Category Archives: κοινωνια – πολιτικη

Υπόθεση Παυλίδη: Η καρέκλα είναι πιο γλυκιά και από τη σοκολάτα

Το σενάριο είχε ότι χρειαζόταν για να “απασχολήσει” τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι πρωταγωνιστές ήταν ένας υπουργός (Παυλίδης) , ένας εφοπλιστής (Μανούσης) , ένας διαπλεκόμενος (ο ιδιαίτερος του υπουργού), η κόρη του υπουργού και φυσικά ένα σπίτι , γιατί στην ελλάδα είμαστε άλλωστε. Δεύτερους ρόλους είχαν οι διάφοροι δήμαρχοι και κοινοτάρχες νησιών, άλλοι πολιτικοί αλλά και δημοσιογράφοι.

Τι άλλο να ζητήσει κάποιος, όταν μάλιστα , όπως κάθε σενάριο που σέβεται τον εαυτό του, εμπεριέχει και ένα δραματικό φινάλε , μια ψηφοφορία στη βουλή – το εθνικό καθαρτήριο.

Αυτό που διαπιστώσαμε ήταν ότι αυτή η ταινία τελείωσε με Happy end, όπως όλες οι δυτικοφερμένες παραγωγές. Δηλαδή, ο υπουργός ταλαιπωρήθηκε μεν αλλά δικαιώθηκε δε, το πολιτικό σύστημα έκανε το καθήκον του μέχρι τελείας (ψήφισε δηλαδή, κατά συνείδηση πάντα), οι δημοσιογράφοι επιτέλεσαν το ρόλο τους αποκαλύπτοντας όλες τις πτυχές (αμερόληπτα), και οι διάφοροι που είχαν ένα μικρό ρόλο ανέδειξαν το πρόβλημά τους με αυτή την αφορμή, πήραν τα 15 λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούσαν και επίσης εξασφάλισαν δεσμεύσεις για λύση των όποιων προβλημάτων προέκυψαν.

Πόσες φορές έχουμε δει αυτό το σενάριο. Από την επανάληψή του , όμως μπορούμε πολύ εύκολα να καταλάβουμε, ότι αρέσει στον κόσμο. Τι συμβαίνει άραγε, όλοι αυτοί που ασχολούνται με αυτά τα θέματα είναι τόσο πολύ τυφλωμένοι που πιστεύουν ότι όλα έγιναν καλά και πιστεύουν στην λειτουργία του συστήματος, ή είναι τόσο αδιάφοροι που απλά αρκούνται στην διαδικασία και δεν δίνουν καμία σημασία στο περιεχόμενο.

Μήπως είναι κάτι τρίτο. Μήπως ο καθένας εξυπηρετείται από αυτό που συμβαίνει; Μήπως ο πολιτικός κόσμος φαινομενικά κάνει τη δουλειά του διαιωνίζοντας την αστική εξουσία και το αντιπροσωπευτικό σύστημα ικανοποιώντας τον κόσμο, και ο κόσμος κάνει ότι ικανοποιείται από αυτού του είδους την συμπεριφορά προκειμένου να επαναλαμβάνει τις ίδιες πρακτικές σε καθημερινή κλίμακα; Ποιος έχει παρασύρει τον άλλο σε μια τέτοια είδους συμπεριφορά; Η εύκολη απάντηση είναι η εξουσία , από τη στιγμή , που είναι αυτή που θέτει τους κανόνες λειτουργίας και συμπεριφοράς. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπω σε μια ανάλυση για την παραπάνω αλληλεπίδραση.

Φυσικά, η παραπάνω περίπτωση , είναι απλά ένα παράδειγμα, ανάμεσα σε όλα όσα συμβαίνουν. Αυτό που φαίνεται πάντως να συμβαίνει είναι ότι τα πάντα λειτουργούν για τους πάντες όσο και αν αυτοί που χρησιμοποιούν αυτούς τους μηχανισμούς παραπονιούνται για την ύπαρξή τους. Η πορεία των πραγμάτων είναι πολύ συγκεκριμένη. Αποκάλυψη – Δημοσιοποίηση – Πολιτική Ανάλυση – Πολιτική Ερμηνεία – Δημοσιογραφική Ανάλυση – Δημοσιογραφική Ερμηνεία – ξανά Πολιτική Ανάλυση – Πολιτική Λύση.

Η παραπάνω ροή είναι δοκιμασμένη και αρκετά ελκυστική για τον κόσμο. Στο ενδιάμεσο, φυσικά, βγαίνουν στην επιφάνεια και διάφορες άλλες πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα , έτσι ώστε η ιστορία να μην γίνεται και εντελώς βαρετή.

Το αποτέλεσμα όπως και να έχει είναι πολύ συγκεκριμένο. Όλοι βγαίνουν ικανοποιημένοι. Το σύστημα φαίνεται ότι λειτουργεί , συνέχεια εντοπίζονται τρωτά σημεία που όλοι υπόσχονται ότι θα βελτιωθούν και ότι δεν θα ξαναεπαναληφθούν.

Υποκρισία ή παθογένεια;

Την καλύτερη απάντηση ίσως μπορούμε να την πάρουμε από την έκθεση “The Return of Street Politics? Essays on the December Riots in Greece” του London School of Economics.

Η ελληνική και αγγλική ιντελιγκέτσια έρχονται να αναλύσουν τον δεκέμβρη. Για το τέλος από τη συγκεκριμένη έκθεση δανειζόμαστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το άρθρο της καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου Πέρσας Ζέρη :

“In the last few days, an after effect of the December riots is a widespread atmosphere of fear provoked by the attacks of anarchist students against professors, the occupations of public theatres accompanied by looting, while the police and the representatives of state institutions stay absent. New terrorist groups threaten with mass killings and destructions. This is the culmination of a cultural, political and social crisis.”

Tα συμπεράσματα δικά σας.

Mια γιγαντιαία παράσταση…

Η αλήθεια ποτέ δεν είναι ξεκάθαρη. Το κάθε υποκείμενο έχει διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας και αφήγησης της πραγματικότητας που βιώνει. Πάραυτα οι αφηγήσεις έχουν ένα κοινό τόπο και αυτόν καλούμε λογική. Αν πατροπαράδοτα τα κέντρα εξουσίας προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον τρόπο αφήγησης του υποκειμένου, τότε όταν το καταφέρνουν δε διαμορφώνουν μόνο κώδικες κοινής συμπεριφοράς αλλά και ένα κοινό κώδικα γλωσσικών σηματοδοτήσεων.

Η προσδοκία της εκάστοτε αρχής, όταν η ιδία προσπαθεί να διαμορφώσει την κοινωνική νοηματοδότηση, είναι οι προσταγές της να προφέρονται από τα κοινωνικά υποκείμενα πριν η ιδία να αρθρώσει λέξη.

Το ψεύδος, αυτός ο φιλελεύθερος τρόπος κοινωνικής χειραγώγησης, παρουσιαζόταν μέσα από τους μηχανισμούς της πολιτιστικής βιομηχανίας ως η μοναδική αλήθεια. Αργότερα η αλήθεια κατακερματίστηκε μέσα από το θέαμα όποτε δεν είχε πλέον σημασία τι λες αλλά πως το λες. Αυτή η κατακρήμνιση του περιεχομένου από τη μορφή είναι η πεμπτουσία του θεάματος.

Τελευταία όμως ακόμα και αυτοί οι μηχανισμοί έχουν αποκτήσει ύφη αυτοματισμού. Πλέον όλοι είναι ενήμεροι και κάνεις δε εμπιστεύεται κανένα. Με τη μονή διάφορα όμως, ότι δεν τον νοιάζει.

Η υπόθεση Παυλίδη παρουσιάζει κάτι εξωφρενικό. Δεν είχε σημασία να αποδείξουν την αθωότητα του. Αφού έτσι και αλλιώς ελάχιστοι πιστεύουν ότι οι καρεκλοκένταυροι δε χρηματίζονται. Το όλο παιχνίδι με τη βουλή θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν επικοινωνιακό. Αυτό όμως δεν ισχύει διότι δεν μπορούσε να πείσει κανένα.

Αν το κρίναμε με κριτήρια ορθολογικότητας θα λέγαμε ότι λειτούργησε εντελώς αντίθετα. Καθώς ο τηλεθεατής έχει βομβαρδιστεί με εικόνες σκάνδαλα όταν ακούει ότι κάποιος έκλεψε εκατομμύρια μένει απαθής.

Προφανώς το σύστημα είναι τόσο σίγουρο από τον εαυτό του που δε χρειάζεται πλέον το ψέμα. Απλά λέει την αλήθεια σε όλο το υπερβολικό της βαθμό.

Ωστόσο οι θεατρινισμοί που είδαμε στα κανάλια είναι επιβεβλημένοι. Οι ρόλοι παραμένουν ρόλοι. Ο Ρουσσόπουλος μπορεί να βγαίνει και να κάνει μαθήματα ηθικής όπως και το ΠΑΣΟΚ μαθήματα διαφάνειας. Οι ίδιοι το Δεκέμβρη ωρυόντουσαν και για τα πλιάτσικα. Αστείο σχεδόν, άμα κλέβεις εκατομμύρια είσαι δημόσιο πρόσωπο, άμα κλέβεις ένα laptop ένας ταπεινός κλέφτης.

Η ίδια η ζωή έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο θέατρο όπου θεατές και θεατρίνοι απλώς περιμένουν τη στιγμή να χειροκροτήσουν στο ίδιο έργο που είδαν χτες.

Οι ρόλοι είναι ίδιοι, η υπόθεση είναι ίδια, η σκηνοθεσία είναι η ίδια. Το μόνο που αλλάζει είναι η τιμή του εισιτηρίου. Κάθε μέρα ολοένα και μεγαλώνει.

Κάπου εκεί ηχούν τα λόγια ενός θεατρίνου προς τους θεατές:

«είμαι ένας ρόλος κοινός τετριμμένος και μπουφόνικος… πληρώνω ως αντίτιμο την εικόνα μου στους άλλους αλλά γι’ αυτούς πάντα θα είμαι ένας ξένος…»

Σημασία δεν έχει να μην επικροτήσουμε το έργο αλλά να αρνηθούμε το ίδιο το θέατρο που μετατράπηκε η ζωή μας…

Η γελοιότητα στη δημοκρατία .

Μέρα με την μέρα γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι οι κατ’ επάγγελμα πολιτικοί που διαχειρίζονται την εξουσία στις δυτικές χώρες, βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στον λάκκο της γελοιότητας και της σαχλαμάρας προσφέροντας οι ίδιοι τα καλύτερα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει κανείς το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας. Η αστική δημοκρατία μοιάζει όλο και περισσότερο με περιπλανώμενο πτώμα. Τα διάφορα κατασταλτικά μέτρα που εφαρμόζονται σε όλες της δυτικές χώρες που στην ελλάδα ήρθαν με την μορφή με την ποινικοποίηση της “κουκούλας” και την επιχειρούμενη άρση του ασύλου, είναι τα καρφιά στο φέρετρο της δημοκρατίας ως ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα και έχει χάσει σχεδόν κάθε ιδιαίτερο στοιχείο διάκρισης από ακραία εξουσιαστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Είναι ένα πτώμα που οι επαγγελματίες πολιτικοί για να κρύψουν το νεκρικό χρώμα του, το σάπισμα της σάρκας του το ντύνουν και το βάφουν σαν κλόουν. Προτιμούν να φαίνεται γελοίο παρά νεκρό το σύστημα που τους τρέφει. Έτσι ο Μπερλουκόνι βάζει στο ευρωψηφοδέλτιο του “καλλίγραμμες” παιχτριές του Big Brother, μοντέλα και τηλεπαρουσιάστριες όλες εντελώς άσχετες με την πολιτική. Το εξοργιστικό είναι ότι οι αντιδράσεις σε αυτό ήταν σχετικά αμυδρές ενώ πολλοί πιστεύουν, και μάλλον όχι άδικα, ότι το κόμμα του Μπερλουσκόνι δε θα υποστεί καμία απώλεια αλλά αντίθετα θα ενισχυθεί σε αυτές τις εκλογές. Μετά τον μποντιμπιλντερα “εξολοθρευτή” Σβαντζενέγκερ ως κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, την επιστολή της λαϊκής αηδούς Μπεζεντάκου που έσωσε την ελληνική κυβέρνηση, την παρολίγον εκλογή της άλλης αηδούς Έφη Σαρρή από το τηλεοπτικό κόμμα show ΛΑΟΣ που έχει σαν πρόεδρο έναν πρώην μπολντιμπιλντερά και ιδιοκτήτη πρακτορείου μοντέλων, τα γκαρίσματα του πλασιέ βιβλίων αρρωστημένης επιστημονικής φαντασίας Μπομπόυκο Άδωνη με την εκτός γάμου σύντροφό του να βάζει τον ορό της βλακείας στους ηλιθιότερους του τόπου, τον εθνικό νομάρχη-Ζορό, να κυνηγάει έφιππος “σκοπιανούς”, τον λιμνούχο πνευματικό πατέρα της ηγεσίας της κυβέρνησης και τους τόσους άλλους αμέτρητους καθημερινούς σαχλαμαρισμούς των επαγγελματιών της πολιτικής, με όλα αυτά… τι άλλο θέλει κανείς για να πειστεί ότι η δημοκρατία πεθαίνει;

Η δημοκρατία όμως δεν πεθαίνει εξαιτίας της γελοιότητας στην οποία έχει ξεπέσει. Πεθαίνει γιατί γεννά ή υποθάλπει την αδικία, την εκμετάλλευση, το απάνθρωπο, τη βία, τον ρατσισμό, την μοναξιά, την αλλοτρίωση…..

 

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σκεπάσει αυτόν τον κλόουν….

Η γελοιότητα στη δημοκρατία

Μέρα με την μέρα γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι οι κατ’ επάγγελμα πολιτικοί που διαχειρίζονται την εξουσία στις δυτικές χώρες, βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στον λάκκο της γελοιότητας και της σαχλαμάρας προσφέροντας οι ίδιοι τα καλύτερα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει κανείς το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας. Η αστική δημοκρατία μοιάζει όλο και περισσότερο με περιπλανώμενο πτώμα. Τα διάφορα κατασταλτικά μέτρα που εφαρμόζονται σε όλες της δυτικές χώρες που στην ελλάδα ήρθαν με την μορφή με την ποινικοποίηση της “κουκούλας” και την επιχειρούμενη άρση του ασύλου, είναι τα καρφιά στο φέρετρο της δημοκρατίας ως ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα και έχει χάσει σχεδόν κάθε ιδιαίτερο στοιχείο διάκρισης από ακραία εξουσιαστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Είναι ένα πτώμα που οι επαγγελματίες πολιτικοί για να κρύψουν το νεκρικό χρώμα του, το σάπισμα της σάρκας του το ντύνουν και το βάφουν σαν κλόουν. Προτιμούν να φαίνεται γελοίο παρά νεκρό το σύστημα που τους τρέφει. Έτσι ο Μπερλουκόνι βάζει στο ευρωψηφοδέλτιο του “καλλίγραμμες” παιχτριές του Big Brother, μοντέλα και τηλεπαρουσιάστριες όλες εντελώς άσχετες με την πολιτική. Το εξοργιστικό είναι ότι οι αντιδράσεις σε αυτό ήταν σχετικά αμυδρές ενώ πολλοί πιστεύουν, και μάλλον όχι άδικα, ότι το κόμμα του Μπερλουσκόνι δε θα υποστεί καμία απώλεια αλλά αντίθετα θα ενισχυθεί σε αυτές τις εκλογές. Μετά τον μποντιμπιλντερα “εξολοθρευτή” Σβαντζενέγκερ ως κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, την επιστολή της λαϊκής αηδούς Μπεζεντάκου που έσωσε την ελληνική κυβέρνηση, την παρολίγον εκλογή της άλλης αηδούς Έφη Σαρρή από το τηλεοπτικό κόμμα show ΛΑΟΣ που έχει σαν πρόεδρο έναν πρώην μπολντιμπιλντερά και ιδιοκτήτη πρακτορείου μοντέλων, τα γκαρίσματα του πλασιέ βιβλίων αρρωστημένης επιστημονικής φαντασίας Μπομπόυκο Άδωνη με την εκτός γάμου σύντροφό του να βάζει τον ορό της βλακείας στους ηλιθιότερους του τόπου, τον εθνικό νομάρχη-Ζορό, να κυνηγάει έφιππος “σκοπιανούς”, τον λιμνούχο πνευματικό πατέρα της ηγεσίας της κυβέρνησης και τους τόσους άλλους αμέτρητους καθημερινούς σαχλαμαρισμούς των επαγγελματιών της πολιτικής, με όλα αυτά… τι άλλο θέλει κανείς για να πειστεί ότι η δημοκρατία πεθαίνει;

Η δημοκρατία όμως δεν πεθαίνει εξαιτίας της γελοιότητας στην οποία έχει ξεπέσει. Πεθαίνει γιατί γεννά ή υποθάλπει την αδικία, την εκμετάλλευση, το απάνθρωπο, τη βία, τον ρατσισμό, την μοναξιά, την αλλοτρίωση…..

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σκεπάσει αυτόν τον κλόουν…

Έχει περάσει καιρός

Από τότε που κάποια εργατικά συνδικάτα θεώρησαν ότι να δουλεύουν όσο και όποτε θέλουν τα αφεντικά τους δεν πρέπει να συνεχιστεί. Από τότε που οι αναρχοσυνδικαλιστές Σπις, Φίσερ, Σβαμπ, Φίλντεν, Νίμπι και Πάρσονς κατηγορηθήκαν, απ’ αυτό που καλούμε δικαιοσύνη, για βομβιστική επίθεση και κριθήκαν ένοχοι για κάτι που ακόμα και τώρα δεν έχει εξακριβωθεί τί ακριβώς είχε γίνει. Από τότε ακόμα και η μικρή διεκδίκηση μπορεί να ισοδυναμούσε με τίμημα αίματος αλλά το τελευταίο δε λειτουργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας. Από τότε που το συλλογικό δεν ήταν παραμύθι στα χείλια διοικούντων και άλλων.

Πράγματι έχει περάσει καιρός.

Γιατί η πρωτομαγιά έγινε γιορτή και έχασε το χαρακτήρα της. Γιατί τα συνδικάτα έχουν ξεπουληθεί τόσο που μιλούν για κοινωνική ειρήνη και συναντούνται με τους ταξικούς εχθρούς  αυτών, των όποιων υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Γιατί οποία κατάκτηση κερδήθηκε με κόστος πολύ αίμα, τώρα παζαρεύεται στα χαρτιά. Γιατί τώρα τα αφεντικά παίζουν μονότερμα και οι παραγωγικές ομάδες έχουν μείνει με το φόβο  και εκβιασμό με της ανεργίας… Γιατί επιστρέφουμε στη προηγούμενη εργατική βαρβαρότητα με μόνη αντίδραση να παρακολουθούμε αθλητικά ντέρμπι στη τηλεόραση. Γιατί ακόμα κάποιοι πιστεύουν πως θα τους σώσουν καρεκλοκένταυροι και επαγγελματίες μιζαδόροι…

Οι καιροί δεν έχουν αλλάξει. Τα αφεντικά θα απατούν εντατικοποίηση και μεγιστοποίηση ης μισθωτής σκλαβιάς ότι και να γίνει. Το μόνο που θέλουν να αποκομίσουν από τον εργάτη/ρια  είναι κέρδος. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Η συνήθης βλακεία που ακούμε ακόμα και σήμερα ότι «ο τάδε σου δίνει ψωμί να φας» δεν είναι παρά η  επικύρωση της πιο χυδαίας παραίτησης. Από κει και περά ο καθένας κάνει τις επιλογές του…

Ας καλωσορίσουμε την άνοιξη που μας έρχεται και ας δούμε τo μελλοντικό χειμώνα σε διαφημιστικά σποτ την ώρα του ματς…

Εκλογική Αμνησία

29 Απριλίου σήμερα. Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη. Δεν είναι καθόλου λίγες τόσο οι έντυπες αναλύσεις που ακολούθησαν όσο και οι διάφορες προφορικές συζητήσεις σε μέσα μαζικής ενημέρωσης αμέσως μετά. Άλλες περιστράφηκαν γύρω από τη θεωρία του μεμονωμένου συμβάντος και αναφερόντουσαν στην αστυνομική συμπεριφορά , άλλες στην εκδήλωση και διάχυση ενός σωρευμένου θυμού και άλλες , οι περισσότερες , γύρω από την χαμένη περιουσία ευυπόληπτων πολιτών.

Σε όλες σχεδόν τις συζητήσεις συμμετείχαν μέλη των κομμάτων που υπάρχουν σήμερα στη βουλή και σε μερικές περιπτώσεις και πολιτευτές, όπως συνηθίζουμε να τους λένε, από το πολιτικό φάσμα που δεν βρίσκονται στο κοινοβούλιο, αλλά έχει μια κάποια κοινωνική απήχηση. Σε καμία συζήτηση προφορική δεν συμμετείχε κάποιος από τους φερόμενους “ηθικούς” ή “φυσικούς” αυτουργούς των επεισοδίων. Μερικά κείμενα κατάφεραν να ψελλίσουν αντίθετη άποψη αλλά σε έντυπα που το αναγνωστικό κοινό είτε είναι περιορισμένο είτε έτσι κι αλλιώς συμφωνεί.

Ακούστηκαν και γράφτηκαν πάρα πολλές κατηγορίες τόσο για την αστυνομία όσο και για το γενικότερο πολιτικό σύστημα. Πως πρέπει να αλλάξει για να καταλάβει και να αφουγκραστεί – αγαπημένη έκφραση – τους νέους.

Πράγματι, η κυβέρνηση μετά από απαίτηση όλου του πολιτικού κόσμου ακόμα και αυτών που σχεδόν αναγκάστηκαν να καταδικάσουν τα γεγονότα, πήρε δραστικά μέτρα. Ποιά είναι αυτά, ομάδα δέλτα (καμία σχέση με τη γαλακτοβιομηχανία), ποινικοποίηση της κουκούλας και… αυτά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και τα δύο αυτά μέτρα, τέθηκαν σε εφαρμογή μετά από κάποια επεισόδια στο κολωνάκι. Άρα έχουμε και δύο σταθμά όσο αφορά το χρόνο αντίδρασης. Και κάτι άλλο ακόμη, η κυβέρνηση πολύ πρόθυμα πλήρωσε για την αποκατάσταση όλων των ζημιών στο κολωνάκι ενώ πριν από κάποιους μήνες μιλούσε για έλλειψη χρημάτων όσο αφορά τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Επιχείρημα μικροπολιτικής , μπορεί να πει κάποιος. Όχι , γιατί είναι ένα πάρα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της συμπεριφοράς του φαίνεστε, όχι του είναι, που είναι χαρακτηριστική για όλο των πολιτικό κόσμο.

Τι συμβαίνει τώρα; Και σήμερα γίνονται πάρα πολλές συζητήσεις προφορικές, όπως επίσης εκφράζονται και πάρα πολλές γνώμες σε έντυπα. Ποιό είναι το θέμα τώρα. Μα φυσικά οι επερχόμενες εκλογές για την ευρωβουλή και ίσως για εθνικές. Κανένας δεν λέει κουβέντα για ότι έγινε λίγους μήνες πριν. Ποιά είναι τα σημεία ενδιαφέροντος. Τι άλλο. Τα σκάνδαλα.

Siemens, Βατοπαίδι, περίπτωση Παυλίδη (βλέπε άγονες γραμμές), Εξοπλιστικά, Μεβγάλ (μονοπώλια).

Ποιό είναι το ηθικό δίδαγμα. Κανένας δεν έχει συνειδητοποιήσει τίποτα για το Δεκέμβρη. Τα κόμματα εξουσίας έχουν αναλωθεί σε ένα αγώνα ξεφωνήματος το ένα προς το άλλο διεκδικώντας δάφνες περισσότερης καθαρότητας. Τα κόμματα της αριστεράς….διαγωνίζονται πιο θα βγει τρίτο. Το ΚΚΕ άρχισε με καταγγελίες περί συγκάλυψης και χαϊδέματος αυτιών, ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας συμπτώματα υψοφοβίας από τα ψηλά στα χαμηλά έχει στραφεί σε εσωτερικές εκκαθαρίσεις προκειμένου το “τρελό” αγόρι τσίπρας να μην δέχεται αμφισβήτηση από το εσωτερικό. Τέλος το καινούργιο φρούτο , οι οικολόγοι πράσινοι, οι οποίοι έχουν σαν δεξαμενή ψηφοφόρων τη δεξιά. Το ότι το ΚΚΕ τους κατηγορεί για εμπόρους ναρκωτικών δίνει ένα ενδιαφέρον στην περίπτωσή τους πάντως.

Τα πάντα έχουν ξεχαστεί και όλοι έχουν γυρίσει σε κανονικούς ρυθμούς. Στο ποίος θα κάτσει στην καρέκλα δηλαδή. Ίσως να σκέφτονται: εντάξει εκτονώθηκαν, άρα έχουμε περιθώριο και για άλλα πολλά… Κουβεντιάσαμε γι αυτά που συνέβησαν , έχουμε και άλλες δουλειές τώρα.

Η εργασιακή εκμετάλλευση και εκβιασμοί, ατυχήματα, απόπειρες δολοφονίας, η αστυνομική βαρβαρότητα,οι καταλήψεις, ο ρατσισμός αποτελούν παρελθόν. Μάλλον για το αστικό σύστημα όλα τα παραπάνω αποτελούν έννοιες που συνδέονται με μεμονωμένα περιστατικά που μπορούν να αντιμετωπιστούν με αποζημιώσεις και ποινικοποιήσεις ενώ οι υποθέσεις διαφθοράς είναι αντικείμενα εκλογικής εκμετάλλευσης. Η ευθύνη για τα πρώτες έννοιες με ευκολία μεταφέρθηκε στην κοινωνία και στην ανοχή που δείχνει. Όλα τα υπόλοιπα όμως θέλουν λεπτούς πολιτικούς χειρισμούς γιατί έχουν να κάνουν με την εξουσία και η κοινωνία δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. Μπλέκουμε και τη δικαστική εξουσία στη μέση και όλα είναι μια χαρά.

Όσο περνάει ο καιρός και πλησιάζουμε περισσότερο στις εκλογές τα πάντα θα περιστρέφονται γύρω από τα σκάνδαλα και για το ποιός μπορεί να διαχειριστεί το δημόσιο χρήμα καλύτερα. Σε ελεύθερη μετάφραση αυτό σημαίνει ποιός μπορεί να κλέψει χωρίς να δώσει και πολλές αφορμές.

Όσο για την κοινή γνώμη… καλοκαίρι πλησιάζει, να μην αρχίσει να οργανώνει τις διακοπές της; Αρκετά εκφράστηκε…

Δουλειά = Παραίτηση

Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι ότι το κεφάλι μου είναι σχεδόν άδειο. Τα μοναδικά πράγματα που χωράνε είναι υποχρεώσεις που έχουν να κάνουν με τη δουλειά μου. Το δρομολόγιο είναι γνωστό. Δουλειά, καμιά μπύρα μερικές φορές ,σπίτι.

Μου φαίνεται ότι κάτι λείπει.

Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι οτιδήποτε αφορά την προσωπική μου ζωή ή ότι έχουμε συνηθίσει να καλούμε υποχρεώσεις θα παραμένει το ίδιο όσο μεγαλώνω. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που μου είχε πει μια φίλη ότι έχω αλλάξει σχεδόν είχα παρεξηγηθεί.

Τι είναι όμως αυτές οι αλλαγές. Αλλοτρίωση, όπως μου λένε οι τωρινοί φίλοι μου ή μια συνεχής διαδικασία αναθεώρησης που μερικές φορές είναι τόσο μεγάλη ώστε να σαστίζουμε μπροστά της.

Μπορεί κάποιος να λέει στις καθημερινές του συζητήσεις σήμερα ότι πιστεύει το τάδε ή το δείνα που πίστευε πριν από αρκετά χρόνια και η προσωπική του ζωή τότε του το επέτρεπε, δηλαδή υπήρχε συνέπεια λόγου και πράξης;

Ίσως και να είμαι αρκετά σκληρός με τον εαυτό μου, αλλά ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις γυρνάει και μια συζήτηση που είχα πολύ πρόσφατα με ένα φίλο γύρω από τις διάφορες μορφές δράσεις.

Πως είναι δυνατόν να βρίσκομαι σήμερα μπροστά σε λευκή κόλλα χαρτί και αυτή να μου μοιάζει ξένη. Τόσο κενή. Κενή όπως και η γεμάτη δουλειά, επαγγελματικές γνωριμίες, επαγγελματικά ταξίδια, τυπικές επισκέψεις σε φίλους , ζωή μου. Ότι κάνω είναι διαφανές, άοσμο, άγευστο, κι όμως τόσο χορταστικό, τόσο κουραστικό. Τα διάφορα περνούν από μέσα μου και δεν μου αφήνουν τίποτα. Δεν είμαι εραστής των αναμνήσεων, απεναντίας τις μισώ. Απλά φοβάμαι ότι αυτά που έκανα πριν με έκαναν να κάνω αυτές τις σκέψεις, αυτά που κάνω τώρα δεν θα μου δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτώ.

Πάντα υπάρχει η εναλλακτική. Παραίτηση. Εύκολα θα μπορούσε κάποιος να μου πει ότι κρίνεις το ότι σου συμβαίνει αλλά δεν κάνεις και τίποτα για να το αλλάξεις, και φυσικά εννοεί το να φύγω μακριά από όλα αυτά. Στην αρχή σκύβω το κεφάλι όταν ακούω τέτοιου είδους ή παρόμοια επιχειρήματα. Αναγνωρίζω ότι η σημερινή μου κατάσταση είναι και αποτέλεσμα των δικών μου επιλογών.

Από την άλλη πλευρά όμως πάντα θεωρούσα ότι πρέπει να είμαι κοντά σε ότι συμβαίνει. Η πραγματικότητα είναι κοινή σε όλους. Ο κόσμος είναι κοινός , τα προβλήματα είναι κοινά, η αλληλεξάρτηση των σχέσεων και της κοινωνικής πραγματικότητας είναι δίπλα μου μέσα μου. Πως θα μπορούσα να είμαι έξω από όλα αυτά. Θα λειτουργούσα έξω από αυτά και η δράση μου θα ήταν μέσα και γι αυτά;

Η σκέψη είναι το καλύτερο φάρμακο έστω και αν οι ιδέες είναι κοντά στην κατάθλιψη. Η πραγματική ξεκούραση είναι όχι το άδειασμα του μυαλού από τις υποχρεώσεις πηγαίνοντας διακοπές ένα σαββατοκύριακο σε χλιδάτο ξενοδοχείο, μια και υπάρχει η πολυτέλεια να γίνει, αλλά η αλληλεγγύη σε πράγματα που η καθημερινότητα σου δείχνει επιβλητικά ότι είναι χλιδή να ασχοληθείς γιατί δεν σε αφορούν. Η πραγματική ξεκούραση βρίσκεται στην υπέρβαση του ατομικού. Της προσωπικής ωφέλειας.

Ένα είναι το πραγματικό εμπόδιο. Η μισθωτή σκλαβιά.

Φαινομενικά σε απελευθερώνει μέσο του χρήματος. Πραγματικά σε δεσμεύει γιατί εξουθενώνει τη σκέψη σου και σε κάνει να είσαι υποτελής στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνεις. Υποχρεώσεις που δεν είναι σε καμία περίπτωση δικές σου. Ούτε καν δικές τους δεν είναι. Το σημείο προσανατολισμού χάνεται μέσα στην γραφειοκρατία.

Σταματώ εδώ. Μερικές εκατοντάδες μέτρα από εδώ που βρίσκομαι και γράφω γίνεται μια πορεία.

Θα ήταν πολύ ειρωνικό να πω ότι θα ήθελα να ήμουν εκεί;

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ. ΣΗΜΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟΜΗΣ ΜΕ Τ

 αναδημοσίέυση απο την ασσύμετρη απειλη

 

Μια πράξη, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, ποτέ δεν είναι αυτή καθ’ αυτή επαναστατική. Είναι το υποκείμενο που νοηματοδοτεί την ενέργεια, που την κάνει επαναστατική ή οτιδήποτε άλλο (φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει και μια αυτονόητη αντιστοιχία της πράξης με τη νοηματοδότησή της). Άλλο νόημα θα έχει ο εμπρησμός μιας αλβανικής τράπεζας, παράδειγμα, εάν οι δράστες είναι ναζί κι άλλο νόημα εάν οι δράστες είναι αναρχικοί . Το ίδιο συμβαίνει και με τις ληστείες. Έχοντας σαν πυξίδα αυτή τη διαπίστωση, ας αποπειραθούμε να κατηγοριοποιήσουμε το φαινόμενο της ληστείας. Χονδρικά, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τη ληστεία σε τρία “είδη”: η κοινή ληστεία, η “κοινωνική” ληστεία και η επαναστατική ληστεία. Φυσικά, η κατάταξη αυτή δεν περιορίζει το φαινόμενο σε αυστηρά οριοθετημένα σύνορα. Υπάρχουν τόσο οι υβριδικές καταστάσεις, αλλά και η μεταπήδηση από τη μια κατηγορία στην άλλη.
Ο «κοινός» ληστής (είτε ληστεύει τράπεζες, είτε περίπτερα), ανήκει στον υπό-κοσμο, στην αντι-κοινωνία. Είναι, δηλαδή, η ίδια η κοινωνία που κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη και βλέπει το είδωλό της ανεστραμμένο. Όπως ο μέσος μικροαστός θέλει να πλουτήσει ή να ανελιχθεί στην κοινωνική κλίμακα, έτσι και ο παράνομος κάνει το ίδιο με άλλα μέσα. Δημιουργεί μια αντίστοιχη ιδιότυπη ταξική και ιεραρχική αντι-κοινωνία, με τους δικούς της νόμους, τη δική της ηθική και τα δικά της έθιμα. Στην ουσία τους, όμως, η νόμιμη κοινωνία και η παράνομη αντι-κοινωνία, είναι δίδυμα αδέρφια.
Από την άλλη η κοινωνική ληστεία είναι σάρκα από τη σάρκα της αγροτικής κοινωνίας που τη γέννησε. Ο κοινωνικός ληστής δε συγκροτεί μια παράλληλη παράνομη αντι-κοινωνία, αντίθετα συμμετέχει στην κοινωνική ζωή σαν κανονικό μέλος της κοινότητας. Ο μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm αναφέρει σχετικά με τη σχέση του κοινωνικού ληστή με το χωρικό:
«Το ουσιαστικό στοιχείο, όσον αφορά τους κοινωνικούς ληστές, είναι το γεγονός ότι είναι εκτός νόμου και θεωρούνται κακούργοι από το φεουδάρχη και το κράτος, ενώ συγχρόνως παραμένουν μέσα στην επαρχιακή κοινωνία και θεωρούνται από τους κατοίκους ήρωες, προστάτες, εκδικητές, αγωνιστές για τη δικαιοσύνη, αρχηγοί απελευθερωτικών κινήσεων….
Η σχέση αυτή που ενώνει τον κοινό χωρικό με τον επαναστάτη, τον παράνομο και το ληστή κάνει ενδιαφέρον και σημαντικό το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας. Επί πλέον την ξεχωρίζει από δύο άλλους τύπους ληστείας στην ύπαιθρο, δηλ. από τη δραστηριότητα ενόπλων ομάδων επαγγελματικού τύπου ή από τους απλούς κλέφτες και από εκείνες της κοινωνίες, όπως πχ των Βεδουίνων, για τις οποίες οι επιδρομές είναι κανόνας ζωής».

Για τον κοινωνικό ληστή, ο απλός χωρικός δεν είναι “φυσική λεία”, ενώ ο χωρικός δε θεωρεί τον κοινωνικό ληστή ως “πραγματικό ληστή”: «ένας κοινωνικός ληστής δε θα βάλει ποτέ χέρι στη σοδειά του χωρικού. Στου τσιφλικά, όμως, οπωσδήποτε». Είναι χαρακτηριστική η αυτοπεριγραφή του Ιταλού ληστή Μάρκο Σιάρρα, που θεωρούσε τον εαυτό του ως μαστίγωμα του θεού, σταλμένου εναντίον των τοκογλύφων και αυτών που κατέχουν μη παραγωγικές εργασίες. Άλλωστε, ένα μεγάλο κομμάτι των κλοπιμαίων επιστρέφει στην αγροτική κοινότητα: ο ληστής χτίζει εκκλησίες ή τεμένη (αφού μοιράζεται τις ίδιες ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις με την κοινότητα), παντρεύει τις φτωχές κοπέλες, χρηματοδοτεί ακόμα και δημόσια έργα! Πολλές φορές μάλιστα, δίνει λεφτά σε φτωχές οικογένειες. Ο Πάντσο Βίλλα μοίρασε τη λεία της πρώτης του ληστείας ως εξής: 5000 πέσος στη μητέρα του, 4000 σε συγγενείς, αγόρασε ένα ραφτάδικο σε ένα φτωχό, για να συντηρήσει την οικογένειά του, βοήθησε άλλον ένα φτωχό για να κρατήσει το μαγαζί του και ότι περίσσεψε το ξόδεψε σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Ο περουβιανός Λουίς Πάρδο, μοίραζε χούφτες με ασημένια νομίσματα, σεντόνια, σαπούνια, μπισκότα, κεριά κλπ Για τον Ντιέγο Κοριέντες της Ανδαλουσίας, έλεγαν ότι «κλέβει τον πλούσιο, βοηθά το φτωχό και δε σκοτώνει κανένα» και για τον Μπίλλυ δε Κιντ στη Ν.Δ. Αμερική: «ήταν καλός με τους μεξικανούς. Έμοιαζε με τον Ρομπέν των δασών. Έκλεβε από τους λευκούς και έδινε στους μεξικανούς». Ο Τζέσση Τζαίημς, αφού δάνεισε 800 δολάρια σε μια χήρα, για να πληρώσει το χρέος της σ’ έναν τραπεζίτη, ύστερα λήστεψε την τράπεζα και πήρε πίσω τα χρήματα.
Οι πράξεις αυτές έκαναν τους ληστές ιδιαίτερα αγαπητούς στο λαό. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες κτημάτων, προτιμούσαν να έχουν πάρε-δώσε με ληστές παρά με την αστυνομία. Ένας βραζιλιάνος κτηματίας το 1930, έλεγε:
«προτιμώ να έχω να κάνω με ληστές, παρά με την αστυνομία. Η αστυνομία είναι ένα μπουλούκι σκυλοφονιάδων, που έρχονται από την πρωτεύουσα με την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι της επαρχίας προστατεύουν τους ληστές. Νομίζουν ότι γνωρίζουμε όλες τις εξόδους αποδράσεώς τους. Έτσι ο κύριος στόχος τους είναι αν αποσπάσουν ομολογίες με κάθε μέσο…
Και οι ληστές; Οι ληστές συμπεριφέρονται σα ληστές… Αν εξαιρέσουμε μερικούς που είναι πραγματικά σκληροί, δεν κάνουν κακό, παρά μόνο όταν τους κυνηγά η αστυνομία».

Ο κοινωνικός ληστής, παρ’ ότι έχει πολλά κοινά σημεία με τον κοινωνικό επαναστάτη, έχει και πολλές σημαντικές διαφοροποιήσεις. Ο κοινωνικός ληστής δεν έχει σα στόχο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αλλά είναι μια φιγούρα ατομικής εξέγερσης, μια πρωτόγονη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, προάγγελος και δυναμικό εκκολαπτήριο της εξέγερσης (σύμφωνα με τον Hobsbawm). Ο κοινωνικός ληστής είναι πάνω απ’ όλα εκδικητής:
«Εκδίκηση για προσωπική ταπείνωση, εκδίκηση και για εκείνους που καταπιέζουν τους άλλους. Το Μάη του 1744, ο αρχιληστής Ολέσκα Ντόβμπους χτύπησε το σπίτι του άρχοντα (σ.σ. σκληρού φεουδάρχη) Κονσταντίν Ζλοτίνσκι. Του βαλε τα χέρια πάνω στη φωτιά μέχρι να καούν, του βαλε δαυλιά αναμμένα πάνω στο δέρμα και δεν ήθελε να ακούσει για εξαγορά. “Δεν ήρθα εδώ για τα λεφτά σου αλλά για την ψυχή σου, γιατί αρκετά βασάνισες τόσο κόσμο”.»
Το σύνηθες πρότυπο του κοινωνικού ληστή είναι το εξής : μετά από μια άδικη δίωξη ή μετά από μια εγκληματική και βάναυση συμπεριφορά των τοπικών αρχών (μερικές φορές μετά και από έγκλημα τιμής), ο αγρότης βγαίνει στο βουνό και γίνεται ληστής, παίρνοντας όχι μόνο προσωπική εκδίκηση, αλλά και εκδίκηση εξ ονόματος όλης της κοινότητας. Η ιστοριογραφία βρίθει με περιπτώσεις εκδίκησης απέναντι σε τοπικούς άρχοντες, όπως η παραπάνω. Οι Ρώσοι ευγενείς, προς το τέλος του 18ου αιώνα, χαρακτήριζαν τους ληστές ως «κτήνη με ανθρώπινη μορφή, έτοιμοι να βεβηλώσουν κάθε τι ιερό, να σκοτώσουν, να λεηλατήσουν, να κάψουν, να βιάσουν τη θέληση του Κυρίου και τους νόμους του Κράτους». Η γνώμη, όμως, των τοπικών κοινοτήτων ήταν τελείως διαφορετική:
«Ο κλέφτης ανήκει στη μια πλευρά της κοινωνίας, εκείνη των φτωχών και των καταπιεσμένων. Μπορεί είτε να αφομοιωθεί απ’ την επανάσταση του χωρικού ενάντια στον αφέντη, της παραδοσιακής κοινωνίας ενάντια στη σύγχρονη, των περιθωριακών κοινοτήτων ή εκείνων της μειοψηφίας ενάντια στην ένταξή τους μέσα σε ένα πιο πλατύ σύστημα…»
Εδώ υπάρχει ένα κομβικό σημείο: ο κοινωνικός ληστής, ως άτομο πλήρως ενταγμένο στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, είναι “παραδοσιακός επαναστάτης”. Η εξέγερσή του δεν αποσκοπεί στο μετασχηματισμό, αλλά στην επιστροφή πίσω στη ζωή των μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Άλλωστε, στερούμενος από θεωρητική βάση, δεν πολεμούσε την εκμετάλλευση, αλλά την υπερ-εκμετάλλευση, δεν πολεμούσε την εξουσία, αλλά την κατάχρησή της:
«Προσπαθεί να παγιώσει το δίκιο ή τις “παλιές συνήθειες”, δηλ. τις δίκαιες σχέσεις στο εσωτερικό μιας καταπιεσμένης κοινωνίας. διορθώνει τα στραβά όπως θα λέγαμε. Δεν προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινωνία που να βασίζεται πάνω στην ελευθερία και την ισότητα. Οι ιστορίες που λέγονται γι αυτόν δείχνουν μέτριους θριάμβους , όπως πχ σώζει το κτήμα μιας χήρας, σκοτώνει έναν τοπικό τύραννο, ελευθερώνει έναν κρατούμενο κι εκδικείται έναν άδικο φόνο. Το πολύ-πολύ, κι αυτό συμβαίνει σπάνια,- όπως ο Βαρνταρέλλι στην Απούλια της Ιταλίας, να διατάζει τους παραγωγούς να δίνουν ψωμί στους εργάτες τους, να επιτρέπουν στους φτωχούς να συλλέγουν τη σπορά ή μπορεί και να μοιράσει δωρεάν αλάτι, κι έτσι να περιορίσει τους φόρους…»
Αυτή η ταύτιση του κοινωνικού ληστή με την κοινότητα, τον οδηγεί σε πόλεμο κυρίως με την τοπική εξουσία και λιγότερο με την κεντρική εξουσία (η οποία κάνει ελάχιστες εμφανίσεις στις κλειστές αγροτικές κοινότητες). Στο λαϊκό φαντασιακό, η κεντρική εξουσία αγνοεί τη βαναυσότητα και την ασυδοσία της τοπικής εξουσίας. Το παράδειγμα του Ρομπέν των Δασών, συμπυκνώνει τα βασικότερα στερεότυπα της κοινωνικής ληστείας, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και η αποενοχοποίηση της κεντρικής εξουσίας για τα εγκλήματα των φεουδαρχών και των τοπικών αρχόντων. Ο βασιλιάς Αρθούρος συμπυκνώνει όλα τα χαρίσματα του καλοκάγαθου βασιλιά, ο οποίος αγνοεί τη βαναυσότητα του σερίφη του Νοτιγχαμ. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ληστεία δεν έρχεται σε ρήξη με τους θεσμούς, αλλά με τους φορείς των θεσμών. Πολλές φορές μάλιστα, αναλαμβάνουν να υποκαταστήσουν το κενό της «φιλολαϊκής και πεφωτισμένης ηγεσίας». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Γκουτζάρ στην Ινδία. Οι Γκουτζάρ είχαν μια ισχυρή παράδοση ανεξαρτησίας και παρανομίας. Το 1824 «τα πιο τολμηρά πνεύματα της Σαρχανπούρ, παρά να πεθάνουν από την πείνα, σχημάτισαν ομάδα υπό την αρχηγεία ενός ληστή με το όνομα Κάλλουα». Ο Κάλλουα, ντόπιος Γκουτζάρ, λήστευε τους μπάνια, την κάστα των εμπόρων και των τοκογλύφων:
«τα αίτια που οδηγούσαν τους δακοΐτες στη ληστεία, δεν ήταν τόσο η λεηλασία, όσο η επιθυμία της επιστροφής τους στον παλιό τρόπο ζωής χωρίς νόμους και κανόνες που επιβάλανε οι ανώτερες αρχές…
Ο Κάλλουα συνάπτοντας συμμαχία με ένα σημαντικό Ταλούκνταρ (τσιφλικά αξιωματούχο), που είχε υπό τον έλεγχό του σαράντα χωριά, και άλλους δυσαρεστημένους ευγενείς, επέκτεινε την εξέγερσή του με επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων, παίρνοντας αρκετό θησαυρό από διακόσιους αστυνομικούς φρουρούς και λεηλατώντας ολόκληρη την πόλη Μπαγκαουνπουρ. Έπειτα κήρυξε τον εαυτό του Ραγιά Καλιάν Σιγκ (βασιλιά) κι έστειλε παντού μηνύματα βασιλικού τύπου για να απαιτήσει φόρο υποτέλειας»
Στη Ρωσία ο εκάστοτε αρχιληστής θεωρούνταν μνηστήρας του θρόνου, ενσαρκωτής του “τσάρου των ζητιάνων”, του καλού λαϊκού τσάρου που αντικαθιστούσε τον τσάρο των βογιάρων, των ευγενών και προνομιούχων:
«Η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 17ου και 18ου αιώνα, κατά μήκος του κάτω Βόλγα, ήταν έργο των Κοζάκων- Μπουλάβιν, Μπολοτνίκοφ, Στένκα Ράζιν (ο ήρωας των λαϊκών τραγουδιών)και του Γεμαλιάν Πουγκατσόφ – κι ας σημειωθεί ότι οι Κοζάκοι, εκείνο τον καιρό ήταν κοινότητες, ελευθέρων αγροτών επιδρομέων. Κι όπως ο Ραγιά Κολιάν Σιγκ, τους συναντάμε να κάνουν αυτοκρατορικές δηλώσεις. Οι άνδρες τους, όπως και οι ληστές της νότιας Ιταλίας, το 1860, σκοτώνουν, καίνε, λεηλατούν, καταστρέφουν τα γραπτά ντοκουμέντα που κατοχυρώνουν τη δουλεία και την υποταγή, τους λείπει όμως το πρόγραμμα, εκτός βέβαια από το να καταστρέψουν την καταπιεστική μηχανή».

Αυτή η στάση πολλών κοινωνικών ληστών δεν πρέπει να μας ξενίζει, καθώς οι ληστές ήταν “primitive rebels” και όχι συνειδητοί αντισυστημικοί επαναστάτες. Παρ’ όλα αυτά, οι ληστές ήταν οι πρώτοι που στελέχωναν τις επαναστατικές απόπειρες, όποτε αυτές ξεσπούσαν. Τόσο σε εθνικο-κοινωνικούς αγώνες (κλέφτες, χαϊδούκοι, χαϊνηδες, ζεϊμπέκοι κλπ), όσο και σε κοινωνικές επαναστάσεις (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ληστή Πάντσο Βίλλα, που πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Εμιλιάνο Ζαπάτα στην αγροτική επανάσταση στο Μεξικό):
«…οι ληστές συμμετέχουν στις αξίες και τις επιδιώξεις του αγροτικού κόσμου, σαν παράνομοι δε και αντάρτες, είναι ευαίσθητοι στις επαναστατικές τους κινήσεις. Σαν άνθρωποι που έχουν κερδίσει ήδη την ελευθερία τους, βλέπουν με περιφρόνηση την αδράνεια και την παθητικότητα της μάζας, σε περιόδους όμως επανάστασης αυτή η παθητικότητα εξαφανίζεται και μεγάλος αριθμός αγροτών γίνονται ληστές»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικών ληστών, που έγιναν επαναστάτες, ήταν οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο. Το σώμα των κλεφτών ήταν, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, «σύνηθες καταφύγιον των εχόντων εντονότερον της λευθερίας το ελατήριον». Ο Δημήτρης Φωτιάδης γράφει για τους κλέφτες:
«όσοι από τους ραγιάδες δεν υπόφερναν να είναι δούλοι μήτε των Τούρκων μήτε των κοτζαμπάσηδων, φεύγουνε στα βουνά κι εκεί στις περήφανες κορφές, στις δυσκολοδιάβατες κλεισούρες, στ’ άγρια φαράγγια και στα πυκνά τα δάση στήνανε το λημέρι τους, το καθένα μια κολυμπήθρα λευτεριάς. Γυμνοί, νηστικοί, ξυπόλυτοι, κυνηγημένοι, μια ευχή είχαν στα χείλη τους : «καλό βόλι». Γύρευαν όχι ήσυχο, μα λεύτερο θάνατο.
Αυτούς τους κλέφτες τη «μαγιά της λευτεριάς», τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, τους έδινε τροφές- ήταν οι προστάτες του. Όποιος Τούρκος ή κοτζαμπάσης αδικούσε το ραγιά, τον τιμώραγε το βόλι του κλέφτη…
Εκεί γύρω από τα 1650 ως τα 1690, η Ρούμελη είχε γιομίσει από κλέφτες. Έναν ξέκαναν οι Τούρκοι, δέκα φύτρωναν»
Τόσο γιγαντώθηκε το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, που οι Οθωμανοί και οι κοτζαμπάσηδες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την κλασική τακτική: ήρθαν σε συμφωνία με πολλούς κλέφτες και τους μετατρέψανε σε αρματολούς. Έτσι, οι ανυπότακτοι κλέφτες απόκτησαν έναν ακόμα εχθρό.
Αργότερα, με το ξέσπασμα της επανάστασης, οι κλέφτες ήταν οι μεγαλύτεροι πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης. Στη θέση, όμως του Τούρκου κατακτητή, κάθισε ο Έλληνας κατακτητής. Πολλοί ήταν οι κλέφτες, που ασφυκτιώντας στο νέο καθεστώς της «ελεύθερης» Ελλάδας, επέστρεψαν στα βουνά και συνέχισαν τις ληστείες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι σλαβομακεδόνες ληστές συμμετέχουν στην επαναστατική κίνηση των Κομιτατζήδων (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ή IMRO), οι οποίοι έδρασαν στα χνάρια των Βουλγάρων χαϊδούκων. Το ίδιο και ο Ούγγρος ληστής Σαντόρ Ρόσα, ηγέτης των ληστών απ’ το 1841 και επαναστάτης μετά το1849. Εκτός όμως από τους ληστές που συμμετείχαν στις εθνικο-κοινωνικές επαναστάσεις, υπάρχουν και αυτοί που έδρασαν σαν κοινωνικοί επαναστάτες. Οι ληστές του Μπάνταμ πολέμησαν στο πλάι των κομμουνιστών το 1926. οι ληστές της Ιάβας στηρίξανε τον Σουκάρνο και τους κομμουνιστές, ενώ οι ληστές της Κίνας ακολούθησαν τον Μάο Τσε Τουγκ, ο οποίος ήταν βαθιά επηρεασμένος από την τοπική παράδοση της λαϊκής αντίστασης:
«πως μπορεί να σωθεί η Κίνα; Η απάντηση του νεαρού Μάο ήταν: μιμηθείτε τους ήρωες του Λιανγκ Σαν Πο, δηλ. τους ελεύθερους ανταρτοληστές της νουβέλας “Κατά μήκος του ποταμού”. Επιπλέον ο Μάο τους στρατολόγησε συστηματικά. Δεν ήταν τάχα πολεμιστές και με τον τρόπο τους, πολεμιστές κοινωνικά συνειδητοί; Οι “κοκκινοτρίχηδες”, μια φοβερή οργάνωση αλογοκλεφτών που δρούσε ακόμα στη Ματζουρία το 1920, απαγόρευε στα μέλη της να επιτίθενται εναντίον των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, ενώ τους ανάγκαζε να κάνουν επιθέσεις εναντίον όλων των πολιτικών υπαλλήλων και επίσημων προσώπων, αλλά “αν ένας άνθρωπος είχε καλή φήμη θα του αφήσουν τη μισή περιουσία, αν όχι, θα του τα πάρουν όλα”. Το 1929 ο όγκος του Κόκκινου Στρατού του Μάο, μοιάζει να αποτελείται από “ανυπόλυπτα στοιχεία” (για να χρησιμοποιήσουμε τη δική του ταξινόμηση “από στρατιώτες, ληστές, κλέφτες, ζητιάνους και πόρνες”). Ποιος διακινδύνευε εκείνες τις μέρες να αναμιχτεί σ’ έναν παράνομο σχηματισμό, εκτός απ’ τους ίδιους τους παράνομούς; “Αυτός ο κόσμος πολεμάει με πάρα πολύ θάρρος”, παρατηρούσε ο Μάο…»
Όπως στην Κίνα, έτσι και στην Κολομβία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι κοινωνικοί ληστές εντάχθηκαν σε αντάρτικες κομμουνιστικές ή αριστερίζουσες αγροτικές ομάδες. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι που έφερναν κοντά τους ληστές με τους επαναστάτες: πρώτον, η ανιδιοτέλεια των επαναστατών (αναρχικών και κομμουνιστών), που παρά τη μόρφωσή τους και την ανώτερη κοινωνική τους θέση, με την συμπεριφορά τους και τη βοήθεια που παρείχαν στους αγροτικούς πληθυσμούς, γοήτευαν τους ληστές και δεύτερον, η συνάντηση ληστών και επαναστατών στη στρατιωτική θητεία και στη φυλακή.
Στον κανόνα, όμως, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αρκετές φορές οι ληστές επιστρατεύονται από τις αρχές για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές αντάρτες. Ο βραζιλιάνος ληστής Λαμπιάο πήρε τον τίτλο του λοχαγού για να αποκρούσει την κομμουνιστική φάλαγγα Prestes. Ο Ιταλός ληστής Τζουλιάνο, συμμάχησε με τους Σικελούς φεουδάρχες και στράφηκε εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών. Στη Ρωσία και τη Ουγγαρία, αρκετοί χαϊδούκοι δέχονταν το ρόλο της έφιππης φρουράς ιπποτών, που φύλαγε τα σύνορα (αναφέραμε πιο πάνω και το αντίστοιχο παράδειγμα των αρματολών στον ελλαδικό χώρο). Σε άλλη περίπτωση, οι ληστές έβγαλαν και δήμαρχο (τον Λουίς Μπορέγο, στο Μπενεμεχί). Οι περιπτώσεις, αν και δεν είναι πολλές, είναι χαρακτηριστικές.

Κλείνοντας το κεφάλαιο για την κοινωνική ληστεία, ας παραθέσουμε ένα αποσπάσματα από τον Hobsbawm, που σκιαγραφεί τη θέση του μέσου κοινωνικού ληστή, στην αγροτική (και όχι μόνο) κοινωνία:
«Ο ληστής είναι γενναίος, είτε δρα, είτε είναι θύμα. Πεθαίνει αψηφώντας το κάθε τι. Τίμια και πολυάριθμα παλικάρια από φτωχογειτονιές κι απ’ τα περίχωρα, που δε διαθέτουν τίποτα περισσότερο εκτός από το κοινό, αλλά πολύτιμο δώρο της δύναμης και του θάρρους, παρομοιάζουν τον εαυτό τους με ληστή. Σε μια κοινωνία, όπου οι άνθρωποι ζούνε κάτω από συνθήκες δουλοπρέπειας, σαν εξαρτήματα μεταλλικών μηχανών ή σαν κινητά μέρη ανθρώπινων μηχανών, ο ληστής ζει και πεθαίνει χωρίς να σκύβει το κεφάλι».

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

« Στην πραγματικότητα η ένοπλη ληστεία μας ήταν ένας πόλεμος
στην καρδιά του κράτους… Συχνά στοχάζομαι και γελάω με τους
χαρακτηρισμούς που δίνει η δικαστική εξουσία σε ορισμένους από μάς.
Μας αποκαλεί “πορωμένους εγκληματίες” και “επικίνδυνους
κακοποιούς”, με την ίδια ευκολία που τους ελεύθερους καρχαρίες
και ύαινες του κεφαλαίου τους χαρακτηρίζει νομοταγείς πολίτες!
Εμένα με λένε ληστή, ενώ εγώ θεωρώ ότι έκανα μια πράξη
ανθρωπιστικής σημασίας στην κοινωνία της ανισότητας»
Θόδωρος Τσουβαλάκης

Η παράδοση της κοινωνικής ληστείας και η σύνδεση των ληστών με τα επαναστατικά κινήματα, επηρέασαν πολύ βαθιά τόσο την ριζοσπαστική αριστερά, όσο και τους αναρχικούς. Η ληστεία χρησιμοποιείται πλέον όχι μόνο για λόγους επιβίωσης, αλλά και ως μέσο αγώνα. Η πολυμορφία του ριζοσπαστικού κινήματος, είχε σαν επακόλουθο να υπάρχει και πολυφωνία ως προς τη χρήση του μέσου της ληστείας. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις που η ληστεία γινόταν αποδεκτή μόνο ως μέσο χρηματοδότησης μιας οργάνωσης ή ενός κόμματος (φαινόμενο που συναντάμε σε γραφειοκρατικές αναρχικές οργανώσεις σαν τη CNT και σε επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα σαν τους μπολσεβίκους και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Πολλοί ληστές, μάλιστα, δούλευαν κανονικά ως μισθωτοί εργάτες!). Έχουμε, επίσης, περιπτώσεις που η ληστεία συμβολίζει τη ρήξη του ατόμου με την κοινωνία της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης (αυτή είναι η περίπτωση των αναρχοατομικιστών, που αν και χρησιμοποιούσαν τις ληστείες για προσωπική αυτοχρηματοδότηση, δεν παρέλειπαν μέρος της λείας τους να το διοχετεύουν σε κινηματικούς σκοπούς, αντιπληροφόρηση, έκδοση μπροσουρών, βιβλίων κλπ). Στις πιο πολλές περιπτώσεις, οι ληστείες χρησίμευαν και για τους δύο σκοπούς: και για αυτοχρηματοδότηση, και για τη χρηματοδότηση του αγώνα.

Παρά την ουσιώδη κριτική που έκανε ο Καρλ Μαρξ (και ο γαμπρός του Πωλ Λαφάργκ, στο βιβλίο του “Δικαίωμα στην τεμπελιά”) στη μισθωτή εργασία, η γραφειοκρατική Αριστερά, αγιοποίησε την μισθωτή εργασία και δημιούργησε τον εργάτη-πρότυπο, που θα δουλεύει σκληρά όχι μόνο στον σοσιαλισμό, αλλά και στον καπιταλισμό! Η λογική της γραφειοκρατίας, πάνω στο ζήτημα των απαλλοτριώσεων, ήταν απλή: ο αγώνας πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Πως; Θα πάμε εκεί που βρίσκονται μαζεμένα τα χρήματα. Στους ναούς του καπιταλισμού: στις τράπεζες. Στη λογική αυτή, δεν υπάρχει πουθενά η κριτική της μισθωτής εργασίας και της συνακόλουθης αλλοτρίωσης. Όλες οι απαλλοτριώσεις γίνονταν υπό την αιγίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, . Οι ληστείες γίνονταν μόνο με την έγκριση του Κόμματος,* “μέσα στα πλαίσια της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και διαπαιδαγώγησης”. Η ληστεία πρέπει να είναι “αφιλοκερδής”.
Από κει και πέρα ο εργάτης όφειλε να είναι τίμιος, εργατικός , δουλευταράς, να δίνει το καλό παράδειγμα… Ακόμα και αναρχικοί (όπως οι Los Errantes) είχαν αυτή τη περίεργη αναρχο-σταχανοβίτικη αντίληψη.
Από την άλλη, για πολλούς αναρχικούς, οι ληστείες δεν αποτελούσαν μονάχα τρόπο χρηματοδότησης του αγώνα, αλλά και έμπρακτη κριτική της μισθωτής εργασίας. Οι Εργάτες της Νύχτας, έβλεπαν την ιλλεγκαλιστική δραστηριότητα ως συμπληρωματική των μεγάλων συλλογικών εργατικών αγώνων εναντίον του κεφαλαίου Οι Εργάτες της Νύχτας καταξιώθηκαν ως διαρρήκτες “παρασίτων”: αξιομνημόνευτη ήταν η διάρρηξη στον Καθεδρικό Ναό της Τουρ, όπου έγραψαν στον τοίχο: “μεγαλοδύναμε θεέ βρες τους κλέφτες σου”( την ίδια περίπου περίοδο οι Τερροριστές-Απαλλοτριωτές στη Ρωσία είχαν καταστρέψει μια “θαυματουργή” εικόνα). Ο Μάριους Ζακόμπ, εμβληματική φυσιογνωμία των «νυχτερινών εργατών», στην απολογία του στο δικαστήριο έλεγε ότι δεν τον ενοχλούσε η εργασία αυτή καθ’ αυτή, αντίθετα τον ευχαριστούσε. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν η μισθωτή εργασία, ο “ξεπεσμός στην πορνεία της εργασίας”, η “εργασία ως ελεημοσύνη και δημιουργός πλούτου”. Δεν ενέκρινε αυτή καθ’ αυτή την κλοπή ( “θα ήθελα να ζω σε μια κοινωνία χωρίς κλοπή”), αλλά τη χρησιμοποιούσε ως “μια αρμόζουσα μορφή εξέγερσης στην πάλη ενάντια στην πιο άδικη μορφή κλοπής: την ατομική ιδιοκτησία.”:

“Αν στράφηκα στις ληστείες, δεν το έκανα για το κέρδος. Ήταν ζήτημα αρχής, ήταν ζήτημα δικαίου. Προτίμησα να διατηρήσω την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, την αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπος, παρά να γίνω δημιουργός πλούτου του αφεντικού μου”. “
Ο αγώνας θα σταματήσει μόνο όταν οι άνθρωποι θα μοιράζονται τη χαρά και τον πόνο τους, την εργασία και τον πλούτο τους… Όταν όλα θα ανήκουν σε όλους. Ως επαναστάτης αναρχικός έκανα την επανάστασή μου: ΑΣ ΕΡΘΕΙ Η ΑΝΑΡΧΙΑ”.

Πραγματικά, μέσα σε λίγες σειρές ο Ζάκομπ, είπε όσα δεν μπορούν να πουν μέσα σε δεκάδες τόμους οι φλύαροι ακαδημαϊκοί. Η ληστεία γι αυτόν ήταν τόσο μια έμπρακτη κριτική της εκπόρνευσης της εργασίας (της μετατροπής της σε μισθωτή), όσο και ένα ακόμα μέσο αγώνα για την αναρχική/ κομμουνιστική κοινωνία. Τις ίδιες απόψεις μοιράζονταν πάρα πολλοί αναρχικοί (από αναρχοατομικιστές μέχρι αναρχοκομμουνιστές) που ακολούθησαν την ιλλεγκαλιστική οδό και ήρθαν σε ρήξη με τη συντηρητική και γραφειοκρατική πτέρυγα του αναρχικού κινήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναρχικού, που κατασυκοφαντήθηκε και πολεμήθηκε όσο κανένας άλλος, είναι ο Φραντσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ (ή ελ τσίκο). Ο Σαμπατέ, ξεκίνησε την πορεία του συμμετέχοντας στις grupos especificos (ειδικές ομάδες), που ήταν ομάδες δράσης νεαρών αντιεξουσιαστών που “πολεμούσαν την αστυνομία, σκότωναν τους αντιδραστικούς, ελευθέρωναν τους φυλακισμένους και λεηλατούσαν τις τράπεζες”. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμησε στο πλευρό του αναρχικού (επίσης ληστή) Γκαρθία Όλιβερ. Το 1937 φυλακίστηκε από τους δημοκρατικούς συμμάχους της CNT, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά την ήττα το 1939, ο Σαμπατέ, με δεκάδες ακόμα αναρχικούς (ανάμεσα στους οποίους και ο ειρηνιστής Εσπαλιάργας που συμμετείχε στις ληστείες μόνο άοπλος!), συνέχισε την αντάρτικη δράση κατά του Φράνκο, ερχόμενος σε ρήξη με την επίσημη ηγεσία της CNT. Μετά τη δολοφονία του, ο Σαμπατέ ενέπνευσε μια νέα γενιά αναρχικών, αυτόνομων και φιλο-καταστασιακών που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τη μετριοπαθή δημοκρατική CNT και συγκρότησαν την παράνομη οργάνωση MIL (Ιβηρικό Κίνημα Απελευθέρωσης). Το MIL δημιούργησε το 1971 τις Αυτόνομες Ομάδες Δράσης, που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως με επιθέσεις κατά χρηματαποστολών τραπεζών και με ενέργειες υποστήριξης και απελευθέρωσης φυλακισμένων μαχητών. Οι ληστείες κάλυπταν όχι μόνο τις οργανωτικές ανάγκες του MIL, αλλά και τις προσωπικές ανάγκες των μελών του. Χρηματοδοτούσαν, επίσης, επιτροπές απεργών εργατών και βοηθούσαν τους απολυμένους.
Μετά την αυτοδιάλυση του MIL, ιδρύθηκαν οι Αυτόνομες Ομάδες (GG.AA). Σε μια συνέντευξη που έδωσαν τα μέλη των GG.AA. στη FIGA (Ιβηρική Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων), απαντούν στην ερώτηση, εάν μεταχειρίζονται τις απαλλοτριώσεις ως μέσο επιβίωσης: «Ο συντονισμός των ομάδων χρειαζόταν κάποια οικονομικά μέσα για να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες δράσεις. Προφανώς, οι ομάδες αυτές θα έπρεπε να βρουν τα οικονομικά μέσα για να καλύψουν και τις δικές τους ανάγκες. Δεν έχουμε φυσικά κανέναν ενδοιασμό στο να κάνουμε μια απαλλοτρίωση για να καλύψουμε τις προσωπικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Μακροπρόθεσμα όμως, δε ζούσαμε απ’ τις απαλλοτριώσεις και κάποιοι από εμάς εργαζόταν. Κάποιοι άλλοι, όχι…»

Στην υπόλοιπη Ευρώπη (και όχι μόνο), η ιεροποήση της εργασίας απ’ τη γραφειοκρατική Αριστερά και την CNT και τις παραφυάδες της, δέχεται απανωτά πλήγματα από το νέο ριζοσπαστικό κίνημα που αναπτύσσεται:
“Τώρα πια η ηθική εργασία, υπομόχλιο των προηγούμενων θεωριών, που βρισκόταν στη βάση του απόλυτου εργοστασίου όπως η Θεία Ευχαριστία στη θρησκεία, όχι μόνο αμφισβητείται, αλλά γίνεται αντικείμενο άρνησης και χλεύης”

Οι os cangaceiros, που πήραν την ονομασία τους από τους ομώνυμους λατινοαμερικάνους ληστές, αναφέρουν σχετικά:
“…στη Γαλλία μετά το 1968, πολλά ριζοσπαστικά στοιχεία είχαν ζήσει μια πραγματική κοινωνική και πολιτική ανταρσία μέσω της παραβατικότητας- εμπνευσμένη λίγο-πολύ από την αναρχική παράδοση των αρχών του 20ου αιώνα, αυτή του Μάριους Ζακόμπ και των Εργατών της Νύχτας ή της συμμορίας Μποννό. Παράλληλα αναπτυσσόταν μια μεγάλη αυθόρμητη νεανική παραβατικότητα, αυτή των συμμοριών της γειτονιάς που ερχόταν σε ρήξη με τους σχολικούς θεσμούς και τη μισθωτή εργασία” (οι ίδιοι οι os cangaceiros χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητες τους από δράσεις ατομικής επανοικειοποίησης και κανένα μέλος τους δεν εργαζόταν).

“Μη λέτε πια κάτεργο, αλλά να λέτε: εργασία”, έλεγε σε προκήρυξή της στο Μπορντό, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας των Βανδαλιστών. Και τραγουδούσαν: “Εφ’ όσον η Θεωρία πραγματωνόταν/ Λεηλατήσαμε τα μαγαζιά / Ότι παράγεις σου ανήκει/ Μόνο τα αφεντικά σε κλέβουν/ Άμα πληρώνεις στα μαγαζιά/ Είσαι κοροΐδο” (“Η Κομμούνα δεν πέθανε!”)
Το ριζοσπαστικό κίνημα ανακαλύπτει εκ νέου τους ιλλεγκαλιστές αναρχικούς, τραγουδάει για τον Ραβασόλ, τον Μπονό, τον Πάντσο Βίλλα και άλλους επαναστάτες ληστές (κάθε λογής “φράξιας” του επαναστατικού κινήματος). Σε ένα από τα τραγούδια του Μάη του 68, οι εξεγερμένοι τραγουδούσαν:

«Ο Μάχνο, ο Βίλλα κι ο Ντουρρούτι/ Ήξεραν πως να χειρίζονται αυτό το εργαλείο/Που δίνει στην ποίηση ζωή,/ Το πολυβόλο./Θα ξαναφέρουμε ακόμα τον Μπονό/Και θα δώσουμε ένα και σ΄ αυτόν/ Ώστε να έρθει με το αυτοκίνητό του/ Να πάρει μερικά κεφάλια./ Μέχρι να δούμε αυτή την κοινωνία του θεάματος/ Να ψυχορραγεί τελικά, δολοφονημένη/ Απ’ τα συμβούλια, σε όλο τον κόσμο/ Με τις ριπές του πολυβόλου»
Η συμμορία Μπονό (αναρχοατομικιστές ληστές, γνωστοί και ως “τραγικοί ληστές”): «θα εμπνεύσει ποιητές (Joe Dassin, Paul Paillete), έργα αντιτέχνης ( Michele Bernstain {σ.σ. συντρόφισσας του Γκυ Ντεμπόρ}) και διάφορα μυθιστορήματα (Leo Malet). Το Μάη του 1968, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Σορβόννης στο Παρίσι, οι “λυσσασμένοι” σιτουασιονιστές αφιέρωσαν στο θρυλικό αναρχικό μια αίθουσα συνελεύσεων των καταληψιών, ονομάζοντας την “sale Jules Bonnot”».

Το νέο ριζοσπαστικό κίνημα, απαλλαγμένο πλέον από την ηθικιστική σαβούρα της συντηρητικής γραφειοκρατίας (ή μάλλον, όχι εντελώς απαλλαγμένο, καθώς κατάλοιπα είχαν παραμείνει), μιλάει πλέον για άρνηση της εργασίας, για συνειδητή αεργία (όπως και οι ντανταϊστές των αρχών του αιώνα), για σαμποτάζ στους εργασιακούς χώρους. Ακόμα και οι πιο “ορθόδοξοι” ερυθροταξιαρχίτες:
«… ήταν και “ληστές”, ενσαρκώνοντας ένα παραβατικό μέχρι και ρομαντικό ιδανικό… Πηγαίνοντας κόντρα στον εργατικό ηθικισμό, που πάντοτε διαχώριζε τον τίμιο εργάτη από τον ανάξιο εμπιστοσύνης και τεμπέλη κλέφτη και “εγκληματία”, οι ταξιαρχίτες ήταν και εργάτες και κλέφτες αυτοκινήτων, και πολιτικοί και ληστές, και θεωρητικοί και παραχαράκτες. Οι πινακίδες, οι ταυτότητες, ,τα σπίτια, τα όπλα, τα χρήματα, τα πάντα τα “οικειοποιήθηκε” με παράνομα μέσα η ομάδα, που σίγουρα δε χρηματοδοτούνταν από τη Μόσχα»
Πέρα από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, κι άλλες ιταλικές επαναστατικές οργανώσεις διαπράττανε ληστείες: οι Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, η ελευθεριακή Επαναστατική Δράση, η Prima Linea. (To ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία με τη RAF και το Κίνημα 2 Ιούνη, στη Γαλλία με την Άμεση Δράση, στον Καναδά με την ετέρα Άμεση Δράση, στις ΗΠΑ, στην Λατ. Αμερική κλπ) . «Οι μαχόμενοι σχηματισμοί, θεωρούσαν τη ληστεία, πέρα από ένα μέσο χρηματοδότησης, και μια μορφή παραδειγματικής ενέργειας, προλεταριακής απαλλοτρίωσης συνδεδεμένης με τον ένοπλο αγώνα.» Οι Τουπαμάρος θεωρούσαν τις ληστείες μέρος της ταξικής πάλης. Μεταξύ του 1968 και του 1971, διαπράξανε 74 ληστείες. Το 1970 όλες οι τράπεζες του Μοντεβιδέο έκλεισαν για να γλιτώσουν απ’ τους ληστές!
Σήμερα, φυσικά, τα πράγματα έχουν αλλάξει: «Σήμερα η αριστερά χρησιμοποιεί άλλα εργαλεία, πολύ λιγότερο επικίνδυνα για όλους: την εργασία, την κληρονομιά, τη συγκέντρωση χρημάτων, τους κρατικούς πόρους. Σίγουρα είναι μια άλλη αριστερά αυτή που επέλεξε να εγκαταλείψει τις απαλλοτριώσεις και να παίρνει επιχορηγήσεις από το κράτος. Διαφέρουν, όχι μόνο οι μορφές, αλλά και η ουσία, η σχέση με το κράτος, με τον πλούτο με τις θεσμικές οργανώσεις» (K. Viehmann)

Πέρα, όμως, από τις μαζικές και οργανωμένες περιπτώσεις, δε λείπουν και οι ατομικές περιπτώσεις αγωνιστών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αναρχικού Horst Fantazzini:
«Αναρχικός αγωνιστής από μικρό παιδί, ο Horst πέθανε το 2001, αφού εξέτισε σε διάφορες φυλακές μια μακρά λίστα από καταδίκες: για ληστείες, αλλά και πετυχημένες και αποτυχημένες αποδράσεις, όπως και για τη συμμετοχή του, το 1985, στον αγώνα εναντίον του καθεστώτος της “ειδικής κράτησης” μαζί με μια ομάδα ερυθροταξιαρχιτών, στο σωφρονιστικό ίδρυμα Μπαντού ε Κάρος, στη Σαρδηνία».
«Η ζωή του Φαντατσίνι σημαδεύτηκε από τη συνεχή αναζήτηση της ελευθερίας, μιας ελευθερίας χωρίς όρους και εκπτώσεις, όπως την εννοούσε ο ίδιος σαν αναρχικός και που του στερήθηκε ακόμα και στην πιο στοιχειώδη μορφή της για 32 χρόνια.
Ο “ευγενικός ληστής”, όπως τον αποκαλούσε ο αστικός τύπος από τα πρώτα χρόνια της δράσης του, πέρασε στα κάτεργα 32 ολόκληρα χρόνια, με την ποινή να λήγει το σωτήριο έτος 2024…
Ο ίδιος, όταν τον ρώταγαν για τη δράση του, που τον οδήγησαν στις φυλακές, ορμώμενος από τον Μπρεχτ, ήταν ξεκάθαρος: “είναι πιο εγκληματικό να φτιάχνεις τράπεζες, από το να τις ληστεύεις”».
Η περίπτωση του Φαντατσίνι είναι μία μεταξύ χιλιάδων περιπτώσεων αναρχικών (και όχι μόνο) επαναστατών, που αγνόησαν την “αντίσταση” της υπνηλίας , της κλάψας και των χασμουρητών και προχώρησαν τη ρηξιακή τους ορμή πέρα από τις πορδές της καλυμμένης νομιμοφροσύνης των επίσημων “αναρχικών” και του ιερατείου τους. Με την περίπτωσή του, ας κλείσουμε τη μικρή αυτή περιήγηση…

σημείωση: *Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα: το 1907 συγκροτήθηκε, μέσα στα πλαίσια του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, το “Μπολσεβίκικο Κέντρο”, με επικεφαλής τον Λένιν, τον Κρασίν και τον Μπογκντάνοφ. Ανάμεσα στα καθήκοντα του κέντρου ήταν και η χρηματοδότηση του Κόμματος μέσω ληστειών (γι αυτό και ο Λένιν κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για “μπλανκιστικές παρεκκλίσεις”). Την ίδια ώρα, σε όλη τη Ρωσία μέσα σε 2 χρόνια (1905-1906) καταγράφηκαν 1951 “πολιτικές” ληστείες ( οι 940 εναντίον κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών), ενώ στη διετία 1908-1910 σημειώθηκαν 19957 τερροριστικές ενέργειες και απαλλοτριώσεις , από όλες τις πτέρυγες του επαναστατικού κινήματος (από τους αναρχικούς μέχρι τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μπολσεβίκους). Παρ’ όλο που η Επιτροπή της Τιφλίδας του ΣΔΕΚ καταδίκασε τις ληστείες και τις τερροριστικές ενέργειες των αναρχικών (τις θεωρούσε “διασπαστικές”), οι καυκάσιοι μπολσεβίκοι (κατά παράβαση του 4ου και 5ου συνεδρίου του ΣΔΕΚ), συνέχισαν κανονικά τις ληστείες. Αντίστοιχα, το 1931 το γερμανικό ΚΚ δημιούργησε τμήμα για τη διατήρηση όπλων και πυρομαχικών και προχώρησαν σε ληστείες καταστημάτων και επιθέσεις κατά αστυνομικών. Φυσικά, η σύγχρονη νόμιμη Αριστερά, θα σοκάρονταν εάν γνώριζε τα καμώματα των προγόνων της… Ο Hobsbawm γράφει χαρακτηριστικά: “είναι σαν ειρωνεία ότι η “κατάσχεση” γίνεται ένα δημόσιο σκάνδαλο στη διεθνή επαναστατική κίνηση, όχι τόσο από τις τοπικές και μεμονωμένες πράξεις των αναρχικών ή των τρομοκρατών ναροτνικών, όσο από τη δραστηριότητα των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την επανάσταση του 1905”.

ΑΝΗΚΕΙ Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;
ΔΥΟ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ (η δική μας…)
Άποψη Νο 1: «Η ληστεία είναι μια πρακτική που μόνο κατ’ εξαίρεσιν και σε πολύ ειδικές περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί από αναρχικούς, αφού δεν αποτελεί συστατικό της πολύμορφης κοινωνικής απελευθερωτικής δράσης».
Διαδρομή ελευθερίας, Δεκέμβριος 2007

Η δική μας άποψη: Το παρόν κείμενο είναι μια σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στη βιβλιογραφία που εντάσσει τη ληστεία, τη λεηλασία, την κλοπή κλπ μέσα στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής παράδοσης, από την αρχαιότητα (βλ. εξεγέρσεις δούλων, εσαϊκός ζηλωτισμός, χιλιαστικές σέχτες του μεσαίωνα κλπ) ως σήμερα. Κανένα κόμμα, καμία οργάνωση, καμία ομαδούλα δεν μπορεί με διατάγματα να διαγράψει αυτό το κομμάτι της ιστορίας της λαϊκής ανταρσίας. Η ιστορία της πολύμορφης απελευθερωτικής δράσης δε γράφεται όπως γράφονται τα σχολικά βιβλία. Και τα χαρακτηριστικά της δεν ορίζονται με διατάγματα και αξιώματα.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η άποψη που θεωρεί τη ληστεία “εξουσιαστική”. Ξεπερνάμε τη μεταφυσική αντίληψη περί αντι-φυσικής, αντιανθρώπινης εξουσίας (αντίληψη δαιμονοποιητική, οπότε και αποπροσανατολιστική) και λέμε το εξής απλό: ναι, η ληστεία είναι “εξουσιαστική”, με τον ίδιο τρόπο που είναι η διαδήλωση, η απεργία, το κλείσιμο ενός δρόμου, η παλουκιά σε έναν μπάτσο, το ξυλοφόρτωμα ενός απεργοσπάστη κλπ κλπ. Αυτή είναι η αστική και μικροαστική αντίληψη της “ελευθερίας” και της “εξουσίας”. (Άλλωστε, η επανάσταση δε γίνεται με τακτ και savoir vivre, είναι εκ των πραγμάτων βίαιη και επιβλητική..)
Άλλοι πάλι, κάπως πιο ελαστικοί, εντάσσουν μεν τη ληστεία στην επαναστατική παράδοση, μονάχα όταν η λεία δίνεται για τον ιερό σκοπό..
Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό δομικό λάθος. Μέσα στα αστικά πλαίσια σκέψης υπάρχει ο δυαδιστικός τεμαχισμός της ζωής ανάμεσα σε “προσωπική” και “δημόσια” ζωή ( τα εν οίκω μη εν δήμω, ήταν το αιώνιο άλλοθι που κάλυπτε και καλύπτει τα εγκλήματα της πατριαρχίας κατά γυναικών και παιδιών). Η αστική αυτή αντίληψη δε χωρά σε μια ολιστική αναρχική θεώρηση της ζωής. Η συνειδητή ρήξη με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και η απαλλοτρίωση δεν είναι μόνο προσωπικό ζήτημα, αλλά αποτελεί ένα κομμάτι ατομικής άρνησης και εξέγερσης, του όλου πολύχρωμου παζλ των συλλογικών αρνήσεων, δράσεων, αγώνων που το ένα συμπληρώνει το άλλο, σε μια αέναη απελευθερωτική διαδικασία…

Άποψη Νο 2: « Αυτός (σ.σ. ο εγκληματολόγος Franz Csaszar), εντάσσει τη ληστεία τράπεζας στα ιδεολογικά εγκλήματα, θεωρώντας σαν τέτοια “το σπάσιμο του αισθήματος ασφάλειας που ενέχει η ιδιοκτησία και την απώλεια της εμπιστοσύνης σ’ αυτόν που έχει αναλάβει την προστασία μας”. Ανεξάρτητα από τη βούληση του δράστη, η ληστεία τράπεζας μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί πολιτικό αδίκημα: εκλαμβάνεται σαν πράξη λιποταξίας από το ιερό σύστημα αξιών της αστικής κοινωνίας και από τους ιδεολογικούς ελέγχους της συντεταγμένης τάξης, και συνεπώς η εξουσία οφείλει να την καταπολεμήσει»
Klaus Schonberger (από τη “ληστεία τράπεζας”, εκδ. ελευθεριακή κουλτούρα)

Η δική μας άποψη: όπως είπαμε και αρχικά, οι πράξεις δεν είναι καθ’ αυτές “πολιτικές”, “αντιπολιτικές”, “επαναστατικές” ή οτιδήποτε άλλο. Είναι τα υποκείμενα που θα νοηματοδοτήσουν την ενέργεια ( στο γενικό κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η ρουφιανιά στην αστυνομία πχ, δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί επαναστατικά!).
Εξ άλλου, κάθε μέσο αγώνα εναντίον του υπάρχοντος, φέρει μέσα του και την αλλοτρίωση της σημερινής κοινωνίας. Τα χρήματα που ληστεύονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιστρέφουν στο οικονομικό κύκλωμα ή χρησιμοποιούνται για την “αγιότατη συσσώρευση”(Μαρξ). Η ληστεία, η απεργία, το σαμποτάζ, η διαδήλωση, η επαναστατική βία, όλα τα μέσα αγώνα, έχουν νόημα μόνο στην αλλοτριωμένη κοινωνία. Σε μια αταξική από-αλλοτριωμένη κοινωνία (λέμε τώρα… κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον), όλα αυτά θα είναι άχρηστα.. (Όχι, δεν διακατεχόμαστε από καμιά αριστοτελική λογική ενδελέχειας. Η κοινωνία δε θα γίνει ποτέ τέλεια. Ο επίγειος παράδεισος είναι το ίδιο βλακώδης με τον επουράνιο. Απλώς, σε μια από-αλλοτριωμένη κοινωνία, θα έχουμε την ευκαιρία να χαρτογραφήσουμε νέες εμπειρίες ζωής, περιπέτειας και –γιατί όχι;- αντίστασης).

Πέρα, όμως, από την αναπόφευκτη αλλοτρίωση των μέσων, ως κομμάτι της ολικής αλλοτρίωσης που βιώνουμε, υπάρχει και ένα πολύ σημαντικό γεγονός που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε:
«Οι ληστείες δεν αναδιένειμαν ποτέ τον πλούτο της κοινωνίας. , αλλά όταν “φτιάχνονταν” μια τράπεζα, ήταν ένα σημάδι ρήξης, έμπαινε σε αμφισβήτηση η σχέση με την εργασία και την εκμετάλλευση, πάνω στις οποίες βασίζεται το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα το οποίο, όπως είναι γνωστό, δεν είναι λιγότερο ληστρικό από ένα κομάντο συντρόφων που εισβάλει σε μια τράπεζα»

Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα της κοινωνικής και επαναστατικής ληστείας , για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στο θέμα.
(Τα βιβλία εμπορικών εκδόσεων απαλλοτριώστε τα):

Τα παιδιά της Γαλαρίας τ. 11
Eric Hobsbawm: Οι Ληστές, εκδ. Βέργος
Eric Hobsbawm: Ξεχωριστοί Άνθρωποι, εκδ. Θεμέλιο
Η ληστεία Τράπεζας, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα
Μιλώντας για τον ένοπλο αγώνα, εκδ. Ελευθ. Κουλτούρα
Μια σελίδα, μια σφαίρα., εκδ. Δαίμονας του τυπογραφείου (ΔτΤ)
Ανν Χάνσεν :Οπλισμένες Επιθυμίες, εκδ. ΔτΤ
Anna Geifman: Με τη μάχη στο αίμα τους, εκδ. ΔτΤ
Ο Μάριους Ζακόμπ και οι γάλλοι ιλλεγκαλιστές, εκδ. ΔτΤ
Horst Fantazzini: Τώρα πια είναι αργά, εκδ. Διάδοση
Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, εκδ. Διάδοση
Γραφείο Λυσσασμένων Ταραχοποιών: Έργα και Ημέρες
των Αυτόνομων Ομάδων, Ισπανία 1974-1980
Αλάστωρ: υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών
Ελευθεριακό Στέκι Πικροδάφνη: Η κοινωνική ληστεία
στον ελλαδικό χώρο, 1830- 1940
Ρέντζο Νοβατόρε: Ο Ιππότης του Μηδενός, εκδ. Διάδοση
Οσβάλντο Μπάγιερ: Προς την απόλυτη ελευθερία
με ένα 45άρι Κολτ, εκδ. Διάδοση
Ζαν Μαρκ Ρουιγιάν: Γράμμα στον Ζιλ Μπονό, Εναλλακτικές Εκδ.
Φρεντ Πέρυ: Η συμμορία Μπονό, εκδ. ελεύθερος τύπος
Οσβάλντο Μπάγιερ: Οι Αναρχικοί Απαλλοτριωτές, εκδ. ελ. Τύπος
Νατάφ: Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στη Γαλλία, εκδ. Παπαδήμα
Βασίλης Τζανακάρης : Τα παλικαριά τα καλά σύντροφοι
τα σκοτώνουν, εκδ. Καστανιώτη
Κώστας Κάσσης: Αντιεξουσιαστές και ληστές στα βουνά
της Ελλάδας, εκδ. Ιχώρ, Α.Λ.Ε.Α.Σ.
Θωμάς Κοροβίνης: Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, εκδ. Άγρα
Γιασάρ Κεμάλ: Ο Τσακιτζής, εκδ. Άγρα
Στάθης Δαμιανάκος: Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός
πολιτισμός εκδ. Πλέθρον
Λεωνίδας Χρηστάκης: Ληστές, εκδ. Γόρδιος
Ιωάννης Κολιόπουλος: Περί λύχνων αφάς, εκδ. επίκεντρο
Χατζής- Τερζόπουλος: Λήσταρχοι του Ολύμπου, εκδ. μάτι
Ιστορίες ληστών στη ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Αιγόκερως

Κυνηγώντας φαντάσματα

Η συνείδηση που κοιτά το παρελθόν με λαχτάρα μοιάζει αδύναμη να δει κριτικά το παρών. Η μνήμη, όταν γίνεται  το φορτίο του άτλαντα, ουσιαστικά μεταστρέφεται στο αντίθετο της και δημιουργεί ένα φράγμα στην ικανότητα της εποπτείας της συνείδησης. Η αναπόληση παλαιοτέρων εποχών, δεν είναι παρά ο μασκαρεμένος φόβος και η αδυναμία ανάληψης δράσης εκ πλευράς του υποκειμένου.  Προφανώς δυο ιστορικές συγκυρίες μπορούν να κριθούν με μια συγκριτική μεθοδολογία αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποκαλύψει και την ολική διάσταση και των δυο. Άλλωστε όταν εξετάζεις την ιστορία  με κάποια κριτική προδιάθεση το κάνεις για να δεις ποια πρακτική και εννοιολογική εκδίπλωση φτάνει στην εποχή μας. Με αυτό το τρόπο μπορείς να δεις κάποιες δομές του παρόντος και πως αυτές λειτουργούν.

Αν η ιστορία είναι η καταγραφή του ανθρωπινού τρόμου, τότε το σήμερα δεν είναι παρά η κοινωνική οργάνωση του πρώτου. Στη μνήμη χαράσσεται μόνο ότι προκαλεί πόνο. Αν αυτός ο πόνος έχει μεγεθύνει στο σήμερα, τότε το χτες θα μοιάζει καλύτερο και το υποκείμενο θα αναπολεί το τελευταίο.

Όταν μέλος της γνώστης πανκ μπάντας γενιάς του χάους δηλώνει για το Δεκέμβρη «Νιώσαμε μόνο θλίψη. Ήταν μια δικαιολογημένη αντίδραση, αλλά δεν παύει να ήταν ένα τυφλό ξέσπασμα. Το κράτος περίμενε να τελειώσει και αντεπιτέθηκε, με περισσότερη βία. Για να αντέξεις χρειάζεται αλληλεγγύη, δύναμη και άποψη. Όταν δεν έχεις τίποτα, μόνο βία, αυτοακυρώνεσαι. Έχει χορτάσει βία ο κόσμος. Δεν θα αλλάξει τίποτα όσες τράπεζες και αν κάψεις. Χρειάζονται νέες ιδέες, προτάσεις. Αυτό που έγινε στην Αθήνα το ’85 ήταν πολύ μεγαλύτερο. Μπορεί να μην είχε την εμβέλεια του Δεκέμβρη, αλλά δεν έχει επαναληφθεί, ούτε πρόκειται. Γιατί είχε κοινωνική απήχηση. Όταν έληξε η κατάληψη του Χημείου, 10.000 άτομα ήταν η πορεία που περικύκλωσε το κτίριο για να βγάλει τα παιδιά έξω. Έληξε η κατάληψη χωρίς να γίνει ούτε μια σύλληψη», αυτό φανερώνει την μη παρακολούθηση των σημερινών ιστορικών συγκυριών και τη μη δράση σε αυτές.

Προφανώς και οι ιστορικές συγκυρίες ήταν διαφορετικές, αλλά αυτό δεν δηλώνει ότι μια είχε την κοινωνική απήχηση και η άλλη δεν την είχε. Εξάλλου κάνεις δε μπορεί να δεχτεί εύκολα τη παραίτηση με αυτοσυνείδηση.

Μπορεί όντως οι ιδέες να μοιάζουν παρωχημένες, αλλά αυτό είναι γενικότερο κοινωνικό σύμπτωμα. Η επέλαση του καπιταλισμού έφερε και την εννοιολογική του ολοκλήρωση. Η τελευταία δεν είναι παρά το μηδέν. Ο καπιταλισμός, όπως είχε διαβλέψει και ο Νίτσε , μοιάζει με ένα σκοτεινό  ποτάμι το όποιο δεν έχει γυρισμό.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να παγιδευτούμε στους μηχανισμούς τύφλωσης του. Ούτε σε παλαιότερες μορφές οργανώσεις του και τις αντιστάσεις πάνω στις τελευταίες.
Πάραυτα δεν έχουμε και κανένα χρέος σε κανένα. Η αντίσταση στην βαρβαρότητα του σήμερα δεν είναι παρά έργο του εγώ το όποιο αναλαμβάνει την ευθύνη της προσωπικής του αξιοπρεπείας. Η μεταφυσική κάποιων κινημάτων, η οποία είναι βασισμένη σε  ιδεαλιστικές έννοιες όπως η ελευθερία ή αγάπη, είναι ουσιαστικά η υλική ερμηνεία των χριστιανικών προσταγμάτων. Όσο το υποκείμενο κυνηγά φαντάσματα θα επικυρώνει την αδυναμία του και κινδυνεύει να μετατρέπει σε άχρωμη μονάδα και όχλο.

Οι μετά-αφηγήσεις βιώνουν στην πραγματικότητα την πνευματική κηδεία τους. Εξάλλου όσο επικίνδυνο είναι να αναπολείς το παρελθόν με λαχταρά τόσο είναι επικίνδυνο να αναπολείς και το μέλλον με το ίδιο τρόπο. Όπως και να έχει το παρών είναι το πρόβλημα, ας μην το ξεχνάμε.

«Σεπτέμβριος ο ex professo μάντης της μελαγχολίας

διπλά τα είδωλα μας και όμοια
στον χθεσινό και αυριανό καθρέπτη
και κάπου εκεί θαρρώ ο εαυτός μας
κρατώντας λάμπα πετρελαίου χαμογελά
ανάγοντας την προφητεία σε μνήμη.»
Γιώργος Μακρής

Η Παρισινή Κομμούνα του 1871

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ-Η ΣΥΓΚΥΡΙΑ

Το απολυταρχικό καθεστώς που κυβερνούσε τη Γαλλία τις παραμονές της εξέγερσης ονομαζόταν 2η Αυτοκρατορία. Επικεφαλής της ήταν ο ανεψιός του Ναπολέοντα, ο Ναπολέων Γ΄, ο οποίος είχε εκμεταλλευθεί τις έριδες της 2ης Δημοκρατίας (1848-1852) και είχε κατορθώσει, αφού πρώτα εξελέγη πρόεδρός της, να την καταργήσει και να αναγορευθεί «Αυτοκράτωρ». Στη διάρκεια των 20 χρόνων της διακυβέρνησής του η όψη της χώρας, και ειδικότερα του Παρισιού, άλλαξε δραματικά. Στην ύπαιθρο η εκβιομηχάνιση και ο σιδηρόδρομος αναγγέλλουν την οριστική ένταξη της χώρας στην καπιταλιστική οικονομία. Στην πρωτεύουσα αρχίζει να συρρέει πλήθος από την ύπαιθρο το οποίο συναντιέται με τους τεχνίτες, τους φοιτητές και τους ελεύθερους επαγγελματίες της πόλης. Όλοι αυτοί, επηρεασμένοι από τα επαναστατικά ιδεώδη του 19ου αιώνα, ασφυκτιούν κάτω από την καταπίεση του καθεστώτος, το οποίο σιγά σιγά ενδύεται τον μανδύα του φιλελευθερισμού και αρχίζει να παραχωρεί δικαιώματα στους εργάτες.

Το μεγαλείο της πατρίδας αποτελεί τον άλλο πυλώνα του καθεστώτος. Έτσι, η Γαλλία εμπλέκεται σε πολέμους στην Ευρώπη (Κριμαία 1856, Ιταλία 1859) αλλά και στην Αμερική (Μεξικό 1867). Το 1870 (Ιούλιος) κηρύσσει τον πόλεμο στην Πρωσσία. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας τίθεται επικεφαλής του στρατού αλλά ηττάται στο Σεντάν στις 4 Σεπτεμβρίου και παραδίδεται στους Πρώσσους. Η αιχμαλωσία του σηματοδοτεί την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας. Όταν η είδηση φθάνει στο Παρίσι, ο λαός εισβάλλει στο κτίριο όπου συνεδρίαζε το νομοθετικό σώμα και το υποχρεώνει να ανακηρύξει την Προσωρινή Δημοκρατία και να σχηματίσει μια Προσωρινή Κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Στην ουσία όμως πρόκειται για τη σύγκρουση δύο εντελώς διαφορετικών αντιλήψεων της Δημοκρατίας. Η μεγαλοαστική τάξη, η οποία ήταν πιστή σύμμαχος του αυτοκράτορα, ενδιαφέρεται για μια ομαλή μετάβαση σε ένα νέο πολιτικό σύστημα χωρίς να θιγούν το υπάρχον κοινωνικό status και τα προνόμιά της. Γι’ αυτήν ο πόλεμος αποτελεί εμπόδιο αλλά και απρόβλεπτο γεγονός το οποίο μπορεί να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες εξελίξεις. Άρα πρέπει να σταματήσει. Η Προσωρινή Κυβέρνηση, της οποίας τα μέλη αποτελούνται από το πολιτικό προσωπικό της 2ης Αυτοκρατορίας, αναλαμβάνει να υλοποιήσει τους στόχους αυτούς. Έτσι ανακηρύσσει τη Δημοκρατία, όχι διότι πιστεύει σε αυτήν, αλλά γιατί έχει ήδη επιβληθεί από τα γεγονότα. Σκοπός της είναι να διαχειριστεί η ίδια αυτή τη Δημοκρατία, ώστε να μην πέσει στα χέρια των επαναστατών.

Οι Παριζιάνοι έχουν διαφορετικές επιδιώξεις. Ο πόλεμος αποτελεί όχημα για την εδραίωση της Δημοκρατίας, όχι μόνο ως πολιτικού αλλά και ως κοινωνικού συστήματος. Η ανάμνηση της Μεγάλης Επανάστασης του 1789, όταν η Δημοκρατία απειλήθηκε τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό, είναι ζωντανή και στοιχειώνει τα πνεύματα. Για τον λαό του Παρισιού η Δημοκρατία έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από ό,τι για τους μεγαλοαστούς και τους αριστοκράτες. Χωρίς να έχει αποτυπωθεί σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, το περιεχόμενο αυτό ταυτίζεται με την  ανάληψη του ελέγχου σε όλα τα πεδία της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Πατριωτισμός και κοινωνικός ριζοσπαστισμός συναντιόνται σε ένα εκρηκτικό μείγμα όπου το έθνος ταυτίζεται με τον λαό και τη Δημοκρατία και αντιτίθεται σε κάθε απολυταρχισμό, εσωτερικό και εξωτερικό.
Για τους Παριζιάνους κάθε συμβιβασμός με τους Πρώσσους φάνταζε αδιανόητος, μια προδοσία της Δημοκρατίας τους. Αντίθετα για την Προσωρινή Κυβέρνηση η λήξη του πολέμου ήταν ο μοναδικός τρόπος ώστε αυτή η Δημοκρατία, είτε να πεθάνει, είτε να λάβει την αντιδραστική μορφή που την εξυπηρετούσε. Μετά από συνεχείς στρατιωτικές αποτυχίες, οι οποίες καταλήγουν στην περικύκλωση του Παρισιού από τους Πρώσσους, η Κυβέρνηση υπογράφει την ανακωχή στις 28 Ιανουαρίου 1871.

Οι όροι της ανακωχής προβλέπουν την εκλογή Εθνοσυνέλευσης, μοναδική αρχή με την οποία ο Πρώσσος Πρωθυπουργός Βίσμαρκ αποδέχεται να συζητήσει τους όρους της συνθήκης ειρήνης. Η Προσωρινή Κυβέρνηση προκηρύσσει εκλογές για τις 8/2/1871. 26 γεωγραφικά διαμερίσματα της Γαλλίας ψηφίζουν υπό πρωσσική κατοχή. Δύο ερωτήματα αποζητούν απάντηση: η συνέχιση του πολέμου και η μορφή του πολιτεύματος. Η ειρηνική στάση των συντηρητικών, η φιλοπόλεμη διάθεση των δημοκρατικών, η ανασφάλεια των χωρικών που τους ωθεί να αποζητούν την προστασία των προυχόντων εξηγούν το αποτέλεσμα των εκλογών. Σε σύνολο 645 βουλευτών οι 400 είναι μοναρχικοί. Η υπερψήφιση των μοναρχικών οφείλεται στην αντιπολεμική θέση τους! Όπως θα δείξουν οι επαναληπτικές εκλογές του επόμενου έτους, η Γαλλία μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατική και συντηρητική. Εκείνο που περιμένει από τη δημοκρατία είναι η τάξη και η ασφάλεια, και όχι η περιπέτεια.
Οι ίδιες όμως εκλογές αναδεικνύουν και ένα άλλο πρόβλημα. Ενώ η χώρα υπερψηφίζει τους μοναρχικούς, η πρωτεύουσα προτιμά τους υπέρμαχους του πολέμου δημοκράτες! Η καθολική ψηφοφορία αποκαλύπτει λοιπόν την αντίθεση ανάμεσα στην επαρχία και στην πρωτεύουσα, η οποία λόγω της θέσης της ήταν ο κινητήριος μοχλός των πολιτικών ανακατατάξεων.

Η Εθνοσυνέλευση συνέρχεται αρχικά στο Μπορντώ  (Bordeaux) και αργότερα στις Βερσαλλίες (Versailles), προάστιο του Παρισιού. Αναθέτει την εκτελεστική εξουσία στον Adolphe Thiers (Θιέρσιος). Αποφεύγει την πρωτεύουσα με το πρόσχημα της πολιορκίας, στην ουσία όμως για να μην καταστεί όμηρος του πλήθους. Συνάπτει συνθήκη ειρήνης με τους Πρώσσους παραχωρώντας την Αλσατία-Λωρραίνη, καταβάλλοντας πολεμική αποζημίωση και επιτρέποντας την προσωρινή είσοδο των Γερμανών στο Παρίσι (1-3/3/71), γεγονός που θα εξάψει ακόμη περισσότερο τα πνεύματα.

Στις 3/3 η Παρισινή Εθνοφρουρά (250 τάγματα) συγκροτεί επαναστατικά συμβούλια. Η Εθνοσυνέλευση απαντά μη καταβάλλοντας τον μισθό των εθνοφρουρών και λαμβάνοντας σειρά αντιλαϊκών μέτρων όπως η κατάργηση της αναστολής πληρωμής των ενοικίων και των γραμματίων, η οποία είχε θεσπισθεί στις 13/8/70. Στις 15/3 η Εθνοφρουρά εκλέγει μια Κεντρική Επιτροπή. Στις 18/3 η κυβέρνηση του Θιέρσιου επιχειρεί να αφαιρέσει από την πρωτεύουσα τα κανόνια και τα ντουφέκια που βρίσκονται στον λόφο της Μονμάρτρης και στη Belleville. Ο λαός, θεωρώντας την κίνηση αυτή προδοτική, κινητοποιείται, αντιστέκεται και ματαιώνει την επιχείρηση. Ο επικεφαλής της επιχείρησης και ένας άλλος στρατηγός εκτελούνται επί τόπου! Πανικόβλητος ο Θιέρσιος διατάζει την απόσυρση όλων των κυβερνητικών αξιωματούχων και στρατευμάτων από την πρωτεύουσα. Περικυκλωμένο από τα κυβερνητικά στρατεύματα από τη μία και τους Πρώσσους από την άλλη πλευρά, το Παρίσι διαλέγει τον δρόμο της εξέγερσης και της αυτοκυβέρνησης. Η Κεντρική Επιτροπή προκηρύσσει εκλογές για τις 26 Μαρτίου. Εκλέγεται ένα δημοτικό συμβούλιο το οποίο εδρεύει στο Δημαρχείο και παίρνει το όνομα Κομμούνα (Commune).

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Η εξέταση της ιδεολογικής τοποθέτησης των μελών του δημοτικού συμβουλίου αποκαλύπτει πολλά πράγματα για τον χαρακτήρα της εξέγερσης. Σε γενικές γραμμές μπορεί κανείς να τους κατατάξει σε δύο κατηγορίες. Από τη μια μεριά βρίσκονται οι νεο-ιακωβίνοι και οι οπαδοί του Βlanqui: ριζοσπάστες δημοκρατικοί, πολιτικοί απόγονοι του Ροβεσπιέρου, νοσταλγοί των φιλολαϊκών μέτρων της Επανάστασης και ιδίως της ριζοσπαστικής τάσης που επικράτησε το 1792 επιθυμούν τη δικτατορική επιβολή της Κομμούνας σε ολόκληρη τη χώρα με σκοπό την κατάρρευση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και την αντικατάστασή της από μια νέα, βασισμένη στις αρχές της οικονομικής και πολιτικής ισότητας. Η τάση αυτή αποτελεί την πλειοψηφία στο Συμβούλιο και υποστηρίζει αναμφίβολα τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα του γαλλικού κράτους, εφόσον η εξουσία ασκείται από την Κομμούνα με έδρα το Παρίσι.

Το ιδανικό της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας αποτελεί φυσικά τον στόχο και της μειοψηφικής τάσης. Ο τρόπος όμως με τον οποίο θα επιτευχθεί διαφοροποιείται ριζικά. Η μειοψηφία αποτελείται από μέλη της Διεθνούς, οπαδούς του Προυντόν και του Μπακούνιν. Οι φεντεραλιστές, όπως αποκαλούνται, αντιτίθενται στη δικτατορική, άρα βίαιη, επιβολή της Κομμούνας στην υπόλοιπη Γαλλία. Αντίθετα ευνοούν τη δημιουργία ανάλογων κινημάτων σε όλη την επικράτεια με σκοπό την αντικατάσταση του συγκεντρωτικού κράτους από μια ομοσπονδία αυτόνομων κοινοτήτων.

Για πολλούς ιστορικούς αυτή ακριβώς η πολυσυλλεκτικότητα -στην Κομμούνα αντιπροσωπεύονταν όλες οι τάσεις της γαλλικής προοδευτικής κίνησης- αποτέλεσε και τη σημαντικότερη αδυναμία της εξέγερσης. Έλειψε δηλαδή ο σαφής ιδεολογικός χαρακτήρας ο οποίος θα καθόριζε μια συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης επιλέγοντας τα σωστά βήματα και αφήνοντας για αργότερα κάποια άλλα, θέτοντας με άλλα λόγια τις προτεραιότητες. Αντί γι’ αυτό πάρθηκαν μια σειρά από μέτρα που μαρτυρούν το γενικό πνεύμα της εξέγερσης, τη θέλησης της δηλαδή να καταπιαστεί ταυτόχρονα με τα θέματα διεξαγωγής του επαναστατικού πολέμου, μορφής του πολιτικού καθεστώτος και υφής των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων αλλά ταυτόχρονα και την έλλειψη σχεδιασμού, απαραίτητου ίσως εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Μια τέτοια αδυναμία όμως δεν πρέπει να εκπλήσσει. Η Κομμούνα δεν ήταν προϊόν οργανωμένης συνωμοτικής δράσης αλλά της αυθόρμητης αντίδρασης του παρισινού λαού. Η έλλειψη επομένως σχεδιασμού είναι φυσιολογική.

Αν και μειοψηφία οι φεντεραλιστές κατόρθωσαν να περάσουν τις θέσεις τους στο σημαντικότερο ίσως κείμενο της Κομμούνας, την «Διακήρυξη προς τον γαλλικό λαό» στις 19/4. Σκοπός της διακήρυξης ήταν να πληροφορήσει τη γαλλική επαρχία για την πολιτική φυσιογνωμία της εξέγερσης. Αυτό το κείμενο αναγνωρίζει τη Δημοκρατία ως τη μοναδική μορφή κυβέρνησης συμβατής με τα δικαιώματα του λαού και με την ελεύθερη και κανονική ανάπτυξη της κοινωνίας. Διαψεύδει τις κατηγορίες ότι το Παρίσι θέλησε να επιβάλει την εξουσία του στην υπόλοιπη χώρα. Αντίθετα διακηρύττει την απόλυτη αυτονομία όλων των γαλλικών κοινοτήτων η ελεύθερη ένωση των οποίων θα αποτελεί στο εξής την ενότητα του έθνους. Οι κοινότητες θα είναι ίσες σε δικαιώματα μεταξύ τους. Στις αρμοδιότητές τους εμπίπτουν η ψήφιση του προϋπολογισμού, ο καθορισμός των φόρων, η διεύθυνση των τοπικών υποθέσεων, η οργάνωση της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης και της αστυνομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα αξιώματα είναι όχι μόνο αιρετά αλλά και ανακλητά, αφού οι κάτοχοι τους υπόκεινται σε συνεχή έλεγχο. Το κείμενο δεν κάνει πουθενά λόγο για την ύπαρξη κεντρικής κυβέρνησης. Ο Μαρξ στη δική του μελέτη για την Κομμούνα λέει καθαρά ότι οι απεσταλμένοι από κάθε κοινότητα θα συγκροτούν την εθνική αντιπροσωπεία με έδρα το Παρίσι. Προσθέτει ότι η κοινότητα (Κομμούνα) θα έπρεπε να αποτελεί την πολιτική μορφή διακυβέρνησης ακόμη και των πιο μικρών χωριών της υπαίθρου και ότι οι αγροτικές κοινότητες κάθε διαμερίσματος θα διαχειρίζονται τις κοινές υποθέσεις τους μέσω μιας συνέλευσης αντιπρόσωπων που θα εδρεύει στην πρωτεύουσα κάθε διαμερίσματος. Οι αντιπρόσωποι αυτοί είναι όμως ανακλητοί ανά πάσα στιγμή αλλά και υποχρεωμένοι να δρουν σύμφωνα με εντολές που δέχονται από τους εκλέκτορές τους. Η εθνική ενότητα όχι μόνο δεν διαλύεται αλλά αντίθετα ενισχύεται γύρω από την κοινοτική οργάνωση με την καταστροφή της κρατικής εξουσίας η οποία, ενώ υποστήριζε ότι ενσάρκωνε αυτή την ενότητα, στην ουσία δρούσε ανεξάρτητα και εις βάρος του έθνους. Καταλήγει πως τίποτα δεν είναι πιο ξένο προς το πνεύμα της Κομμούνας από την επιβολή μιας ιεραρχικής εξουσίας.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Περισσότερο όμως από την ανίχνευση των ιδεολογικών προθέσεων, η μελέτη του μικρού αλλά σημαντικού έργου της εξέγερσης αποκαλύπτει πολλά για τη φυσιογνωμία της. Ο τελικός στόχος δεν ήταν άλλος από την πολιτική και οικονομική χειραφέτηση των εργαζομένων, με άλλα λόγια τη διαχείριση των υποθέσεων από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Η κοινοτική αυτονομία αποτελεί το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού, όντας για αρκετούς προϊόν ιδεολογικής επεξεργασίας ομοσπονδιακών θεωριών αλλά για ακόμη περισσότερους πρακτικός τρόπος αντιμετώπισης του καταπιεστικού συγκεντρωτισμού. Άλλωστε η κοινοτική αυτονομία επιβλήθηκε στην πράξη από τα γεγονότα, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των πολιτικών ρευμάτων, σε ένα Παρίσι στερημένο έως τότε ενός αιρετού δημοτικού συμβουλίου. Η προσφυγή στις κάλπες για την ανάδειξη του δημοτικού συμβουλίου (26/3) δείχνει βέβαια και την αγωνία των εξεγερμένων να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους μέσω των εκλογών. Η κατηγορία της δικτατορίας έπρεπε να αποτιναχθεί με κάθε τρόπο. Από τα μέτρα που πάρθηκαν άλλα έμειναν στα χαρτιά και άλλα εφαρμόστηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό.

Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής της κοινοτικής αυτονομίας.

Στο πολιτικό πεδίο η άμεση δημοκρατία, η απόρριψη της αρχής της αντιπροσώπευσης και της γραφειοκρατίας έρχονται σε πρώτο πλάνο. Οι αξιωματούχοι, ακόμη και οι δικαστές, είναι όχι μόνο αιρετοί αλλά και ανακλητοί. Η δικαιοσύνη απονέμεται δωρεάν. Ο μόνιμος στρατός καταργείται και αντικαθίσταται από πολιτοφυλακές. Η Εκπαίδευση αφαιρείται από τα χέρια του κλήρου και περνάει στα χέρια της Κοινότητας. Σε αυτόν τον τομέα αναβιώνουν οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης: δωρεάν, υποχρεωτική και λαϊκή Εκπαίδευση.
Στο κοινωνικό πεδίο η Κομμούνα λαμβάνει μια σειρά από μέτρα για την ανακούφιση του δοκιμαζόμενου πληθυσμού: αναστολή καταβολής ενοικίων και πληρωμής χρεών, μορατόριουμ τιμών, μάξιμουμ αποδοχών (περιλαμβανομένων και των αξιωματούχων), κατάργηση νυχτερινής εργασίας, επίταξη άδειων διαμερισμάτων για τη στέγαση των αστέγων. Το σημαντικότερο ίσως μέτρο αφορά στην επίταξη των εργαστηρίων που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους. Σύμφωνα με διάταγμα της 16ης/4 τα εργαστήρια αυτά θα περνούσαν στα χέρια των εκεί εργαζομένων οι οποίοι θα συγκροτούσαν ένα συνεταιρισμό. Το μέτρο όμως δεν ήταν προσωρινού χαρακτήρα. Αντίθετα το διάταγμα προέβλεπε τη σύσταση ενός δικαστηρίου το οποίο θα αναλάμβανε να αποτιμήσει την αξία του εργαστηρίου και να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης που θα λάμβαναν οι ιδιοκτήτες όταν επέστρεφαν στην πρωτεύουσα, έτσι ώστε η διεύθυνση των εργαστηρίων από τους εργαζόμενους να γίνει μόνιμη. Ας σημειωθεί πως πουθενά δεν γίνεται λόγος για κρατικούς συνεταιρισμούς αλλά μόνο για συνεταιρισμούς εργαζομένων. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η κοινοτικοποίηση όλων των ιδρυμάτων της πόλεως. Η διεύθυνσή τους περνάει στα χέρια ενός διευθυντή εκλεγμένου από τους εργάτες και ανακλητού. Ο διευθυντής μαζί με τους επικεφαλής των εργαστηρίων και εργάτες συγκροτούν ένα συμβούλιο που αποφασίζει για τις απολύσεις και τη μισθοδοσία.

Είναι λοιπόν προφανές ότι η επιδίωξη της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του κράτους και η ανασύσταση της κοινοτικής ενότητας γύρω από θεσμούς που απαιτούσαν την ισότιμη και ενεργή συμμετοχή των εμπλεκομένων. Πρόκειται για την κατάργηση στην πράξη του διαχωρισμού ανάμεσα σε διοικούντες και διοικούμενους, κάτι φυσικά που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί λόγω της αιματηρής καταστολής της εξέγερσης.  

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Η ζωή της Κομμούνας ήταν σύντομη. Ήδη από τον Απρίλιο οι στρατιωτικές αποτυχίες στις επιχειρήσεις εναντίον της κυβέρνησης των Βερσαλλιών αποδυνάμωσαν τη θέση της. Η άσχημη πορεία του πολέμου τροφοδοτούσε τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του Συμβουλίου όπου μια ισχυρή τάση ζητούσε να αναλάβει η Κομμούνα δικτατορικές εξουσίες, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσαν οι φεντεραλιστές. Φαίνεται λοιπόν ότι η Κομμούνα αδυνατούσε να διεξάγει ταυτόχρονα ένα επαναστατικό πόλεμο και μια κοινωνική επανάσταση. Εξάλλου ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν σε βάρος της. Από τη μια η Κυβέρνηση των Βερσαλλιών υπερείχε σε όπλα και σε αριθμό στρατιωτών. Από την άλλη το μήνυμα της κοινοτικής αυτονομίας είτε δεν συγκινούσε την επαρχία είτε έφθανε σε αυτήν παραμορφωμένο. Ελάχιστες πόλεις ξεσηκώθηκαν υπέρ της Κομμούνας και η καταστολή ήταν άμεση και επώδυνη. Καταλυτικός ήταν σε αυτό το σημείο ο ρόλος του επαρχιακού τύπου. Οι μεν συντηρητικές εφημερίδες από την αρχή καταδίκασαν την εξεγερμένη πρωτεύουσα. Οι δε προοδευτικές, ενώ στην αρχή είδαν ευνοϊκά την εξέγερση, αργότερα άλλαξαν στάση. Όσο γινόταν αντιληπτό το πραγματικό περιεχόμενο της Κομμούνας, τόσο οι αστοί δημοκράτες, που έλεγχαν τον προοδευτικό τύπο, απομακρύνονταν από αυτήν. Η κοινοτική αυτονομία τρόμαξε όσους θεωρούσαν τη δημοκρατία ως απλώς μια εναλλακτική μορφή κρατικής διακυβέρνησης. Ανέλαβαν λοιπόν το έργο της δυσφήμησης της εξέγερσης, παρουσιάζοντας μέσα από τις στήλες τους του Κομμουνάρους ως εγκληματίες.
Σε αυτό το πλαίσιο η εισβολή των κυβερνητικών στρατευμάτων στο Παρίσι στις 21 Μαΐου κατέληξε στην αιματηρή καταστολή της εξέγερσης κατά τη διάρκεια της «Αιματηρής Εβδομάδας» (21-28 Μαΐου 1871) παρά την ηρωική αντίσταση. Πολλές χιλιάδες σφάχτηκαν, αιχμαλωτίσθηκαν ή καταδικάστηκαν από στρατοδικεία. Η συντηρητική Δημοκρατία του Thiers είχε συντρίψει την κοινοτική αυτονομία της πρωτεύουσας.

1. Georges Bourgin, La Commune, Paris, PUF, 1969.
2. Paul Lidsky, Les ecrivains contre la Commune, Paris, Maspero, 1970.
3. Charles Ribs, La Commune de Paris, sa structure et ses doctrines, Paris, Editions du Seuil, 1973.
4. Michel Winock et Jean Pierre Azema, Les Communards, Paris, Editions du Seuil, 1964.

του Διονύση Γιαννακόπουλου

http://www.eutopia.gr/keimena/14/kommouna.htm