Η επιστροφή της φυλής

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία του γάλλου φιλοσόφου Ετιέν Μπαλιμπάρ στο Φεστιβάλ Φιλοσοφίας που έγινε στη Μόντενα το 2006.

Η ανθρωπότητα είναι η μεγάλη οντότητα που περιλαμβάνει ό,τι είναι ανθρώπινο και που αφήνει κατά μέρος ό,τι δεν είναι ανθρώπινο. Αλλά το να θέλουμε να χαράξουμε ένα σύνορο του ανθρώπινου είναι και αυτό πολύ προβληματικό.

Στην πραγματικότητα η έννοια της ανθρωπότητας ταλαντεύεται ανάμεσα σε μιαν ηθική εκδοχή (η οποία σκιαγραφεί εκείνη την ιδιότητα την οποία κατέχει μια ανθρώπινη ύπαρξη που μεταχειρίζεται καλά μιαν άλλη ανθρώπινη ύπαρξη· που αναπτύσσει δηλαδή σχέσεις με τον άλλο χωρίς να προσφεύγει στη βία· που σέβεται τον άλλο) και σε μια πιο αυστηρά θεωρητική εκδοχή. Η τελευταία αντιστοιχεί στην ουσία του ανθρώπινου ως τέτοιου: να συγκεντρωθούν όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις σε ένα μόνο σύνολο (ή καλύτερα: να μην αποκλείεται καμιά ανθρώπινη ύπαρξη από ένα ορισμένο σύνολο). Μπορεί να υλοποιηθεί αυτή η ιδέα χωρίς την έννοια της ανθρωπιάς; Αυτή είναι η μεγάλη φιλοσοφική προβληματική που βρίσκεται πίσω από την ιδέα της ανθρωπότητας.

Η αρνητική οδός που επέλεξα γι’ αυτή την ομιλία μου είναι η εξέταση του προβλήματος της ανθρωπότητας στη διαλεκτική του σχέση με το πρόβλημα του ρατσισμού. Η «επιστροφή της φυλής» είναι επομένως το θέμα της ομιλίας μου. Λέγοντας «επιστροφή της φυλής» θέλουμε να πούμε ότι ο ρατσισμός ξαναπέκτησε σήμερα μιαν αξιοσημείωτη δύναμη. Γιατί, όμως, λέμε «επιστροφή»; Ισως η φυλή επιστρέφει εξαιτίας της λήθης μας ή της αφέλειάς μας. Ή ίσως το να λέμε «επιστροφή» ισοδυναμεί με το να λέμε ότι η φυλή επιστρέφει με ένα άλλο πρόσωπο και αποκαλούμενη με άλλα ονόματα. Το ζητούμενο σε αυτό το σημείο είναι να στοχαστούμε με τρόπο υποθετικό για τις πιθανές αναπτύξεις του ρατσισμού (θεωρούμενου σε όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει). Το ζητούμενο είναι επίσης να αμφισβητήσουμε την ίδια την πεποίθησή μας, που οφείλεται στην έννοια της προόδου, την πεποίθηση δηλαδή ότι η φυλή και ο ρατσισμός είναι πράγματα που ανήκουν στο παρελθόν. Σήμερα οφείλουμε να αναρωτηθούμε μήπως αυτή η αισιόδοξη αναπαράσταση της προόδου είναι μια καθαρή ιδεολογική προκατάληψη.

Σε αυτό το σημείο θα επισημάνω τα μεγάλα αρνητικά φαινόμενα που διαπερνούν τη σύγχρονη κοινωνία. Αυτά τα φαινόμενα είναι τέσσερα (και δεν είναι τίποτε άλλο παρά τέσσερις επιμέρους όψεις εκείνης της πολύπλοκης διαδικασίας που αποκαλείται παγκοσμιοποίηση).

* Το πρώτο από όλα αυτά είναι η παρόξυνση των εθνικισμών (που καταλήγουν να παράγουν ακόμη και μορφές γενοκτονίας). Αυτοί οι εθνικισμοί δίνουν στην παγκοσμιοποίηση όχι μια μορφή κοσμοπολιτισμού αλλά μια μορφή αντεστραμμένου κοσμοπολιτισμού. Είναι σαν η παγκοσμιοποίηση να μην κατορθώνει διόλου να παράγει μιαν ορισμένη αμοιβαιότητα, αλλά να παράγει, αντίθετα, μιαν επίταση των φαινομένων μίσους και μισαλλοδοξίας. Σε κάθε περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση παραμένει αναπόσπαστα συνδεδεμένη με φαινόμενα κυριαρχίας, τα οποίας μας παραπέμπουν στα χαρακτηριστικά εκείνου που υπήρξε ο ιμπεριαλισμός.

* Το δεύτερο είναι η «σύγκρουση των πολιτισμών», για την οποία μιλάει ο Σάμουελ Χάντινγκτον, και η οποία υιοθετήθηκε από την αυτοκρατορική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η σύγκρουση των πολιτισμών είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Το ανησυχητικό είναι ότι αυτή η προφητεία έγινε πραγματικότητα. Αυτή υλοποιήθηκε πράγματι σύμφωνα με το μοντέλο του Καρλ Σμιτ φίλος/εχθρός. Μια λογική αυτού του τύπου αρχίζει να κατευθύνει σήμερα κάμποσες δράσεις και αντιδράσεις.

* Το τρίτο μεγάλο φαινόμενο είναι η τάση που έχει ο καπιταλισμός να μετασχηματιστεί σε βιοκαπιταλισμό. Δηλαδή σε καπιταλισμό που βασίζεται σε μια βιοοικονομία. Είναι η βιοπολιτική για την οποία μιλούσε ο Φουκό.

* Και το τελευταίο φαινόμενο είναι το μπλοκάρισμα των συστημάτων που παρουσιάζονται ως δημοκρατικά. Ποιο πολιτικό σύστημα σήμερα δεν λέει ότι είναι δημοκρατικό; Η πραγματικότητα όμως, όπως γνωρίζουμε, είναι πολύ διαφορετική. Ολα αυτά τα πολιτικά συστήματα που παρουσιάζονται σήμερα ως υποδείγματα δημοκρατίας είναι ακριβώς εκείνα που αποκλείουν από την επιλογή των ηγετών τους το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Ολα αυτά, νομίζω, θα επαναπροτείνουν το τρομερό ζήτημα του πως ολόκληρες κοινωνικές ομάδες μπορεί να αποκλειστούν «δημοκρατικά» από τη διαχείριση της εξουσίας.

Ας δούμε τώρα ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στα φαινόμενα του ρατσισμού και στην τωρινή συγκυρία. Σήμερα η ίδια η έννοια του ρατσισμού έχει υποστεί μετασχηματισμούς.

Αυτή η έννοια γεννήθηκε στις δεκαετίες 1940-1950. Την επινόησε η UNESCO βασιζόμενη στα φαινόμενα του αντισημιτισμού, του αποικιοκρατικού ρατσισμού και της προκατάληψης που οφείλεται στο χρώμα του δέρματος. Σήμερα ζούμε μια κρίση της ιδέας του ρατσισμού. Και, επιπλέον, η συνάρθρωση των ανθρωπολογικών και πολιτικών διαστάσεων του φαινομένου έχει αλλάξει σημαντικά. Κατά κάποιον τρόπο αυτή η ιστορία είναι ένα είδος ιστορίας της κρυφής όψης του πολιτισμού μας.

Το οδηγητικό νήμα αυτής της ιστορίας δίνεται από την παραγωγή (που ανανεώνεται σε κάθε περίοδο με πάντα νέα υλικά) των δίδυμων κατηγοριών του εσωτερικού εχθρού και του εσωτερικού αποκλεισμού. Η διασύνδεση ανάμεσα σε όλες τις δομές της εξουσίας είναι τόσο στενή, ώστε δεν έχει νόημα να απομονώνουμε τον ρατσισμό από τα συμφραζόμενά του. Η φυλή, με αυτή την έννοια, είναι το αποτέλεσμα που παράγουν στο λόγο ορισμένες μορφές εκμετάλλευσης. Η φυλή είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτών των μορφών εκμετάλλευσης με μια θρησκευτική λογική (αυτήν που ορίζει τη λεγόμενη καθαρότητα ή την έλλειψη καθαρότητας). (…)

7 – 09/12/2007

http://archive.enet.gr/online/online_text/c=113,dt=09.12.2007,id=92429752

H καντιανή κριτική ως προάγγελος της μηδενιστικής παραίτησης

Το επιστέγασμα της καντιανής φιλοσοφίας – η τρίτη μεγάλη Κριτική του Εμμάνουελ Καντ – έγινε ο γόρδιος δεσμός του γερμανικού ιδεαλισμού, του ρομαντισμού αλλά και του μαρξισμού.

Η Κριτική της κριτικής δύναμης (1790) είναι η γέφυρα που προσπαθεί να συνδέσει τη διάνοια με το Λόγο, την περιοχή της επιστημολογίας που μέλημα είναι η γνώση της φύσης με την περιοχή της ηθικής που μέλημα είναι η ελευθερία. Η κριτική δύναμη θα είναι ο διαμεσολαβητής μεταξύ των περιοχών της φύσης και της ελευθερίας.

Η σχέση της ελευθερίας και της φύσης, του καθαρού και του πρακτικού λόγου ή της ενότητας της θεωρίας και της πράξης καθίσταται ευλογοφανής. Ευλογοφανές όμως καθίσταται και το πρόβλημα που εγείρεται, ένα πρόβλημα που καταδεικνύει μεν το έλλειμα νοήματος που συνοδεύει τις παραδοσιακές αξιώσεις της θεωρητικής, δογματικής μεταφυσικής αλλά και θα σκιάσει δε τον ευρωπαϊκό χώρο του 20ού αιώνα.

Το πρόβλημα αυτό που κληροδότησε ο Καντ θα μπορούσε να τεθεί με τη μορφή ερωτήματος ως εξής: αν η φύση κυβερνάται από αιτιότητα και μηχανιστικά καθορίζεται από τους νόμους της, πώς αποκτά υπόσταση ή πραγματώνεται η ελευθερία; Πώς εναρμονίζεται η ελευθερία με την αιτιότητα και την αντικειμενικότητα του φυσικού κόσμου; Δεν τοποθετεί ο Καντ τους ανθρώπους στην κατάσταση του να υπόκεινται ελεύθερα στον ηθικό νόμο και ταυτόχρονα να καθορίζονται από τον αντικειμενικό κόσμο της φύσης, που είναι απογυμνωμένος από οποιαδήποτε αξία;

Τέτοιας φύσης είναι το πρόβλημα που διέγνωσε ο Νίτσε το 1880 με την έννοια του μηδενισμού: η αναγνώριση της ελευθερίας του υποκειμένου συμβαδίζει με την κατάρρευση της ηθικής βεβαιότητας στον κόσμο. Και με αυτή την έννοια ο μηδενισμός καθίσταται συνέπεια της καντιανής κριτικής της μεταφυσικής. Δηλαδή, ο μηδενισμός είναι συνέπεια ηθικής αξιολόγησης. Υπάρχει η περίπτωση μια τέτοια θέση να οδηγήσει στην αδράνεια και στην παραίτηση που πρεσβεύει ο μηδενισμός (τουλάχιστον ο γερμανικός μηδενισμός ή «παθητικός μηδενισμός»). Αν υπάρχει ένα κενό στον πυρήνα των μεταφυσικών μου πεποιθήσεων, τότε θα μπορούσα απλώς να ανασηκώσω τους ώμους μου και να μουρμουρίσω: «Ε, καλά, τί να γίνει, τα πράγματα είναι όπως είναι». Μπορεί όμως να οδηγήσει και στο αίτημα για μια επαναξιολόγηση των αξιών, στη μετασχηματιστική απαίτηση απελευθέρωσης πως τα πράγματα μπορούν να είναι διαφορετικά. Ενώ η διάγνωση του μηδενισμού στον 20ό αιώνα είναι καθολική, κανείς δεν θέτει πρακτικά το αίτημα για την υπερνίκησή του. Έγινε έτσι εκείνο που ο Νίτσε επιδίωξε με κάθε τρόπο στο έργο του να αντιμετωπίσει: οι άνθρωποι περιήλθαν στην απελπισία ή εφηύραν κάποιο νέο Θεό και γονάτισαν μπροστά του. Οι δύο παγκόσμιοι εξουσιαστικοί πόλεμοι οδήγησαν στην απελπισία αφού κατέστρεψαν την πίστη προς την έλλογη πραγματικότητα, ενώ ο τσάρος πασών των Ρωσιών βρήκε τη συνέχειά του στον Στάλιν.

Η λυδία λίθος της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας στην ηπειρωτική παράδοση ήταν πράγματι το ζήτημα της πράξης· η πράξη που οδηγεί σε μια κριτική των υπαρχόντων συνθηκών, ως συνθηκών μη υποκείμενων στην ελευθερία, και στο αίτημα απελευθέρωσης πως τα πράγματα μπορούν να γίνουν διαφορετικά τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο. Όσο όμως κι αν η ηπειρωτική παράδοση της δυτικής φιλοσοφίας είχε μια τέτοια πρόθεση – μια πρόθεση που διαπερνά υπόγεια τις παραδόσεις του γερμανικού ιδεαλισμού, του μαρξισμού, της ψυχανάλυσης και της Σχολής της Φρανκφούρτης – εν τέλει δεν επεδίωξε κανένα άλλο σκοπό πέραν του να αποτελεί ιστορική περιέργεια, διανοητική διασκέδαση ή ένα τεχνικό μέσο όξυνσης της κοινής λογικής. Η ασυνθηκολόγητη φιλοσοφική ματιά που κάποτε η εξουσία εμπόδιζε ή οδηγούσε στο θάνατο σε δημόσιες πλατείες, σήμερα το μόνο που κάνει είναι να γράφει εργασίες για να διαβαστούν από μερικές δεκάδες ανθρώπους σε κάποιο ακαδημαϊκό περιβάλλον ή να ανταλάσσει ακαδημαϊκούς τίτλους στα διάφορα Πανεπιστήμια.

Μπορεί ο άνθρωπος να ζει σε άλλη εποχή, σε ένα διαφορετικό πνευματικό, ηθικό και πολιτικό σύμπαν, ωστόσο η κριτική και το απελευθερωτικό πρόταγμα παραμένουν επίκαιρα γιατί ο άνθρωπος εξακολουθεί να ζει σε συνθήκες σκλαβιάς. Όπως έγραφε ο Ρουσό – και αυτό ήταν το σύνθημα των νεαρών Γερμανών και Άγγλων ρομαντικών στο τέλος του 18ου αιώνα – «ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος».

http://aixmi.wordpress.com/2010/01/07/%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b1%ce%bd%ce%ae-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%89%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%ac%ce%b3%ce%b3%ce%b5%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc/#more-2360