All posts by decontrol

Mια γιγαντιαία παράσταση…

Η αλήθεια ποτέ δεν είναι ξεκάθαρη. Το κάθε υποκείμενο έχει διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας και αφήγησης της πραγματικότητας που βιώνει. Πάραυτα οι αφηγήσεις έχουν ένα κοινό τόπο και αυτόν καλούμε λογική. Αν πατροπαράδοτα τα κέντρα εξουσίας προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον τρόπο αφήγησης του υποκειμένου, τότε όταν το καταφέρνουν δε διαμορφώνουν μόνο κώδικες κοινής συμπεριφοράς αλλά και ένα κοινό κώδικα γλωσσικών σηματοδοτήσεων.

Η προσδοκία της εκάστοτε αρχής, όταν η ιδία προσπαθεί να διαμορφώσει την κοινωνική νοηματοδότηση, είναι οι προσταγές της να προφέρονται από τα κοινωνικά υποκείμενα πριν η ιδία να αρθρώσει λέξη.

Το ψεύδος, αυτός ο φιλελεύθερος τρόπος κοινωνικής χειραγώγησης, παρουσιαζόταν μέσα από τους μηχανισμούς της πολιτιστικής βιομηχανίας ως η μοναδική αλήθεια. Αργότερα η αλήθεια κατακερματίστηκε μέσα από το θέαμα όποτε δεν είχε πλέον σημασία τι λες αλλά πως το λες. Αυτή η κατακρήμνιση του περιεχομένου από τη μορφή είναι η πεμπτουσία του θεάματος.

Τελευταία όμως ακόμα και αυτοί οι μηχανισμοί έχουν αποκτήσει ύφη αυτοματισμού. Πλέον όλοι είναι ενήμεροι και κάνεις δε εμπιστεύεται κανένα. Με τη μονή διάφορα όμως, ότι δεν τον νοιάζει.

Η υπόθεση Παυλίδη παρουσιάζει κάτι εξωφρενικό. Δεν είχε σημασία να αποδείξουν την αθωότητα του. Αφού έτσι και αλλιώς ελάχιστοι πιστεύουν ότι οι καρεκλοκένταυροι δε χρηματίζονται. Το όλο παιχνίδι με τη βουλή θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν επικοινωνιακό. Αυτό όμως δεν ισχύει διότι δεν μπορούσε να πείσει κανένα.

Αν το κρίναμε με κριτήρια ορθολογικότητας θα λέγαμε ότι λειτούργησε εντελώς αντίθετα. Καθώς ο τηλεθεατής έχει βομβαρδιστεί με εικόνες σκάνδαλα όταν ακούει ότι κάποιος έκλεψε εκατομμύρια μένει απαθής.

Προφανώς το σύστημα είναι τόσο σίγουρο από τον εαυτό του που δε χρειάζεται πλέον το ψέμα. Απλά λέει την αλήθεια σε όλο το υπερβολικό της βαθμό.

Ωστόσο οι θεατρινισμοί που είδαμε στα κανάλια είναι επιβεβλημένοι. Οι ρόλοι παραμένουν ρόλοι. Ο Ρουσσόπουλος μπορεί να βγαίνει και να κάνει μαθήματα ηθικής όπως και το ΠΑΣΟΚ μαθήματα διαφάνειας. Οι ίδιοι το Δεκέμβρη ωρυόντουσαν και για τα πλιάτσικα. Αστείο σχεδόν, άμα κλέβεις εκατομμύρια είσαι δημόσιο πρόσωπο, άμα κλέβεις ένα laptop ένας ταπεινός κλέφτης.

Η ίδια η ζωή έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο θέατρο όπου θεατές και θεατρίνοι απλώς περιμένουν τη στιγμή να χειροκροτήσουν στο ίδιο έργο που είδαν χτες.

Οι ρόλοι είναι ίδιοι, η υπόθεση είναι ίδια, η σκηνοθεσία είναι η ίδια. Το μόνο που αλλάζει είναι η τιμή του εισιτηρίου. Κάθε μέρα ολοένα και μεγαλώνει.

Κάπου εκεί ηχούν τα λόγια ενός θεατρίνου προς τους θεατές:

«είμαι ένας ρόλος κοινός τετριμμένος και μπουφόνικος… πληρώνω ως αντίτιμο την εικόνα μου στους άλλους αλλά γι’ αυτούς πάντα θα είμαι ένας ξένος…»

Σημασία δεν έχει να μην επικροτήσουμε το έργο αλλά να αρνηθούμε το ίδιο το θέατρο που μετατράπηκε η ζωή μας…

Η γελοιότητα στη δημοκρατία .

Μέρα με την μέρα γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι οι κατ’ επάγγελμα πολιτικοί που διαχειρίζονται την εξουσία στις δυτικές χώρες, βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στον λάκκο της γελοιότητας και της σαχλαμάρας προσφέροντας οι ίδιοι τα καλύτερα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει κανείς το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας. Η αστική δημοκρατία μοιάζει όλο και περισσότερο με περιπλανώμενο πτώμα. Τα διάφορα κατασταλτικά μέτρα που εφαρμόζονται σε όλες της δυτικές χώρες που στην ελλάδα ήρθαν με την μορφή με την ποινικοποίηση της “κουκούλας” και την επιχειρούμενη άρση του ασύλου, είναι τα καρφιά στο φέρετρο της δημοκρατίας ως ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα και έχει χάσει σχεδόν κάθε ιδιαίτερο στοιχείο διάκρισης από ακραία εξουσιαστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Είναι ένα πτώμα που οι επαγγελματίες πολιτικοί για να κρύψουν το νεκρικό χρώμα του, το σάπισμα της σάρκας του το ντύνουν και το βάφουν σαν κλόουν. Προτιμούν να φαίνεται γελοίο παρά νεκρό το σύστημα που τους τρέφει. Έτσι ο Μπερλουκόνι βάζει στο ευρωψηφοδέλτιο του “καλλίγραμμες” παιχτριές του Big Brother, μοντέλα και τηλεπαρουσιάστριες όλες εντελώς άσχετες με την πολιτική. Το εξοργιστικό είναι ότι οι αντιδράσεις σε αυτό ήταν σχετικά αμυδρές ενώ πολλοί πιστεύουν, και μάλλον όχι άδικα, ότι το κόμμα του Μπερλουσκόνι δε θα υποστεί καμία απώλεια αλλά αντίθετα θα ενισχυθεί σε αυτές τις εκλογές. Μετά τον μποντιμπιλντερα “εξολοθρευτή” Σβαντζενέγκερ ως κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, την επιστολή της λαϊκής αηδούς Μπεζεντάκου που έσωσε την ελληνική κυβέρνηση, την παρολίγον εκλογή της άλλης αηδούς Έφη Σαρρή από το τηλεοπτικό κόμμα show ΛΑΟΣ που έχει σαν πρόεδρο έναν πρώην μπολντιμπιλντερά και ιδιοκτήτη πρακτορείου μοντέλων, τα γκαρίσματα του πλασιέ βιβλίων αρρωστημένης επιστημονικής φαντασίας Μπομπόυκο Άδωνη με την εκτός γάμου σύντροφό του να βάζει τον ορό της βλακείας στους ηλιθιότερους του τόπου, τον εθνικό νομάρχη-Ζορό, να κυνηγάει έφιππος “σκοπιανούς”, τον λιμνούχο πνευματικό πατέρα της ηγεσίας της κυβέρνησης και τους τόσους άλλους αμέτρητους καθημερινούς σαχλαμαρισμούς των επαγγελματιών της πολιτικής, με όλα αυτά… τι άλλο θέλει κανείς για να πειστεί ότι η δημοκρατία πεθαίνει;

Η δημοκρατία όμως δεν πεθαίνει εξαιτίας της γελοιότητας στην οποία έχει ξεπέσει. Πεθαίνει γιατί γεννά ή υποθάλπει την αδικία, την εκμετάλλευση, το απάνθρωπο, τη βία, τον ρατσισμό, την μοναξιά, την αλλοτρίωση…..

 

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σκεπάσει αυτόν τον κλόουν….

Η γελοιότητα στη δημοκρατία

Μέρα με την μέρα γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι οι κατ’ επάγγελμα πολιτικοί που διαχειρίζονται την εξουσία στις δυτικές χώρες, βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στον λάκκο της γελοιότητας και της σαχλαμάρας προσφέροντας οι ίδιοι τα καλύτερα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει κανείς το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας. Η αστική δημοκρατία μοιάζει όλο και περισσότερο με περιπλανώμενο πτώμα. Τα διάφορα κατασταλτικά μέτρα που εφαρμόζονται σε όλες της δυτικές χώρες που στην ελλάδα ήρθαν με την μορφή με την ποινικοποίηση της “κουκούλας” και την επιχειρούμενη άρση του ασύλου, είναι τα καρφιά στο φέρετρο της δημοκρατίας ως ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα και έχει χάσει σχεδόν κάθε ιδιαίτερο στοιχείο διάκρισης από ακραία εξουσιαστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Είναι ένα πτώμα που οι επαγγελματίες πολιτικοί για να κρύψουν το νεκρικό χρώμα του, το σάπισμα της σάρκας του το ντύνουν και το βάφουν σαν κλόουν. Προτιμούν να φαίνεται γελοίο παρά νεκρό το σύστημα που τους τρέφει. Έτσι ο Μπερλουκόνι βάζει στο ευρωψηφοδέλτιο του “καλλίγραμμες” παιχτριές του Big Brother, μοντέλα και τηλεπαρουσιάστριες όλες εντελώς άσχετες με την πολιτική. Το εξοργιστικό είναι ότι οι αντιδράσεις σε αυτό ήταν σχετικά αμυδρές ενώ πολλοί πιστεύουν, και μάλλον όχι άδικα, ότι το κόμμα του Μπερλουσκόνι δε θα υποστεί καμία απώλεια αλλά αντίθετα θα ενισχυθεί σε αυτές τις εκλογές. Μετά τον μποντιμπιλντερα “εξολοθρευτή” Σβαντζενέγκερ ως κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, την επιστολή της λαϊκής αηδούς Μπεζεντάκου που έσωσε την ελληνική κυβέρνηση, την παρολίγον εκλογή της άλλης αηδούς Έφη Σαρρή από το τηλεοπτικό κόμμα show ΛΑΟΣ που έχει σαν πρόεδρο έναν πρώην μπολντιμπιλντερά και ιδιοκτήτη πρακτορείου μοντέλων, τα γκαρίσματα του πλασιέ βιβλίων αρρωστημένης επιστημονικής φαντασίας Μπομπόυκο Άδωνη με την εκτός γάμου σύντροφό του να βάζει τον ορό της βλακείας στους ηλιθιότερους του τόπου, τον εθνικό νομάρχη-Ζορό, να κυνηγάει έφιππος “σκοπιανούς”, τον λιμνούχο πνευματικό πατέρα της ηγεσίας της κυβέρνησης και τους τόσους άλλους αμέτρητους καθημερινούς σαχλαμαρισμούς των επαγγελματιών της πολιτικής, με όλα αυτά… τι άλλο θέλει κανείς για να πειστεί ότι η δημοκρατία πεθαίνει;

Η δημοκρατία όμως δεν πεθαίνει εξαιτίας της γελοιότητας στην οποία έχει ξεπέσει. Πεθαίνει γιατί γεννά ή υποθάλπει την αδικία, την εκμετάλλευση, το απάνθρωπο, τη βία, τον ρατσισμό, την μοναξιά, την αλλοτρίωση…..

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σκεπάσει αυτόν τον κλόουν…

Έχει περάσει καιρός

Από τότε που κάποια εργατικά συνδικάτα θεώρησαν ότι να δουλεύουν όσο και όποτε θέλουν τα αφεντικά τους δεν πρέπει να συνεχιστεί. Από τότε που οι αναρχοσυνδικαλιστές Σπις, Φίσερ, Σβαμπ, Φίλντεν, Νίμπι και Πάρσονς κατηγορηθήκαν, απ’ αυτό που καλούμε δικαιοσύνη, για βομβιστική επίθεση και κριθήκαν ένοχοι για κάτι που ακόμα και τώρα δεν έχει εξακριβωθεί τί ακριβώς είχε γίνει. Από τότε ακόμα και η μικρή διεκδίκηση μπορεί να ισοδυναμούσε με τίμημα αίματος αλλά το τελευταίο δε λειτουργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας. Από τότε που το συλλογικό δεν ήταν παραμύθι στα χείλια διοικούντων και άλλων.

Πράγματι έχει περάσει καιρός.

Γιατί η πρωτομαγιά έγινε γιορτή και έχασε το χαρακτήρα της. Γιατί τα συνδικάτα έχουν ξεπουληθεί τόσο που μιλούν για κοινωνική ειρήνη και συναντούνται με τους ταξικούς εχθρούς  αυτών, των όποιων υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Γιατί οποία κατάκτηση κερδήθηκε με κόστος πολύ αίμα, τώρα παζαρεύεται στα χαρτιά. Γιατί τώρα τα αφεντικά παίζουν μονότερμα και οι παραγωγικές ομάδες έχουν μείνει με το φόβο  και εκβιασμό με της ανεργίας… Γιατί επιστρέφουμε στη προηγούμενη εργατική βαρβαρότητα με μόνη αντίδραση να παρακολουθούμε αθλητικά ντέρμπι στη τηλεόραση. Γιατί ακόμα κάποιοι πιστεύουν πως θα τους σώσουν καρεκλοκένταυροι και επαγγελματίες μιζαδόροι…

Οι καιροί δεν έχουν αλλάξει. Τα αφεντικά θα απατούν εντατικοποίηση και μεγιστοποίηση ης μισθωτής σκλαβιάς ότι και να γίνει. Το μόνο που θέλουν να αποκομίσουν από τον εργάτη/ρια  είναι κέρδος. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Η συνήθης βλακεία που ακούμε ακόμα και σήμερα ότι «ο τάδε σου δίνει ψωμί να φας» δεν είναι παρά η  επικύρωση της πιο χυδαίας παραίτησης. Από κει και περά ο καθένας κάνει τις επιλογές του…

Ας καλωσορίσουμε την άνοιξη που μας έρχεται και ας δούμε τo μελλοντικό χειμώνα σε διαφημιστικά σποτ την ώρα του ματς…

Εκλογική Αμνησία

29 Απριλίου σήμερα. Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη. Δεν είναι καθόλου λίγες τόσο οι έντυπες αναλύσεις που ακολούθησαν όσο και οι διάφορες προφορικές συζητήσεις σε μέσα μαζικής ενημέρωσης αμέσως μετά. Άλλες περιστράφηκαν γύρω από τη θεωρία του μεμονωμένου συμβάντος και αναφερόντουσαν στην αστυνομική συμπεριφορά , άλλες στην εκδήλωση και διάχυση ενός σωρευμένου θυμού και άλλες , οι περισσότερες , γύρω από την χαμένη περιουσία ευυπόληπτων πολιτών.

Σε όλες σχεδόν τις συζητήσεις συμμετείχαν μέλη των κομμάτων που υπάρχουν σήμερα στη βουλή και σε μερικές περιπτώσεις και πολιτευτές, όπως συνηθίζουμε να τους λένε, από το πολιτικό φάσμα που δεν βρίσκονται στο κοινοβούλιο, αλλά έχει μια κάποια κοινωνική απήχηση. Σε καμία συζήτηση προφορική δεν συμμετείχε κάποιος από τους φερόμενους “ηθικούς” ή “φυσικούς” αυτουργούς των επεισοδίων. Μερικά κείμενα κατάφεραν να ψελλίσουν αντίθετη άποψη αλλά σε έντυπα που το αναγνωστικό κοινό είτε είναι περιορισμένο είτε έτσι κι αλλιώς συμφωνεί.

Ακούστηκαν και γράφτηκαν πάρα πολλές κατηγορίες τόσο για την αστυνομία όσο και για το γενικότερο πολιτικό σύστημα. Πως πρέπει να αλλάξει για να καταλάβει και να αφουγκραστεί – αγαπημένη έκφραση – τους νέους.

Πράγματι, η κυβέρνηση μετά από απαίτηση όλου του πολιτικού κόσμου ακόμα και αυτών που σχεδόν αναγκάστηκαν να καταδικάσουν τα γεγονότα, πήρε δραστικά μέτρα. Ποιά είναι αυτά, ομάδα δέλτα (καμία σχέση με τη γαλακτοβιομηχανία), ποινικοποίηση της κουκούλας και… αυτά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και τα δύο αυτά μέτρα, τέθηκαν σε εφαρμογή μετά από κάποια επεισόδια στο κολωνάκι. Άρα έχουμε και δύο σταθμά όσο αφορά το χρόνο αντίδρασης. Και κάτι άλλο ακόμη, η κυβέρνηση πολύ πρόθυμα πλήρωσε για την αποκατάσταση όλων των ζημιών στο κολωνάκι ενώ πριν από κάποιους μήνες μιλούσε για έλλειψη χρημάτων όσο αφορά τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Επιχείρημα μικροπολιτικής , μπορεί να πει κάποιος. Όχι , γιατί είναι ένα πάρα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της συμπεριφοράς του φαίνεστε, όχι του είναι, που είναι χαρακτηριστική για όλο των πολιτικό κόσμο.

Τι συμβαίνει τώρα; Και σήμερα γίνονται πάρα πολλές συζητήσεις προφορικές, όπως επίσης εκφράζονται και πάρα πολλές γνώμες σε έντυπα. Ποιό είναι το θέμα τώρα. Μα φυσικά οι επερχόμενες εκλογές για την ευρωβουλή και ίσως για εθνικές. Κανένας δεν λέει κουβέντα για ότι έγινε λίγους μήνες πριν. Ποιά είναι τα σημεία ενδιαφέροντος. Τι άλλο. Τα σκάνδαλα.

Siemens, Βατοπαίδι, περίπτωση Παυλίδη (βλέπε άγονες γραμμές), Εξοπλιστικά, Μεβγάλ (μονοπώλια).

Ποιό είναι το ηθικό δίδαγμα. Κανένας δεν έχει συνειδητοποιήσει τίποτα για το Δεκέμβρη. Τα κόμματα εξουσίας έχουν αναλωθεί σε ένα αγώνα ξεφωνήματος το ένα προς το άλλο διεκδικώντας δάφνες περισσότερης καθαρότητας. Τα κόμματα της αριστεράς….διαγωνίζονται πιο θα βγει τρίτο. Το ΚΚΕ άρχισε με καταγγελίες περί συγκάλυψης και χαϊδέματος αυτιών, ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας συμπτώματα υψοφοβίας από τα ψηλά στα χαμηλά έχει στραφεί σε εσωτερικές εκκαθαρίσεις προκειμένου το “τρελό” αγόρι τσίπρας να μην δέχεται αμφισβήτηση από το εσωτερικό. Τέλος το καινούργιο φρούτο , οι οικολόγοι πράσινοι, οι οποίοι έχουν σαν δεξαμενή ψηφοφόρων τη δεξιά. Το ότι το ΚΚΕ τους κατηγορεί για εμπόρους ναρκωτικών δίνει ένα ενδιαφέρον στην περίπτωσή τους πάντως.

Τα πάντα έχουν ξεχαστεί και όλοι έχουν γυρίσει σε κανονικούς ρυθμούς. Στο ποίος θα κάτσει στην καρέκλα δηλαδή. Ίσως να σκέφτονται: εντάξει εκτονώθηκαν, άρα έχουμε περιθώριο και για άλλα πολλά… Κουβεντιάσαμε γι αυτά που συνέβησαν , έχουμε και άλλες δουλειές τώρα.

Η εργασιακή εκμετάλλευση και εκβιασμοί, ατυχήματα, απόπειρες δολοφονίας, η αστυνομική βαρβαρότητα,οι καταλήψεις, ο ρατσισμός αποτελούν παρελθόν. Μάλλον για το αστικό σύστημα όλα τα παραπάνω αποτελούν έννοιες που συνδέονται με μεμονωμένα περιστατικά που μπορούν να αντιμετωπιστούν με αποζημιώσεις και ποινικοποιήσεις ενώ οι υποθέσεις διαφθοράς είναι αντικείμενα εκλογικής εκμετάλλευσης. Η ευθύνη για τα πρώτες έννοιες με ευκολία μεταφέρθηκε στην κοινωνία και στην ανοχή που δείχνει. Όλα τα υπόλοιπα όμως θέλουν λεπτούς πολιτικούς χειρισμούς γιατί έχουν να κάνουν με την εξουσία και η κοινωνία δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. Μπλέκουμε και τη δικαστική εξουσία στη μέση και όλα είναι μια χαρά.

Όσο περνάει ο καιρός και πλησιάζουμε περισσότερο στις εκλογές τα πάντα θα περιστρέφονται γύρω από τα σκάνδαλα και για το ποιός μπορεί να διαχειριστεί το δημόσιο χρήμα καλύτερα. Σε ελεύθερη μετάφραση αυτό σημαίνει ποιός μπορεί να κλέψει χωρίς να δώσει και πολλές αφορμές.

Όσο για την κοινή γνώμη… καλοκαίρι πλησιάζει, να μην αρχίσει να οργανώνει τις διακοπές της; Αρκετά εκφράστηκε…

Δουλειά = Παραίτηση

Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι ότι το κεφάλι μου είναι σχεδόν άδειο. Τα μοναδικά πράγματα που χωράνε είναι υποχρεώσεις που έχουν να κάνουν με τη δουλειά μου. Το δρομολόγιο είναι γνωστό. Δουλειά, καμιά μπύρα μερικές φορές ,σπίτι.

Μου φαίνεται ότι κάτι λείπει.

Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι οτιδήποτε αφορά την προσωπική μου ζωή ή ότι έχουμε συνηθίσει να καλούμε υποχρεώσεις θα παραμένει το ίδιο όσο μεγαλώνω. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που μου είχε πει μια φίλη ότι έχω αλλάξει σχεδόν είχα παρεξηγηθεί.

Τι είναι όμως αυτές οι αλλαγές. Αλλοτρίωση, όπως μου λένε οι τωρινοί φίλοι μου ή μια συνεχής διαδικασία αναθεώρησης που μερικές φορές είναι τόσο μεγάλη ώστε να σαστίζουμε μπροστά της.

Μπορεί κάποιος να λέει στις καθημερινές του συζητήσεις σήμερα ότι πιστεύει το τάδε ή το δείνα που πίστευε πριν από αρκετά χρόνια και η προσωπική του ζωή τότε του το επέτρεπε, δηλαδή υπήρχε συνέπεια λόγου και πράξης;

Ίσως και να είμαι αρκετά σκληρός με τον εαυτό μου, αλλά ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις γυρνάει και μια συζήτηση που είχα πολύ πρόσφατα με ένα φίλο γύρω από τις διάφορες μορφές δράσεις.

Πως είναι δυνατόν να βρίσκομαι σήμερα μπροστά σε λευκή κόλλα χαρτί και αυτή να μου μοιάζει ξένη. Τόσο κενή. Κενή όπως και η γεμάτη δουλειά, επαγγελματικές γνωριμίες, επαγγελματικά ταξίδια, τυπικές επισκέψεις σε φίλους , ζωή μου. Ότι κάνω είναι διαφανές, άοσμο, άγευστο, κι όμως τόσο χορταστικό, τόσο κουραστικό. Τα διάφορα περνούν από μέσα μου και δεν μου αφήνουν τίποτα. Δεν είμαι εραστής των αναμνήσεων, απεναντίας τις μισώ. Απλά φοβάμαι ότι αυτά που έκανα πριν με έκαναν να κάνω αυτές τις σκέψεις, αυτά που κάνω τώρα δεν θα μου δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτώ.

Πάντα υπάρχει η εναλλακτική. Παραίτηση. Εύκολα θα μπορούσε κάποιος να μου πει ότι κρίνεις το ότι σου συμβαίνει αλλά δεν κάνεις και τίποτα για να το αλλάξεις, και φυσικά εννοεί το να φύγω μακριά από όλα αυτά. Στην αρχή σκύβω το κεφάλι όταν ακούω τέτοιου είδους ή παρόμοια επιχειρήματα. Αναγνωρίζω ότι η σημερινή μου κατάσταση είναι και αποτέλεσμα των δικών μου επιλογών.

Από την άλλη πλευρά όμως πάντα θεωρούσα ότι πρέπει να είμαι κοντά σε ότι συμβαίνει. Η πραγματικότητα είναι κοινή σε όλους. Ο κόσμος είναι κοινός , τα προβλήματα είναι κοινά, η αλληλεξάρτηση των σχέσεων και της κοινωνικής πραγματικότητας είναι δίπλα μου μέσα μου. Πως θα μπορούσα να είμαι έξω από όλα αυτά. Θα λειτουργούσα έξω από αυτά και η δράση μου θα ήταν μέσα και γι αυτά;

Η σκέψη είναι το καλύτερο φάρμακο έστω και αν οι ιδέες είναι κοντά στην κατάθλιψη. Η πραγματική ξεκούραση είναι όχι το άδειασμα του μυαλού από τις υποχρεώσεις πηγαίνοντας διακοπές ένα σαββατοκύριακο σε χλιδάτο ξενοδοχείο, μια και υπάρχει η πολυτέλεια να γίνει, αλλά η αλληλεγγύη σε πράγματα που η καθημερινότητα σου δείχνει επιβλητικά ότι είναι χλιδή να ασχοληθείς γιατί δεν σε αφορούν. Η πραγματική ξεκούραση βρίσκεται στην υπέρβαση του ατομικού. Της προσωπικής ωφέλειας.

Ένα είναι το πραγματικό εμπόδιο. Η μισθωτή σκλαβιά.

Φαινομενικά σε απελευθερώνει μέσο του χρήματος. Πραγματικά σε δεσμεύει γιατί εξουθενώνει τη σκέψη σου και σε κάνει να είσαι υποτελής στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνεις. Υποχρεώσεις που δεν είναι σε καμία περίπτωση δικές σου. Ούτε καν δικές τους δεν είναι. Το σημείο προσανατολισμού χάνεται μέσα στην γραφειοκρατία.

Σταματώ εδώ. Μερικές εκατοντάδες μέτρα από εδώ που βρίσκομαι και γράφω γίνεται μια πορεία.

Θα ήταν πολύ ειρωνικό να πω ότι θα ήθελα να ήμουν εκεί;

Από τις Θερμοπύλες, στην 11η Σεπτεμβρίου

«Η μοίρα του πολιτισμού της Δύσης, η μοίρα του ανθρώπου, πολύ απλά, απειλούνται σήμερα. (…) Ολοι οι ταξιδιώτες, όλοι οι ξένοι που ζουν εδώ και καιρό στην Απω Ανατολή μάς το βεβαιώνουν: μέσα σε δέκα χρόνια, τα μυαλά άλλαξαν περισσότερο απ’ ό,τι μέσα σε δέκα αιώνες.

Την παλιά, εύκολη υποταγή διαδέχθηκε μια σκοτεινή εχθρότητα, και, μερικές φορές, ένα πραγματικό μίσος που δεν περιμένει παρά την κατάλληλη στιγμή για να περάσει στη δράση. Από την Καλκούτα ώς τη Σαγκάη, από τις στέπες της Μογγολίας μέχρι τις πεδιάδες της Ανατολίας, η Ασία βασανίζεται από μια κρυφή επιθυμία απελευθέρωσης. Η υπεροχή στην οποία ήταν συνηθισμένη η Δύση, από την ημέρα που ο Ζαν Σομπιέσκι σταμάτησε οριστικά την έφοδο των Τούρκων και των Τατάρων κάτω από τα τείχη της Βιέννης(1), δεν αναγνωρίζεται πια από τους Ασιάτες. Αυτοί οι λαοί προσδοκούν να αποκαταστήσουν την ενότητά τους ενάντια στον λευκό άνθρωπο, του οποίου διακηρύσσουν την καταστροφή»(2):

Με αυτά τα λόγια, το 1927, ο Ανρί Μασίς, πολυγραφότατος και σημαντικός συγγραφέας, ξεκινούσε μια σταυροφορία ενάντια στους κινδύνους που συσσωρεύονταν απέναντι στις αξίες και το πνεύμα της Ευρώπης – τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, ταύτιζε με τις αξίες και το πνεύμα της Γαλλίας. Κατά βάθος, δεν είχε τελείως άδικο: παντού διαφαινόταν και τότε η επικείμενη εξέγερση των αποικιοκρατούμενων λαών.

Σε ένα πλαίσιο διαφορετικό αλλά ανάλογο με εκείνο της πρώτης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο περιόδου, το οποίο σημαδεύεται από την αναδιοργάνωση του κόσμου προς όφελος νέων δυνάμεων, όπως η Κίνα και η Ινδία, σήμερα ξαναζωντανεύουν οι ίδιοι φόβοι.

Δανειζόμενοι τη μανιχαϊστική αντίληψη της Ιστορίας ως μιας συνεχούς αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Πολιτισμό και στη Βαρβαρότητα, αρκετοί συγγραφείς, συχνά διάσημοι, μας επιβιβάζουν σε μια μηχανή για να ανατρέξουμε πίσω στο χρόνο και να βρούμε τις ρίζες του «πολέμου των 2.500 χρόνων» – σύμφωνα με τον υπότιτλο του έργου του Αντονι Πάγκντεν, «Worlds at war» (Κόσμοι σε πόλεμο)(3)- που αιματοκυλά ακόμα τον πλανήτη.

Ο καθηγητής Πάγκντεν που έχει διδάξει στα πιο έγκυρα πανεπιστήμια – Οξφόρδης, Κέιμπριτζ και Χάρβαρντ, σκιαγραφεί, σε περίπου 500 σελίδες, έναν πίνακα της παγκόσμιας ιστορίας: «Μια φλόγα άναψε στην Τροία, η οποία έμελλε να καίει ασίγαστη μέσα στους αιώνες, ενώ τους Τρώες διαδέχονταν οι Πέρσες, τους Πέρσες οι Φοίνικες, τους Φοίνικες οι Πάρθοι, τους Πάρθους οι Σασανίδες, τους Σασανίδες οι Αραβες, τους Αραβες οι Τούρκοι (…).

»Οι γραμμές της αντιπαράθεσης τροποποιήθηκαν, το ίδιο και η ταυτότητα των αντιπάλων. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονταν εκείνο που τις χώριζε παρέμεινε σταθερός, πατώντας στις συσσωρευμένες ιστορικές μνήμες – ορισμένες αρκετά σωστές και άλλες τελείως λανθασμένες».

Παρά τη μικρή αυτή επιφύλαξη για τις «τελείως λανθασμένες» μνήμες, ο συγγραφέας επαναλαμβάνει, στο ξετύλιγμα του συλλογισμού του, τη δυαδική οπτική, της οποίας το θεμελιώδες επεισόδιο είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε Ελληνες και Πέρσες, όπως καταγράφηκε από τον ιστορικό Ηρόδοτο.

Η θέση του Ηρόδοτου

Ο Ηρόδοτος δείχνει, σύμφωνα με τον Πάγκντεν, ότι «αυτό που χώριζε τους Πέρσες από τους Ελληνες ή τους Ασιάτες από τους Ευρωπαίους ήταν πιο βαθύ από τις μικρές πολιτικές συγκρούσεις.

»Ηταν η αντίληψη του κόσμου, η αντίληψη του τι σήμαινε να είσαι και να ζεις ως ανθρώπινο ον. Και ενώ οι ελληνικές πόλεις, και ευρύτερα οι πόλεις “της Ευρώπης” είχαν πολύ διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετικούς τύπους κοινωνιών και ήταν αρκετά εξοικειωμένες με το να προδίδουν η μία την άλλη εάν αυτό τις βόλευε, δεν έπαυαν να διαθέτουν κοινά στοιχεία αυτής της αντίληψης. Μπορούσαν όλες να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στη δουλεία και την ελευθερία και μοιράζονταν όλες αυτό που θεωρούμε σήμερα μια ατομικιστική αντίληψη της ανθρωπότητας».

Ο Πολ Κάρτλετζ, καθηγητής ελληνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, δεν λέει κάτι διαφορετικό στο βιβλίο του για τις Θερμοπύλες, αυτή «τη μάχη που άλλαξε τον κόσμο»(4): «Αυτή η σύγκρουση, η σύγκρουση ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους άλλους Ελληνες, από τη μια πλευρά, και τις περσικές ορδές (στις οποίες συμμετείχαν και Ελληνες), από την άλλη, ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα στην ελευθερία και τη δουλεία και γινόταν αντιληπτή ως τέτοια τόσο εκείνη την εποχή όσο και στη συνέχεια (…).

»Η Μάχη των Θερμοπυλών, συμπερασματικά, ήταν μια καμπή όχι μόνο της ιστορίας της κλασικής Ελλάδας, αλλά της ιστορίας του κόσμου…», γράφει στην εισαγωγή.

Δεν είναι, μήπως, και ο οικονομολόγος Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο οποίος, στα μέσα στου 19ου αιώνα, βεβαίωνε ότι η Μάχη του Μαραθώνα ήταν «πιο σημαντική από τη Μάχη του Χάστινγκς(5), ακόμη και για τη βρετανική ιστορία»;

Στον πρόλογό του, ο Πολ Κάρτλετζ δεν κρύβει την ιδεολογική προοπτική του: «Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και της 7ης Ιουλίου στο Λονδίνο έδωσαν στο σχέδιο [κατανόησης της έννοιας της Μάχης των Θερμοπυλών] έναν νέο, επείγοντα και σημαντικό χαρακτήρα, στο πλαίσιο της πολιτιστικής συνάντησης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση». Μία «συνάντηση» που δεν είναι άλλο παρά η σύγκρουση ανάμεσα σε «δεσποτισμό» και «ελευθερία»…

Αυτή η πανεπιστημιακή απεικόνιση εκλαϊκεύτηκε στην ταινία κινουμένων σχεδίων του Ζακ Σνάιντερ για τη Μάχη των Θερμοπυλών με τίτλο «300» -προβλήθηκε το 2007- βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο κόμιξ των Φρ. Μίλερ και Λ. Βάρλεϊ. Η ταινία, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην αμερικανική αγορά, διαρκεί δύο ολόκληρες ώρες και μοιάζει με παιχνίδι βίντεο γεμάτο από ωραία μυώδη αρσενικά, «ντοπαρισμένα» με αμφεταμίνες, που αντιμετωπίζουν θηλυπρεπείς βαρβάρους (μαύρους ή «μεσανατολικού τύπου») τους οποίους μπορούν να σκοτώνουν εν ψυχρώ.

«Κανένας αιχμάλωτος», φωνάζει ο ήρωας βασιλιάς Λεωνίδας, εκείνος που, στην αρχή της ταινίας, σκοτώνει τον πέρση πρεσβευτή: για τους άγριους δεν αξίζει να εφαρμόζονται οι πιο ιεροί νόμοι της ανθρωπότητας. Ο πολιτισμός είναι, λοιπόν, η εξόντωση των Βαρβάρων!

Ηδη, το 1898, ο Χάινριχ φον Τράισκε, ένας γερμανός ειδικός στις πολιτικές επιστήμες, υποστήριζε μια θέση που, για αρκετούς συγχρόνους του, φαινόταν ως κοινότοπη: «Το διεθνές δίκαιο δεν μετατρέπεται παρά σε απλές φράσεις εάν θέλουμε να εφαρμόσουμε τις αρχές του στους βάρβαρους λαούς. Για να τιμωρήσουμε μία φυλή νέγρων, πρέπει να κάψουμε τα χωριά τους. Δεν θα πετύχουμε τίποτε εάν δεν δώσουμε τέτοια παραδείγματα. Εάν, σε παρόμοιες καταστάσεις, η Γερμανική αυτοκρατορία εφάρμοζε το διεθνές δίκαιο, δεν θα επρόκειτο για ανθρωπισμό ή για δικαιοσύνη, αλλά για μια αισχρή αδυναμία».

Επίδειξη δύναμης

Και οι Γερμανοί δεν έδωσαν αποδείξεις «αδυναμίας» όταν εξόντωσαν τους Χερέρος, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αφρικής (Ναμίμπια), ανάμεσα στο 1904 και το 1907, πραγματοποιώντας την πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα, η οποία, μαζί με αρκετές άλλες αποικιακές «πολιτικές», χρησίμευσε ως μοντέλο και ως προάγγελος για τη γενοκτονία των εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία αρκετά χρόνια αργότερα.

Ούτε μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Σπαρτιάτες της ταινίας «300» για «αδυναμία». Σκοτώνουν τα δύσμορφα παιδιά και απαγορεύουν στις γυναίκες να μετέχουν στη Γερουσία. Οσο για τον πόλεμο, αντιπροσωπεύει το άκρον άωτον της ολοκλήρωσης των ανδρών.

Ο Φρανκ Μίλερ, αυτός που συνέλαβε το έργο κόμιξ, δεν κρύβει τις ιδεολογικές επιλογές του: «Η χώρα μας (οι Ηνωμένες Πολιτείες) όπως και ο ολόκληρος ο δυτικός κόσμος αντιμετωπίζουν σήμερα έναν υπαρξιακό εχθρό, ο οποίος γνωρίζει ακριβώς τι θέλει», έχει δηλώσει.

Ο Πολ Κάρτλετζ ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει περσική πηγή για τους Μηδικούς πολέμους, κανένας αυτόχθων Ηρόδοτος. Ωστόσο, έχουν συσσωρευτεί αρκετές γνώσεις για τις Περσικές αυτοκρατορίες, οι οποίες αλλάζουν την προοπτική.

Ο Τουράζ Νταριάι, καθηγητής αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Καλιφόρνιας (Φούλερτον)(6), υπενθυμίζει ότι η δουλεία ελάχιστα εφαρμοζόταν εκεί -ενώ υπήρχε σε μεγάλη κλίμακα στην Ελλάδα και ότι το καθεστώς των γυναικών δεν ήταν «κατώτερο» από αυτό που υπήρχε στην Ελλάδα ενώ η πρώτη γνωστή χάρτα των δικαιωμάτων του ατόμου δόθηκε από τον Κύρο τον Μεγάλο σε ένα κείμενο που τα Ηνωμένα Εθνη αποφάσισαν, το 1971, να μεταφράσουν σε όλες τις γλώσσες και το οποίο περιλαμβάνει κυρίως τη θρησκευτική ανοχή, την κατάργηση της δουλείας, την ελευθερία επιλογής επαγγέλματος κ.λπ.

Ευλογημένα… γένια

Τι πιο φυσικό, λοιπόν, από το ότι οι Ελληνες παρουσίασαν -κυρίως μέσω του Ηρόδοτου, ωστόσο λιγότερο γελοιογραφικά από τους κληρονόμους τους- τη νίκη τους ως μία νίκη ενάντια στη Βαρβαρότητα;

Από τον καιρό που υπάρχουν οι πόλεμοι, οι πρωταγωνιστές φορούν τη μάσκα θαυμάσιων αρχών. Οι πόλεμοι που διεξάγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν δεν είναι, άραγε, για τους ηγέτες τουλάχιστον, οι πόλεμοι του Καλού ενάντια στο Κακό;

Τίθεται, όμως, ένα ερώτημα: Γιατί, έπειτα από 4.500 χρόνια, τέτοια ξαφνική μανία με τους Ελληνες;

Ο Μαρσέλ Ντετιέν, καθηγητής στο Τζον Χόπκινς και διευθυντής σπουδών στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, προσφέρει μια ειρωνική εξήγηση: «Το ότι “η Ιστορία μας αρχίζει με τους Ελληνες”, όπως έγραφε ο Λαβίς στο έργο του “Instructions” (“Οδηγίες”)(7), πρέπει να το διδάξουμε στους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και μάλιστα χωρίς να το αντιληφθούν. Η Ιστορία μας αρχίζει με τους Ελληνες που ανακάλυψαν την ελευθερία και τη δημοκρατία, που μας πρόσφεραν το Ωραίο και τη γεύση του Οικουμενικού. Είμαστε οι κληρονόμοι του μοναδικού πολιτισμού που πρόσφερε στον κόσμο “την τέλεια και σχεδόν ιδανική έκφραση της ελευθερίας”. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ιστορία μας πρέπει να αρχίζει με τους Ελληνες. Σε αυτή την πρώτη πεποίθηση ήρθε να προστεθεί μια άλλη, εξίσου ισχυρή με την πρώτη: “Οι Ελληνες δεν είναι σαν τους άλλους”. Πώς, άλλωστε, θα μπορούσαν, αφού βρίσκονται στην αρχή της Ιστορίας μας; Δύο ουσιαστικές προτάσεις για μια εθνική μυθολογία που εκφράζει σχεδόν όλους τους παραδοσιακούς ουμανιστές και ιστορικούς που έχουν πάθος με το έθνος(8)».

Και ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι μας αρέσει να πιστεύουμε «όχι μόνο ότι το πολιτικό ή η πολιτική έπεσαν από τον ουρανό, μια ωραία ημέρα στην “κλασική” Αθήνα, με τη θαυματουργή και επικυρωμένη μορφή της δημοκρατίας, αλλά ότι είναι αυτονόητο πως μια εξαίσια γραμμική Ιστορία μάς οδηγεί από τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση μέχρι τις δυτικές κοινωνίες μας, οι οποίες είναι πεπεισμένες ότι έχουν την αποστολή να προσηλυτίσουν όλους στην αληθινή θρησκεία της δημοκρατίας».

Η αντίληψη μιας «εξαιρετικής» Ευρώπης, μιας άμεσης γενεαλογίας ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και στη σημερινή Ευρώπη, περνώντας από την Αναγέννηση -όρος τον οποίο εφηύρε, ας θυμηθούμε, ο ιστορικός Ζιλ Μισελέ κατά τον 19ο αιώνα- «κλονίστηκε από πολλά αγγλοσαξονικά έργα χωρίς, πολύ συχνά, το μήνυμά τους να αγγίξει τις γαλλικές ακτές(9)».

Στο βιβλίο του με τίτλο «The Eastern Origins of Western Civilisation», ο Τζον Μ. Χόμπσον υποστηρίζει ότι είναι αδύνατοn να γίνει κατανοητή η Ιστορία του κόσμου ξεχνώντας την Ανατολή.

Αυτή η «σιωπή» αντανακλά τρεις μεγάλες παραλείψεις. «Κατ’ αρχάς, η Ανατολή γνώρισε τη δική της οικονομική ανάπτυξη μετά το έτος 500. Στη συνέχεια, δημιούργησε και συντήρησε μια παγκόσμια οικονομία. Τέλος, και το κυριότερο, η Ανατολή συνέβαλε κατά τρόπο ενεργό και σημαντικό στην ανάδυση της Δύσης εφευρίσκοντας και εξάγοντας στην Ευρώπη τις τεχνολογίες της, τους θεσμούς και τις ιδέες της».

Ποιος γνωρίζει ότι η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση ξεκίνησε τον 11ο αιώνα, στην Κίνα των Σονγκ; Το βασίλειο εκείνο παρήγαγε 125.000 τόνους σιδήρου το 1078, ενώ χρειάστηκε να περιμένουμε μέχρι το 1788 για να φτάσει η Μεγάλη Βρετανία τους 76.000 τόνους.

Οι Κινέζοι κατείχαν επίσης προηγμένες τεχνικές, κυρίως την παραγωγή μέσω χυτηρίων και είχαν ήδη υποκαταστήσει τους ξυλάνθρακες με τους λιθάνθρακες για να λύσουν τα προβλήματα της αποδάσωσης στην αυτοκρατορία.

Παρακολουθούμε, ακόμη, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, μια επανάσταση στις μεταφορές, στην ενέργεια (με τους υδρόμυλους), στην καθιέρωση των φόρων και της οικονομίας του εμπορίου, στην ανάπτυξη των μεγάλων πόλεων, μια πράσινη επανάσταση με μια αγροτική παραγωγικότητα την οποία η Ευρώπη δεν θα έφτανε παρά μόνο στον 20ό αιώνα.

Ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, η Κίνα παρέμεινε «primum inter pares» («πρώτη μεταξύ ίσων») μέχρι το 1800, ενώ η παγκόσμια οικονομία είχε περιγραφεί από ορισμένους ως σινοκεντρική παρά το γεγονός ότι η Ινδία, από την πλευρά της, κατείχε επίσης σημαντική θέση.

Αρκετές από τις τεχνικές της, τις ιδέες και τους θεσμούς της έφτασαν στις ακτές της Ευρώπης και βοήθησαν στην ανάδυση του σύγχρονου καπιταλισμού. Η βρετανική Βιομηχανική Επανάσταση, για παράδειγμα, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη βοήθεια της Κίνας. Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για τη θέση των μεγάλων μουσουλμανικών αυτοκρατοριών.

Ευρωκεντρικά ερωτήματα

Για τον Χόμπσον, οι «ευρωκεντριστές» θέτουν δύο τύπους ερωτημάτων: «Τι που επέτρεψε στη Δύση το πέρασμα προς την καπιταλιστική νεωτερικότητα»; «Τι είναι εκείνο που εμπόδισε την Ανατολή να πετύχει το ίδιο πέρασμα»;

Ομως, τα ερωτήματα προϋποθέτουν πως η κυριαρχία της Δύσης ήταν αναπόφευκτη και υποχρεώνουν τον ιστορικό να αναζητήσει όλα όσα εξηγούν την κυριαρχία στο παρελθόν. «Η άνοδος της Δύσης γίνεται, έτσι, κατανοητή μέσα σε μια λογική ενύπαρξης, η οποία δεν μπορεί να αναλυθεί παρά από παράγοντες ενδογενείς στην Ευρώπη». Οδηγεί, συνεπώς, στο να θεωρήσουμε την Ανατολή και τη Δύση δύο οντότητες που χωρίζονται από ένα πολιτιστικό σινικό τείχος. Ακριβώς αυτό που… μας προστατεύει από τις εισβολές βαρβάρων.

Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι «βάρβαροι»; Επικρίνοντας τον Λεβί-Στρος για τον οποίο βάρβαρος είναι εκείνος που πιστεύει στη βαρβαρότητα, ο Τσβετάν Τοντόροφ απαντά: «Είναι αυτός που πιστεύει ότι ένας πληθυσμός ή ένα άτομο δεν είναι πλήρες μέλος της ανθρωπότητας και αξίζει μεταχείριση την οποία θα αρνιόταν κατηγορηματικά να εφαρμόσει στον εαυτό του».

Στο νέο βιβλίο του, «La Peur des barbares» («Ο φόβος των βαρβάρων»), ο Τοντόροφ συνεχίζει έναν στοχασμό που ξεκίνησε εδώ και καιρό, κυρίως στο έργο «Nous et les autres, la reflexion francaise sur la diversite humaine» («Εμείς και οι άλλοι, η γαλλική σκέψη για την ανθρώπινη ποικιλία»)(10), ένα μεστό έργο το οποίο θα έπρεπε όλοι να διαβάσουν. «Ο φόβος των βαρβάρων είναι αυτό που απειλεί να μας κάνει βάρβαρους. Και το κακό που θα κάνουμε θα ξεπερνά αυτό που φοβόμασταν στην αρχή», γράφει.

«Αν διαθέτουμε έναν όρο με απόλυτο περιεχόμενο, τον όρο “βάρβαρος”, το ίδιο θα συμβεί και με τον αντίθετό του. Πολιτισμένος είναι, σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, αυτός που μπορεί να αναγνωρίζει πλήρως την ανθρωπιά των άλλων», εξηγεί.

Αυτό γίνεται σε δύο φάσεις: με την κατανόηση ότι οι άλλοι έχουν τρόπους ζωής διαφορετικούς από τους δικούς μας και με την αποδοχή ότι είναι φορείς της ίδιας με τη δική μας ανθρωπιάς, πράγμα το οποίο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε οτιδήποτε έρχεται από αλλού, ούτε ότι βυθιζόμαστε στον σχετικισμό. Είναι ένα σύνθετο διάβημα που λίγοι δυτικοί διανοούμενοι δέχονται να αναλάβουν.

Και ο Τοντόροφ σημειώνει:

«Για καιρό, η σκέψη του Διαφωτισμού χρησίμευσε ως πηγή έμπνευσης σε ένα μεταρρυθμιστικό και φιλελεύθερο ρεύμα, το οποίο καταπολεμούσε τον συντηρητισμό στο όνομα της οικουμενικότητας και του ίσου σεβασμού για όλους.

»Γνωρίζουμε ότι σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει και ότι η σκέψη αυτή διεκδικείται από τους συντηρητικούς υπερασπιστές της ανώτερης δυτικής σκέψης, που πιστεύουν ότι είναι ταγμένοι σε έναν αγώνα ενάντια στον “σχετικισμό” που αναδύθηκε από τη ρομαντική αντίδραση, στις αρχές του 19ου αιώνα. Δεν μπορούν να το κάνουν παρά με τίμημα τον ακρωτηριασμό της πραγματικής παράδοσης του Διαφωτισμού, ο οποίος άρθρωσε την οικουμενικότητα των αξιών και τον πλουραλισμό των πολιτισμών. Πρέπει να βγούμε από τα στερεότυπα: αυτή η σκέψη δεν συγχεόταν ούτε με τον δογματισμό (ο πολιτισμός μου πρέπει να επιβληθεί σε όλους) ούτε με τον μηδενισμό (όλοι οι πολιτισμοί αξίζουν). Το να τη θέσουμε στην υπηρεσία της άρνησης των άλλων ώστε να δικαιούμαστε να τους υποτάξουμε ή να τους καταστρέψουμε αντιπροσωπεύει μια πραγματική ομηρία του Διαφωτισμού».

Κατασκευή ταυτότητας

Πρόκειται, άραγε, για «ομηρία», ή ορισμένα στοιχεία της σκέψης του Διαφωτισμού ευνόησαν αυτήν την υπεξαίρεση; Για τον Χόμπσον, η κατασκευή της ευρωπαϊκής ταυτότητας του 18ου και του 19ου αιώνα επέτρεψε την επιβεβαίωση μιας «εξαιρετικότητας» που δεν διεκδίκησε ποτέ κανένας άλλος πολιτισμός: «Οι Ευρωπαίοι δεν προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τον κόσμο επειδή μπορούσαν να το κάνουν (όπως λένε οι υλιστικές εξηγήσεις), αλλά γιατί πίστευαν ότι όφειλαν να το κάνουν. Οι ενέργειές τους υπαγορεύονταν από την ταυτότητά τους και θεωρούσαν τον ιμπεριαλισμό μια πολιτική ηθικά αποδεκτή».

Ωστόσο, πολλοί Ευρωπαίοι, αλληλέγγυοι στους αντιαποικιακούς αγώνες ή στους λαούς του Νότου, αρνήθηκαν αυτήν την οπτική, συχνά στο όνομα του Διαφωτισμού.

Η συζήτηση αξίζει να συνεχιστεί…

(1) Μάχη της 12ης Σεπτεμβρίου 1683, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Οθωμανοί ηττήθηκαν από την Ιερά Συμμαχία, την οποία αποτελούσαν οι Πολωνοί, οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί.

(2) «Defense de l’Occident», Plon, Παρίσι, 1927.

(3) ΣτΕ: Βλ. http://www.nytimes.com/2008/03/23/booksreview/Chua-t.html?_r=1&fta=y Στα ελληνικά κυκλοφορεί το «Λαοί και αυτοκρατορίες: Οι Ευρωπαίοι και ο υπόλοιπος κόσμος από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας», εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2004.

(4) Cartledge Paul, «Θερμοπύλες: Η μάχη που άλλαξε τον κόσμο», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2008.

(5) Μάχη που έγινε το 1066 και στην οποία ο τελευταίος αγγλοσάξονας βασιλιάς αντιτάχθηκε στον Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Η νίκη του Γουλιέλμου σημάδεψε την έναρξη της κατάκτησης της Αγγλίας.

(6) «Go tell the Spartan», 14 Μαρτίου 2007, http://www.iranian.com/ Daryaee/2007/March/300/index.html

(7) Ο Ερνέστ Λαβίς γεννήθηκε το 1842 και έπαιξε σημαντικό ρόλο δημιουργία του μαθήματος της Ιστορίας κατά τη διάρκεια της Τρίτης Δημοκρατίας.

(8) «Les Grecs et nous», Perrin, Παρίσι, 2005, σελ. 16-17.

(9) Βλέπε, για παράδειγμα, Janet Abu-Lughod, Before European Hegemony: The World System Α.D. 1250-1350, Oxford University Press 1991; Andre Gunder Frank, Reorient: Global economy in the Asian age, University of California Press, Berkeley, 1998; Kenneth Pomeranz, The Great divergence: China, Europe and the making of the world modern economy, Princeton University Press, 2000; Jack Goody, The Theft of History, Cambridge University Press, 2006.

(10) Le Seuil, συλλογή «Points Essais», 2001 (πρώτη έκδοση 1989).

* Ο ALAIN GRESH είναι αναπληρωτής διευθυντής της «Le Monde diplomatique».

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=31833

Τάνγκο και αναρχισμός

Μια πρώτη ιστορική προσέγγιση

Το τάνγκο… γεννήθηκε και μεγάλωσε μαζί, στους ίδιους τόπους και την ίδια εποχή (περίπου 1880-1920) με το αργεντίνικο αναρχικό κίνημα, σαν παιδιά που δεν είναι από τους ίδιους γονείς αλλά παίζουν στην ίδια γειτονιά και μοιράζονται τα ίδια βιώματα: στην περίπτωσή μας, την παντοειδή στέρηση που γεννά τη θλίψη, αλλά και το όραμα της ουτοπίας για ένα καλύτερο αύριο…

Ένα μεγάλο, σκουριασμένο σκαρί πιάνει σκάλα στο Μπουένος Άϊρες, μια χειμωνιάτικη μέρα εκεί γύρω στα 1890…ας φανταστούμε ότι το λένε «Λιγουρία» και φτάνει θαλασσοδαρμένο από την ομώνυμη ιταλική περιφέρεια και το λιμάνι της Γένοβας. Κάποιες εξαντλημένες απ’ το μακρύ ταξίδι φιγούρες, με εμφάνιση που παραπέμπει σε κομμάτια του μωσαϊκού της φτωχολογιάς, αποβιβάζονται με το αργό βήμα που υπαγορεύει ο φόβος για το άγνωστο, καθώς και το πιο άτιμο τρωκτικό, χειρότερο κι απ’ αυτά που συνάντησαν στα βρώμικα καταστρώματα: η νοσταλγία. Ο ρυθμός όμως σταθερός: η ελπίδα κι η περιέργεια δίνουν την πρώτη ώθηση…

Πολλοί απ’ αυτούς, όπως και από τους αντίστοιχους Ισπανούς και άλλους πολλούς που κατέβηκαν από τα παρακείμενα αραξοβόλια, εκτός από φτωχοί, είναι και περήφανοι για την εργατική τους καταγωγή. Και κάτι παραπάνω: έφυγαν κυνηγημένοι για τις ιδέες και τη δράση τους ως επαναστάτες ενάντια σε ό,τι οι ίδιοι θεωρούν κοινωνική αδικία κι εκμετάλλευση.

Είναι αυτοί που μεταξύ άλλων στο εξής, αφενός θ’ αποτελέσουν τη μαγιά που θα δώσει το ιδιαίτερο μουντό χρώμα της καθημερινής ζωής στα conventillos και στα arrabales του Buenos Aires και του Montevideo (τις παραγκουπόλεις και τις γειτονιές τους), και αφετέρου, μαζί με πολλούς ντόπιους κρεολούς και κυρίως τους ελευθερόφρονες γκάουτσος της Πάμπας, θ’ αποτελέσουν ένα από τα μαζικότερα και πιο μαχητικά ελευθεριακά-αναρχικά κινήματα του κόσμου, εκείνο της Αργεντινής.

“ Un Viejo verde que gasta su dinero
emborrachando a Lulu con el champan
hoy le nego el aumento a un pobre obrero
que le pidio un pedazo mas de pan »
(« Ένας γερο-ξεκούτης που ξοδεύει τα λεφτά του
Για να μεθύσει με σαμπάνια τη Λουλού,
Σήμερ’ αρνήθηκε δυο ψίχουλα να δώσει παραπάνω
σ’ ένα φτωχό εργάτη που αύξηση του ζήτησε αυτουνού»)
Juan Carlos Marabia Catάn

Η ελεύθερη μετάφραση των στίχων αυτών από ένα tango του συνθέτη που μαζί με τον Άνχελ Βιγιόλντο έγραψε το πασίγνωστο “El Choclo”(«Το Καλαμπόκι»), είναι ενδεικτική της σχετικά άγνωστης εκείνης διάστασης του τάνγκο που επηρεάστηκε από τους παραπάνω αφανείς ήρωές μας.

Το τάνγκο δεν έγινε ποτέ ο κύριος πολιτισμικός τρόπος έκφρασής τους, όπως συνέβη με την πρόγονό του milonga, στην οποία οι payadores libertarios (ελευθεριακοί τροβαδούροι) προσέδωσαν μια σαφώς πολιτική διάσταση, τραγουδώντας με τις κιθάρες τους για την επανάσταση και τους ήρωές της γύρω από τις φωτιές της πάμπας.

Όμως γεννήθηκε και μεγάλωσε μαζί, στους ίδιους τόπους και την ίδια εποχή (περίπου 1880-1920) με το αργεντίνικο αναρχικό κίνημα, σαν παιδιά που δεν είναι από τους ίδιους γονείς αλλά παίζουν στην ίδια γειτονιά και μοιράζονται τα ίδια βιώματα: στην περίπτωσή μας, την παντοειδή στέρηση που γεννά τη θλίψη, αλλά και το όραμα της ουτοπίας για ένα καλύτερο αύριο, τη μοναξιά, τον επίμοχθο αγώνα για τον επιούσιο και τη συντροφικότητα που αυτός συνεπάγεται, την οργή για τη στυγνή εκμετάλλευση του εργάτη αλλά και τον έρωτα, τις βραδινές τσάρκες με τις μικρές αποδράσεις στα μπορντέλα, στα ποικίλα στέκια αλλά και στις λέσχες των εργατικών συνδικάτων.

Έτσι στάθηκε αναπόφευκτη μια όσμωση ανάμεσά τους, που οδήγησε σε μια σχέση όπως αυτή που διαγράφεται στους παραπάνω στίχους: αν και υπάρχουν, δεν συνιστούν τον κανόνα τραγούδια και προσωπικότητες του τάνγκο που να μιλούν ξεκάθαρα για τον αναρχισμό, όμως η ανατρεπτική κοινωνική κριτική, η σκωπτική-δηκτική διάθεση απέναντι στα «κακώς κείμενα»,η αμφισβήτηση καθοσιωμένων αντιλήψεων που διακρίνουμε σε πολλούς γνωστούς δημιουργούς και τα κομμάτια τους ήταν (σύμφωνα και με δική τους παραδοχή) άμεσο αποτέλεσμα της ισχυρής επιρροής που ασκούσε με τη δράση και την κουλτούρα του το δραστήριο ελευθεριακό κίνημα, ειδικά την εποχή που κυριαρχούσε συντριπτικά ανάμεσα στις άλλες τάσεις, δηλ. ανάμεσα στα 1900-1930.

Δεν είναι του παρόντος μια λεπτομερέστερη παράθεση στοιχείων. Παρακάτω θα αναφέρουμε κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις δημιουργών και τραγουδιών που ήταν θιασώτες ή επηρεάστηκαν από τις εν λόγω ιδέες. Έχουμε λοιπόν (ενδεικτικά) τον Άνχελ Βιγιόλντο (βλ. π.χ. το “Matufias o el arte de vivir”-«Απάτες ή ή Τέχνη του ζην»), τον Ενρίκε Σάντος Ντισέπολο (βλ. π.χ. το “Cambalache”-«Ανακατωσούρα»), τον Cάtulo Castillo, συνθέτη του πασίγνωστου “La ultima curda” (βλ. το “El Ultimo cafiolo”-«Ο τελευταίος…χαφιές»!), τον Βιρχίλιο Εσπόζιτο (βλ. το “Oro falso”-«κάλπικος χρυσός»), τον Εβαρίστο Καρριέγο, που έγραφε ποιήματα στην αναρχική εφημερίδα «Η Διαμαρτυρία», που εκδίδεται ανελλιπώς από το 1896 ως σήμερα, τον Αντόνιο Ποδεστά (βλ.το “Como abrazo a un rencor”- «Σαν αγκαλιά με μια πικρία», που μιλάει για τις διώξεις των αναρχικών από την αστυνομία), τον Μάριο Μπατιστέγια (βλ. το “Al pie de la Santa Cruz”, που μιλάει για τη μεγάλη απεργία των αγρεργατών στην Σάντα Κρουζ της Παταγωνίας το 1921, που κατέληξε σε μακέλεμα 1500 απεργών από το στρατό) κ.α.

(Για όσους ενδιαφέρονται περαιτέρω και ξέρουν ισπανικά, υπάρχει μεταξύ άλλων στο internet το βιβλίο “Las ideas libertarias y la Cuestion Social en el Tango” – «Οι ελευθεριακές ιδέες και το Κοινωνικό Ζήτημα στο Τάνγκο», του Javier Campo, εκδ. Editorial Reconstruir).

http://www.anarkismo.net/

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ. ΣΗΜΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟΜΗΣ ΜΕ Τ

 αναδημοσίέυση απο την ασσύμετρη απειλη

 

Μια πράξη, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, ποτέ δεν είναι αυτή καθ’ αυτή επαναστατική. Είναι το υποκείμενο που νοηματοδοτεί την ενέργεια, που την κάνει επαναστατική ή οτιδήποτε άλλο (φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει και μια αυτονόητη αντιστοιχία της πράξης με τη νοηματοδότησή της). Άλλο νόημα θα έχει ο εμπρησμός μιας αλβανικής τράπεζας, παράδειγμα, εάν οι δράστες είναι ναζί κι άλλο νόημα εάν οι δράστες είναι αναρχικοί . Το ίδιο συμβαίνει και με τις ληστείες. Έχοντας σαν πυξίδα αυτή τη διαπίστωση, ας αποπειραθούμε να κατηγοριοποιήσουμε το φαινόμενο της ληστείας. Χονδρικά, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τη ληστεία σε τρία “είδη”: η κοινή ληστεία, η “κοινωνική” ληστεία και η επαναστατική ληστεία. Φυσικά, η κατάταξη αυτή δεν περιορίζει το φαινόμενο σε αυστηρά οριοθετημένα σύνορα. Υπάρχουν τόσο οι υβριδικές καταστάσεις, αλλά και η μεταπήδηση από τη μια κατηγορία στην άλλη.
Ο «κοινός» ληστής (είτε ληστεύει τράπεζες, είτε περίπτερα), ανήκει στον υπό-κοσμο, στην αντι-κοινωνία. Είναι, δηλαδή, η ίδια η κοινωνία που κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη και βλέπει το είδωλό της ανεστραμμένο. Όπως ο μέσος μικροαστός θέλει να πλουτήσει ή να ανελιχθεί στην κοινωνική κλίμακα, έτσι και ο παράνομος κάνει το ίδιο με άλλα μέσα. Δημιουργεί μια αντίστοιχη ιδιότυπη ταξική και ιεραρχική αντι-κοινωνία, με τους δικούς της νόμους, τη δική της ηθική και τα δικά της έθιμα. Στην ουσία τους, όμως, η νόμιμη κοινωνία και η παράνομη αντι-κοινωνία, είναι δίδυμα αδέρφια.
Από την άλλη η κοινωνική ληστεία είναι σάρκα από τη σάρκα της αγροτικής κοινωνίας που τη γέννησε. Ο κοινωνικός ληστής δε συγκροτεί μια παράλληλη παράνομη αντι-κοινωνία, αντίθετα συμμετέχει στην κοινωνική ζωή σαν κανονικό μέλος της κοινότητας. Ο μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm αναφέρει σχετικά με τη σχέση του κοινωνικού ληστή με το χωρικό:
«Το ουσιαστικό στοιχείο, όσον αφορά τους κοινωνικούς ληστές, είναι το γεγονός ότι είναι εκτός νόμου και θεωρούνται κακούργοι από το φεουδάρχη και το κράτος, ενώ συγχρόνως παραμένουν μέσα στην επαρχιακή κοινωνία και θεωρούνται από τους κατοίκους ήρωες, προστάτες, εκδικητές, αγωνιστές για τη δικαιοσύνη, αρχηγοί απελευθερωτικών κινήσεων….
Η σχέση αυτή που ενώνει τον κοινό χωρικό με τον επαναστάτη, τον παράνομο και το ληστή κάνει ενδιαφέρον και σημαντικό το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας. Επί πλέον την ξεχωρίζει από δύο άλλους τύπους ληστείας στην ύπαιθρο, δηλ. από τη δραστηριότητα ενόπλων ομάδων επαγγελματικού τύπου ή από τους απλούς κλέφτες και από εκείνες της κοινωνίες, όπως πχ των Βεδουίνων, για τις οποίες οι επιδρομές είναι κανόνας ζωής».

Για τον κοινωνικό ληστή, ο απλός χωρικός δεν είναι “φυσική λεία”, ενώ ο χωρικός δε θεωρεί τον κοινωνικό ληστή ως “πραγματικό ληστή”: «ένας κοινωνικός ληστής δε θα βάλει ποτέ χέρι στη σοδειά του χωρικού. Στου τσιφλικά, όμως, οπωσδήποτε». Είναι χαρακτηριστική η αυτοπεριγραφή του Ιταλού ληστή Μάρκο Σιάρρα, που θεωρούσε τον εαυτό του ως μαστίγωμα του θεού, σταλμένου εναντίον των τοκογλύφων και αυτών που κατέχουν μη παραγωγικές εργασίες. Άλλωστε, ένα μεγάλο κομμάτι των κλοπιμαίων επιστρέφει στην αγροτική κοινότητα: ο ληστής χτίζει εκκλησίες ή τεμένη (αφού μοιράζεται τις ίδιες ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις με την κοινότητα), παντρεύει τις φτωχές κοπέλες, χρηματοδοτεί ακόμα και δημόσια έργα! Πολλές φορές μάλιστα, δίνει λεφτά σε φτωχές οικογένειες. Ο Πάντσο Βίλλα μοίρασε τη λεία της πρώτης του ληστείας ως εξής: 5000 πέσος στη μητέρα του, 4000 σε συγγενείς, αγόρασε ένα ραφτάδικο σε ένα φτωχό, για να συντηρήσει την οικογένειά του, βοήθησε άλλον ένα φτωχό για να κρατήσει το μαγαζί του και ότι περίσσεψε το ξόδεψε σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Ο περουβιανός Λουίς Πάρδο, μοίραζε χούφτες με ασημένια νομίσματα, σεντόνια, σαπούνια, μπισκότα, κεριά κλπ Για τον Ντιέγο Κοριέντες της Ανδαλουσίας, έλεγαν ότι «κλέβει τον πλούσιο, βοηθά το φτωχό και δε σκοτώνει κανένα» και για τον Μπίλλυ δε Κιντ στη Ν.Δ. Αμερική: «ήταν καλός με τους μεξικανούς. Έμοιαζε με τον Ρομπέν των δασών. Έκλεβε από τους λευκούς και έδινε στους μεξικανούς». Ο Τζέσση Τζαίημς, αφού δάνεισε 800 δολάρια σε μια χήρα, για να πληρώσει το χρέος της σ’ έναν τραπεζίτη, ύστερα λήστεψε την τράπεζα και πήρε πίσω τα χρήματα.
Οι πράξεις αυτές έκαναν τους ληστές ιδιαίτερα αγαπητούς στο λαό. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες κτημάτων, προτιμούσαν να έχουν πάρε-δώσε με ληστές παρά με την αστυνομία. Ένας βραζιλιάνος κτηματίας το 1930, έλεγε:
«προτιμώ να έχω να κάνω με ληστές, παρά με την αστυνομία. Η αστυνομία είναι ένα μπουλούκι σκυλοφονιάδων, που έρχονται από την πρωτεύουσα με την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι της επαρχίας προστατεύουν τους ληστές. Νομίζουν ότι γνωρίζουμε όλες τις εξόδους αποδράσεώς τους. Έτσι ο κύριος στόχος τους είναι αν αποσπάσουν ομολογίες με κάθε μέσο…
Και οι ληστές; Οι ληστές συμπεριφέρονται σα ληστές… Αν εξαιρέσουμε μερικούς που είναι πραγματικά σκληροί, δεν κάνουν κακό, παρά μόνο όταν τους κυνηγά η αστυνομία».

Ο κοινωνικός ληστής, παρ’ ότι έχει πολλά κοινά σημεία με τον κοινωνικό επαναστάτη, έχει και πολλές σημαντικές διαφοροποιήσεις. Ο κοινωνικός ληστής δεν έχει σα στόχο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αλλά είναι μια φιγούρα ατομικής εξέγερσης, μια πρωτόγονη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, προάγγελος και δυναμικό εκκολαπτήριο της εξέγερσης (σύμφωνα με τον Hobsbawm). Ο κοινωνικός ληστής είναι πάνω απ’ όλα εκδικητής:
«Εκδίκηση για προσωπική ταπείνωση, εκδίκηση και για εκείνους που καταπιέζουν τους άλλους. Το Μάη του 1744, ο αρχιληστής Ολέσκα Ντόβμπους χτύπησε το σπίτι του άρχοντα (σ.σ. σκληρού φεουδάρχη) Κονσταντίν Ζλοτίνσκι. Του βαλε τα χέρια πάνω στη φωτιά μέχρι να καούν, του βαλε δαυλιά αναμμένα πάνω στο δέρμα και δεν ήθελε να ακούσει για εξαγορά. “Δεν ήρθα εδώ για τα λεφτά σου αλλά για την ψυχή σου, γιατί αρκετά βασάνισες τόσο κόσμο”.»
Το σύνηθες πρότυπο του κοινωνικού ληστή είναι το εξής : μετά από μια άδικη δίωξη ή μετά από μια εγκληματική και βάναυση συμπεριφορά των τοπικών αρχών (μερικές φορές μετά και από έγκλημα τιμής), ο αγρότης βγαίνει στο βουνό και γίνεται ληστής, παίρνοντας όχι μόνο προσωπική εκδίκηση, αλλά και εκδίκηση εξ ονόματος όλης της κοινότητας. Η ιστοριογραφία βρίθει με περιπτώσεις εκδίκησης απέναντι σε τοπικούς άρχοντες, όπως η παραπάνω. Οι Ρώσοι ευγενείς, προς το τέλος του 18ου αιώνα, χαρακτήριζαν τους ληστές ως «κτήνη με ανθρώπινη μορφή, έτοιμοι να βεβηλώσουν κάθε τι ιερό, να σκοτώσουν, να λεηλατήσουν, να κάψουν, να βιάσουν τη θέληση του Κυρίου και τους νόμους του Κράτους». Η γνώμη, όμως, των τοπικών κοινοτήτων ήταν τελείως διαφορετική:
«Ο κλέφτης ανήκει στη μια πλευρά της κοινωνίας, εκείνη των φτωχών και των καταπιεσμένων. Μπορεί είτε να αφομοιωθεί απ’ την επανάσταση του χωρικού ενάντια στον αφέντη, της παραδοσιακής κοινωνίας ενάντια στη σύγχρονη, των περιθωριακών κοινοτήτων ή εκείνων της μειοψηφίας ενάντια στην ένταξή τους μέσα σε ένα πιο πλατύ σύστημα…»
Εδώ υπάρχει ένα κομβικό σημείο: ο κοινωνικός ληστής, ως άτομο πλήρως ενταγμένο στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, είναι “παραδοσιακός επαναστάτης”. Η εξέγερσή του δεν αποσκοπεί στο μετασχηματισμό, αλλά στην επιστροφή πίσω στη ζωή των μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Άλλωστε, στερούμενος από θεωρητική βάση, δεν πολεμούσε την εκμετάλλευση, αλλά την υπερ-εκμετάλλευση, δεν πολεμούσε την εξουσία, αλλά την κατάχρησή της:
«Προσπαθεί να παγιώσει το δίκιο ή τις “παλιές συνήθειες”, δηλ. τις δίκαιες σχέσεις στο εσωτερικό μιας καταπιεσμένης κοινωνίας. διορθώνει τα στραβά όπως θα λέγαμε. Δεν προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινωνία που να βασίζεται πάνω στην ελευθερία και την ισότητα. Οι ιστορίες που λέγονται γι αυτόν δείχνουν μέτριους θριάμβους , όπως πχ σώζει το κτήμα μιας χήρας, σκοτώνει έναν τοπικό τύραννο, ελευθερώνει έναν κρατούμενο κι εκδικείται έναν άδικο φόνο. Το πολύ-πολύ, κι αυτό συμβαίνει σπάνια,- όπως ο Βαρνταρέλλι στην Απούλια της Ιταλίας, να διατάζει τους παραγωγούς να δίνουν ψωμί στους εργάτες τους, να επιτρέπουν στους φτωχούς να συλλέγουν τη σπορά ή μπορεί και να μοιράσει δωρεάν αλάτι, κι έτσι να περιορίσει τους φόρους…»
Αυτή η ταύτιση του κοινωνικού ληστή με την κοινότητα, τον οδηγεί σε πόλεμο κυρίως με την τοπική εξουσία και λιγότερο με την κεντρική εξουσία (η οποία κάνει ελάχιστες εμφανίσεις στις κλειστές αγροτικές κοινότητες). Στο λαϊκό φαντασιακό, η κεντρική εξουσία αγνοεί τη βαναυσότητα και την ασυδοσία της τοπικής εξουσίας. Το παράδειγμα του Ρομπέν των Δασών, συμπυκνώνει τα βασικότερα στερεότυπα της κοινωνικής ληστείας, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και η αποενοχοποίηση της κεντρικής εξουσίας για τα εγκλήματα των φεουδαρχών και των τοπικών αρχόντων. Ο βασιλιάς Αρθούρος συμπυκνώνει όλα τα χαρίσματα του καλοκάγαθου βασιλιά, ο οποίος αγνοεί τη βαναυσότητα του σερίφη του Νοτιγχαμ. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ληστεία δεν έρχεται σε ρήξη με τους θεσμούς, αλλά με τους φορείς των θεσμών. Πολλές φορές μάλιστα, αναλαμβάνουν να υποκαταστήσουν το κενό της «φιλολαϊκής και πεφωτισμένης ηγεσίας». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Γκουτζάρ στην Ινδία. Οι Γκουτζάρ είχαν μια ισχυρή παράδοση ανεξαρτησίας και παρανομίας. Το 1824 «τα πιο τολμηρά πνεύματα της Σαρχανπούρ, παρά να πεθάνουν από την πείνα, σχημάτισαν ομάδα υπό την αρχηγεία ενός ληστή με το όνομα Κάλλουα». Ο Κάλλουα, ντόπιος Γκουτζάρ, λήστευε τους μπάνια, την κάστα των εμπόρων και των τοκογλύφων:
«τα αίτια που οδηγούσαν τους δακοΐτες στη ληστεία, δεν ήταν τόσο η λεηλασία, όσο η επιθυμία της επιστροφής τους στον παλιό τρόπο ζωής χωρίς νόμους και κανόνες που επιβάλανε οι ανώτερες αρχές…
Ο Κάλλουα συνάπτοντας συμμαχία με ένα σημαντικό Ταλούκνταρ (τσιφλικά αξιωματούχο), που είχε υπό τον έλεγχό του σαράντα χωριά, και άλλους δυσαρεστημένους ευγενείς, επέκτεινε την εξέγερσή του με επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων, παίρνοντας αρκετό θησαυρό από διακόσιους αστυνομικούς φρουρούς και λεηλατώντας ολόκληρη την πόλη Μπαγκαουνπουρ. Έπειτα κήρυξε τον εαυτό του Ραγιά Καλιάν Σιγκ (βασιλιά) κι έστειλε παντού μηνύματα βασιλικού τύπου για να απαιτήσει φόρο υποτέλειας»
Στη Ρωσία ο εκάστοτε αρχιληστής θεωρούνταν μνηστήρας του θρόνου, ενσαρκωτής του “τσάρου των ζητιάνων”, του καλού λαϊκού τσάρου που αντικαθιστούσε τον τσάρο των βογιάρων, των ευγενών και προνομιούχων:
«Η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 17ου και 18ου αιώνα, κατά μήκος του κάτω Βόλγα, ήταν έργο των Κοζάκων- Μπουλάβιν, Μπολοτνίκοφ, Στένκα Ράζιν (ο ήρωας των λαϊκών τραγουδιών)και του Γεμαλιάν Πουγκατσόφ – κι ας σημειωθεί ότι οι Κοζάκοι, εκείνο τον καιρό ήταν κοινότητες, ελευθέρων αγροτών επιδρομέων. Κι όπως ο Ραγιά Κολιάν Σιγκ, τους συναντάμε να κάνουν αυτοκρατορικές δηλώσεις. Οι άνδρες τους, όπως και οι ληστές της νότιας Ιταλίας, το 1860, σκοτώνουν, καίνε, λεηλατούν, καταστρέφουν τα γραπτά ντοκουμέντα που κατοχυρώνουν τη δουλεία και την υποταγή, τους λείπει όμως το πρόγραμμα, εκτός βέβαια από το να καταστρέψουν την καταπιεστική μηχανή».

Αυτή η στάση πολλών κοινωνικών ληστών δεν πρέπει να μας ξενίζει, καθώς οι ληστές ήταν “primitive rebels” και όχι συνειδητοί αντισυστημικοί επαναστάτες. Παρ’ όλα αυτά, οι ληστές ήταν οι πρώτοι που στελέχωναν τις επαναστατικές απόπειρες, όποτε αυτές ξεσπούσαν. Τόσο σε εθνικο-κοινωνικούς αγώνες (κλέφτες, χαϊδούκοι, χαϊνηδες, ζεϊμπέκοι κλπ), όσο και σε κοινωνικές επαναστάσεις (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ληστή Πάντσο Βίλλα, που πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Εμιλιάνο Ζαπάτα στην αγροτική επανάσταση στο Μεξικό):
«…οι ληστές συμμετέχουν στις αξίες και τις επιδιώξεις του αγροτικού κόσμου, σαν παράνομοι δε και αντάρτες, είναι ευαίσθητοι στις επαναστατικές τους κινήσεις. Σαν άνθρωποι που έχουν κερδίσει ήδη την ελευθερία τους, βλέπουν με περιφρόνηση την αδράνεια και την παθητικότητα της μάζας, σε περιόδους όμως επανάστασης αυτή η παθητικότητα εξαφανίζεται και μεγάλος αριθμός αγροτών γίνονται ληστές»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικών ληστών, που έγιναν επαναστάτες, ήταν οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο. Το σώμα των κλεφτών ήταν, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, «σύνηθες καταφύγιον των εχόντων εντονότερον της λευθερίας το ελατήριον». Ο Δημήτρης Φωτιάδης γράφει για τους κλέφτες:
«όσοι από τους ραγιάδες δεν υπόφερναν να είναι δούλοι μήτε των Τούρκων μήτε των κοτζαμπάσηδων, φεύγουνε στα βουνά κι εκεί στις περήφανες κορφές, στις δυσκολοδιάβατες κλεισούρες, στ’ άγρια φαράγγια και στα πυκνά τα δάση στήνανε το λημέρι τους, το καθένα μια κολυμπήθρα λευτεριάς. Γυμνοί, νηστικοί, ξυπόλυτοι, κυνηγημένοι, μια ευχή είχαν στα χείλη τους : «καλό βόλι». Γύρευαν όχι ήσυχο, μα λεύτερο θάνατο.
Αυτούς τους κλέφτες τη «μαγιά της λευτεριάς», τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, τους έδινε τροφές- ήταν οι προστάτες του. Όποιος Τούρκος ή κοτζαμπάσης αδικούσε το ραγιά, τον τιμώραγε το βόλι του κλέφτη…
Εκεί γύρω από τα 1650 ως τα 1690, η Ρούμελη είχε γιομίσει από κλέφτες. Έναν ξέκαναν οι Τούρκοι, δέκα φύτρωναν»
Τόσο γιγαντώθηκε το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, που οι Οθωμανοί και οι κοτζαμπάσηδες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την κλασική τακτική: ήρθαν σε συμφωνία με πολλούς κλέφτες και τους μετατρέψανε σε αρματολούς. Έτσι, οι ανυπότακτοι κλέφτες απόκτησαν έναν ακόμα εχθρό.
Αργότερα, με το ξέσπασμα της επανάστασης, οι κλέφτες ήταν οι μεγαλύτεροι πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης. Στη θέση, όμως του Τούρκου κατακτητή, κάθισε ο Έλληνας κατακτητής. Πολλοί ήταν οι κλέφτες, που ασφυκτιώντας στο νέο καθεστώς της «ελεύθερης» Ελλάδας, επέστρεψαν στα βουνά και συνέχισαν τις ληστείες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι σλαβομακεδόνες ληστές συμμετέχουν στην επαναστατική κίνηση των Κομιτατζήδων (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ή IMRO), οι οποίοι έδρασαν στα χνάρια των Βουλγάρων χαϊδούκων. Το ίδιο και ο Ούγγρος ληστής Σαντόρ Ρόσα, ηγέτης των ληστών απ’ το 1841 και επαναστάτης μετά το1849. Εκτός όμως από τους ληστές που συμμετείχαν στις εθνικο-κοινωνικές επαναστάσεις, υπάρχουν και αυτοί που έδρασαν σαν κοινωνικοί επαναστάτες. Οι ληστές του Μπάνταμ πολέμησαν στο πλάι των κομμουνιστών το 1926. οι ληστές της Ιάβας στηρίξανε τον Σουκάρνο και τους κομμουνιστές, ενώ οι ληστές της Κίνας ακολούθησαν τον Μάο Τσε Τουγκ, ο οποίος ήταν βαθιά επηρεασμένος από την τοπική παράδοση της λαϊκής αντίστασης:
«πως μπορεί να σωθεί η Κίνα; Η απάντηση του νεαρού Μάο ήταν: μιμηθείτε τους ήρωες του Λιανγκ Σαν Πο, δηλ. τους ελεύθερους ανταρτοληστές της νουβέλας “Κατά μήκος του ποταμού”. Επιπλέον ο Μάο τους στρατολόγησε συστηματικά. Δεν ήταν τάχα πολεμιστές και με τον τρόπο τους, πολεμιστές κοινωνικά συνειδητοί; Οι “κοκκινοτρίχηδες”, μια φοβερή οργάνωση αλογοκλεφτών που δρούσε ακόμα στη Ματζουρία το 1920, απαγόρευε στα μέλη της να επιτίθενται εναντίον των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, ενώ τους ανάγκαζε να κάνουν επιθέσεις εναντίον όλων των πολιτικών υπαλλήλων και επίσημων προσώπων, αλλά “αν ένας άνθρωπος είχε καλή φήμη θα του αφήσουν τη μισή περιουσία, αν όχι, θα του τα πάρουν όλα”. Το 1929 ο όγκος του Κόκκινου Στρατού του Μάο, μοιάζει να αποτελείται από “ανυπόλυπτα στοιχεία” (για να χρησιμοποιήσουμε τη δική του ταξινόμηση “από στρατιώτες, ληστές, κλέφτες, ζητιάνους και πόρνες”). Ποιος διακινδύνευε εκείνες τις μέρες να αναμιχτεί σ’ έναν παράνομο σχηματισμό, εκτός απ’ τους ίδιους τους παράνομούς; “Αυτός ο κόσμος πολεμάει με πάρα πολύ θάρρος”, παρατηρούσε ο Μάο…»
Όπως στην Κίνα, έτσι και στην Κολομβία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι κοινωνικοί ληστές εντάχθηκαν σε αντάρτικες κομμουνιστικές ή αριστερίζουσες αγροτικές ομάδες. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι που έφερναν κοντά τους ληστές με τους επαναστάτες: πρώτον, η ανιδιοτέλεια των επαναστατών (αναρχικών και κομμουνιστών), που παρά τη μόρφωσή τους και την ανώτερη κοινωνική τους θέση, με την συμπεριφορά τους και τη βοήθεια που παρείχαν στους αγροτικούς πληθυσμούς, γοήτευαν τους ληστές και δεύτερον, η συνάντηση ληστών και επαναστατών στη στρατιωτική θητεία και στη φυλακή.
Στον κανόνα, όμως, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αρκετές φορές οι ληστές επιστρατεύονται από τις αρχές για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές αντάρτες. Ο βραζιλιάνος ληστής Λαμπιάο πήρε τον τίτλο του λοχαγού για να αποκρούσει την κομμουνιστική φάλαγγα Prestes. Ο Ιταλός ληστής Τζουλιάνο, συμμάχησε με τους Σικελούς φεουδάρχες και στράφηκε εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών. Στη Ρωσία και τη Ουγγαρία, αρκετοί χαϊδούκοι δέχονταν το ρόλο της έφιππης φρουράς ιπποτών, που φύλαγε τα σύνορα (αναφέραμε πιο πάνω και το αντίστοιχο παράδειγμα των αρματολών στον ελλαδικό χώρο). Σε άλλη περίπτωση, οι ληστές έβγαλαν και δήμαρχο (τον Λουίς Μπορέγο, στο Μπενεμεχί). Οι περιπτώσεις, αν και δεν είναι πολλές, είναι χαρακτηριστικές.

Κλείνοντας το κεφάλαιο για την κοινωνική ληστεία, ας παραθέσουμε ένα αποσπάσματα από τον Hobsbawm, που σκιαγραφεί τη θέση του μέσου κοινωνικού ληστή, στην αγροτική (και όχι μόνο) κοινωνία:
«Ο ληστής είναι γενναίος, είτε δρα, είτε είναι θύμα. Πεθαίνει αψηφώντας το κάθε τι. Τίμια και πολυάριθμα παλικάρια από φτωχογειτονιές κι απ’ τα περίχωρα, που δε διαθέτουν τίποτα περισσότερο εκτός από το κοινό, αλλά πολύτιμο δώρο της δύναμης και του θάρρους, παρομοιάζουν τον εαυτό τους με ληστή. Σε μια κοινωνία, όπου οι άνθρωποι ζούνε κάτω από συνθήκες δουλοπρέπειας, σαν εξαρτήματα μεταλλικών μηχανών ή σαν κινητά μέρη ανθρώπινων μηχανών, ο ληστής ζει και πεθαίνει χωρίς να σκύβει το κεφάλι».

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

« Στην πραγματικότητα η ένοπλη ληστεία μας ήταν ένας πόλεμος
στην καρδιά του κράτους… Συχνά στοχάζομαι και γελάω με τους
χαρακτηρισμούς που δίνει η δικαστική εξουσία σε ορισμένους από μάς.
Μας αποκαλεί “πορωμένους εγκληματίες” και “επικίνδυνους
κακοποιούς”, με την ίδια ευκολία που τους ελεύθερους καρχαρίες
και ύαινες του κεφαλαίου τους χαρακτηρίζει νομοταγείς πολίτες!
Εμένα με λένε ληστή, ενώ εγώ θεωρώ ότι έκανα μια πράξη
ανθρωπιστικής σημασίας στην κοινωνία της ανισότητας»
Θόδωρος Τσουβαλάκης

Η παράδοση της κοινωνικής ληστείας και η σύνδεση των ληστών με τα επαναστατικά κινήματα, επηρέασαν πολύ βαθιά τόσο την ριζοσπαστική αριστερά, όσο και τους αναρχικούς. Η ληστεία χρησιμοποιείται πλέον όχι μόνο για λόγους επιβίωσης, αλλά και ως μέσο αγώνα. Η πολυμορφία του ριζοσπαστικού κινήματος, είχε σαν επακόλουθο να υπάρχει και πολυφωνία ως προς τη χρήση του μέσου της ληστείας. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις που η ληστεία γινόταν αποδεκτή μόνο ως μέσο χρηματοδότησης μιας οργάνωσης ή ενός κόμματος (φαινόμενο που συναντάμε σε γραφειοκρατικές αναρχικές οργανώσεις σαν τη CNT και σε επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα σαν τους μπολσεβίκους και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Πολλοί ληστές, μάλιστα, δούλευαν κανονικά ως μισθωτοί εργάτες!). Έχουμε, επίσης, περιπτώσεις που η ληστεία συμβολίζει τη ρήξη του ατόμου με την κοινωνία της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης (αυτή είναι η περίπτωση των αναρχοατομικιστών, που αν και χρησιμοποιούσαν τις ληστείες για προσωπική αυτοχρηματοδότηση, δεν παρέλειπαν μέρος της λείας τους να το διοχετεύουν σε κινηματικούς σκοπούς, αντιπληροφόρηση, έκδοση μπροσουρών, βιβλίων κλπ). Στις πιο πολλές περιπτώσεις, οι ληστείες χρησίμευαν και για τους δύο σκοπούς: και για αυτοχρηματοδότηση, και για τη χρηματοδότηση του αγώνα.

Παρά την ουσιώδη κριτική που έκανε ο Καρλ Μαρξ (και ο γαμπρός του Πωλ Λαφάργκ, στο βιβλίο του “Δικαίωμα στην τεμπελιά”) στη μισθωτή εργασία, η γραφειοκρατική Αριστερά, αγιοποίησε την μισθωτή εργασία και δημιούργησε τον εργάτη-πρότυπο, που θα δουλεύει σκληρά όχι μόνο στον σοσιαλισμό, αλλά και στον καπιταλισμό! Η λογική της γραφειοκρατίας, πάνω στο ζήτημα των απαλλοτριώσεων, ήταν απλή: ο αγώνας πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Πως; Θα πάμε εκεί που βρίσκονται μαζεμένα τα χρήματα. Στους ναούς του καπιταλισμού: στις τράπεζες. Στη λογική αυτή, δεν υπάρχει πουθενά η κριτική της μισθωτής εργασίας και της συνακόλουθης αλλοτρίωσης. Όλες οι απαλλοτριώσεις γίνονταν υπό την αιγίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, . Οι ληστείες γίνονταν μόνο με την έγκριση του Κόμματος,* “μέσα στα πλαίσια της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και διαπαιδαγώγησης”. Η ληστεία πρέπει να είναι “αφιλοκερδής”.
Από κει και πέρα ο εργάτης όφειλε να είναι τίμιος, εργατικός , δουλευταράς, να δίνει το καλό παράδειγμα… Ακόμα και αναρχικοί (όπως οι Los Errantes) είχαν αυτή τη περίεργη αναρχο-σταχανοβίτικη αντίληψη.
Από την άλλη, για πολλούς αναρχικούς, οι ληστείες δεν αποτελούσαν μονάχα τρόπο χρηματοδότησης του αγώνα, αλλά και έμπρακτη κριτική της μισθωτής εργασίας. Οι Εργάτες της Νύχτας, έβλεπαν την ιλλεγκαλιστική δραστηριότητα ως συμπληρωματική των μεγάλων συλλογικών εργατικών αγώνων εναντίον του κεφαλαίου Οι Εργάτες της Νύχτας καταξιώθηκαν ως διαρρήκτες “παρασίτων”: αξιομνημόνευτη ήταν η διάρρηξη στον Καθεδρικό Ναό της Τουρ, όπου έγραψαν στον τοίχο: “μεγαλοδύναμε θεέ βρες τους κλέφτες σου”( την ίδια περίπου περίοδο οι Τερροριστές-Απαλλοτριωτές στη Ρωσία είχαν καταστρέψει μια “θαυματουργή” εικόνα). Ο Μάριους Ζακόμπ, εμβληματική φυσιογνωμία των «νυχτερινών εργατών», στην απολογία του στο δικαστήριο έλεγε ότι δεν τον ενοχλούσε η εργασία αυτή καθ’ αυτή, αντίθετα τον ευχαριστούσε. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν η μισθωτή εργασία, ο “ξεπεσμός στην πορνεία της εργασίας”, η “εργασία ως ελεημοσύνη και δημιουργός πλούτου”. Δεν ενέκρινε αυτή καθ’ αυτή την κλοπή ( “θα ήθελα να ζω σε μια κοινωνία χωρίς κλοπή”), αλλά τη χρησιμοποιούσε ως “μια αρμόζουσα μορφή εξέγερσης στην πάλη ενάντια στην πιο άδικη μορφή κλοπής: την ατομική ιδιοκτησία.”:

“Αν στράφηκα στις ληστείες, δεν το έκανα για το κέρδος. Ήταν ζήτημα αρχής, ήταν ζήτημα δικαίου. Προτίμησα να διατηρήσω την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, την αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπος, παρά να γίνω δημιουργός πλούτου του αφεντικού μου”. “
Ο αγώνας θα σταματήσει μόνο όταν οι άνθρωποι θα μοιράζονται τη χαρά και τον πόνο τους, την εργασία και τον πλούτο τους… Όταν όλα θα ανήκουν σε όλους. Ως επαναστάτης αναρχικός έκανα την επανάστασή μου: ΑΣ ΕΡΘΕΙ Η ΑΝΑΡΧΙΑ”.

Πραγματικά, μέσα σε λίγες σειρές ο Ζάκομπ, είπε όσα δεν μπορούν να πουν μέσα σε δεκάδες τόμους οι φλύαροι ακαδημαϊκοί. Η ληστεία γι αυτόν ήταν τόσο μια έμπρακτη κριτική της εκπόρνευσης της εργασίας (της μετατροπής της σε μισθωτή), όσο και ένα ακόμα μέσο αγώνα για την αναρχική/ κομμουνιστική κοινωνία. Τις ίδιες απόψεις μοιράζονταν πάρα πολλοί αναρχικοί (από αναρχοατομικιστές μέχρι αναρχοκομμουνιστές) που ακολούθησαν την ιλλεγκαλιστική οδό και ήρθαν σε ρήξη με τη συντηρητική και γραφειοκρατική πτέρυγα του αναρχικού κινήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναρχικού, που κατασυκοφαντήθηκε και πολεμήθηκε όσο κανένας άλλος, είναι ο Φραντσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ (ή ελ τσίκο). Ο Σαμπατέ, ξεκίνησε την πορεία του συμμετέχοντας στις grupos especificos (ειδικές ομάδες), που ήταν ομάδες δράσης νεαρών αντιεξουσιαστών που “πολεμούσαν την αστυνομία, σκότωναν τους αντιδραστικούς, ελευθέρωναν τους φυλακισμένους και λεηλατούσαν τις τράπεζες”. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμησε στο πλευρό του αναρχικού (επίσης ληστή) Γκαρθία Όλιβερ. Το 1937 φυλακίστηκε από τους δημοκρατικούς συμμάχους της CNT, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά την ήττα το 1939, ο Σαμπατέ, με δεκάδες ακόμα αναρχικούς (ανάμεσα στους οποίους και ο ειρηνιστής Εσπαλιάργας που συμμετείχε στις ληστείες μόνο άοπλος!), συνέχισε την αντάρτικη δράση κατά του Φράνκο, ερχόμενος σε ρήξη με την επίσημη ηγεσία της CNT. Μετά τη δολοφονία του, ο Σαμπατέ ενέπνευσε μια νέα γενιά αναρχικών, αυτόνομων και φιλο-καταστασιακών που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τη μετριοπαθή δημοκρατική CNT και συγκρότησαν την παράνομη οργάνωση MIL (Ιβηρικό Κίνημα Απελευθέρωσης). Το MIL δημιούργησε το 1971 τις Αυτόνομες Ομάδες Δράσης, που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως με επιθέσεις κατά χρηματαποστολών τραπεζών και με ενέργειες υποστήριξης και απελευθέρωσης φυλακισμένων μαχητών. Οι ληστείες κάλυπταν όχι μόνο τις οργανωτικές ανάγκες του MIL, αλλά και τις προσωπικές ανάγκες των μελών του. Χρηματοδοτούσαν, επίσης, επιτροπές απεργών εργατών και βοηθούσαν τους απολυμένους.
Μετά την αυτοδιάλυση του MIL, ιδρύθηκαν οι Αυτόνομες Ομάδες (GG.AA). Σε μια συνέντευξη που έδωσαν τα μέλη των GG.AA. στη FIGA (Ιβηρική Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων), απαντούν στην ερώτηση, εάν μεταχειρίζονται τις απαλλοτριώσεις ως μέσο επιβίωσης: «Ο συντονισμός των ομάδων χρειαζόταν κάποια οικονομικά μέσα για να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες δράσεις. Προφανώς, οι ομάδες αυτές θα έπρεπε να βρουν τα οικονομικά μέσα για να καλύψουν και τις δικές τους ανάγκες. Δεν έχουμε φυσικά κανέναν ενδοιασμό στο να κάνουμε μια απαλλοτρίωση για να καλύψουμε τις προσωπικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Μακροπρόθεσμα όμως, δε ζούσαμε απ’ τις απαλλοτριώσεις και κάποιοι από εμάς εργαζόταν. Κάποιοι άλλοι, όχι…»

Στην υπόλοιπη Ευρώπη (και όχι μόνο), η ιεροποήση της εργασίας απ’ τη γραφειοκρατική Αριστερά και την CNT και τις παραφυάδες της, δέχεται απανωτά πλήγματα από το νέο ριζοσπαστικό κίνημα που αναπτύσσεται:
“Τώρα πια η ηθική εργασία, υπομόχλιο των προηγούμενων θεωριών, που βρισκόταν στη βάση του απόλυτου εργοστασίου όπως η Θεία Ευχαριστία στη θρησκεία, όχι μόνο αμφισβητείται, αλλά γίνεται αντικείμενο άρνησης και χλεύης”

Οι os cangaceiros, που πήραν την ονομασία τους από τους ομώνυμους λατινοαμερικάνους ληστές, αναφέρουν σχετικά:
“…στη Γαλλία μετά το 1968, πολλά ριζοσπαστικά στοιχεία είχαν ζήσει μια πραγματική κοινωνική και πολιτική ανταρσία μέσω της παραβατικότητας- εμπνευσμένη λίγο-πολύ από την αναρχική παράδοση των αρχών του 20ου αιώνα, αυτή του Μάριους Ζακόμπ και των Εργατών της Νύχτας ή της συμμορίας Μποννό. Παράλληλα αναπτυσσόταν μια μεγάλη αυθόρμητη νεανική παραβατικότητα, αυτή των συμμοριών της γειτονιάς που ερχόταν σε ρήξη με τους σχολικούς θεσμούς και τη μισθωτή εργασία” (οι ίδιοι οι os cangaceiros χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητες τους από δράσεις ατομικής επανοικειοποίησης και κανένα μέλος τους δεν εργαζόταν).

“Μη λέτε πια κάτεργο, αλλά να λέτε: εργασία”, έλεγε σε προκήρυξή της στο Μπορντό, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας των Βανδαλιστών. Και τραγουδούσαν: “Εφ’ όσον η Θεωρία πραγματωνόταν/ Λεηλατήσαμε τα μαγαζιά / Ότι παράγεις σου ανήκει/ Μόνο τα αφεντικά σε κλέβουν/ Άμα πληρώνεις στα μαγαζιά/ Είσαι κοροΐδο” (“Η Κομμούνα δεν πέθανε!”)
Το ριζοσπαστικό κίνημα ανακαλύπτει εκ νέου τους ιλλεγκαλιστές αναρχικούς, τραγουδάει για τον Ραβασόλ, τον Μπονό, τον Πάντσο Βίλλα και άλλους επαναστάτες ληστές (κάθε λογής “φράξιας” του επαναστατικού κινήματος). Σε ένα από τα τραγούδια του Μάη του 68, οι εξεγερμένοι τραγουδούσαν:

«Ο Μάχνο, ο Βίλλα κι ο Ντουρρούτι/ Ήξεραν πως να χειρίζονται αυτό το εργαλείο/Που δίνει στην ποίηση ζωή,/ Το πολυβόλο./Θα ξαναφέρουμε ακόμα τον Μπονό/Και θα δώσουμε ένα και σ΄ αυτόν/ Ώστε να έρθει με το αυτοκίνητό του/ Να πάρει μερικά κεφάλια./ Μέχρι να δούμε αυτή την κοινωνία του θεάματος/ Να ψυχορραγεί τελικά, δολοφονημένη/ Απ’ τα συμβούλια, σε όλο τον κόσμο/ Με τις ριπές του πολυβόλου»
Η συμμορία Μπονό (αναρχοατομικιστές ληστές, γνωστοί και ως “τραγικοί ληστές”): «θα εμπνεύσει ποιητές (Joe Dassin, Paul Paillete), έργα αντιτέχνης ( Michele Bernstain {σ.σ. συντρόφισσας του Γκυ Ντεμπόρ}) και διάφορα μυθιστορήματα (Leo Malet). Το Μάη του 1968, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Σορβόννης στο Παρίσι, οι “λυσσασμένοι” σιτουασιονιστές αφιέρωσαν στο θρυλικό αναρχικό μια αίθουσα συνελεύσεων των καταληψιών, ονομάζοντας την “sale Jules Bonnot”».

Το νέο ριζοσπαστικό κίνημα, απαλλαγμένο πλέον από την ηθικιστική σαβούρα της συντηρητικής γραφειοκρατίας (ή μάλλον, όχι εντελώς απαλλαγμένο, καθώς κατάλοιπα είχαν παραμείνει), μιλάει πλέον για άρνηση της εργασίας, για συνειδητή αεργία (όπως και οι ντανταϊστές των αρχών του αιώνα), για σαμποτάζ στους εργασιακούς χώρους. Ακόμα και οι πιο “ορθόδοξοι” ερυθροταξιαρχίτες:
«… ήταν και “ληστές”, ενσαρκώνοντας ένα παραβατικό μέχρι και ρομαντικό ιδανικό… Πηγαίνοντας κόντρα στον εργατικό ηθικισμό, που πάντοτε διαχώριζε τον τίμιο εργάτη από τον ανάξιο εμπιστοσύνης και τεμπέλη κλέφτη και “εγκληματία”, οι ταξιαρχίτες ήταν και εργάτες και κλέφτες αυτοκινήτων, και πολιτικοί και ληστές, και θεωρητικοί και παραχαράκτες. Οι πινακίδες, οι ταυτότητες, ,τα σπίτια, τα όπλα, τα χρήματα, τα πάντα τα “οικειοποιήθηκε” με παράνομα μέσα η ομάδα, που σίγουρα δε χρηματοδοτούνταν από τη Μόσχα»
Πέρα από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, κι άλλες ιταλικές επαναστατικές οργανώσεις διαπράττανε ληστείες: οι Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, η ελευθεριακή Επαναστατική Δράση, η Prima Linea. (To ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία με τη RAF και το Κίνημα 2 Ιούνη, στη Γαλλία με την Άμεση Δράση, στον Καναδά με την ετέρα Άμεση Δράση, στις ΗΠΑ, στην Λατ. Αμερική κλπ) . «Οι μαχόμενοι σχηματισμοί, θεωρούσαν τη ληστεία, πέρα από ένα μέσο χρηματοδότησης, και μια μορφή παραδειγματικής ενέργειας, προλεταριακής απαλλοτρίωσης συνδεδεμένης με τον ένοπλο αγώνα.» Οι Τουπαμάρος θεωρούσαν τις ληστείες μέρος της ταξικής πάλης. Μεταξύ του 1968 και του 1971, διαπράξανε 74 ληστείες. Το 1970 όλες οι τράπεζες του Μοντεβιδέο έκλεισαν για να γλιτώσουν απ’ τους ληστές!
Σήμερα, φυσικά, τα πράγματα έχουν αλλάξει: «Σήμερα η αριστερά χρησιμοποιεί άλλα εργαλεία, πολύ λιγότερο επικίνδυνα για όλους: την εργασία, την κληρονομιά, τη συγκέντρωση χρημάτων, τους κρατικούς πόρους. Σίγουρα είναι μια άλλη αριστερά αυτή που επέλεξε να εγκαταλείψει τις απαλλοτριώσεις και να παίρνει επιχορηγήσεις από το κράτος. Διαφέρουν, όχι μόνο οι μορφές, αλλά και η ουσία, η σχέση με το κράτος, με τον πλούτο με τις θεσμικές οργανώσεις» (K. Viehmann)

Πέρα, όμως, από τις μαζικές και οργανωμένες περιπτώσεις, δε λείπουν και οι ατομικές περιπτώσεις αγωνιστών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αναρχικού Horst Fantazzini:
«Αναρχικός αγωνιστής από μικρό παιδί, ο Horst πέθανε το 2001, αφού εξέτισε σε διάφορες φυλακές μια μακρά λίστα από καταδίκες: για ληστείες, αλλά και πετυχημένες και αποτυχημένες αποδράσεις, όπως και για τη συμμετοχή του, το 1985, στον αγώνα εναντίον του καθεστώτος της “ειδικής κράτησης” μαζί με μια ομάδα ερυθροταξιαρχιτών, στο σωφρονιστικό ίδρυμα Μπαντού ε Κάρος, στη Σαρδηνία».
«Η ζωή του Φαντατσίνι σημαδεύτηκε από τη συνεχή αναζήτηση της ελευθερίας, μιας ελευθερίας χωρίς όρους και εκπτώσεις, όπως την εννοούσε ο ίδιος σαν αναρχικός και που του στερήθηκε ακόμα και στην πιο στοιχειώδη μορφή της για 32 χρόνια.
Ο “ευγενικός ληστής”, όπως τον αποκαλούσε ο αστικός τύπος από τα πρώτα χρόνια της δράσης του, πέρασε στα κάτεργα 32 ολόκληρα χρόνια, με την ποινή να λήγει το σωτήριο έτος 2024…
Ο ίδιος, όταν τον ρώταγαν για τη δράση του, που τον οδήγησαν στις φυλακές, ορμώμενος από τον Μπρεχτ, ήταν ξεκάθαρος: “είναι πιο εγκληματικό να φτιάχνεις τράπεζες, από το να τις ληστεύεις”».
Η περίπτωση του Φαντατσίνι είναι μία μεταξύ χιλιάδων περιπτώσεων αναρχικών (και όχι μόνο) επαναστατών, που αγνόησαν την “αντίσταση” της υπνηλίας , της κλάψας και των χασμουρητών και προχώρησαν τη ρηξιακή τους ορμή πέρα από τις πορδές της καλυμμένης νομιμοφροσύνης των επίσημων “αναρχικών” και του ιερατείου τους. Με την περίπτωσή του, ας κλείσουμε τη μικρή αυτή περιήγηση…

σημείωση: *Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα: το 1907 συγκροτήθηκε, μέσα στα πλαίσια του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, το “Μπολσεβίκικο Κέντρο”, με επικεφαλής τον Λένιν, τον Κρασίν και τον Μπογκντάνοφ. Ανάμεσα στα καθήκοντα του κέντρου ήταν και η χρηματοδότηση του Κόμματος μέσω ληστειών (γι αυτό και ο Λένιν κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για “μπλανκιστικές παρεκκλίσεις”). Την ίδια ώρα, σε όλη τη Ρωσία μέσα σε 2 χρόνια (1905-1906) καταγράφηκαν 1951 “πολιτικές” ληστείες ( οι 940 εναντίον κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών), ενώ στη διετία 1908-1910 σημειώθηκαν 19957 τερροριστικές ενέργειες και απαλλοτριώσεις , από όλες τις πτέρυγες του επαναστατικού κινήματος (από τους αναρχικούς μέχρι τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μπολσεβίκους). Παρ’ όλο που η Επιτροπή της Τιφλίδας του ΣΔΕΚ καταδίκασε τις ληστείες και τις τερροριστικές ενέργειες των αναρχικών (τις θεωρούσε “διασπαστικές”), οι καυκάσιοι μπολσεβίκοι (κατά παράβαση του 4ου και 5ου συνεδρίου του ΣΔΕΚ), συνέχισαν κανονικά τις ληστείες. Αντίστοιχα, το 1931 το γερμανικό ΚΚ δημιούργησε τμήμα για τη διατήρηση όπλων και πυρομαχικών και προχώρησαν σε ληστείες καταστημάτων και επιθέσεις κατά αστυνομικών. Φυσικά, η σύγχρονη νόμιμη Αριστερά, θα σοκάρονταν εάν γνώριζε τα καμώματα των προγόνων της… Ο Hobsbawm γράφει χαρακτηριστικά: “είναι σαν ειρωνεία ότι η “κατάσχεση” γίνεται ένα δημόσιο σκάνδαλο στη διεθνή επαναστατική κίνηση, όχι τόσο από τις τοπικές και μεμονωμένες πράξεις των αναρχικών ή των τρομοκρατών ναροτνικών, όσο από τη δραστηριότητα των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την επανάσταση του 1905”.

ΑΝΗΚΕΙ Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;
ΔΥΟ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ (η δική μας…)
Άποψη Νο 1: «Η ληστεία είναι μια πρακτική που μόνο κατ’ εξαίρεσιν και σε πολύ ειδικές περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί από αναρχικούς, αφού δεν αποτελεί συστατικό της πολύμορφης κοινωνικής απελευθερωτικής δράσης».
Διαδρομή ελευθερίας, Δεκέμβριος 2007

Η δική μας άποψη: Το παρόν κείμενο είναι μια σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στη βιβλιογραφία που εντάσσει τη ληστεία, τη λεηλασία, την κλοπή κλπ μέσα στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής παράδοσης, από την αρχαιότητα (βλ. εξεγέρσεις δούλων, εσαϊκός ζηλωτισμός, χιλιαστικές σέχτες του μεσαίωνα κλπ) ως σήμερα. Κανένα κόμμα, καμία οργάνωση, καμία ομαδούλα δεν μπορεί με διατάγματα να διαγράψει αυτό το κομμάτι της ιστορίας της λαϊκής ανταρσίας. Η ιστορία της πολύμορφης απελευθερωτικής δράσης δε γράφεται όπως γράφονται τα σχολικά βιβλία. Και τα χαρακτηριστικά της δεν ορίζονται με διατάγματα και αξιώματα.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η άποψη που θεωρεί τη ληστεία “εξουσιαστική”. Ξεπερνάμε τη μεταφυσική αντίληψη περί αντι-φυσικής, αντιανθρώπινης εξουσίας (αντίληψη δαιμονοποιητική, οπότε και αποπροσανατολιστική) και λέμε το εξής απλό: ναι, η ληστεία είναι “εξουσιαστική”, με τον ίδιο τρόπο που είναι η διαδήλωση, η απεργία, το κλείσιμο ενός δρόμου, η παλουκιά σε έναν μπάτσο, το ξυλοφόρτωμα ενός απεργοσπάστη κλπ κλπ. Αυτή είναι η αστική και μικροαστική αντίληψη της “ελευθερίας” και της “εξουσίας”. (Άλλωστε, η επανάσταση δε γίνεται με τακτ και savoir vivre, είναι εκ των πραγμάτων βίαιη και επιβλητική..)
Άλλοι πάλι, κάπως πιο ελαστικοί, εντάσσουν μεν τη ληστεία στην επαναστατική παράδοση, μονάχα όταν η λεία δίνεται για τον ιερό σκοπό..
Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό δομικό λάθος. Μέσα στα αστικά πλαίσια σκέψης υπάρχει ο δυαδιστικός τεμαχισμός της ζωής ανάμεσα σε “προσωπική” και “δημόσια” ζωή ( τα εν οίκω μη εν δήμω, ήταν το αιώνιο άλλοθι που κάλυπτε και καλύπτει τα εγκλήματα της πατριαρχίας κατά γυναικών και παιδιών). Η αστική αυτή αντίληψη δε χωρά σε μια ολιστική αναρχική θεώρηση της ζωής. Η συνειδητή ρήξη με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και η απαλλοτρίωση δεν είναι μόνο προσωπικό ζήτημα, αλλά αποτελεί ένα κομμάτι ατομικής άρνησης και εξέγερσης, του όλου πολύχρωμου παζλ των συλλογικών αρνήσεων, δράσεων, αγώνων που το ένα συμπληρώνει το άλλο, σε μια αέναη απελευθερωτική διαδικασία…

Άποψη Νο 2: « Αυτός (σ.σ. ο εγκληματολόγος Franz Csaszar), εντάσσει τη ληστεία τράπεζας στα ιδεολογικά εγκλήματα, θεωρώντας σαν τέτοια “το σπάσιμο του αισθήματος ασφάλειας που ενέχει η ιδιοκτησία και την απώλεια της εμπιστοσύνης σ’ αυτόν που έχει αναλάβει την προστασία μας”. Ανεξάρτητα από τη βούληση του δράστη, η ληστεία τράπεζας μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί πολιτικό αδίκημα: εκλαμβάνεται σαν πράξη λιποταξίας από το ιερό σύστημα αξιών της αστικής κοινωνίας και από τους ιδεολογικούς ελέγχους της συντεταγμένης τάξης, και συνεπώς η εξουσία οφείλει να την καταπολεμήσει»
Klaus Schonberger (από τη “ληστεία τράπεζας”, εκδ. ελευθεριακή κουλτούρα)

Η δική μας άποψη: όπως είπαμε και αρχικά, οι πράξεις δεν είναι καθ’ αυτές “πολιτικές”, “αντιπολιτικές”, “επαναστατικές” ή οτιδήποτε άλλο. Είναι τα υποκείμενα που θα νοηματοδοτήσουν την ενέργεια ( στο γενικό κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η ρουφιανιά στην αστυνομία πχ, δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί επαναστατικά!).
Εξ άλλου, κάθε μέσο αγώνα εναντίον του υπάρχοντος, φέρει μέσα του και την αλλοτρίωση της σημερινής κοινωνίας. Τα χρήματα που ληστεύονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιστρέφουν στο οικονομικό κύκλωμα ή χρησιμοποιούνται για την “αγιότατη συσσώρευση”(Μαρξ). Η ληστεία, η απεργία, το σαμποτάζ, η διαδήλωση, η επαναστατική βία, όλα τα μέσα αγώνα, έχουν νόημα μόνο στην αλλοτριωμένη κοινωνία. Σε μια αταξική από-αλλοτριωμένη κοινωνία (λέμε τώρα… κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον), όλα αυτά θα είναι άχρηστα.. (Όχι, δεν διακατεχόμαστε από καμιά αριστοτελική λογική ενδελέχειας. Η κοινωνία δε θα γίνει ποτέ τέλεια. Ο επίγειος παράδεισος είναι το ίδιο βλακώδης με τον επουράνιο. Απλώς, σε μια από-αλλοτριωμένη κοινωνία, θα έχουμε την ευκαιρία να χαρτογραφήσουμε νέες εμπειρίες ζωής, περιπέτειας και –γιατί όχι;- αντίστασης).

Πέρα, όμως, από την αναπόφευκτη αλλοτρίωση των μέσων, ως κομμάτι της ολικής αλλοτρίωσης που βιώνουμε, υπάρχει και ένα πολύ σημαντικό γεγονός που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε:
«Οι ληστείες δεν αναδιένειμαν ποτέ τον πλούτο της κοινωνίας. , αλλά όταν “φτιάχνονταν” μια τράπεζα, ήταν ένα σημάδι ρήξης, έμπαινε σε αμφισβήτηση η σχέση με την εργασία και την εκμετάλλευση, πάνω στις οποίες βασίζεται το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα το οποίο, όπως είναι γνωστό, δεν είναι λιγότερο ληστρικό από ένα κομάντο συντρόφων που εισβάλει σε μια τράπεζα»

Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα της κοινωνικής και επαναστατικής ληστείας , για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στο θέμα.
(Τα βιβλία εμπορικών εκδόσεων απαλλοτριώστε τα):

Τα παιδιά της Γαλαρίας τ. 11
Eric Hobsbawm: Οι Ληστές, εκδ. Βέργος
Eric Hobsbawm: Ξεχωριστοί Άνθρωποι, εκδ. Θεμέλιο
Η ληστεία Τράπεζας, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα
Μιλώντας για τον ένοπλο αγώνα, εκδ. Ελευθ. Κουλτούρα
Μια σελίδα, μια σφαίρα., εκδ. Δαίμονας του τυπογραφείου (ΔτΤ)
Ανν Χάνσεν :Οπλισμένες Επιθυμίες, εκδ. ΔτΤ
Anna Geifman: Με τη μάχη στο αίμα τους, εκδ. ΔτΤ
Ο Μάριους Ζακόμπ και οι γάλλοι ιλλεγκαλιστές, εκδ. ΔτΤ
Horst Fantazzini: Τώρα πια είναι αργά, εκδ. Διάδοση
Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, εκδ. Διάδοση
Γραφείο Λυσσασμένων Ταραχοποιών: Έργα και Ημέρες
των Αυτόνομων Ομάδων, Ισπανία 1974-1980
Αλάστωρ: υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών
Ελευθεριακό Στέκι Πικροδάφνη: Η κοινωνική ληστεία
στον ελλαδικό χώρο, 1830- 1940
Ρέντζο Νοβατόρε: Ο Ιππότης του Μηδενός, εκδ. Διάδοση
Οσβάλντο Μπάγιερ: Προς την απόλυτη ελευθερία
με ένα 45άρι Κολτ, εκδ. Διάδοση
Ζαν Μαρκ Ρουιγιάν: Γράμμα στον Ζιλ Μπονό, Εναλλακτικές Εκδ.
Φρεντ Πέρυ: Η συμμορία Μπονό, εκδ. ελεύθερος τύπος
Οσβάλντο Μπάγιερ: Οι Αναρχικοί Απαλλοτριωτές, εκδ. ελ. Τύπος
Νατάφ: Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στη Γαλλία, εκδ. Παπαδήμα
Βασίλης Τζανακάρης : Τα παλικαριά τα καλά σύντροφοι
τα σκοτώνουν, εκδ. Καστανιώτη
Κώστας Κάσσης: Αντιεξουσιαστές και ληστές στα βουνά
της Ελλάδας, εκδ. Ιχώρ, Α.Λ.Ε.Α.Σ.
Θωμάς Κοροβίνης: Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, εκδ. Άγρα
Γιασάρ Κεμάλ: Ο Τσακιτζής, εκδ. Άγρα
Στάθης Δαμιανάκος: Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός
πολιτισμός εκδ. Πλέθρον
Λεωνίδας Χρηστάκης: Ληστές, εκδ. Γόρδιος
Ιωάννης Κολιόπουλος: Περί λύχνων αφάς, εκδ. επίκεντρο
Χατζής- Τερζόπουλος: Λήσταρχοι του Ολύμπου, εκδ. μάτι
Ιστορίες ληστών στη ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Αιγόκερως