Σκέψεις πάνω στην άτυπη ηγεμονία

Σκέψεις πάνω στην άτυπη ηγεμονία και τον συγκεντρωτισμό σε οριζόντιες δομές.

Κάθε σχηματοποίηση είναι και μια αφαίρεση από την πραγματικότητα. Στην περίπτωση μας το σχήμα φαντάζει απλό. Σε κάθε διευρυμένη ομάδα, οργάνωση κ.τ.λ. που λειτουργεί ως οριζόντια δομή, είναι επόμενο ανάμεσα στα άτομα που την αποτελούν να υπάρχουν διαφορετικές «ταχύτητες» αναλόγως της εμπειρίας, της συγκρότησης, των βιωμάτων του καθενός κ.τ.λ. Η διαφορά ταχύτητας αξιολογείται ως ένα γεγονός που από μόνο του δεν έχει ούτε θετική ούτε αρνητική χροιά. Όταν όμως από αυτές τις διαφορετικές ταχύτητες πρέπει να προκύψει ένας ενιαίος και κοινός λόγος για το κάθε τι, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η άποψη που φαίνεται ως η πιο συγκροτημένη απορροφά τις υπόλοιπες (οι οποίες πλέον συμμετέχουν ως προς τις λεπτομέρειες) και ο λόγος του φορέα (ή των φορέων) της Άποψης κατοχυρώνεται πλέον στο συλλογικό ως βαρύνουσας σημασίας με ένα ειδικό βάρος που δεν αναγνωρίζετε στους υπόλοιπους. Ο δρόμος για την παγίωση των «ταχυτήτων» και τη δημιουργία άτυπων ιεραρχιών είναι πλέον ανοιχτός.

 

Ας εξετάσουμε όμως το ζήτημα περαιτέρω ξεκινώντας από το ζήτημα των «ταχυτήτων». Αν εξαιρέσουμε τη σφαίρα της βιωμένης εμπειρίας (η οποία άλλωστε από μόνη της δεν αποτελεί εχέγγυο για τίποτα, αλλιώς οδηγούμαστε απευθείας σε αυθεντίες) , οι εξόφθαλμες διαφορές παρουσιάζονται στο ζήτημα της συγκρότησης. Το να ισχύει όμως σε μια δεδομένη στιγμή και για ένα συγκεκριμένο θέμα μια διαφορά ταχυτήτων δεν μπορεί να είναι λόγος επίκλησης από μερίδα ατόμων, ώστε να ανατίθενται, ή καλύτερα να μετατίθενται, ευθύνες στους υπόλοιπούς «γιατί αυτοί ξέρουν καλύτερα». Οποιαδήποτε διαφορά μπορεί να καλυφθεί στο βαθμό που ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις: θέληση που να μετατρέπεται σε ενέργεια και μια δομή που να διευκολύνει την κίνηση αυτή. Η απουσία κάποιου παράγοντα είναι μάλλον καθοριστική. Ο δεύτερος (που θα μπορούσε να είναι π.χ. αυτομόρφωση με την ευρεία έννοια) συνήθως απουσιάζει εντελώς και ο πρώτος επαφίεται στην προσωπική διάθεση του καθενός.

Στο σημείο αυτό προκύπτει το εξής ζήτημα: είναι δυνατόν να υπάρξουν αξιολογικές κρίσεις στα ενδιαφέροντα ενασχόλησης του καθενός; Είναι προφανές ότι μεταξύ των ατόμων μιας ομάδας θα υπάρχουν και διαφορετικά ενδιαφέροντα ενασχόλησης, πέρα από αυτά που πιθανόν αναγνωρίζονται ως κοινά από όλους. Ο καθένας συνεπώς θα μπορούσε να στρέψει την ενέργειά του προς αυτό που να ενδιαφέρει περισσότερο με τρόπο, ώστε να υπάρχουν και διαφορετικές/ συμπληρωματικές κατευθύνσεις δράσης (εδώ η λέξη με μια γενική έννοια) αντιθέτως , η επιμονή της κοινής ενασχόλησης με τα πάντα αποβαίνει μάλλον προβληματική. Αφού η «κοινή δράση» δεν είναι και τόσο κοινή εφόσον όσοι δεν την θέτουν ψηλά στις προτεραιότητες του συμμετέχουν περιορισμένα. Αυτό προκαλεί προβλήματα τόσο στην ολοκλήρωση μιας κίνησης (…. Κάποιος θα βρεθεί να την κάνει) αλλά και στους ίδιους, αφού με εύσχημο ή όχι τρόπο θα κληθούν να δικαιολογήσουν την χαμηλή συμμετοχή τους. Από την άλλη , στο βαθμό που διαιωνίζεται η συγκεκριμένη συνθήκη οδηγεί πλέον σε συγκεντρωτισμό από την πλευρά αυτών που τελικά αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της «δουλείας». Χαρακτηριστικό είναι εδώ ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα άτομα που έχουν καταχωρηθεί ως χαμηλότερης συγκρότησης είναι και αυτά που συμμετέχουν και λιγότερο στην υλοποίηση συλλογικών αποφάσεων. Η προσπάθεια απόδοσης ευθυνών προσκρούει μάλλον σε ύφαλο. Ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται, ο δρόμος για την αναδείξει ηγετικών μορφών είναι πλέον ανοιχτός.

Κοινή πράξη κοινός λόγος.

Η επιλογή ενασχόλησης με κάποιο ζήτημα γίνεται έπειτα από μια αξιολόγηση διαφόρων παραγόντων που άπτονται του συγκεκριμένου ζητήματος (π.χ. συνέπειες, γειτνίαση, σημαντικότητα κ.τ.λ.). Ο καθοριστικός όμως παράγοντας είναι η αξιολόγηση, που σύμφωνα με την γενικότερη ανάλυση και εκτίμηση της πραγματικότητας, με βάση την οποία χαράσσονται οι βασικές στρατηγικές κατευθύνσεις και άξονες δράσεις που εκτιμούνται ότι προωθούν την κοινή απόφαση. Στο σημείο αυτό, δεν θα σταθούμε στο κατά πόσο μια ανάλυση μπορεί να αξιώνει την κατανόηση της πολυσύνθετης και αντιφατικής πολλές φορές πραγματικότητας. Το ερώτημα που τίθεται είναι για τι να μην αφήνεται ο χώρος και για άλλου είδους δραστηριοποίηση εφόσον το ζήτημα δεν αφορά τον αξιακό πυρήνα αλλά ζητήματα στρατηγικής τοποθέτησης απέναντι στο Υπάρχον.

Η αναζήτηση του κοινού λόγου πάνω στο κάθε τι έρχεται μάλλον ως φυσική συνέπεια. Οι διχογνωμίες δεν μπορούν να προάγουν την κοινή στρατηγική που αυτή με τη σειρά της μόνο αυτή προωθεί τον αγώνα. Αντίστροφα, μόνο ο κοινός λόγος, κοινός γιατί έχει έρθει από την ενδελεχή ανάλυση των συνθηκών (άρα και αληθείς) μπορεί να οδηγήσει στην σωστή πράξη. Η διαφωνία πλέον εμφανίζεται ως πρόβλημα.

Η τελική απόφαση άλλωστε συγκροτείται στην βάση της σύγκρουσης και σύνθεσης των διάφορών επιχειρημάτων οπότε συνάγεται λογικά. Το μοντέλο των θετικών επιστημών κυριαρχεί αλλά αποδεικνύεται ανεπαρκές. Αν το αποτέλεσμα ήταν αντίστοιχο (του αποτελέσματος) μιας μαθηματικής εξίσωσης τα πράγματα θα ήταν απλά. Τα επιχειρήματα θα αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους όπως οι διάφοροι παράγοντες μιας εξίσωσης και το αποτέλεσμα θα ήταν αδιαμφισβήτητο. «Το κοινωνικό πρόβλημα» θα είχε λυθεί προ πολλού.

Ένα τελευταίο ζήτημα είναι το γεγονός (που χωρίς να λέγεται συνάγεται από τα προηγούμενα ως επακόλουθο) ότι η συμπόρευση με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα προϋποθέτει την αποδοχή εκ μέρους τους του λόγου μας, με την υιοθέτηση του οποίου θα επέλθει η συνειδητοποίηση και ριζοσπαστικοποίησης τους. Η στιγμή βέβαια που η αφομοίωση και η απονέκρωση οτιδήποτε οιονεί ριζοσπαστικού αποτελεί το πλέον δημοφιλές (και επιτυχημένο όπως φαίνεται) εργαλείο του συστήματος το δίλημμα μπαίνει με οξύτερους όρους και η καθαρότητα του λόγου εμφανίζεται όχι απλά επιβεβλημένη, αλλά μοναδική επιλογή.

Υ.Γ.: Η εξέταση του ζητήματος έχει ως αφετηρία την πεποίθηση ότι σε συλλογικά σώματα μια κριτική που θα εστιάζει σε πρόσωπα και συμπεριφορές θα μένει πάντα ατελής αν δεν προχωρά στις αιτίες του φαινομένου και στην διαμόρφωση του πεδίου μέσα στο οποίο αυτό παίρνει σάρκα και οστά. Το ίδιο ατελής θα μείνει και να δεν αναλάβει το κόστος σύγκρουσης με τα πρόσωπα που ηθελημένα ή όχι αναπαράγουν του όρους του προβλήματος.

 

 Σκέψεις που αφορούν το ζήτημα « ηγεμονία και επανάσταση ».

Η εσωτερική επαναστατική επιταγή του καθενός μας εκπορεύεται από τα κοινωνικά μορφώματα μέσα στα οποία υπάρχουμε. Σε καμία περίπτωση αυτά δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ανεξάρτητα από το οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, έχοντας ως δεδομένο πρώτον ότι το αστικό καπιταλιστικό σύστημα έχει επιβληθεί και δεύτερον ότι εκ των πραγμάτων η χώρα κατόπιν «θείας» εντολής “ανήκειν εις την Δύσην”. Το αν το οικονομικό καθορίζει το κοινωνικό, το αν το οικονομικό είναι κάτι το αυτόνομο ή αν το πρόταγμα είναι η κοινωνικοανθρωποκεντρική κατεύθυνση δεν είναι το κύριο σημείο του ενδιαφέροντος μας. Η επαναστατική υπέρβαση έχει να κάνει με την πραγματικότητα η οποία διαχρονικά έχει σχηματιστεί και αποτελεί βίωμα του καθενός. Η επανάσταση δεν ορίζεται σε καμία περίπτωση με όρους ανεύρεσης του όποιου, αν υπάρχει αυτό, επαναστατικού υποκειμένου. Το ψάξιμό κάποιου τέτοιου όρου ενέχει παγίδες που πολλές φορές δεν μπορεί να τις υπερβεί κανείς αν δεν εισαγάγει την ιδεολογία, την ιδεοληψία και το πιστεύω. Πραγματική ελευθερία μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από την ανατροπή των εξουσιαστικών δομών, και όχι μέσα από την αναπαραγωγή των υπαρχόντων στερεοτύπων που εκφέρονται από τις νέες μορφές ριζοσπαστικών εξουσιαστικών σχημάτων. Συστήματα οργάνωσης μπορεί να υπάρξουν και υπάρχουν και μέσα στις διαδικασίες επαναστατικής ανατροπής. Ο συμβατικός χαρακτήρας των περισσοτέρων πρέπει να γίνεται αντικείμενο κριτικής. Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την επαναστατική πρόταση ουτοπικού χαρακτήρα ως σύστημα ανατροπής πρώτον από τα υπάρχοντα και δεύτερον από αυτά που διάφοροι ριζοσπάστες ευαγγελίζονται -με την κυριολεκτική σημασία του όρου, αφού τα κηρύσσουν και προσμένουν στην πίστη;

Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε.

Η διαδικασία της πραγμοποίησης του ιδεολογικού – ιδεαλιστικού περιβάλλοντος, στο πλαίσιο του ορθόδοξου ή καλύτερα του προτεσταντικής, από πλευράς «ηθικής», προέλευσης αστικού – καπιταλιστικού περιβάλλοντος, παίρνει τη μορφή της εμπορευματικής ανταλλαγής, διευρύνοντας την έννοια του φετιχοποιημένου εμπορεύματος σε όλες τις μορφές ύπαρξης του αστικού κοινωνικού, έστω και αν αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την πώληση του πρωτόγονου αμερικάνικου ονείρου σε παγκόσμια κλίμακα. Μετάφραση: προσωπική ωφέλεια (η μεταφορά στο ατομικό επίπεδο συσχετίζει τόσο το οικονομικό όσο και το ψυχολογικό στοιχείο) με όρους εμπορεύματος, με όρους πλουτισμού, διατηρώντας καθαρή τη συνείδηση αλλά αδιαφορώντας για το γεγονός ότι η κοινωνικοποίηση της εργασίας γίνεται ασυνείδητα.

Πώς; Με τη μεταφορά και την ταύτιση με την εξουσία. Κύριο στοιχείο σε όλα τα συστήματα και όλες τις μορφές οργάνωσης είναι αυτό της ιδιοκτησίας. Στα μεν δυτικά συστήματα, ο ανθρώπινος παράγοντας έχει την ικανότητα να επιδιώξει τον πλούτο: μπορεί να τον αποκτήσει, μπορεί να τον διαχειριστεί, και μπορεί ανά πάσα στιγμή να καθορίζει το τι θέλει και το πώς μπορεί να το πετύχει, αφού έχει την ευκαιρία (ιδεατά) να το κάνει. Όλα αυτά, βέβαια, θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος. Παράλληλα, όμως, είναι ξεκάθαρο ότι ο πλούτος δεν είναι αρκετός για όλους αφού λόγος για ισότητα δεν γίνεται. Στα δε λενινιστικής προέλευσης μοντέλα, ο άνθρωπος ενώ κρίνεται ανίκανος να διαχειριστεί ένα τόσο μεγάλο διακύβευμα όπως η ιδιοκτησία -γιʼ αυτό πρέπει να υπάρξει μια ανώτερη δύναμη όπως το κράτος που θα οργανώνει και θα καθορίζει τη θέλησή, τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του-, από την άλλη κρίνεται απόλυτα ικανός στα να παράξει όλο αυτό τον πλούτο. Το ότι τα λενινιστικού χαρακτήρα συστήματα απορρίπτουν τη θρησκεία δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι απαλλάσσονται από την προτεσταντικού χαρακτήρα ηθική. Απεναντίας, αντικειμενοποιώντας το κοινωνικό, αναστρέφοντας το χαρακτήρα του μαρξικής προέλευσηςσχήματος οικοδομήματος – εποικοδομήματος, μπορούν να αποδώσουν στο κράτος «θεϊκές» διαχειριστικές ικανότητας. Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το κράτος δεν είναι τίποτε άλλο από μία ανθρώπινη εφεύρεση, προκειμένου να καταπιέσει και να καθοδηγήσει, και ξεχνώντας παντελώς το γεγονός ότι και το χρήμα δεν είναι τίποτε άλλο από μια εφεύρεση καταπίεσης και στρεβλής αποτύπωσης, οδηγούνται σε σχήματα με καθοδηγικό χαρακτήρα.

Η ηγεμονία και στις δύο αυτές μορφές οργάνωσης έχει άτυπο χαρακτήρα. Στη μία έχει τη μορφή του χρήματος και στην άλλη του κράτους. Και στα δύο μορφώματα αποδίδονται θεϊκού χαρακτήρα ιδιότητες που εξαντικειμενικεύονται είτε μέσα από κοινούς μηχανισμούς, όπως είναι αυτοί τις καταστολής, είτε μέσα από διαφοροποιητικούς μηχανισμούς όπως αυτοί της ιδιωτικής ωφελιμιστικού χαρακτήρα διαμόρφωσης της ιστορίας ή της κοινής εξαναγκαστικού χαρακτήρα ιστορίας που μας ενώνει ορίζοντας τα σύνορα της καταπίεσής μας. Από την άλλη πλευρά, έχουμε και τις πλέον απτές μορφές τυπικής ηγεμονίας όπως οι κατασταλτικοί –κοινοί– μηχανισμοί, τα συστήματα «εκπαίδευσης», η δικαιοσύνη, η κομματική αντιπροσώπευση, η ενημέρωση, η εθνική ασφάλεια.

Τι έχουμε απέναντί μας εκτός από το προφανές; Ποιος είναι αυτός που δεν μπορεί να αναγνωρίσει τι είναι αυτό που τον κάνει να αισθάνεται άσχημα; Ποιος είναι αυτός που δεν θέλει να το αλλάξει;

Αν ζούμε μέσα στην κοινωνία του θεάματος, γιατί αυτοί που προσφέρουν το πιο χορταστικό θέαμα δεν μπορούν παράλληλα να προσφέρουν και την πιο πειστική λύση; Αν δεχτούμε ότι πρέπει να αποβάλουμε τους ταξικούς διαχωρισμούς, επειδή αυτοί έχουν ιστορικά καταπέσει, και συμφωνούμε ότι η αναζήτηση πρέπει να στραφεί στους ψυχολογικούς θεαματικούς όρους, αποδεχόμενοι ότι είναι αυτοί που καθορίζουν το παιχνίδι (και πρέπει να καταστραφούν), τι έχει πάει στραβά και το επαναστατικό στοιχείο οδεύει στην απομόνωση;

Η λογική τού τι ενώνει, και όχι η παρόρμηση τού τι θα μπορούσε ναενώσει, θα πρέπει να αποτελέσει ένα μεγάλο αντικείμενο συζήτησης. Η αναζήτηση του ενοποιητικού παράγοντα αποτελεί στοιχείο επαναστατικής αφαίρεσης με σκοπό την ελευθερία. Η συγκρότηση σε ολότητα δεν αποτελεί αντικείμενο συζήτησης αλλά πηγάζει από την πραγματικότητα, που επιτάσσει την ολική ανατροπή σε κοινωνικό, οικονομικό, ηθικό και θεσμικό επίπεδο. Η ανατροπή των εξουσιαστικών μηχανισμών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει υποκειμενική χροιά από τη μία, γιατί τότε θα μιλούσαμε για αυθεντίες, τις οποίες κανείς δεν αποδέχεται, ενώ από την άλλη, η δυσκολία εκφοράς κοινού λόγου και παράλληλα η εμμονή στο να υπάρχει αυτός, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.

Τελικός στόχος της επίτευξης ενός κοινού λόγου είναι ο καθορισμός των αιτιών για τις οποίες οι υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες πρέπει να ανατραπούν και να φτιαχτούν από την αρχή, χωρίς κανένα στοιχείο εξουσίας. Ο «ουτοπικός» χαρακτήρας του παραπάνω προτάγματος αποτελεί και τη βασική κριτική είτε από το αστικό κράτος είτε από τα ρεφορμιστικά αριστερίστικα μορφώματα. Ωστόσο, η ύπαρξη θεσμών είτε μέσα στο αστικό κράτος, όπως η δικαιοσύνη, είτε η έννοια του θεού, που αγγίζει το υπερβατικό, αποδεικνύουν ότι μπορεί να υπάρξει «πίστη» σε πράγματα που δεν υπάρχουν και ούτε ποτέ πρόκειται να υπάρξουν. Παρόλα αυτά ο επαναστατικός λόγος δεν έχει καταφέρει να αγγίξει την κοινωνία. Σε πολύ συγκεκριμένες φορές έχει κερδίσει την κοινωνική δικαιολόγηση. Ίσως γιατί δεν έχει καταφέρει, όχι να εκμεταλλευτεί, αυτή την ανθρώπινη ροπή, αλλά με τον τρόπο που αρθρώνεται, έχει αποτύχει να καταδείξει ακόμα και τα αυτονόητα. Η κατάδειξη γίνεται μόνο σε επίπεδο κοινωνίας. Η κατάδειξη γίνεται με στόχο να ενώσεις άτομα που μπορούν επιτέλους να καταλάβουν τη δύναμη που έχουν και μέχρι τώρα, ασυνείδητα, την εκχωρούν σε τρίτους, που μάλιστα τη χρησιμοποιούν για τον καταπιέζουν.

Το ούτε Θεός ούτε Κράτος μπορεί να ερμηνευτεί πάρα πολύ εύκολα. Δεν μπορεί να υπάρξει πίστη ελεημοσύνης για το αύριο , ούτε πίστη καθήλωσης στο σήμερα. Πως είναι δυνατόν όλα αυτά μα μην μπορούν να γίνουν αντιληπτά. Μήπως η έκφραση της ανατροπής έχει πάρει το χαρακτήρα του εμπορεύματος; Η σκέψη είναι πάρα πολύ απλή. Στον καπιταλισμό η παραγωγή σταματά ακόμα και όταν υπάρχει ανάγκη (που ο ίδιος έχει δημιουργήσει) αλλά η τιμή δεν είναι αρκετή ώστε να έχουμε κέρδος. Στην «ουτοπική» αντίδραση, αυτή δεν έρχεται (αν και η ίδια την επιτάσσει), αν δεν υπάρξει μια εσωτερικής ερμηνείας « ηθική » ενότητα του λόγου. Τα στοιχεία της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης που αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία διευρύνσεις, αναζητώντας την κοινωνική αλληλεγγύη ( η σύνθεση είναι πάντα αντίστροφη, όχι διαλεκτική), βλέπουν τα είδωλά τους να παραμορφώνονται όταν γίνονται καθαρός και ενιαίος λόγος. Αυτό που ενώνει σήμερα στο αστικό περιβάλλον δεν είναι τίποτε άλλο από την επιδίωξη της προσωπικής ωφέλειας (ευτυχία) που συνδέεται με την ατομική ιδιοκτησία (εμπράγματη). Στους επαναστατικούς χώρους ,η ενδεχόμενη ύπαρξη εμμονών, διαφόρων ειδών, που έχουν να κάνουν με τον τρόπο εκφοράς του τι σημαίνει κοινό, αποτυγχάνουν να καταδείξουν ότι πίσω από την απομόνωση και τις προσωπικές διαδρομές το μοναδικό πράγμα που υπάρχει είναι η Εξουσία. Η αντίδραση ,που εξαντικειμενικεύεται στο δρόμο με μορφές δράσης που χαρακτηρίζονται από την προσωπική θυσία είναι σίγουρα αυτές που μπορούν οδηγήσουν στην πραγματική ανατροπή. Συσπειρώνονται όμως, γύρω από έννοιες τόσο μικρές (όχι ασήμαντες) που στρεβλά αποτυπώνουν τη δυνητική ικανότητα του ανθρώπου να μπορέσει να καταστρέψει τα ίδια του τα δημιουργήματα προκειμένου ενσυνείδητα να γίνει και να είναι πραγματικά ελεύθερος.

 

Οι επαναστατικοί κύκλοι ,παρά την επιθυμία τους να είναι η προβολή μιας ουτοπίας, αναπαράγουν την υπάρχουσα καταπιεστική πραγματικότητα . Ανυπέρβλητες δομές εμφανίζονται και αναπαράγονται ολοένα και πιο ισχυρές καθώς δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως μόρφωμα εξουσιών, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Άτυπες σχέσεις εξουσίας και αόρατες Ηγεμονίες πλαισιώνουν την ιεραρχία που σχηματίζεται στους κόλπους των επαναστατικών ομάδων . Οι μηχανισμοί διατήρησης αυτών των σχέσεων εξουσίας μένουν αλώβητοι , ενώ οι μηχανισμοί καθήλωσης τους μοιάζουν αδύναμοι. Παρ’ όλα αυτά, είναι μονομερές η κριτική να εστιάζει σε πρόσωπα ειδικών της Ελευθερίας, και όχι στις ορατές και αόρατες δομές που γεννούν αυτές τις σχέσεις.

H εμμονή της εκφοράς του κοινού λόγου και η –στο όνομα της Αλήθειας- τυραννία της αναζήτησης κοινής κοσμοαντίληψης, στο εσωτερικό επαναστατικών ομάδων, αποτελεί το θεμέλιο λίθο της (άτυπης) ιεραρχίας στο εσωτερικό τους.

Η αναζήτηση του Αγίου δισκοπότηρου δημιούργησε τον Αρθούρο στο σώμα της στρογγυλής τραπέζης. Προς τα έξω αξιώνει να εμφανίζεται στρογγυλή , ενώ στο εσωτερικό της τα σχήματα σφάλλουν.

Γωνίες εμφανίζονται πολλές, και σε συμβολικό επίπεδο, ο Αρθούρος παραμένει ένας.

Επίσης η επαναστατική θεώρηση, προσκολλημένη σε αφηρημένες και ιδεαλιστικού τύπου έννοιες, όπως η Ελευθερία, παρουσιάζει τον εαυτό της υπό το πρίσμα του αντικειμενικού πνεύματος. Θεωρώντας πως κατέχει την Αλήθεια, όλοι είναι υποχρεωμένοι να την ακολουθήσουν. Αυτή, η εξ αποκαλύψεως αλήθεια, φανερώνεται στους επαναστάτες. Αλλά όπως με το σπήλαιο του Πλάτωνα, τον ήλιο της απόλυτης ιδέας τον είδαν λίγοι.

Η ηγεμονία δεν μπορεί να κτίσει τα θεμέλια της αν το έδαφος που την φιλοξένει δεν είναι διαποτισμένο από την Αλήθεια. Μόνο υπό το φως του αντικειμενικού ήλιου μπορεί ο λόγος να αποκτήσει καθοδηγητική χροιά.

Επιπλέον, η ηγεμονία, για να διατηρηθεί στη θέση της, έχει ανάγκη από ένα εξωτερικό παράγοντα. Ο τελευταίος θα διαδραματίζει το ρόλο του Άλλου. Αυτός ο Άλλος ή θα θέλει να βλάψει την ίδια την ηγεμονία ή την υπόθεση που η ίδια υπερασπίζεται. Η έννοια του Άλλου, του εχθρού, έρχεται ως ανάγκη δικαιολόγησης  της ηγεμονίας.

Όταν ο εχθρός, ο εξωτερικός, δεν είναι αρκετός, εμφανίζεται από μέσα και βλάπτει την Επανάσταση.

Πόσες φορές ομάδες που ανήκουν στο ίδιο πολιτικό χώρο δεν έχουν αλληλοκατηγορηθεί για να διατηρήσουν υπό την κηδεμονία τους ένα κεντρικό όργανο ή συνέλευση .Ακόμα και όταν στο εσωτερικό τους κατονομάζεται η άτυπη σχέση εξουσίας, αυτοί που ξεσηκώνονται με μανία εναντίον του «αφελούς» που μίλησε , δεν είναι οι ειδικοί της ελευθερίας αλλά οι πιστοί σύντροφοι. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι λογικό, διότι οι τελευταίοι αν το αναγνώριζαν, όλη η υπόθεση της επανάστασης θα έτριζε ή θα παρουσιαζόταν η ανάγκη επαναπροσέγγισης των κατεστημένων αντιλήψεων, θεωρήσεων καθώς και σχέσεων.

Όλα αυτά τα ζητήματα δεν είναι τυχαία, διότι είτε αφορούν την ίδια τη δομή του επαναστατικού Λόγου, είτε τις πρακτικές που ιστορικά ακολουθήθηκαν.

Ο αστικός λόγος χρησιμοποίησε στο διαφωτισμό τον καθαρό λόγο για να πολεμήσει την δεισιδαιμονία. Βασισμένος σε αφαιρέσεις που είχαν καθολικό αντίκρισμα – όπως η έννοια της ελευθερίας – πολέμησε όσο είχε τη μορφή της άρνησης τον τότε κατεστημένο τρόπο αντίληψης καθώς και τα φαντάσματα της θρησκείας. Αυτή βέβαια η επίθεση δεν μπόρεσε να μην συνοδεύεται από συγκεκριμένες ηθικές επιταγές. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε μέχρι ο ίδιος ο διαφωτισμός και ο αστικός λόγος να μετατραπούν σε κυριαρχία. Ο διαφωτισμός μετατράπηκε από άρνηση σε δικαιολόγηση της γενικευμένης αδικίας.

Η άρνηση που ξεπήδησε μέσα από το διαφωτισμό ήταν οι ίδιες οι επαναστατικές θεωρίες. Αυτές ανέλαβαν το έργο να εναντιωθούν στη υπάρχουσα καταπιεστική πραγματικότητα. Μόνο που αναίρεσαν αλλά και ταυτόχρονα διατήρησαν τις ιδιότητες αυτού μέσα από το οποίο ξεπήδησαν. Αυτές ανέλαβαν το έργο του καθαρού λόγου βασιζόμενες και οι ίδιες σε καθολικές και αφηρημένες έννοιες να πολεμήσουν το υπάρχον. Άσχετα με το τι πέτυχαν, διατήρησαν και την εγγενή δυνατότητα κυριαρχίας που ενυπήρχε στο διαφωτισμό.

Οπότε είναι φυσιολογικό να θεωρούν πως κατέχουν την Αλήθεια μπροστά στο Όλο της καταπιεστικής Συλλογικότητας. Η τελευταία ιδιότητα καθιστά συχνά ανίκανη την επαναστατική θεωρία να προσαρμοστεί στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Αυτή η συνθήκη πολλές φορές την καθιστά Ιδεολογία και οπότε ψευδή συνείδηση.

Εν κατακλείδι όποιος αναζητά την Αλήθεια αναζητά ηγέτες να ακολουθήσει. Τουναντίον όποιος υπερασπίζεται με σθένος ψάχνει για ποίμνια να καθοδηγήσει.