Category Archives: κοινωνια – πολιτικη

Αναδημοσίευση προκήρυξης της Σέχτας Επαναστατών

«ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΟΠΛΙΖΟΝΤΑΙ πεθαίνουν. Όσοι δεν πεθαίνουν είναι θαμμένοι ζωντανοί στις φυλακές, στα αναμορφωτήρια, στα πέτρινα φέρετρα των νέων στεγαστικών προγραμμάτων, στα ασφυκτικά σχολεία, στις κατακαίνουργιες κουζίνες και κρεβατομαρες, τις γεμάτες χαριτωμένα έπιπλα αγορασμένα επι πιστώσει.”(RΑF Φράξια Κόκκινος Στρατός)

Μετά τις πρόσφατες επισκέψεις του υφυπουργού δημόσιας τάξης Μαρκογιαννάκη και του προέδρου του Πασόκ Γίωργου Παπανδρέου σε αστυνομικά τμηματα για την τόνωση του ηθικού της αστυνομίας, αποφασίσαμε και εμείς για τον ίδιο λόγο, τα ξημερώματα της Τρίτης να επισκεφτούμε αιφνιδιαστικά ένα καθόλου τυχαίο Α.Τ., αυτό του Κορυδαλλόυ που απέχει 500 μέτρα απο τα κολαστήρια των φυλακών και να χτυπήσουμε τους τυχαίους μπάτσους που βρίσκονταν εκεί. Στόχος μας ήταν να τους εκτελέσουμε. Γνωρίζαμε οτι στην γωνία του τμήματος βρισκόνταν ο ειδικός φρουρός και συχνά αλλοι δυο-τρεις συνάδελφοι του. Στην επίθεση μας χρησιμοποιήσαμε ένα υποπολυβόλο τύπου scorpion 7.65 mm, ένα πιστόλι των 9 mm καθώς και μια αμυντική χειροβομβίδα που δεν εξεράγη όταν την ρίξαμε καταπάνω τους. Τυχεροί αυτοί, άτυχοι εμείς, την επόμενη φορά δεν θα έχουν την τύχη με το μέρος τους. Οι σφαίρες μας ξεκαθαρίζουν την κατάσταση.”Το οργανωμένο αντάρτικο πόλης είναι ο μόνος δρόμος των επαναστατικών δυνάμεων για την Ανατροπή.”Μια πράξη ξεκάθαρη, που δεν χρειάζεται πολλά λόγια.

Πίστευε κανείς πως θα μιλάγαμε για αγώνα, χωρίς ταυτόχρονα να οπλιστούμε και να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τα πάντα γι΄αυτόν;

Μήπως τα γαμημένα γουρούνια της αστυνομίας που σκοτώνουν ανενόχλητα, πίστευαν πως θα τους επιτρέπαμε να μας σφάζουν παθητικά σαν τα πρόβατα;

Στην πρώτη μας ενέργεια, ως ΣΕΧΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ, στοχοποιήσαμε την αστυνομία. Τώρα είναι οι δικοί μας μαχόμενοι σχηματισμοί ενάντια στο μισθοφορικό στρατό του καθεστώτος. Απο δώ και πέρα η ζωή κάθε μπάτσου κοστίζει όσο και μία σφαίρα, ενώ τα σώματα τους αποτελούν ιδανικό σημείο εξάσκησης σκοποβολής. Καμία θλίψη δεν αξίζει για τα φέρετρα που θ΄αρχίζουν να παρελαύνουν. Οι αστυνομικοί δεν έχουν ούτε όνομα, ούτε ηλικία, έχουν απλώς το βαθμό και τον υπηρεσιακό τους αριθμό. Γι΄αυτό, όπως και τα ντόνατς που τρώνε, έτσι κι αυτοί δεν είναι “ωραίοι” χωρίς μια τρύπα στη μέση.

Σε αυτούς που ήδη αναρωτιούνται, γιατί επιλέξαμε κάποιους τυχαίους μπάτσους κι όχι ένα υψηλόβαθμο στέλεχος, έναν μεγαλοδημοσιογράφο, ένα κρατικό λειτουργό ή έστω ένα καπιταλιστή, τους απαντάμε ότι θα ΄ρθει κι η σειρά τους Επιπλέον, μέσα απ΄την ενέργεια μας αυτή, ξεκινάμε ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, χρησιμοποιώντας την τακτική της μόνιμης απειλής. Οι σφαίρες εναντίων ανώνυμων αστυνομικών μεταφέρουν ένα τελεσίγραφο σε όλες τις βαθμίδες των σωμάτων ασφαλείας. Τώρα ο κάθε απρόσωπος μπάτσος πρέπει να γνωρίζει πως ίσως να είναι ο επόμενος στόχος της ΣΕΧΤΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ. Ίσως αυτή τη στιγμή που διαβάζει αυτές τις γραμμές η κάνη ενός όπλου να΄ ναι στραμμένη πάνω του. Αυτά είναι τα “τυχερά” της δουλείας τους.” Όταν έχεις ένα πιστόλι στη ζώνη σου πρέπει να γνωρίζεις τους κινδύνους. Όμως οι μπάτσοι θέλουν να παίρνουν το μισθό τους χωρίς να πληρώνουν τις συνέπειες.”Αρχίστε να υποβάλλετε παραιτήσεις γιατί αλλιώς θα ξεκινήσετε να μετράτε τάφους.

Ίσως κάποιοι να σοκάρονται απ΄την κυνικότητα μας και να μιλάνε για “έλλειψη πολιτικού και ιδεολογικού υπόβαθρου.”Εμείς όμως δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να δικαιολογήσουμε η ακόμα και να επεξηγήσουμε τη δράση μας. Δεν κάνουμε πολιτική, κάνουμε αντάρτικο. Τόσες δεκαετίες τα πολιτικά κόμματα, η δικαστική και εκτελεστική εξουσία απέδειξαν τα συμφέροντα του κατεστημένου που εξυπηρετούν. Η εποχή των αναλύσεων έχει πλέον λήξει…

Ήδη γνωρίζουμε πως μερικές δεκάδες μαχητές, γυναίκες και άντρες, προειτοιμάζονται να περάσουν στη πρώτη γραμμή της ένοπλης αντεπίθεσης.

Τους καλωσορίζουμε.

Υ.Γ: Συμφωνούμε με τους αγωνιστές του επαναστατικού αγώνα για την επιλογή τους να στοχοποιήσουν κι αυτοί την αστυνομία.

Διαφωνούμε όμως στην επιλογή των τοποθεσιών που διάλεξαν για να αναμετρήθουν με τα γουρούνια. Βασική αρχή του αντάρτικου πόλης είναι πως δεν χτυπάμε απ΄τα εδάφη, που αναπτύσσονται οι πολύμορφες διαδικασίες του αγώνα, μετατρέποντας τα σε ευάλωτες ζώνες καταστολής. Αντίθετα, προσβάλλουμε το άβατο του εχθρού. Έτσι συσπειρώνουμε τις δικές μας δυνάμεις και αποφεύγονται καταστάσεις αστυνομικής κατοχής. Ο δεύτερος γύρος του αντάρτικου πόλης ξεκίνησε…

Εκατό λουλούδια άνθισαν, είναι οι εκατό επαναστατικές οργανώσεις.

ΣΕΧΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ

ΚΚΕ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΕΣ; (1ο μέρος)

Στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών σχετικά με τη δυσχερή θέση στην οποία έχουν υπεισέλθει λόγω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ, το ΚΚΕ δήλωνε την αδιαφιλονίκητη συμπαράστασή του προς το κοινωνικό αυτό κομμάτι.

«Ενωμένη σαν γροθιά παραμένουν οι αγωνιστές της αγροτιάς στα ενισχυόμενα συνεχώς και με νέες δυνάμεις μπλόκα, σ’ ολόκληρη τη χώρα, διαμηνύοντας στην κυβέρνηση ότι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν βήμα πίσω, απαιτώντας την ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων του αγροτικού κόσμου».1

Πιο συγκεκριμένα, η γενική γραμματέας του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στη Λάρισα την Παρασκευή 9 Ιανουαρίου και αναφερόμενη στο αγροτικό ζήτημα, μίλησε για «συμμαχία αγροτών, εργατών και αυτοαπασχολούμενων». Ανέφερε ότι είναι αναγκαία η αλλαγή κριτηρίων αντιμετώπισης των αγροτικών προβλημάτων και υπογράμμισε την ανάγκη μιας νέας λαϊκής εξουσίας κτλ. κτλ.

Στην ομιλία της γύρω από τη συζήτηση στη Βουλή για την αγροτική πολιτική στις 3/5/2007, δήλωνε πιο συγκεκριμένα: «Το αγροτικό πρόβλημα εκδηλώνεται πολύπλευρα… Πριν από όλα, έχουμε στασιμότητα της αγροτικής παραγωγής και ταυτόχρονα συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής και της γεωργικής γης σε όλο και λιγότερα χέρια. Όλα αυτά τα οποία είπε ο πρωθυπουργός ως μέτρα υπέρ της αγροτιάς δεν είναι τίποτα άλλο από μέτρα που μπορούν να τα αξιοποιήσουν οι εμποροβιομήχανοι, που δρουν στον τομέα της αγροτικής, της γεωργικής παραγωγής. Αυτοί μπορούν να επωφεληθούν από το ΦΠΑ, από τα πάντα. Αυτοί μπορούν να επωφεληθούν. Ο μικρομεσαίος αγρότης, ο φτωχός αγρότης δεν κερδίζει τίποτα από αυτά, γιατί με το ψίχουλο που παίρνει δεν μπορεί να αναπληρώσει το καρβέλι που χάνει καθημερινά»2. Ακόμη προσθέτει: «εμείς διεκδικούμε την ανακούφιση της μικρομεσαίας αγροτιάς. Διεκδικούμε κάποια ανακούφιση και κάποιες λύσεις που βελτιώνουν τη ζωή τους και αφήνουν την προοπτική ανοιχτή…»2

Στη συνέχεια η Α. Παπαρήγα αναφέρεται στο βασικό πρόβλημα της συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής διευκρινίζοντας: «Όλοι μιλάνε για αγροτιά, αλλά εμείς ξεκαθαρίζουμε ότι μιλάμε για το φτωχό αγρότη. Μιλάμε αποκλειστικά μόνο γι‘ αυτόν. Οι άλλοι δεν έχουν ανάγκη την υπεράσπισή μας… Εδώ υπάρχουν δύο δρόμοι λύσης του ζητήματος. Ο ένας δρόμος είναι αυτός που ακολουθείτε χρόνια τώρα, Ευρωπαϊκή Ένωση, Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και τούμπαλιν. Να φύγει ο μικρομεσαίος από τη μέση και να κυριαρχήσει το μεγάλο καπιταλιστικό νοικοκυριό. Ο άλλος δρόμος είναι ο διαφορετικός, δηλαδή η συνεταιριστικοποίηση του μικρομεσαίου, ο παραγωγικός συνεταιρισμός. Βεβαίως, αυτό απαιτεί διαφορετικές πολιτικές προϋποθέσεις, αλλά ως αίτημα αντικειμενικά είναι επίλυση και σήμερα, ως τρόπος επίλυσης δηλαδή και ξεπεράσματος των οποιωνδήποτε μειονεκτημάτων που έχει ο μικρός κλήρος, η μικρή ιδιοκτησία, η μικρή παραγωγή… Η συγκέντρωση δε φαίνεται μόνο από το τί έχει τυπικά ο κάθε αγρότης σήμερα, αλλά και από το αν το καλλιεργεί ο ίδιος και μπορεί να ζήσει από την καλλιέργεια».2

Είναι όμως τα πράγματα από την πλευρά του ΚΚΕ και της σοσιαλιστικής σκέψης έτσι όπως θέλει η ηγεσία του να τα παρουσιάζει;

Ενώ οι όροι επιβολής της κυριαρχίας βρίσκονται την τελευταία περίοδο σε πλήρη εξέλιξη, τα κόμματα της Αριστεράς και ιδίως του ΚΚΕ, σπεύδουν ανυπόληπτα να επωφεληθούν συνθηματολογικά και κομματικά τις όποιες κοινωνικές αντιστάσεις και συγκρούσεις. Το ζήτημα όμως περιπλέκεται όταν το ΚΚΕ δηλώνει την αδιαφιλονίκητη συμπαράστασή του και την καπήλευση της αγροτικής δυσαρέσκειας. Και εδώ πλέον τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Η πολιτική σύγχυση αλλά και το θεωρητικό ξεθώριασμα του ΚΚΕ και των μελών του είναι έκδηλο και ιδίως όταν αγγίζει το ιδιόμορφο αυτό θέμα του αγροτικού ζητήματος. Το ζήτημα αυτό δεν εξαντλείται στη σοβαροφανή συνθηματολογία τύπου Ρίτσου ούτε διαβάζεται χτυπώντας ένα τεράστιο σοβιετικό γκονγκ από το γραφείο του Περισσού.

Αυτό που πρέπει να αποσαφηνιστεί και ιδίως σε όσους θέλουν να δηλώνουν γνήσιοι απόγονοι και θεματοφύλακες του μαρξισμού, είναι το θεωρητικό έλλειμμα που ακολουθεί το αγροτικό ζήτημα αλλά και την κοινωνική τάξη του αγρότη. Ο αγρότης για τη σοσιαλιστική σκέψη αντιμετωπιζόταν πάντα ως ένα πρόσωπο ύποπτο και αινιγματικό, σε μόνιμη αντίθεση με ολόκληρη την υπόλοιπη κοινωνία. H ιδιομορφία του αγροτικού ζητήματος που προέκυψε από τις ιδιοκτησιακές ανακατατάξεις ήδη από τη φεουδαρχία στον πρώιμο βιομηχανικό καπιταλισμό, γίνεται ακόμη πιο εμφανής από τις αρχές του 19ου αιώνα καθώς δεν εξετάζεται κάτω από το πρίσμα της επιστημονικής έρευνας. Η αστική περιφρόνηση προς την αγροτική ζωή ενώθηκε με εκείνη του οικονομολόγου έναντι της παραγωγής σε μικρή κλίμακα, διαποτίζοντας από πολύ νωρίς ακόμη και τη σοσιαλιστική σκέψη που είχε την τάση να θεωρεί ως «αντιδραστικό» καθετί που εμπόδιζε την «προοδευτική» εξέλιξη της παραγωγής προς τη συσσώρευση και τη συγκέντρωση ή «κοινωνικοποίηση της παραγωγής». Αυτή η ιδιομορφία του αγροτικού ζητήματος ανάγκασε και τους ίδιους τους Μπολσεβίκους, κατά τα έτη 1920-30 στη σοβιετική Ρωσία, να αισθάνονται τη γεωργία ως ένα «μεγάλο εφιάλτη».

Στη μαρξιστική θεώρηση της κοινωνίας και της ταξικής διάρθρωσης της παραγωγής, η διερεύνηση αυτής της σημαντικής κοινωνικής τάξης των αγροτών αλλά και γενικότερα του αγροτικού ζητήματος, δεν κατέλαβε εκ προοιμίου μια προνομιούχα θέση. Οι πατέρες του λεγόμενου επιστημονικού και επαναστατικού σοσιαλισμού, οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, στα κεφαλαιώδη έργα τους, δεν ασχολήθηκαν ειδικά με την αγροτική τάξη αλλά μόνο με την κεφαλαιοκρατική εξέλιξη και τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου. Μόνο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα παρουσιάζεται μια πιο επιστημονική μελέτη (από τους Κάουτσκι, Βάντερβελντ κ.ά.) πάνω στο αγροτικό ζήτημα αλλά και πάλι αντιμετωπίζοντάς το αδρομερώς.

Με τη βιομηχανική επανάσταση άνοιξε μια καινούργια εποχή. Οι αστικές σχέσεις, μετά την εμβρυακή τους εμφάνιση στον αγροτικό χώρο, μεταφέρονται, ολοκληρώνονται και ανθίζουν στη βιομηχανία. Αυτή η βιομηχανική επανάσταση πραγματοποιήθηκε με τη συμμαχία της νέας αστικής τάξης με τους γαιοκτήμονες. Δεν επρόκειτο απλώς για πολιτικά ή ιδεολογικά κίνητρα. Η ατομική ιδιοκτησία του εδάφους επιτελούσε μια βασική λειτουργία στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Επέτρεπε την έξωση του πλεονάζοντος πληθυσμού ο οποίος μετατρεπόταν κατόπιν σε προλεταριάτο. Το μονοπώλιο της γης με τη σειρά του απελευθέρωνε τους δικαιούχους από τη διαρκή υποχρέωση να βελτιώνουν τις τεχνικές της παραγωγής κάτω από τη διαρκή παρότρυνση του συναγωνισμού από τον οποίο κανείς βιομήχανος δεν μπορούσε να ξεφύγει. Το χάσμα ανάμεσα στον εκμοντερνισμό της βιομηχανίας και στη σχετική στασιμότητα της γεωργίας έκτοτε διευρύνθηκε. Η αυτονομία (όχι αυτάρκεια) του αγροτικού κόσμου ενόχλησε βεβαίως την ανάπτυξη του κεφαλαίου, για αυτό και το κεφάλαιο προσπάθησε να περιορίσει προοδευτικά το βάρος της γαιοπροσόδου. Με ποια μέσα; Ασφαλώς το πιο ριζοσπαστικό μέσο είναι η εθνικοποίηση του εδάφους. Γι’ αυτό και ο Βλάντιμηρ Λένιν τη θεωρούσε όχι σαν σοσιαλιστική μεταρρύθμιση αλλά σαν μια επαναστατική αστική ρύθμιση.

Η γεωργία κατά τη φάση πια της εκβιομηχάνισης όφειλε να προσφέρει στην πόλη περισσότερα προϊόντα, αλλά και να δέχεται από αυτήν σε αντάλλαγμα όχι μόνο καταναλωτικά βιομηχανικά είδη αλλά και κεφαλαιουχικά (λιπάσματα, μηχανήματα, ενέργεια κτλ.) Συναντάμε δηλαδή και εδώ την ενσωμάτωση της περιφερειακής γεωργίας και την κυριαρχία της από τον καπιταλισμό.

Το ξέσπασμα του ανταγωνισμού που υποκινείται ως επακόλουθο, υπονοεί ότι ο μικρός γεωργός οφείλει να ευθυγραμμίζει τις τιμές του με εκείνες των αποτελεσματικότερων ανταγωνιστών, είτε ντόπιων είτε ξένων. Τί σημαίνει η συμπίεση της αμοιβής των γεωργών; Ότι απλώς η αμοιβή αυτή είναι τόσο χαμηλή ώστε η γαιοπρόσοδος να μηδενίζεται και η αμοιβή της εργασίας, στην οποία ανάγεται η τιμή των προϊόντων, να ευθυγραμμίζεται πάνω στην αξία της εργατικής δύναμης. Με αυτόν τον τρόπο το κυρίαρχο κεφάλαιο μηδενίζει τη γαιοπρόσοδο, δηλαδή απαλλάσσεται από το βάρος της ιδιοκτησίας του εδάφους. Ουσιαστικά έτσι προλεταριοποιεί τον εργαζόμενο αγρότη ο οποίος διατηρεί βεβαίως την τυπική ιδιοκτησία του εδάφους, αλλά η ιδιοκτησία αυτή δεν έχει πλέον πραγματικό περιεχόμενο. Διατηρεί επίσης και τη μορφή του εμπορευματοπαραγωγού, ο οποίος διοχετεύει στην αγορά προϊόντα. Στην πραγματικότητα όμως ο παραγωγός αυτός είναι ένας πωλητής εργατικής δύναμης. Η αγοραπωλησία αυτής της εργατικής δύναμης συγκαλύπτεται από τα επιφανειακά γνωρίσματα μιας εμπορευματικής παραγωγής. Έτσι, ο οικογενειακός αγρότης ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με έναν κατ’ οίκον προλετάριο.

Στη Σοβιετική Ένωση, μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων το 1921, οι χωρικοί στην ύπαιθρο δεν κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν τους αγροτικούς κλήρους μετά την διανομή τους, τόσο λόγω της έλλειψης κεφαλαίων και τεχνικών γνώσεων όσο και λόγω του βάρους της φορολογίας σε είδος και αγγαρείες. Με την παράλληλη πληγή της βιομηχανίας και την επακόλουθη κατάπνιξη της εξέγερσης των ναυτών της Κρονστάνδης από τον Λέων Τρότσκι, ο Λένιν έχει ήδη βγάλει τα συμπεράσματά του.

Στο 10ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ ο Λένιν τονίζει: «Οι βασικές μας παραγωγικές δυνάμεις βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση φτώχειας, ερείπωσης, εξόντωσης και εξάντλησης, ώστε τα πάντα αυτή τη στιγμή πρέπει να υπαχθούν σε μια θεμελιώδη αναγκαιότητα: με κάθε τρόπο να αυξήσουμε την ποσότητα των προϊόντων μας». Ο Λένιν παραδέχεται ότι οι σκληρές μέθοδοι του «πολεμικού κομμουνισμού» δεν μπορούν να διατηρηθούν. Από την άλλη μεριά κρίνει ότι χωρίς τη συγκέντρωση κεφαλαίων δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση του εκβιομηχανισμού της χώρας και επομένως η θεμελίωση του Σοσιαλισμού. Ήταν λοιπόν αναγκαίο, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και για ορισμένους τομείς να επανέλθει ένας τύπος καπιταλιστικής οικονομίας. Γι’ αυτό θα ιδρυόταν ένας ιδιωτικός τομέας στον οποίο θα επιτρεπόταν ο συναγωνισμός και η ελεύθερη επιχειρηματική δράση. Συγχρόνως όμως το κράτος θα προχωρούσε στην ανάπτυξη ενός σοσιαλιστικού τομέα που θα συναγωνιζόταν τον ιδιωτικό. Συμπερασματικά, όπως γράφει ο Λένιν «θεσπίζεται ένα περιορισμένο καπιταλιστικό σύστημα για μια περιορισμένη χρονική περίοδο».

Με την ανακοίνωση αυτής της πιο φιλελευθεροποιημένης οικονομικής πολιτικής ο Λένιν έδωσε τελικά ιδιαίτερη προσοχή και στα προβλήματα των μεσαίων οικογενειακών αγροτών, τους οποίους και θεώρησε ως φορείς μιας διαφορετικής μορφής της παραγωγής. Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, αντί να εξαλείψει την «ατομιστική» οικογενειακή αγροτική παραγωγή, δέχτηκε την εξάπλωση και τη γενίκευσή της.3 Έτσι ο Λένιν, μιλώντας στο 10ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, διαπιστώνει πως «η αγροτιά μας έγινε πολύ περισσότερο μεσαία απ’ ότι πριν από την επανάσταση, οι αντιθέσεις έχουν αμβλυνθεί, η γη διανέμεται προς καλλιέργεια κατά τρόπο πολύ πιο δίκαιο… Όλα έγιναν περισσότερο ενωμένα, η αγροτιά με δύο λόγια έφθασε στο επίπεδο της μεσαίας αγροτιάς».

Σε αντίθεση με τη Β’ Διεθνή που δεν έδωσε την αρμόζουσα σημασία στο αγροτικό ζήτημα, ο Λένιν προχώρησε βαθύτερα και κάτω από το πρίσμα των μαρξιστικών αντιλήψεων προσπάθησε να μελετήσει πιο συστηματικά το αγροτικό ζήτημα σε όλες τις πλευρές του. Γι’ αυτό οι αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής (Γ’) Διεθνούς πάνω στο αγροτικό ζήτημα γράφτηκαν από τον ίδιο. Στις αποφάσεις αυτές δίνονται οι βασικές αρχές στα κομμουνιστικά κόμματα βάση των οποίων θα κανονίσουν την τακτική τους απέναντι στους αγρότες.

Τις αποφάσεις αυτές, πριν ληφθούν αλλά και μετά για μια μεγάλη περίοδο, πολλά κομμουνιστικά κόμματα δεν τις πρόσεξαν, παραγνώρισαν ή και αγνόησαν, καθιστώντας τις στερεότυπα συνθήματα αρθρογραφικής προπαγάνδας για τον κομμουνιστικό τύπο. Για αυτό στο 4ο Διεθνές Κομμουνιστικό Συνέδριο ψηφίστηκαν ερμηνευτικές οδηγίες4 και στο 5ο Συνέδριο έγινε εκ νέου συζήτηση για το αγροτικό ζήτημα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι τα κομμουνιστικά κόμματα δεν είχαν εργαστεί καθόλου μέσα στους αγρούς σύμφωνα με το πνεύμα των αποφάσεων του 2ου Συνεδρίου5. Οι αποφάσεις αυτές ήταν φυσικά γενικές οδηγίες σύμφωνα με τις οποίες τα κομμουνιστικά κόμματα θα έπρεπε να αντιληφθούν αλλά και να εργαστούν πάνω στο αγροτικό ζήτημα, καθώς δεν θα έπρεπε συγχρόνως να παραλείπονται και οι ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα, ακριβώς για να είναι εφικτή η διάδοση της προπαγάνδας του Κομμουνισμού μέσα στις αγροτικές μάζες. Αυτό προϋπέθετε φυσικά ότι τα κατά τόπους κομμουνιστικά κόμματα είχαν διέλθει την οργανωτική διαδικασία και είχαν αναγνωριστεί από την εργατική τάξη ως πολιτικοί οργανισμοί.

Στην Ελλάδα, μετά το πρώτο Συνέδριο της «Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας» με τη συμμετοχή 214 σωματείων όπου κυριαρχούνταν από τις διάφορες σοσιαλιστικές τάσεις, μεθοδεύονται οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού οργανισμού. Έτσι, σαν επιστέγασμα αυτών των προσπαθειών, ιδρύεται το 1918 το «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας», το οποίο το 1920 θα προσχωρήσει στην Γ’ Διεθνή και αργότερα θα μετονομαστεί σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας».

Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) από τη στιγμή που ιδρύθηκε έδειξε βεβαίως με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ενδιαφέρον για το αγροτικό ζήτημα, αλλά ούτε έτοιμες μελέτες υπήρχαν για την όλη αγροτική οικονομία της χώρας ούτε μετά τους Βαλκανικούς πολέμους ήταν δυνατόν να κατατοπιστεί θεωρητικά και να έχει ξεκάθαρη γνώμη για τη λύση του αγροτικού ζητήματος. Γι’ αυτό και δεν είχε ένα συγκεκριμένο αγροτικό πρόγραμμα δράσης άμεσων απαιτήσεων. Στο Β’ Συνέδριο του ΣΕΚΕ τον Απρίλιο του 1920 ορίστηκε από την τότε Κεντρική Επιτροπή εισηγητής του αγροτικού ο Γιάννης Κορδάτος, από τους θεμελιωτές του μαρξισμού στην Ελλάδα ο οποίος και δικαίως θεωρείται ως ένας διανοητής ευρύτατα αντιπροσωπευτικός του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Η εισήγηση του Κορδάτου αν και υιοθετήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή έμεινε έκθετη στο Συνέδριο και ακόμη περισσότερο καταπολεμήθηκε από τον Κεντρικό Επίτροπο Π. Δημητράτο.6 Η εισήγηση αυτή, αν και θεωρήθηκε εσφαλμένη στο ζήτημα της πολιτικής του κόμματος απέναντι στους συνεταιρισμούς, στη βάση της θεωρήθηκε σωστή, όπως απέδειξαν μάλιστα και οι μετέπειτα δημοσιευμένες θέσεις για το αγροτικό ζήτημα της Γ’ Διεθνούς. Το Συνέδριο όμως στην πλειοψηφία του την απέρριψε και ψήφισε κάτω από χειροκροτήματα μερικών υπερκομμουνιζόντων τότε ακροατών του την «Εθνικοποίηση της γης» (πρόταση Δημητράτου).7

Στις σελίδες του «Ριζοσπάστη» της εποχής, ο Κορδάτος ανοίγει πάλι τη συζήτηση τονίζοντας ότι: «Η πρότασις εκείνη περί «Εθνικοποιήσεως», εξακολουθεί να είναι αόριστη και να μη δίνη μια προγραμματική κατεύθυνσι στην αγροτική μας πολιτική ούτε στο Θεσσαλικό αγροτικό ζήτημα. Αναγνωρίζω πως η «Εθνικοποίησι» είναι μια θεμελιώδης αρχή του σοσιαλισμού αλλά και μια στοιχειώδης γνώσις και γι’ αυτούς τους αρχαρίους του κομμουνισμού. Κάμω την παρένθεσιν αυτή για το λόγο πως κ’ εγώ εγνώριζα τον όρον αυτόν με τη διαφορά πως ο όρος αυτός θα γίνει πραγματικότης ίσως για το πολύ απώτερον μέλλον της Ελλάδας. Θα είναι μια θεμελιώδης απαίτησις του προγράμματός μας, αλλά δια την μετέπειτα εποχήν. Η εθνικοποίησις της γης ούτε στην Σοβιετική Ρωσία δεν είναι ακόμα ένα θετικό γεγονός. Ακόμα και κάτι άλλο, εγώ ουδέποτε ούτε πέρισυ στο Συνέδριο [1ο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, Νοέμβρης του 1918] ούτε προχθές στο «Ριζοσπάστη» απέκρουσα ή αποκρούω την εθνικοποίησι της γης, αλλ’ είπα καθαρά κάτι τι άλλο ότι μέχρις ότου φθάσουμε στην εθνικοποίησι της γης θ’ αντικρύσουμε τους σημερινούς και αυριανούς πόθους και ανάγκας των αγροτών και κάτι παραπάνω ακόμα ένα σχεδόν τετελεσμένο γεγονός, την ίδρυση των γεωργικών συνεταιρισμών κτλ. Δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια και να μιλούμε μόνο για την εθνικοποίηση της γης σαν άμεσο και προσεχές γεγονός. Η χωρίς αποζημίωσι απαλλοτρίωσι δεν είναι ένας αναγκαίος συμβιβασμός αλλά μια επαναστατική προπαγάνδα…»8

Οι παρατηρήσεις του Κορδάτου ήταν ιδιαίτερα σημαντικές δείχνοντας παράλληλα ότι η τύχη της μικροϊδιοκτησίας μετά την επικράτηση του Κομμουνισμού έχει διαστρεβλωθεί σημαντικά δημιουργώντας σύγχυση σχετικά με το ζήτημα της εθνικοποίησης της γης. Σαφώς το απώτατο σχέδιο του Κομμουνισμού, μετά την επικράτησή του, είναι να εθνικοποιήσει τη γη και συνεπώς να καταργήσει κάθε είδους ιδιοκτησίας της γης κτλ. Όμως, η εθνικοποίηση της γης και κυρίως της μικροϊδιοκτησίας είναι έργο πολύ μελλοντικό, επιδίωξη πολύ απώτερη. «Όταν θα καταλάβουμε την πολιτική εξουσίαν», λέει ο Ένγκελς στο βιβλίο του «Το αγροτικό ζήτημα στη Δύση», «ούτε να σκεφθούμε καν θα είναι δυνατόν για την απαλλοτρίωση των μικροϊδιοκτησιών των χωρικών (κατόπιν αποζημιώσεως ή άνευ) όπως θα είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε για τους μεγάλους γαιοκτήμονας (τσιφλικούχους). Το καθήκον μας σχετικώς με τους μικροϊδιοκτήτες χωρικούς θα είναι να μεταβάλουμε την ιδιωτική τους παραγωγή και ιδιοκτησία σε συνεταιριστική, όχι όμως με τη βία, αλλά με το παράδειγμα και την παροχή σε αυτούς κοινωνικής βοηθείας για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός».

Μέσω λοιπόν του Κορδάτου βλέπουμε ότι το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), ακολουθώντας τα λενινιστικά διδάγματα μετά το 1920, έβλεπε την προλεταριοποίηση της εργασίας, ως μια αναγκαία προϋπόθεση για την εκβιομηχάνιση και τη μετάβαση προς το Σοσιαλισμό. Η προλεταριοποίηση δηλαδή της εργασίας θα ήταν ένα αναγκαίο ιστορικό κακό. Μάλιστα, ακόμη και στην περίπτωση που το κόμμα αυτό θα ανέβαινε στην εξουσία, δεν θα είχε να λάβει μέτρα κατευθείαν σοσιαλιστικά, αλλά πρωτίστως θα όφειλε να εξασφαλίσει την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού της χώρας.

Ο Αβραάμ Μπεναρόγια9, από τους ιδρυτές του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), διατύπωσε μια ανάλυση των αγροτών αρκετά διαφορετική από τη μέχρι τότε καθιερωμένη μεταξύ των σοσιαλιστών. Στη μελέτη του «Οι αγρότες στην Ελλάδα», τόνισε ότι οι αγρότες καπνοπαραγωγοί είναι τυπικά μόνο ανεξάρτητοι, ενώ στην πραγματικότητα είναι υποδουλωμένοι στο εμποροβιομηχανικό κεφάλαιο. Δεν δίστασε να διακηρύξει ότι οι αγρότες έπρεπε να θεωρηθούν αποσχημάτιστα ως ιδιότυποι βιομηχανικοί εργάτες. Με τον ίδιο τρόπο, οι σταφιδοπαραγωγοί έλεγε, ήταν ένα είδος προλετάριων του αγγλικού καπιταλισμού, ο οποίος αγόραζε κατ’ αποκλειστικότητα το προϊόν τους. Έτσι, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που μπορούμε να έχουμε ως προς τη θεωρητική ακρίβεια της διάγνωσης αυτής, παραμένει γεγονός ότι ο Μπεναρόγια δεχόταν ότι το επαναστατικό δυναμικό των αγροτών εκφραζόταν διαμέσου της ιδιότητάς τους ως αγρότες και μόνο μέσω αυτής. Με παρόμοιο τρόπο και ο Γ. Γεωργιάδης10, μέλος της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1921, διαπίστωσε ότι, παρόλη την «δογματική, στείρα και αρνητική πολιτική προπαγάνδα του», το κομμουνιστικό κόμμα κατόρθωνε να βρίσκει μια σημαντική απήχηση ιδίως μεταξύ των αγροτών, κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε και στη σημερινή εποχή. Λίγο αργότερα, ο Σεραφείμ Μάξιμος, διατύπωσε με τρόπο επιγραμματικό την αντιθετική σχέση η οποία αναπτυσσόταν μεταξύ των αγροτών ως τέτοιων, και του απρόσωπου συστήματος, ως όλου: «Διαπιστώνουμε την γενική καταπίεση του καπιταλισμού, ως οικονομίας, ως κοινωνίας και ως Κράτους, πάνω στη μεγάλη μάζα των μισοπρολεταριοποιημένων μικροπαραγωγών αγροτών»11.

Με ένα πρώτο λοιπόν συμπέρασμα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ότι η τακτική του ΚΚΕ απέναντι στους αγρότες έπαιρνε κατά κύριο λόγο καιροσκοπική μορφή, που κάτω από μια πολιτική ιδεολογία που το θεωρητικό έλλειμμα και η σύγχυση συνόδευε την κοινωνική τάξη του αγρότη, εξαντλούνταν σε αφηρημένα επαναστατικά συνθήματα που συμπτωματικά εξέφραζαν πότε την «μπολσεβίκικη» και πότε την οπορτουνιστική του τάση. Το γεγονός αυτό δεν είχε μόνο επίδραση στην ιδεολογική φυσιογνωμία του κόμματος, αλλά, το κυριότερο, είχε άμεση επίδραση στη δυναμική και στις διεκδικήσεις του αγροτικού κινήματος της εποχής.

1. http://www2.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=1134541

2. http://www.kke.gr/PolitDrast/Boylh/omiliaPap0507.html

3. Βλ. Κώστας Βεργόπουλος, Σαμίρ Αμίν, «Καπιταλισμός και αγροτικό ζήτημα Δύσμορφος Καπιταλισμός», Εξάντας, Αθήνα 1975, σ. 188.

4. Βλ. «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τ. 3, 1923, σ. 113.

5. Βλ. «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τ. 4, 1924, σ. 257, 271, 306 – 310.

6. Βλ. Γιάνη Κορδάτου, «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», Μπουκουμάνης, Αθήνα 1973, σ. 242.

7. Βλ. στο ίδιο, σ. 242.

8. Βλ. «Ριζοσπάστης», Αθήνα 1/5/1921.

9. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια ήταν ένας αυτοδίδακτος Εβραίος εργάτης της Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ). Αποκλείστηκε τελικά από αυτό το 1924.

10. Ο Γ. Γεωργιάδης, ιδρυτικό μέλος του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) και μέλος του Π.Γ. Απομακρύνθηκε τελικά από το κόμμα το 1923.

11. Βλ. Σ. Μάξιμος, «Μικρή αγροτική ιδιοκτησία και καπιταλιστική συγκέντρωση», επιθεώρηση Σπάρτακος, Φεβρουάριος – Μάρτιος 1932.

http://aixmi.wordpress.com/2009/02/04/%ce%ba%ce%ba%ce%b5-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b1%ce%b3%cf%81%cf%8c%cf%84%ce%b5%cf%82-1%ce%bf-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82/

Του λόγου το ψευδές

Ο πόθος για την  Αλήθεια, το Αγαθό έκρυβε μέσα στην ιστορία της σκέψης μια νοσταλγία για ενότητα, όπου ο άνθρωπος ουσιαστικά προσπαθεί να κατανοήσει την ίδια την Ύπαρξη. Η τελευταία όμως, διακατέχεται από το παράλογο, τη ματαιότητα σε όλες τις μορφές της.

Η κίνηση του πνεύματος και της πράξης χαρακτηρίζεται από την αντίθεση και την αντίφαση. Αυτοί είναι οι τροχοί που κινούν την ιστορία. Παρά την θέληση του Hegel το πνεύμα δεν έχει κάποιο προορισμό, ούτε τον ιστορικό ρόλο να ενσαρκώσει το προκαθορισμένο νόημα. Η κινηση του δεν εντοπίζεται σε κάποια νομοτέλεια. Αντίθετα το γνωστικό αντικείμενο  φανερώνεται στο δρών υποκείμενο  ως μια πολλαπλότητα με συγκρούσεις στο εσωτερικό της.

Η ενότητα φανερώνει μια επιθυμία για απόλυτο, αλλά με το τελευταίο ταυτίζεται μόνο με το μηδέν. Αυτή «η νοσταλγία για ενότητα ,αυτή η επιθυμία για απόλυτο φανερώνει την κίνηση του ανθρώπινου δράματος»  Το δράμα αυτό κορυφώνεται στην εξής διαπίστωση. Στην πάλη για την αλήθεια  «αν το πνεύμα έβλεπε μέσα από καθρέπτες που δείχνουν την μεταβλητότητα των φαινομένων και ανακάλυπτε άφθαρτες σχέσεις που θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια και μόνο αρχή θα ήταν μάταιο να μιλάμε για πνευματική ευτυχία.»   
  Πάραυτα το διακυδευμα της δυτικής φιλοσοφίας ήταν η ανεύρεση καθολικών νόμων. Από τον καθαρό λόγο και την ιδέα της προόδου μέχρι και τον λόγο περί μεθόδου αυτό είναι εμφανές. Αυτό όμως που δεν είναι εμφανές είναι η υλική αντανάκλαση αυτού του τρόπου της αντίληψης του είναι. Αυτό που διαρκώς αναπαράγεται είναι ο τρόμος. Από το σφαγιασμό οποιοδήποτε λαού που δεν είχε την  ίδια αίσθηση περί Ελευθερίας μέχρι και τον Λεβιάθαν  το μόνο που φανερώνεται είναι ότι γνώση και εξουσία τις πιο πολλές φορές είναι συνώνυμα.
Με αυτόν τον τρόπο η αναζήτηση της αλήθειας ισοδυναμεί με τον καλύτερο τρόπο στην  διακυβέρνηση των υπηκόων .Η αλήθεια δεν αργεί να μεταστραφεί στο αντίθετο της. Μέσα στις κοινωνικές σχέσεις ,αναδύεται ως φαινομενικότητα .Το ψέμα, η «προέκταση του πραγματικότητας στη φαντασία » γίνεται εργαλείο χειραγώγησης. Αυτός τρόπος οργάνωσης είναι αποτέλεσμα του ίδιου του διαφωτισμού. Ο ίδιος χρησιμοποίησε τον Λόγο για να διαλύσει τα φαντάσματα της δεισιδαιμονίας ,του μύθου και της μαγείας μέσα από την ανάδυση και της αστικής τάξης . Ως ένα βαθμό τα κατάφερε αλλά μόνο όσο λειτουργούσε σαν άρνηση. Μόλις η αστική τάξη πήρε την εξουσία, ο διαφωτισμός μετατράπηκε σε θετικό και εκπλήρωσε όλες τις δυνατότητες του. Δεν άργησε να μετατραπεί σε δικαιολόγηση της γενικευμένης αδικίας. Καθώς νέες παραγωγικές σχέσεις αναδυόντουσαν χρειαζόταν και νέα μέσα υποστήριξης της εκμετάλλευσης που ενυπήρχε μέσα σε αυτές. Ο Διαφωτισμός ήδη ήταν μύθος.

Ο σκοπός έπρεπε να αναιρεθεί χάρη του μέσου. Απόρροια της νέας αντίληψης που γέννησε ο βιομηχανικός πολιτισμός.

Πλέον, σημασία έχει η ανάπτυξη δίχως όρια και σκοπό. Τα πάντα θεωρούνται εργαλεία για την επίτευξη της. Ο Λόγος εργαλοποιειται, οι έννοιες χάνουν τη σημασία τους καθώς το εμπόρευμα προελαύνει και δεν αφήνει τίποτα στο διάβα του.

Το κόστος της άμετρης ανάπτυξης ως έννοιας αλλά και συνολικά του καπιταλιστικού αντιλαμβανεσθαι ήταν η τιμολόγηση σε κάθε κοινωνική σχέση.

Το υποκείμενο δε γίνεται μόνο σκλάβος και πράγμα  στην εργασία αλλά συνολικά εμπορευματοποιείται σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Το εμπόρευμα έρχεται να μεσολαβήσει σε κάθε πτυχή του κοινωνικού είναι αναπτύσσοντας ένα πλέγμα εξουσίας τόσο περίπλοκο   ώστε τo πλέγμα τύφλωσης να κάνει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πραγματικού και φαινομενικού.

Ο σύγχρονος άνθρωπος όχι μόνο έχει γίνει σκλάβος των αντικειμένων που παράγει αλλά το «σύνθετο ψέμα» που έχει κατασκευαστεί για αυτόν τον ανάγκαζε να μέσα στην « απλή του αλήθεια» να νομίζει ότι είναι ελεύθερος.                         

Σημειώσεις πάνω στην έννοια του θεάματος

Το θέαμα αποτελεί ένα μέρος αλλά και την συνολική έκβαση ενός κόσμου που δεν έχει χρόνο να θυμηθεί και να συλλογιστεί.

Η επιβεβαίωση των επιλογών των υπαρχουσών τρόπων παράγωγης αλλά και  η συνέχεια της διαδικασίας της διαμέλισης του λόγου, συναντάται με την οργάνωση του φαίνεσθαι, όπου η γλωσσά που μιλεί, είναι η επίσημη γλωσσά των διαχωρισμών.

Το Θέαμα ταυτόχρονα εμπεριέχει υποκείμενο και όχι, είναι συγκεντρωτικό με τη μορφή της «πολιτιστικής βιομηχανίας» ή ένα συνολικό κοινωνικό μόρφωμα που χαρακτηρίζεται από τη διαμεσολάβηση εικόνων.

Ως συνολικότερη διαδικασία, δεν είναι αυτονομημένη από το τρόπο του είναι της παραγωγης, και ως αναπαραγωγης των σημειων εξουσιας ,είναι η στιγμη που μας διακατεχει αφου μεσα από το θεαμα αναδυεται το πραγματικο και μεσα από το πραγματικο το θεαμα. Το υποκείμενο ως βούληση, χάνεται «καθώς μέσα από τη διαμεσολάβηση της ολοκληρωτικής κοινωνίας η οποία διαπερνά όλες τις σχέσεις και τις παρορμήσεις, οι άνθρωποι μετατρέπονται  εναντίον σε αυτό που το όποιο είχε στραφεί ο νομός της εξέλιξης της κοινωνίας, αυτής της αρχής του εαυτου, μεσω της απομονωσης στην καταναγκαστικη διευθυνομενη συλλογικότητα».

Η διαφορετικότητα προσεγγίζεται, μέσω της προσομοίωσης με την κοινά αποδεκτή εικόνα του όμοιου. Αυτού του είδους η ατομικότητα πρέπει να καταταχτεί μέσα σε ρόλους, πρότυπα που όσο είναι γυμνά από περιεχόμενο τόσο τροφοδοτείται από ένα σύστημα νοημάτων, που τα τελευταία τρέφονται μέσα από τον εαυτό τους.

Το Έτερο και το Ταυτό χάνονται μέσα από την καταναλωση εικονων. Οι συγχρονοι ηρωες, τα «πλαστικα μοντελα» και οι «superstars» εντασονται μεσα σε συγκεγκριμενα πλαισια  όπου η διαφορετικοτητα σηματοδοτειται με το ειδος των μαλλιων ή τα ρουχα. Σημασια δεν έχει το είναι αλλα το φαινεσθαι…

Ακομα και η πολιτικη  δεν καθοριζεται από την «ιδεολογια» αλλα από ένα ειδικο επιτελειο που θα κρινει ποια θα είναι η καταλληλη εικονα για να πουλησει ο εκαστοτε υποψηφιος στο κοινο του. Ο κοσμος από το είναι πέρασε στο εχειν και απο το εχειν στο φαινεσθαι.

Το θεαμα είναι ο θεματοφυλακας αυτου του κοσμου, όπου τα παντα ακολουθουν την τροχια της σημερινης παραγωγής , αυτη του καταρκεματισμου και της εξειδικευσης.
Το θεαμα δεν είναι απλως ένα «συνολο εικονων αλλα μια κοινωνικη σχεση διαμεσολαβημενη από εικονες».

Ο θεαμα φανερωνει την αρχεγονη σημασια της θυσιας,αυτης της παραιτησης από το ολικο για το μερικο. Αρκει να καταναλωσεις αποσπασματικα τα προτυπα και να αντιλαμβανεσαι το γιγνεσθαι ως ένα θρυμματισμενο καθρευτη. Σημασια εχουν τα θρυψαλλα που σχηματιζονται από τις εικονες,ενας καταρκεματισμενος ψευδοκοσμος  κάθε φορα, που η αφοσιωση του μεσα σε αυτόν, εγκειται στη λατρεια του εμπορευματος.

Τα προτυπα μεσα στη κοινωνία του θεαματος απαιτουν μια  καθολικη βια ανναμεσα στις κοινωνικες σχεσεις, όπου το ωραιο και ασχημο χαρακτηριζονται από σχεσεις πλαστικου και σιλικονης. Το θεαμα αντικατοπτριζει ένα κόσμο από εικονες που αποσπαστηκαν από κάθε πλευρα της ζωης. Ακομα και όταν ενωνονται αυτές οι εικονες παραμενουν διαχωρισμενες.

Το ιδιο το βιωμα γίνεται ολο και πιο φτωχο όταν εξελισσεται και γίνεται «ολο πιο περιπλοκος και εκλεπτυσμενος ο οικονομικος και ο επιστημονικος μηχανισμος στις λειτουργικες του αναγκες το οποιο συστημα παραγωγης έχει προ πολλου προσαρμοσει το σωμα». Το βιωμα χανεται κατω από τα φωτα των διαφημισεων και «λαμπερων αστερων» στο φως της τηλεορασης και στις διασπαρτες ταμπελες στην πολη.

Η ταυτοτητα μορφοποιηται μεσα από ιδιαιτερες κατηγοριες που έχει συγκροτησει το υποκειμενο ως Εγω. Οι επιλογες απότελουν συναρτησεις πεδιων επιτρεπομενων και μη συμπεριφορων που ταυτιζουν το υποκειμενο και το αντικειμενο. Η εκαστοτε αποσπασματικη θεωρημενη πραγματικοτητα, που καθοριζει τα ενδεχομενα πεδια συμπεριφορων, δεν μπορει να συγκροτηθει ως ενότητα-ταυτότητα εντος της.

Το υποκειμενο αλλιως οφείλει να είναι στο χώρο εργασίας, αλλιώς στο χώρο διασκέδασης και αλλιώς μέσα στον «οίκο». Η ιδία η ζωή στις σύγχρονες πόλεις είναι Ειδομένη ως μακρινή αναπαράσταση, και απόμακρη από κάθε βίωμα ώστε αυτό να έχει αποτέλεσμα το υποκείμενο να καθίσταται θεατής όπου «όσο αναγνωρίζει τον εαυτό του όντος των κυριάρχων εικόνων της ανάγκης τόσο λιγότερο κατανοεί δική του ύπαρξη και επιθυμία».

Οι πράξεις του δεν του ανήκουν  καθώς η εξωτερικότερα του θεάματος, σε σχέση με τον δρώντα άνθρωπο είναι εμφανής, από το γεγονος ότι οι ίδιες του χειρονομιες δεν ανήκουν σε αυτόν ,αλλά σε κάποιον άλλο που τις αναπαριστά. Ιδου γιατί ο θεατής δεν αισθάνεται σε κανένα μέρος στο στοιχειό του, διότι το θέαμα είναι παντού.

Το lifestyle είναι απλώς μια έκφραση της κοινωνίας της θεάματος χειραγώγηση της επιθυμίας και της αντίληψης μέσα σε ένα πέπλο φαινομενικότητας ,απαιτεί την αναίρεση της κριτικής σκέψης. Ανάμεσα στις διαφορές μόδες δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά, παρά ως εξωτερικότητες, ενώ οι ομοιότητα τους στα σημεία αποτελείται από τους ιδίους εννοιολογικούς πυρήνες.

Το θέαμα είναι αυτή η θύελλα που οδηγεί στην διαχωρισμένη, από το Όλο, αντίληψη του είναι, που επιτρέπει μόνο την ταύτιση με τα αντικείμενα και τις εικόνες τους ώστε να δικαιολογεί τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας και παράγωγης με τον καλύτερο τρόπο. Το κεφάλαιο υπό μια άλλη μορφή είναι το κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό συσσώρευσης ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα, η συνεχεία ως διαδικασία του φετιχισμού του εμπορεύματος.

Το θέαμα όμως ,είναι επίσης η διαλεκτική της φαινομενικότητας εκφραζόμενη υλικά. Η ιδία η πόλη οφείλει να δομηθεί με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας και να συντηρεί το γενικευμένο ψεύδος , ως μέσο συντήρησης της καταπιεστικής ολότητας. Πρέπει να χωριστεί σε ζώνες ,όπου θα εκφραστούν οι θρυμματισμένοι κόσμοι. Τα κέντρα διασκέδασης, οι ναοί της κατανάλωσης ,στήνονται παντού ώστε να διαχέουν τη λογική της καταναγκαστικής προσαρμογής, την υποτέλεια στο εμπόρευμα. Δίχως την καπιταλιστική εμπορευματική παράγωγη, η κυριαρχία της φαινομενικότητας θα είχε άλλη μορφή αφού θα ήταν και αλλιώς δομημένοι οι οροί εξουσίας.

Το εμπόρευμα και οι εικόνες που παράγει, είναι ο θεμέλιος λίθος αυτού του πολιτισμού, και ο σημερινός άνθρωπος ο σκλάβος του.

Μια κοινωνική διάσταση του ψυχικού πόνου

Η ελληνική κοινωνία είναι στο σύνολό της σχεδόν, μια πολύ συντηρητική και καταπιεστική κοινωνία, με λίγες μόνο ελευθεριακές οάσεις.

Ουσιαστικά στην ελληνική κοινωνία διεξάγεται ακόμα ένας υπόγειος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των συντηρητικών και των συμφερόντων τους (ιερατείο, πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, πατερναλιστικές οικογένειες, μηχανισμοί εξουσίας, “νοικοκυραίοι” κλπ) και από την άλλη μεριά οι μικρές αριθμητικά προοδευτικές δυνάμεις (των νέων, των κοινωνικών μειονοτήτων, των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης κλπ). Και ο πόλεμος αυτός δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον “ταξικό πόλεμο” γιατί η κλίμακα συντηρητικός-προοδευτικός αν και έχει ειδικές σχέσεις δεν υπακούει στα ταξικά στεγανά. Η κοινωνική σύγκρουση είναι βεβαίως αναγκαία και θεμιτή σε κάθε επίπεδο ακόμα και αν χρειάζεται να πάρει ακραίες μορφές . Ωστόσο η σύγκρουση αυτή δεν μπορεί να είναι εξατομικευμένη. Δηλαδή δεν μπορεί ένας άνθρωπος μόνος του να τα βάλει με την αγριότητα των συντηρητικών, των κατεστημένων, με την βία των μηχανισμών εξουσίας, με την ευνουχιστική ηθική των ανέραστων με τις μαύρες ρόμπες κλπ. Η μορφή του πολέμου πρέπει να είναι μέσα από μαζικές δράσεις αυτόνομων ομάδων με στοχευμένες δράσεις. Ένα μόνο άτομο δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει την επίθεση που εξαπολύουν οι συντηρητικές δυνάμεις με φλάμπουρα την βλακεία και την απαιδευσιά τους, ενάντια στον κάθε ελεύθερο άνθρωπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις που κάποιος δεν βρίσκει την κοινωνική αλληλεγγύη, που δεν καταφέρνει να αναπτύξει μια μαχητική προσωπικότητα, που αναγκάζεται κάποιες φορές να σκύψει το κεφάλι και να συμβιβαστεί έχοντας επίγνωση της δουλείας του, σε αυτές τις περιπτώσεις του “μοναχικού μαχητή” λοιπόν η νίκη είναι δύσκολη. Συχνά ο ψυχικός πόνος έρχεται σαν συνέπεια. Αυτό που λέγεται συχνά ψυχική ασθένεια, ίσως είναι απλά μια προσωπική στρατηγική (πιθανός απέλπιδα) για την αντιμετώπιση της σκληρής πραγματικότητας των εξουσιών και των μαζών τους. Ίσως όμως να είναι και μια μορφή νίκης.

Γιατί είναι καλύτερα να είσαι “φυσιολογικός” μέσα σε μια άρρωστη κοινωνία; Γιατί είναι καλύτερα από έναν σχιζοφρενή ένας καλός νοικοκυραίους που δέρνει την γυναίκα του; τα παιδιά του; που εκμεταλλεύεται τους εργάτες που δουλεύουν γι΄ αυτόν; που πιστεύει ότι η μέρα του θα πάει καλά άμα σχηματίσει νοητά ένα σχήμα σταυρού με το χέρι του σε μια παράξενη στάση μπροστά στο στήθος του; που πιστεύει ότι δε θα πάθει αυτοκινητιστικό ατύχημα άμα κρεμάσει στο αυτοκίνητό του ένα τυπωμένο αντίγραφο σκίτσου μιας γυναίκας που έζησε πριν από 2000 χρόνια με λεζάντα: “Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ”; που τριγυρίζει σαν μανιακός με το αυτοκίνητό του γύρω-γύρω κορνάροντας και κραυγάζοντας άναρθρα, όταν ένα δερμάτινο τόπι φτάσει σε κάποια δίχτυα; Όταν…;

Για το θεσμό της οικογένειας

Η οικογένεια είναι ένας βασικός μηχανισμός δόμησης και οργάνωσης της κοινωνίας. Παρουσιάζεται από τις απαρχές του πολιτισμένου βίου του ανθρώπου, παρά τις διάφορες μεταβολές στη μορφή του και την κοινωνική της αξία. Αν και αναγνωρίζεται σαν κοινωνικός θεσμός στη βάση της η οικογένεια ενεργοδοτείται πάντα την ανυπέρβλητη ανάγκη του ανθρώπου για συντροφιά συνεργασία, αγάπη, από το κίνητρο της αναπαραγωγής, και της σεξουαλική ευχαρίστησης.

Σε καμιά περίπτωση όμως δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η μοναδική διαδικασία που μπορεί να ικανοποιήσει τα παραπάνω. Αυτό σημαίνει ότι συνυπάρχει ακόμα και μια κοινωνική-πολιτιστική διάσταση που οδηγεί την ανάδυση και κυριαρχία της οικογένειας.

Μέχρι την δεκαετία του 70 επικρατούσε ένα κλασικό μοντέλο ιδανικής οικογένειας που προβαλλόταν έντονα από τα ΜΜΕ και παρουσίαζε την οικογένεια σαν έναν αυτόνομο πυρήνα μιας ομάδας που την αποτελούσαν ένας άντρα με τον ρόλο του χρηματοδότη-τροφοδότη, μια γυναίκα με τον ρόλο της νοικοκυράς, τα παιδιά τους, και ένας σκύλος. Η εξιδανίκευση αυτής της εικόνας ήταν τέτοια που ακόμα και αν κάποιος ήταν δυστυχισμένος μέσα στον γάμο του, θεωρούταν προτιμότερο να μείνει σε αυτόν από το να είναι διαζευγμένος, σε διάσταση ή ότι άλλο. Όμως τα πράγματα σύντομα θα άλλαζαν δραματικά.

Οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες συμφωνούν πως από την δεκαετία του 70 και μετά η οικογένεια υφίσταται μια σειρά από μεγάλες αλλαγές.

Τέτοιες αλλαγές είναι:

– Έκρηξη του αριθμού των διαζυγίων σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.

– Ποσοστιαία αύξηση τέλεσης δεύτερου ( ή τρίτου) γάμου.

– Ποσοστιαία αύξηση οικογενειών με παιδιά προερχόμενα από προηγούμενους γάμους ή συμβιώσεις των δύο συντρόφων.

– Σημαντική αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών οφειλόμενη στο διαζύγιο ή στην εκτός γάμου τεκνογονία, και όχι στο θάνατο του ενός γονέα.

– Σημαντική αύξηση ως και γενίκευση της προγαμιαίας συμβίωσης με πλήρη γονεϊκή αποδοχή.

– Αποσταθεροποίηση της χωρίς γάμο σταθερής συμβίωσης που οφείλεται στην αλλαγή συντρόφων.

– Αύξηση μητρότητας ανήλικων γυναικών.

– Μείωση των γεννήσεων, πτώση της γονιμότητας, αύξηση των χρηστών αντισυλληπτικών μέσων και (εθελούσιας) διακοπής της εγκυμοσύνης.

– Τεχνητή γονιμοποίηση.

Επιπροσθέτως τον τελευταίο καιρό στην ελληνική κοινωνία προέκυψε το θέμα του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης μετά την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου, και ακόμα επαγωγικά το ζήτημα του γάμου των ομοφυλοφίλων. Το τελευταίο θέμα επανήλθε δυναμικότερα με την τέλεσης πολιτικού γάμου ομοφυλοφίλων στο νησί της Τήλου.

Τα θέματα αυτά ακολουθήθηκαν από διαφόρων ειδών αντιδράσεις και σίγουρα προκάλεσαν μια ευρύτατη κοινωνική διαβούλευση. Σχεδόν ταυτόχρονα αλλά με πολύ μικρότερη δημοσιότητα έγινε μια νομοθετική ρύθμιση ώστε να απλουστευτεί η διαδικασία έκδοσης διαζυγίου. Είναι αλήθεια πως το διαζύγιο δεν αντιμετωπίζεται πια σαν ένα κοινωνικό ταμπού που εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις μοιχείας και γενικά μεγάλης σύγκρουσης του ζευγαριού αλλά, απλά τώρα πια, όταν κάποιος από τους δύο αισθανθεί ότι δεν τον καλύπτει η συζυγική σχέση. Το μονογαμικό δόγμα που θέλει το ζευγάρι να συνυπάρχει για όλη την διάρκεια της ζωής, έχει δηλαδή υποστεί μια σημαντική αλλαγή. Μονογαμία δεν σημαίνει πια να έχει κανείς έναν και μοναδικό σύντροφο σε όλη του τη ζωή, αλλά να έχει μέχρι έναν σύντροφο κάθε φορά. Τα μεγάλα ποσοστά εξωσυζυγικών ερωτικών σχέσεων αμφισβητούν ακόμα και αυτή τη διάσταση. Ταυτόχρονα φαίνεται να επικρατεί η άποψη πως είναι προτιμότερο να μεγαλώσει ένα παιδί με τον ένα γονέα του ή σε νέα οικογένεια (μετά από δεύτερο γάμο) παρά σε μια οικογένεια που δυσλειτουργεί. Έτσι φαίνεται να εκλείπει πια τελείως το κοινωνικό στίγμα του διαζυγίου και για τους γονείς και για τα παιδιά.

Άλλες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας που δείχνουν τις αλλαγές στην κοινωνική θεώρηση της οικογένειας είναι η αποποινικοποίηση (!!!) της μοιχείας και η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου, στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 80. Μάλιστα για τον θεσμό του πολιτικού γάμου υπήρξαν αρκετές κοινωνικές αντιδράσεις, ενώ ακόμα και σήμερα επιλέγεται πολύ λιγότερο από τον θρησκευτικό γάμο. Τρεις στους δέκα γάμους που έγιναν το 2005 πραγματοποιήθηκαν στο δημαρχείο. Το 1991 μόλις το 9% των γάμων στη χώρα ήταν πολιτικοί. Στα στατιστικά αυτά αν λάβουμε υπόψη τον μεγάλο αριθμό γάμων μεταναστών που είναι κατά κανόνα πολιτικοί, τότε συμπεραίνουμε ότι η αύξηση δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Πάντως ακόμα και αν δε προτιμάται ο πολιτικός γάμος, έχει κερδίσει μια κοινωνική αποδοχή ή καλύτερα ανοχή, μια και δεν υπάρχει κάποιος κοινονικός χώρος ή μηχανισμός που να εκφράζει πια ένα ισχυρό αντίλογο, ούτε καν η ορθόδοξη εκκλησία. Ο πολιτικός γάμος πέρα από τις όποιες νομικές και εθιμικές διαστάσεις και αν έχει, συμβολίζει τον εξορθολογισμό του φαινομένου του γάμου (και της οικογένειας) που πια δεν θεωρείτε ένα Θείο μυστήριο, αλλά μια κοινωνική (κοσμική) πράξη. Η πολιτική εξουσία είναι αυτή που διαχειρίζεται ποια τον γάμο και έτσι από Θείο μυστήριο γίνεται κοινωνικός θεσμός. Το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης κάνει ακόμα ένα βήμα ουσιαστικά λέγοντας ότι ο γάμος και η οικογένεια δεν είναι ούτε πολιτική (κρατική) υπόθεση αλλά ιδιωτική. Δε χρειάζεται δηλαδή ούτε την θεία ευλογία, ούτε την κρατική σφραγίδα. Δηλαδή ούτε την Θεϊκή ούτε την Πολιτική εξουσία. Το φαινόμενο αυτό είναι βεβαίως αποτέλεσμα της ανάδυσης του ατομικισμού. Ο γάμος είναι ιδιωτική υπόθεση πια, άρα παύει να είναι γάμος και γίνεται συμβίωση. Η εξάλειψη του τελετουργικού μιας επίσημης επικύρωσης της δημιουργίας οικογένειας, αρκεί για να αμφισβητηθεί θεσμική, δομική διάσταση της οικογένειας.

Τα ζητήματα λοιπόν της δομής, της σύνθεσης, της ατομική και κοινωνικής λειτουργικότητας, και της ηθικής αξίας της οικογένειας απασχολούν σήμερα την ελληνική κοινωνία ίσως περισσότερο από ποτέ. Ανάλογα και ίδια ζητήματα έχουν απασχολήσει και συνεχίζουν να απασχολούν και άλλες κοινωνίες. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη μια εξοικείωση με τα ζητήματα των σχέσεων σήμερα. Η Δανία είναι η πρώτη χώρα που εφάρμοσε το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Σήμερα το 50% των παιδιών που γεννιούνται στη Δανία είναι εκτός γάμου. Το γεγονός αυτό βεβαίως δεν συνεπάγεται και αντίστοιχη αύξηση των παιδιών με αναπτυξιακές διαταραχές ή άλλα προβλήματα που αποδίδονται στις οικογενειακές συνθήκες.

Για να μιλήσουμε για την οικογένεια θα πρέπει πρώτα να διακρίνουμε τις δύο βασικές της διαστάσεις με τις οποίες αποκτούμε μια ολιστική δυνατότητα ανάλυσης αυτού του πολύπλοκου και τόσο κομβικού κοινωνικού φαινομένου: μιας ευρύτερης θεσμικής διάστασης και μιας εξειδικευμένης και πρακτικά εφαρμοσμένης διάστασης που ονομάζεται σύγχρονη πυρηνική οικογένεια.

Η πρώτη διάσταση είναι αυτή της οικογένειας ως κοινωνικού θεσμού και ως λειτουργικής κοινωνικής δομής που βασίζονται στη διάκριση των ρόλων των δύο φύλων. Ο Λουί Αλτουσέρ μάλιστα δε διστάζει να ονομάσει την οικογένεια, ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους. Ο κρατικός παρεμβατισμός που υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει με σκοπό τη στήριξη της οικογένειας (επιδόματα, παροχές, κίνητρα για τεκνογονία κλπ) φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ κράτους (με την ευρεία έννοια της κοινωνικής κυριαρχίας) και οικογένειας. Ο κρατικός παρεμβατισμός λειτουργούσε (μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον) ως ενισχυτικός μηχανισμός για την δομική και λειτουργική σταθεροποίηση της συζυγικής οικογένειας. Όπως είπαμε βέβαια σήμερα ζούμε την εποχή που ο θεσμικός ρόλος της οικογένειας αμφισβητείται από την επικράτηση των ατομικιστικών αξιών έναντι των συλλογικών. Άλλοι θεσμοί υποκαθιστούν τον παραδοσιακό ρόλο της οικογένειας όπως τα ΜΜΕ. Αλλά ας δούμε λίγο αναλυτικότερα την θεσμική διάστασή της οικογένειας.

Η οικογένεια ως θεσμός ορίζει και ορίζεται μέσα από τη διαμόρφωση των κοινωνικών ρόλων του άντρα και της γυναίκας. Στο παραδοσιακό μοντέλο οι ρόλοι αυτοί είναι για τον άντρα-σύζυγο αυτός του αρχηγού και προστάτη της μικρο-ομάδας της οικογένειας που φροντίζει για τις οικονομικές ανάγκες και την ασφάλεια. Ο ρόλος της γυναίκας είναι κυρίως η φροντίδα του σπιτιού και η αναπαραγωγή και επιμέλεια των παιδιών. Ως κοινωνικός θεσμός η οικογένεια αναπαράγει τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες και το κοινωνικό φαντασιακό. Και αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα της πρωταρχικής της λειτουργίας που είναι η διατήρηση της κοινωνικής ανισότητας που προκαλεί η ανισοκατανομή του πλούτου. Η κληρονομιά είναι το μέσο που επιτυγχάνεται αυτή η διατήρηση της ανισοκατανομής. Αν ο φυσικός θάνατος ήταν το τέλος μιας οικονομικής κυριαρχίας ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής δεν θα επιβίωνε, ουσιαστικά η κληρονομία είναι μια απάντηση στο θάνατο, και στα υπαρξιακά ερωτήματα που αυτός φέρνει. Δεν κληρονομούνται μόνο τα περιουσιακά στοιχεία αλλά συνήθως πολλά περισσότερα όπως οι πεποιθήσεις οι συμπεριφορές. Το παιδί που διαδέχεται τον πατέρα έρχεται να δώσει μια λύση στο υπαρξιακό δράμα του πατέρα (και της μητέρας). Σε ένα συμβολικό επίπεδο έχουμε μια άλλη εκδοχή του γνωστού ψυχοκοινωνικού μοντέλου της μετενσάρκωσης. Το παιδί είναι η νέα μορφή του πατέρα γι’ αυτό κληρονομεί την περιουσία και την συμπεριφορά του πατέρα. Ο πατέρας ζει μέσα από το παιδί του. Πως θα δικαιολογούσε κάποιος την υπερ-συγκέντρωση πλούτου που υπερβαίνει και τις μεγαλύτερες ανάγκες μιας ανθρώπινης ζωής; Για την πραγματοποίηση αυτής της “μετενσάρκωσης” θα πρέπει το παιδί να είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση του γονιού. Έτσι η οικογενειακή ηθική γεννιέται και καθιερώνεται. Η όποια παράκληση απ’ την γονεϊκή επιθυμία/προσδοκία γκρεμίζει το όνειρο της αιωνιότητας. Ο αυταρχικός γονέας είναι ένας γονέας που αγωνιά για τη ζωή του. Σήμερα ο αυταρχισμός δεν είναι τόσο συνήθης όσο παλαιότερα. Οι γονείς στην ατομικιστική κοινωνία προσπαθούν να κερδίσουν τον αγώνα για την αιωνιότητα μέσα από την κατανάλωση και την άμετρη ηδονή. Σήμερα ο άνθρωπος μπορεί να ικανοποιηθεί με την αίσθηση ότι κατέχει αντικείμενα και εμπειρίες περισσότερες απ’ όσες θα αναλογούσαν σε μια ανθρώπινη ζωή. Η υπερ-συσόρευση αγαθών και εμπειριών είναι μια μορφή συμπυκνωμένης αιωνιότητας. Το παιδί πια χάνει την συμβολική αξία του και σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται βάρος. Επακόλουθα η οικογένεια χάνει την αξία της ως κοινωνικός θεσμός.

Συχνά αναφέρεται ότι η οικογένεια είναι το πρώτο επίπεδο κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, και αυτή η αντίληψη δείχνει τη θεσμική διάσταση της οικογένειας. Είναι λοιπόν αναμενόμενο η οικογένεια με τη θεσμική της διάσταση να επιδρά στην διαμόρφωση του κοινωνικού υποκειμένου. Πέρα από τα όποια επιμέρους ιδεολογικά στοιχεία μπορεί να αναπαράγει η οικογένεια σε μια πιο ψυχολογική ανάλυση βλέπουμε ότι λειτουργεί σαν άσυλο για τον άνθρωπο απέναντι στο μέγεθος της κοινωνίας. Η οικογένεια ανακουφίζει αλλά και συντηρεί μια φοβία προς το κοινωνικό. Πράγματι η οικογένεια δημιούργησε το περίβλημα για την ασφαλή ανάδυση του ιδιωτικού κόσμου. Η εξέλιξη αυτή βεβαίως βοηθά στην συντήρηση των δομών της εξουσίας. Και με την έννοια αυτή λοιπόν είναι μηχανισμός της εξουσίας. Ο Φρόιντ είχε εντοπίσει αυτή τη σύγκρουση: …μια από τις κύριες επιδιώξεις του πολιτισμού είναι να συνδέσει τους ανθρώπους σε μεγάλες ενότητες. Η οικογένεια δεν θέλει να αφήσει τον άνθρωπο ελεύθερο. Όσο στενότερη είναι η συνοχή των μελών του της οικογένειας, τόσο πιο πολύ τείνουν συχνά να απομονώνονται από τους άλλους, τόσο δυσκολότερη τους γίνεται η είσοδος στο πλατύτερο κύκλο της ζωής.

Πολλοί ακόμα γνωστοί πρωτοπόροι επιστήμονες όπως ο κοινωνιολόγος Ντυρκέιμ και ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Λεβί-Στρώς συμφωνούν πως η οικογένεια είναι αποτέλεσμα όχι φυσιολογικών ή ψυχολογικών τάσεων αλλά της κοινωνικής οργάνωσης. Ο τελευταίος μάλιστα έχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση για την οικογένεια. Θεωρεί ότι ο γάμος καθεαυτός (σαν θεσμός στις πρωτόγονες κοινωνίες) δεν είναι παρά μια από τις πολλές μορφές ανταλλαγής μεταξύ των ανθρώπινων ομάδων που έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν μια τέτοια ένωση -δυνατότητα που προσδιορίζεται από τους κανόνες εξωγαμίας (απαγόρευση της αιμομιξίας), οι οποίοι απαγορεύουν να παντρευτεί κανείς με μέλος της νόμιμης οικογένειάς του. (Ο Φρόυντ αναφέρει πολλά για την αιμομιξία σαν κοινωνικό ταμπού δίνοντας ανάλογη διάσταση). Ο γάμος, σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς παρεμβαίνει ανάμεσα σε δύο ομάδες αντρών: η καθολική σχέση που είναι ο γάμος, δεν δημιουργείται μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας που ο καθένας τους δίνει κάτι και παίρνει κάτι σαν αντάλλαγμα αλλά μεταξύ δύο ομάδων αντρών -ενώ η γυναίκα περιλαμβάνεται στα ανταλλάξιμα αντικείμενα . Στο πλαίσιο αυτό “δότες γυναικών” είναι μόνο οι άντρες. Στις κοινωνίες αυτές οι γυναίκες είναι στην πραγματικότητα “αγαθά”, σπάνια και ταυτόχρονα ουσιαστικά για την διαιώνιση της ανθρώπινης ομάδας. Αυτός ο πρωταρχικός ρόλος της οικογένειας σαν συνδετικός κρίκος ομάδων αντρών-εξουσιστών επιβιώνει ακόμα και σήμερα με τους γάμους συμφερόντων μεταξύ σύγχρονων εξουσιαστών π.χ. Βασιλικών Οικογενειών (εδώ ενίοτε παραβιάζεται η αιμομικτική απαγόρευση), μεταξύ επιχειρηματικών οικογενειών μεταξύ πολιτικών κλπ.

Η οικογένεια είναι η απόλυτα επικρατούσα μορφή μικρή-ομάδα βάση της κοινωνικής οργάνωσης. Μέσα στην οικογένεια αναπτύσσονται οι βάσεις της κοινωνικής συνείδησης και γενικά των ομαδικών σχέσεων. Να θυμίσουμε πως οι ενδοομαδικές σχέσεις είναι το πρότερο επίπεδο τόσο των δι-ομαδικών σχέσεων όσο και ευρύτερα των ιδεολογικών δομών δηλαδή των επικρατούν των συνολικών κοινωνικών αναπαραστάσεων.

Η σημασία αυτή της οικογένειας δεν έγινε κατανοητή από την στιγμή που αναπτύχθηκε η κοινωνική ψυχολογία αλλά από πολύ νωρίτερα. Η Ψυχαναλυτική σχολή δίνει τεράστια σημασία στην επίδραση της οικογένειας τον ψυχισμό του ανθρώπου.

Οι αλλαγές στην οικογένεια για τις οποίες γίνεται λόγος οφείλονται τόσο στις άμεσες επιδράσεις σχετικών κινημάτων και αναδυόμενων θέσεων (κίνημα ομοφυλοφίλων, κίνημα φεμινιστριών), όσο και στις έμμεσες επιδράσεις άλλων κοινωνικών μετασχηματισμών όπως των οικονομικών και εργασιακών συνθηκών.

Η δεύτερη διάσταση της οικογένειας είναι αυτή της πυρηνικής οικογένειας ως δομικό στοιχείο του μοντέρνου δυτικού πολιτισμού, που έχει σαν βασική της προϋπόθεση την οικονομική αυτονομία.

Έτσι γεννάται ένα δύσκολο ερώτημα: τα σύγχρονα συμβιωτικά σχήματα που εμφανίζονται είναι αποτέλεσμα ωρίμανσης κάποιων ριζοσπαστικών θέσεων για την οικογένεια ή παράπλευρη συνέπεια των οικονομικών-κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν λόγο των μετασχηματισμών του ευρύτερου συστήματος κυριαρχίας (παγκοσμιοποίηση, νεοφιλελευθερισμός, ατομικισμός).

Η σύγχρονη έρευνα ψάχνει να εντοπίσει τις σχέσεις αυτές. Για το φαινόμενο της σύγχρονης πυρηνικής οικογένειας με λίγα παιδιά (και των άλλων παράλληλων φαινομένων που προαναφέρθηκαν), υπάρχει μία άποψη που το αποδίδει στο γεγονός ότι η γυναίκα βγήκε στην αγορά εργασίας και εγκατέλειψε τον παραδοσιακό ρόλο της, και μια άλλη που το αποδίδει στο γεγονός ότι τα επίπεδα του μισθός του άντρα (και της γυναίκας) είναι τέτοια που επιτρέπουν την οικονομική του ανεξαρτησία και την δημιουργία της δικιάς του οικογένειας ανεξάρτητα από τους γονείς τους. Στην δεύτερη υπόθεση τα αίτια αποδίδονται σχεδόν εξολοκλήρου στις οικονομικές συνθήκες, ενώ στην πρώτη υπόθεση αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο το φαινόμενο της γυναίκας εργασίας να μην είναι αποτέλεσμα των οικονομικών συνθηκών αλλά των διεκδικήσεων της γυναικείας χειραφέτησης. Στην πρώτη περίπτωση η ρόλος του φύλου δεν έχει καμία επίδραση στο φαινόμενο της πυρηνικής οικογένειας, ενώ στην δεύτερη υπάρχει επίδραση του ρόλου του φύλου. Σε άλλη έρευνα για το μέλλον της οικογένειας ως ανεξάρτητες μεταβλητές καθορίζονται η οικονομική κατάσταση και η ευρύτερη κοινωνική προοδευτική ή συντηρητική εξέλιξη. Εδώ δεν αποδίδεται καμία ρυθμιστική αξία στο φύλο και τον ρόλο του.

Μια εξωτερική απόδοση αιτιών της αλλαγής της οικογένειας δε θα μας άφηνε και πολλά περιθώρια για την διερεύνηση των ενδο-οικογενειακών σχέσεων και των σχέσεων ρόλων ως παράγοντες που προκαλούν τις αλλαγές.

Η φιλοσοφία των φεμινιστικών κινημάτων που ανέδειξε τα αιτήματα των ίσων ευκαιριών και της ισότητας στην εργασία και πολύ λίγο κατάφεραν να δουν άλλες σχέσεις πίσω από την αντρική κυριαρχία. Μένοντας σε αιτήματα ισότητας, επιδίωξαν μια θέση για την γυναίκα σε έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για άντρες. Τα επιτεύγματα των φεμινιστικών κινημάτων είναι απλά η γυναίκα να χάσει κάθε έμφυλη ιδιαιτερότητα και να γίνει και αυτή μια παραγωγική μονάδα στον καπιταλιστικό κόσμο. Η οικονομική της ανεξαρτησία θεωρείται αρκετή για την κοινωνική της απελευθέρωση. Ουσιαστικά μια τέτοια αντίληψη είναι κατά βάση οικονομίστικη και όσο και αν πράγματι συνέβαλε το άνοιγμα της αγοράς εργασίας στις γυναίκες, στην κοινωνική τους εξίσωση με τους άντρες, άλλο τόσο υποβίβασε το θέμα σαν ένα ζήτημα του εποικοδομήματος και όχι της βάσης της κοινωνικών σχέσεων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων έγινε μια προσπάθεια “θυλικοποίησης” κλασικών κοινωνικών οικονομικοκεντρικών θεωρήσεων. Η Φάιρστουν για παράδειγμα θεωρεί την οικογένεια σαν βάση και την πολιτική οικονομία σαν εποικοδόμημα, αλλά δεν συνδέει αυτά τα δύο παρά μόνο αφηρημένα, με την ψυχολογία της εξουσίας.

Ενώ η Μίτσελ τονίζει πόσο περίπλοκη είναι η αλληλεπίδραση των δύο, επιμένει ότι η οικογένεια είναι μια χωριστή σφαίρα (που ορίζεται κοινωνικά σαν “φυσική”) έξω από την οικονομία- και βασικά εξηγεί την καταπίεση των γυναικών όπως και η Φαιρστοουν με βάση τον αποκλεισμό από την κοινωνική παραγωγή.

Η αντίληψη της οικογένειας και της οικονομίας σαν ξεχωριστές περιοχές είναι χαρακτηριστική για την καπιταλιστική κοινωνία… Τα σοσιαλιστικά και κομουνιστικά κινήματα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες έχουν κι αυτά ορίσει την “οικονομία” με τον ίδιο τρόπο. Όταν μιλούσαν για πολιτικό αγώνα ανάμεσα σε “οικονομικές τάξεις”, ουσιαστικά απέκλειαν και την οικογένεια και τις νοικοκυρές από την επαναστατική πολιτική.

Οι θεωρήσεις πάνω στο ζήτημα των φύλων είναι πολλές. Είναι σίγουρο πως ο διάλογος για το θέμα αυτό έχει ανοίξει για τα καλά και ακόμα πιο σίγουρο ότι η οικογένεια ο ρόλος τις, και οι προοπτικές της θα είναι κομβικό σημείο των διαλόγων που έρχονται.

Πέρα όμως από τις όποιες βαθιές κοινωνικές αναλύσεις η καθημερινή πραγματικότητα θα συνίσταται από μια ενδοοικογενιακή πολύμορφη σύγκρουση μεταξύ άντρα και γυναίκας.

Η σύγκρουση

Ο γάμος σαν ένας μηχανισμός που συντηρεί και αναπαράγει τα αντρικά μοντέλα κυριαρχία (πατερναλιστικά-πατριαρχικά) είναι φυσικό να διατηρεί εσωτερικές δομές εξουσίας που επιβιώνουν και ως άδηλες μορφές εξουσίας που εμφανίζονται στις σχέσεις των συζύγων. Με απλά λόγια ακόμα και στην αρμονικότερη και ευτυχέστερη συμβίωση ενός άντρα και μιας γυναίκας θα αναπαραχθούν ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης των κοινωνικών ρόλων των φύλων τα στοιχεία της αντρικής κυριαρχίας ή μιας αντιδραστικής γυναικείας κυριαρχίας. Στην πράξη η σύγκρουση αυτή μπορεί να είναι μια απλή ψυχρότητα, καχυποψία ή κυνικότητα και μπορεί να φτάσει σε έντονη φυσική ή ψυχική κακοποίηση. Τα στοιχεία για τη φυσική και ψυχική κακοποίηση, τον βιασμό μέσα στον γάμο και άλλα συμπτώματα αυτής της συγκρουσιακής σχέσης, δείχνουν ότι αυτά δεν είναι ούτε περιορισμένα ούτε ειδικά. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η σχέση μεταξύ συζύγων είναι μια εξουσιαστική σχέση και σχέση αυθεντίας, που παλεύει για ισορροπίες. Προϋποθέτει συμβιβασμούς, διαπραγματεύσεις, υποχωρήσεις, κινήσεις τακτικής κλπ. Πέρα δηλαδή από τα ακραία φαινόμενα σύγκρουσης έχουμε πολλά καθημερινά στοιχεία εξουσιαστικής σχέσης. Ο μεγάλος αριθμός εξωσυζυγικών σχέσεων που γίνονται εν κρυπτό, δείχνει πόσο περιορισμένη είναι η ειλικρινής και ουσιαστική επικοινωνία των συζύγων.

Η ενδο-οικογενιακή σύγκρουση των ρόλων του άντρα και της γυναίκας γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο ζήτημα όταν υπάρχει παιδί. Το παιδί θα έχει και αυτό το μερίδιό του σε αυτή τη σύγκρουση. Οι σχέσεις και οι δεσμοί με τους γονείς είναι ουσιώδεις για την ανάπτυξή του και θα επιδράσουν σημαντικά στην προσωπικότητά του. Είναι φανερό πως το εύρος του ζητήματος των σχέσεων στην οικογένεια είναι μεγάλο και επηρεάζει κομβικά τη ζωή του ατόμου και την κοινωνική ζωή γενικά. Η βάση των σχέσεων αυτή είναι η σύγκρουση των δύο φύλων εξ’ αιτίας της δομής του σύγχρονου πολιτισμού που βασίζεται σε εξουσιαστικες -κυριαρχικές σχέσεις σε κάθε οργανωτική δομή. Στην οικογένεια επικρατεί ένα πατερναλιστικό μοντέλο που είναι μικρογραφία του αστικοδημοκρατικού εθνοκρατικού μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας. Σήμερα και τα δύο μοντέλα (το ευρύτερο πολιτικό, και το οικογενειακό) αμφισβητούνται και ίσως βρίσκονται σε μια τροχιά παρακμής. Αυτή τη στιγμή χρειάζεται να εκκινήσει ένας ευρύτατος κοινωνικός διάλογος για τα διάδοχα σχήματα. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε ποιές μπορεί να είναι οι προτάσεις και ποιές οι προοπτικές. Κάποια από τα εναλλακτικά προς την συμβατική οικογένεια σχήματα οργάνωσης του ιδιωτικού βίου αναφέρονται παρακάτω.

– Η μοναχικότητα. Σε όλες της κοινωνίες και πάντοτε κάποιο ποσοστό ενηλίκων παρέμεναν άγαμοι και άτεκνοι.

– Η μονογονεϊκή οικογένεια

– Άτεκνα ζευγάρια (ηθελημένα)

– Οικογένειες που δημιουργούνται από το δεύτερο γάμο του ενός ή και των δύο συζύγων

– Οικογένειες διπλής σταδιοδρομίας (και οι δύο σύζυγοι εργάζονται και ακολουθούν την καριέρα τους)

– “Χωλές” οικογένειες. πρόκειται για συζυγικές οικογένειες που έχουν διασπασθεί σε δύο τμήματα όχι γιατί οι σύζυγοι δεν επιθυμούν να συζούν αλλά γιατί μη οικογενειακοί λόγοι (όπως: επαγγελματικές υποχρεώσεις, μετανάστευση κλπ.) τους αναγκάζουν να ζουν χωριστά επί μακρά χρονικά διαστήματα.

– Το κοινόβιο

– Ομαδικός γάμος

– Ανοικτός γάμος

– Ανταλλαγή συντρόφων (swinging)

– Ομόφυλα ζευγάρια

– Κοινωνίες παιδιών

Τα παραπάνω είναι ή υπαρκτές πραγματικότητες του σήμερα ή ουτοπικές θεωρίες. Το ζήτημα είναι ότι η οικογένεια σαν θεσμός αμφισβητείται έντονα και όσο πιο γρήγορα ανοίξουμε τα μάτια μας στις νέες προοπτικές και στις νέες ιδέες κοινωνικής οργάνωσης βάσης, τόσο θα έρθουμε πιο κοντά σε αρμονικές συνεργατικές ανθρώπινες σχέσεις και κοινωνίες.

Όχι για μένα… για τη φουκαριάρα τη μάνα μου

Η κρίση απλώνεται στους κολοσσούς της υψηλής τεχνολογίας.

«Την Πέμπτη η Microsoft ανακοίνωσε μείωση κερδών για το β’ 3μηνο της χρήσης και 5.000 απολύσεις προσωπικού για να μειώσει το κόστος. Τα κέρδη της ήταν 4,17 δισ. δολ. από 4,71 ένα χρόνο πριν, μειωμένα κατά 11%.
Η αναλύτρια της UBS, Χίδερ Βελίνι, εκτιμά ότι η μείωση προσωπικού θα είναι 20.000-30.000 άτομα το 2009.
Η εταιρεία απασχολεί συνολικά 94.286 υπαλλήλους, σημειώνοντας αύξηση 55% από το 2005.
Ο μεγαλύτερος κατασκευαστής λογισμικού στον κόσμο αντιμετωπίζει τη μείωση της ζήτησης με τα κλασσικά εργαλεία των περικοπών»
.
Ημερησία

Αναμφισβήτητα η κρίση προχωρά. Πάραυτα  μιλάμε στα όρια της υποκρισίας, αν δε υπολογίσουμε την τοξικότητα του ζητήματος. Τη στιγμή που οι τράπεζες παίρνουν δωράκια από το κράτος, από τους υπόλοιπους ζητείται λιτότητα και υπομονή.  Η   Microsoft κερδίζει 4, 17 δολάρια το χρόνο αλλά επειδή παρουσιάζει μείωση των κερδών (!) εκτιμάται ότι θα απολύσει είκοσι με τριάντα χιλιάδες  άτομα.  Καθαρή υποκρισία. Προφανώς όλοι αυτοί, επειδή είναι φτωχοί, είναι αναλώσιμοι και δεν αξίζουν κάτι παραπάνω  περά από αυτό.

Το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι αυτοί θα χάσουν τη δουλεία τους μόνο. Το θέμα είναι πως στην αστική δημοκρατία η ισότητα είναι σύντομο ανέκδοτο. Σε ένα οικονομικό σύστημα ,οι σύγχρονοι σκλάβοι δεν λείπουν. Οι τελευταίοι φορούν τα δεσμά της μισθωτής εργασίας, και τους έχει δοθεί το προνόμιο να ψηφίζουν τους ηγέτες τους.
Κάποιοι θα  ζουν πλουσιοπάροχα με όλα τα προνόμια και  οι άλλοι ας παν να πνίγουν. Όποιος δεν είναι σίγουρος για αυτό, ας δει τα δακρύβρεχτα πρόσωπα για τον απαχθέντα εφοπλιστή σε σύγκριση με την ύποπτη σιωπή για την μετανάστρια που δέχτηκε επίθεση με βιτριόλι. Η υποκρισία είναι ξεκάθαρη ξανά. Πάραυτα η επιλογή είναι σαφής… Ή ανέχεσαι και σιωπάς για ότι συμβαίνει γύρω σου  ή προσπαθεις να διαφυλαξεις την αξιοπρέπειά σου. «…the rest is silence»

Μπαράκ Ομπάμα: μεγάλες προσδοκίες…

Χθες παρακολούθησε όλος σχεδόν ο πλανήτης την ορκωμοσία του νέου προέδρου της Αμερικής Μπαράκ Ομπάμα.

Ο Ομπάμα είναι ο πρώτος αφροαμερικανός που καταφέρνει να εκλεγεί σε αυτή τη θέση. Το κεντρικό προεκλογικό μήνυμα της εκστρατείας του ήταν: «change, we can believe in», δηλαδή αλλαγή, μπορούμε να πιστέψουμε σε αυτή. Η εκλογή του ήρθε σαν λύτρωση μια και διαδέχτηκε κάποιον που έχει στο ενεργητικό του τις εντολές για τουλάχιστον τρεις πολέμους σε παγκόσμιο επίπεδο. Και δεν είναι μόνο αυτό , ο ερχομός του νέου προέδρου σηματοδοτεί την αλλαγή τόσο της οικονομικής πολιτικής όσο και της εξωτερικής. Εξαγγελίες που έχουν να κάνουν με το κοινωνικό πρόσωπο ακούγονται εδώ και καιρό. Για μια περισσότερο οικολογική πολιτική. Για μια πολιτική πυ βασίζεται στην διπλωματία και όχι στην ισχύ των όπλων. Μια πολιτική με δόγμα ότι όλοι είναι φίλοι μας και όχι ότι κάποιοι συνθέτουν τον άξονα του κακού. Επίσης σε συμβολικό καθαρά επίπεδο σημασία έχει ότι το middle name του Ομπάμα είναι Χουσέιν. Ένα όνομα με καθαρά μουσουλμανικό παρελθόν και παρόν.

Είναι άραγε αλήθεια τίποτε από τα παραπάνω;

Φυσικά και όχι. Στην ομιλία του ο μεσσίας Ομπάμα έβαλε στην ίδια μοίρα τον ναζισμό με τον κομμουνισμό! Η αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που προωθείται δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής πρωτοβουλίας αλλά επιτακτική ανάγκη από την τρέχουσα συγκυρία προκειμένου η αμερική να σταθεί και να επιβιώσει από την διεθνή κρίση. Η παρέμβαση του κράτους και ο έλεγχος της αγοράς – αυτή είναι η κύρια αλλαγή πλεύσης – γίνεται όχι για να διοχετευτούν τα χρήματα σε κοινωνικές δαπάνες αλλά για να περιοριστεί το εξωτερικό χρέος και να ανακτήσει η εσωτερική οικονομία την αξιοπιστία που είχε στο παρελθόν. Επίσης από τη στιγμή που η κρίση έχει να κάνει καθαρά με τις νομισματικές αγορές η θωράκιση του νομίσματος μπορεί να γίνει μόνο με θεσμική παρέμβαση από το κράτος και όχι από την αγορά αυτή καθαυτή. Η ομολογία για την ανάγκη κρατικής παρέμβασης δεν σημαίνει ταυτόχρονα και ομολογία αποτυχίας του καπιταλιστικού συστήματος. Αντίθετα η εκλογή αυτή καθεαυτή αποτελεί άλλο ένα διαφημιστικό κόλπο του συστήματος. Η αμερική ως κράτος είναι δομημένο καθαρά ταξικά. Ο καπιταλισμός σαν σύστημα είναι στο DNA της. Η πραγμοποίηση έχει βρει την πλήρη εφαρμογή της στο αμερικάνικο όνειρο του οποίο αντανάκλαση είναι ο καινούργιος πρόεδρος.

Έχει καμία σημασία τώρα ότι είναι αφροαμερικάνος; Και πάλι καμία απολύτως. Η καταγωγή ή καλύτερα η προέλευση του καινούργιου προέδρου δεν τον κάνει καθόλου λιγότερο αμερικάνο από κανέναν άλλο. Είναι και ο ίδιος φορέας όλων των κατασκευών του καπιταλιστικού συστήματος μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Το αν θα επιδείξει μεγαλύτερη ανεκτικότητα προς τις μειοψηφίες έχει να κάνει με την ευρύτερη πολιτική δηλαδή με το αν χωράνε στην αμερικανική οικονομία μετανάστες. Η καταγωγή δηλαδή δεν είναι το κριτήριο. Σε επίπεδο συμβολισμού να θυμήσουμε ότι παραδοσιακά στα ηνωμένα έθνη εκλέγεται πρόεδρος πάντα κάποιος από τα λιγότερα ισχυρά κράτη. Ο ρόλος του είναι καθαρά διακοσμητικός αφού η πολιτική του συγκεκριμένου οργανισμού καθορίζεται πάντα εξωγενώς. Η εκλογή έχει να κάνει καθαρά με την πελατεία στην οποία απευθυνόταν και δεν αποτελεί ισχυρή συνθήκη για την ωρίμανση της αμερικανικής κοινωνίας.

Τέλος όσο αφορά την εξωτερική πολιτική έχουμε αλλαγή στην προσέγγιση και όχι αλλαγή στόχων ή σκοπών. Σε καμία περίπτωση ο Ομπάμα θα σταματήσει να προσπαθεί την προώθηση της αμερικής σαν ηγέτιδα δύναμη του κόσμου η οποία προσφέρει εγγυήσεις για τα πάντα. Το αν θα χρησιμοποιήσει τον πόλεμο είναι κάτι εντελώς διάφορο. Ο ίδιος πάντως ξέρει ότι μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες του κράτους του οποίου είναι υπεύθυνος πλέον είναι η πολεμική βιομηχανία. Επίσης δεν χρειάζεται να προκαλείς τον πόλεμο πάντα όπως γινόταν μέχρι τώρα. Μπορείς να εμπλακείς σε αυτόν και για να προστατεύσεις κάποιον σύμμαχό σου. Εξάλλου δεν ακούσαμε τίποτε διαφορετικό περί τρομοκρατίας κατά τους αμερικάνους από τον Ομπάμα. Η επιλογή να κλείσει η φυλακή και τόπος βασανιστηρίων του Γκουαντάναμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα εντυπωσιακό πυροτέχνημα για εσωτερική και εξωτερική κατανάλωση. Την ημέρα της ορκωμοσίας του είχαν ενεργοποιηθεί τουλάχιστον 50 υπηρεσίες ασφάλειας.

Το προϊόν Ομπάμα δεν είναι τίποτε άλλο από την αντεπίθεση της αμερικής μετά από αρκετά χρόνια αμφισβήτησης. Τα τελευταία χρόνια είδαμε την ρωσία να αποκτά δύναμη, την Kίνα να γίνεται ένα από τα πιο πλούσια κράτη, την Iνδία να εξελίσσεται ραγδαία, την ευρωπαϊκή ένωση να έχει το πιο ισχυρό νόμισμα στον κόσμο.

Η ελπίδα όλων αυτών που πιστεύουν στον Ομπάμα έχει να κάνει με την πίστη που έχουν πάνω στο σύστημα. Είναι πάρα πολύ εύκολο να ρίξουμε όλα τα κακά πάνω στον απερχόμενο πρόεδρο της αμερικής και όχι στην ίδια την αμερική με ότι αυτή πρεσβεύει και προσπαθεί να επιβάλλει. Αλίμονο αν τέτοιοι μηχανισμοί άφηναν την τύχη τους σε πρόσωπα. Τα πρόσωπα που εκλέγονται καθορίζονται από την κοινωνική οικονομική συγκυρία όχι το αντίστροφο.

Η εκλογή Ομπάμα δεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια του συστήματος να επανέρθει σε ισορροπία μετά από ένα διάστημα μεγάλων αναταραχών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν έχει βρεθεί ούτε ένα μεμπτό στοιχείο για αυτόν. Η ελπίδα που έχει πωληθεί δεν έχει να κάνει με το πρόσωπο αλλά με την επαναφορά της ηρεμίας, της τακτοποίησης.

Είναι τα καλύτερο φάρμακο για να πάρει το σύστημα το χρόνο που χρειάζεται και περισσότερο να αποκτήσει ξανά αξιοπιστία. Ο Ομπάμα έρχεται ως άλλος ένας εγγυητής της αμερικανικής δημοκρατίας. Της παγκόσμιας νοικοκυροσύνης.

Τελειώνοντας ας παραθέσουμε τα λόγια του Πούτιν με αφορμή την εκλογή του Ομπάμα: «οι μεγαλύτερες απογοητεύσεις, γεννιούνται από τις μεγάλες προσδοκίες».