Η μνήμη παραμένει ζωντανή όσο είναι αυτό το προπύργιο το οποίο βασίζεται κανείς για να πράξει. Η μνήμη είναι η προϋπόθεση της ιστορίας, δίχως αυτήν η ζωή εναλλάσσεται στις διαφημίσεις ανάμεσα στις μεσημεριανές εκπομπές και τις σαπουνόπερες. Ακόμα και η α-λήθεια είναι αυτό που διαφεύγει από το μπαούλο της λήθης και μένει ή γίνεται καλύτερα, μνήμη. Αν η τελευταία γίνεται μια στείρα παράδοση, τότε τριγυρνά σαν φάντασμα πάνω από τα κεφάλια των ζωντανών και τους τρομάζει.
Το Πολυτεχνείο και η μούμια του, δηλαδή η επετειακή του μνήμη, έχει γίνει ένα είδος μαυσωλείου όπου οι νεκροί καλούνται να δώσουν συμβουλές για το αύριο στους ζωντανούς. Η συνεχής αναπαράσταση του τεθωρακισμένου να εισβάλει στις πύλες του Πολυτεχνείου πλέον έχει γίνει γιορτή και επέτειος για τη δημοκρατία, αποκρύπτοντας πως το τεθωρακισμένο σε συμβολικό επίπεδο – και όχι μόνο – δεν έχει φύγει από το βίωμα. Ο βωμός που απαιτεί από τους ζωντανούς τη συνεχή παραίτησή τους από την ιδία τη ζωή φανερώνεται στα ταυτόχρονα έκπληκτα και τρομαγμένα βλέμματα των τηλεθεατών. Κάθε φορά που η δημοκρατία γιορτάζει, υπενθυμίζει στους υπηκόους της πως σε οποιαδήποτε πράξη εναντίωσης σε αυτήν, το τανκ θα περάσει από πάνω τους.
Έτσι η μνήμη πρέπει να μείνει στο μαυσωλείο της απραξίας, καθιστώντας το ίδιο το άτομο μούμια. Ακόμα και οι επετειακές γιορτές που γίνονται μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου συντελούν στη μνήμη-μούμια. Είτε από τις ψευδαισθήσεις των κομματικά εργαζομένων που νομίζουν ότι είναι συνεχιστές αυτής της μνήμης, είτε από τις αφίσες που εμφανίζονται στους τοίχους και το μόνο που αλλάζει κάθε φορά είναι οι φωτογραφίες που έχουν πάνω. Μέσω αυτής της τυποποίησης του λόγου που συντελείτε λόγω της επετειακής του χρήσης, το μόνο που επικυρώνεται είναι τα ιλουστρασιόν χαμόγελα της εξουσίας εγκωμιάζοντας τα προσωπεία της μέσω του ιδεολογήματος του πλουραλισμού που και ο τελευταίος έγινε προκάτ. Ακόμα και η αγανάκτηση στα πρόσωπα των “έγκυρων τηλεκαλεσμενων” μπροστά στα επεισόδια μοιάζει με γεγονός προτετελεσμενο.
Ωστόσο, αν η μνήμη θέλει να επικυρώσει τον εαυτό της οφείλει να έχει την απαίτηση από αυτόν που είναι φορέας της, η ίδια η ιστορία να ξεκινά μαζί του. Σε μια κοινωνία που η πράξη έχει αντικατασταθεί από τις μηχανικές κινήσεις και τα βλέμματα που απαγκιστρώνονται τόσο στο μαζικό τους χαρακτήρα και δεν έχει χρόνο ούτε να θυμηθεί, ούτε να συλλογιστεί, η απαίτηση να θεωρείσαι ζωντανός είναι να σπάσεις ο ίδιος το φέρετρό σου και όχι οι νεκροί.
Όσο δεν απαιτούμε η μνήμη να είναι ζωντανός όρος της ιστορίας και να μην είναι μαυσωλείο, τόσο προετοιμάζουμε το μαρμάρινο τάφο μας. Έτσι, το Πολυτεχνείο ούτε ζει, ούτε πέθανε. Αναμεταδίδεται σε οθόνες και αποφάσεις υπουργείων…
κειίμενο από το έντυπο «ασυμφωνία»