για αυτό το σκοπό είναι απαραίτητη προϋπόθεση η θεώρηση του σώματος ως ενός μηχανικού συστήματος και της ζωής ως ενός συνόλου βιολογικών λειτουργιών, που μπορούν να απομονωθούν, να μελετηθούν και να τροποποιηθούν στο εργαστήριο. Κατά συνέπεια ο βιολόγος, ο γενετιστής, ο γιατρός, ερχονται ως οι νέοι σωτήρες να απαλλάξουν το ανθρώπινο γένος από τα «δεινά» του και να το «βελτιώσουν» σύμφωνα με τις επιταγές της νέας ευγονικής, δίνοντας του νέες ιδιότητες, αφαιρώντας από αυτό όσα χαρακτηριστικά θεωρούνται «περιττά» σε μια σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Το μόνο που πρέπει να κάνουν οι κοινοί θνητοί είναι να παραδώσουν ολοκληρωτικά το σώμα τους στους «ειδικούς». Και φυσικά ο πιο σίγουρος δρόμος για την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης είναι ο φόβος.
Όπως ο φόβος ενός «τρομοκρατικού χτυπήματος» έχει ωθήσει τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να παραδώσει αβίαστα βασικά συνταγματικά δικαιώματα στα χέρια των εξουσιαστικών μηχανισμών, στα πλαίσια της περιβόητης «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας», έτσι και ο φόβος μιας πανδημίας δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για τη μετατροπή του ανθρώπινου σώματος σε αντικείμενο διαχείρισης μιας πολιτικής και επιστημονικής ελίτ. Τα περιβόητα «εθνικά σχέδια δράσης» και οι υποχρεωτικοί εμβολιασμοί, ανεξάρτητα από τα άμεσα αποτελέσματά τους, παραμένουν ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της εξουσίας, καθώς διαμορφώνουν τις συνθήκες για τη διατήρηση και την ενδυνάμωσή της, έστω κι αν το τίμημα είναι υψηλό.
Το εάν θα πληρωθεί το τίμημα εξαρτάται από εμάς. Για αυτό το λόγο απέναντι στο φόβο προτάσσουμε την κριτική σκέψη, απέναντι στην κρατική προπαγάνδα προκρίνουμε την αυτομόρφωση και την αντιπληροφόρηση. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, αντιμετωπίζουμε την καταστρατήγηση θεμελιωδών ελευθεριών με φόντο μια αποστειρωμένη κοινωνία, όπου το δόγμα της ασφάλειας και η ιατρικοποίηση της ζωής αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, απαραίτητο για τη διατήρηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εφόσον είμαστε σε θέση να ορίζουμε το σώμα μας, τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, θα έχουμε τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε τις συνθήκες, ατομικά και συλλογικά, για την εξάλειψη της πανδημίας που είναι σε εξέλιξη εδώ και χρόνια: της πανδημίας της αποξένωσης, της εκμετάλλευσης, της εμπορευματοποίησης της ζωής.
1. Επίσημη ιστοσελίδα του Π.Ο.Υ. στη διεύθυνση http://www.who.int/en/
2. Ελευθεροτυπία, φύλλο 10/08/2009
3. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, φύλλο 26/07/2009
4. Financial Times, φύλλο 20/07/2009
5. Αναλυτική περιγραφή της υπόθεσης γίνεται στην έκθεση που συνταχθηκε από τους Richard E. Neustadt και Harvey V Fineberg το 1978 για λογαριασμό του υπουργού Υγείας της νέας κυβέρνησης Κάρτερ, σχετικά με το φιάσκο της γρίπης των χοίρων του 1976 με τίτλο “The Swine Flu Affair: Decision-Making on a Slippery Disease”
6. Δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Associated Press με ημερομηνία 22/8/2009 (http://www.ap.org/)
Αυτόνομες Παρεμβάσεις (plebe canaglia-lost solidarios)