Ο «Ριζοσπάστης» ανέλαβε την υπεράσπιση του Κορκονέα!

Ξεπέρασαν κάθε όριο!

Ποιός Κούγιας. Ο μπάτσος-δολοφόνος Ε. Κορκονέας πρέπει να τον απολύσει πάραυτα και στη θέση του να προσλάβει τον συντάκτη του «Ριζοσπάστη», που ανέλαβε να γράψει τη συγκλονιστική του απολογία. ‘Η να τα συνδυάσει και τα δύο: τον Κούγια δικηγόρο και τον συντάκτη μάρτυρα υπεράσπισης. 

Αυτή τη φορά ξεπέρασαν κάθε όριο. Δεν σταμάτησαν στη γνωστή προβοκατορολογία και χαφιεδολογία με την οποία προσπαθούν κάθε φορά να συκοφαντήσουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις που σπάνε τα όρια της αστικής νομιμότητας και συγκρούονται με τους μηχανισμούς καταστολής. Εκαναν ένα άλμα, ιστορικό στην περίπτωσή τους, και ανέλαβαν την υπεράσπιση του μπάτσου-δολοφόνου. Την υπεράσπιση χωρίς επιφυλάξεις και προσχήματα. Δικαιολογημένη ήταν η αντίδρασή του, όμως ήταν άτυχος, γιατί παρά την πρόθεσή του η σφαίρα χτύπησε στο ψαχνό! Όποιος δεν πιστεύει σ’ αυτά που διαβάζει δεν έχει παρά να ανατρέξει στον διαδικτυακό τόπο της φυλλάδας του Περισσού (http://www1.rizospastis.gr/), στο φύλλο της Κυριακής 28 Δεκέμβρη. Εκεί θα βρει το πόνημα με τον τίτλο «Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά», που κατέλαβε δύο ολόκληρες σελίδες με μεγάλα γράμματα στο κυριακάτικο σαλόνι της εφημερίδας (μη τυχόν και το διαβάσουν λιγότεροι ή δεν το προσέξουν κάποιοι).

»Ξέρεις πόσες φορές πήγαν να με κάψουν σαν λαμπάδα αυτά τα κωλόπαιδα, οι φονιάδες οι κουκούλες; Ξέρεις με τί τέχνη φτιάχνουν και πετάνε τις μολότοφ; Πάνω στη μαρκίζα τις αμολάνε κάτω από κει που καθόμαστε να προστατευτούμε, κι έρχεται η φωτιά και σε λούζει… τρεις φορές με έχουνε κάψει και τη γλίτωσα με μέτρια εγκαύματα σε όλο το σώμα. Ξέρεις εσύ που με δείχνεις με το δάχτυλο, ξέρεις πόσες φορές γύρισα στο σπίτι με τα αίματα και το δέρμα μου καμένο και με ρωτούσαν τα παιδιά μου τι έπαθα και κρυβόμουνα για να μη με δουν καμένο και κλαίγανε;

»Ενα κομμάτι ψωμί έβγαζα κι εγώ, το παιδί της παραδουλεύτρας από το χωριό, με τον πατέρα χαμένο στο πιοτό, να γυρίζει στο σπίτι και να τσακίζει στα χαστούκια κι εμένα και τη μάνα μου γιατί δεν του άρεσε πότε το ένα πότε το άλλο…

»Διάλεξα τα σίγουρο ψωμί και να μας, δέκα χρόνια στη σφηκοφωλιά, στα Εξάρχεια με όλο εκείνο το αληταριό, που τους ήξερα και από τη μια και από την άλλη – και ανάμεσά τους κάμποσους παραστρατημένους. Μήπως ξέρεις φίλε τί ρόλο παίζουν πολλοί από αυτούς; Δικοί μας είναι, τί δικοί μας δηλαδή, της Ασφάλειας είναι και από κει παίρνουν οδηγίες, πότε θα την ανάψουν τη μια ή την άλλη φωτιά εδώ κι εκεί!

»Είχα φτάσει στο αμήν, και πώς φτάνει κανείς στο αμήν δε θα στο αναλύσω, πάντως είχα μπουχτίσει. Με βρίζανε τα κωλόπαιδα, με είχαν βρίσει τουλάχιστον άλλες πενήντα φορές την ίδια μέρα, βρίζανε τη μάνα μου – «γαμώ το μ… που σε πέταγε» μου είχε φωνάξει ένα καθίκι το ίδιο απόγευμα – και είχα φτάσει ως το λαιμό – σου είπα ότι η μάνα μου ήταν παραδουλεύτρα, τίποτε άλλο δε σου λέω.

»Ενας μπάτσος έγινα κι αυτό από σπόντα, όπως σου είπα, και μάλιστα χωρίς καν μόνιμη σύμβαση. Και να ‘ρχονται αυτά τα κωλόπαιδα, που δεν έχουν δουλέψει στη ζωή τους, που δεν ξέρουν τί θα πει βάρδια και ξενύχτι, τί πάει να πει μεροκάματο και τί σφαλιάρα κάθε είδους από το αφεντικό και να σου ρίχνονται μετά από δώδεκα ώρες ορθοστασία στις γωνίες ή στις εισόδους τραπεζών, να ‘ρχονται και να σε βρίζουν και να σου πετάνε ό,τι βρουν στο δρόμο. Και να σου πω κάτι άλλο; Πόσοι από αυτά τα κωλόπαιδα είναι εργαζόμενοι των 700 ευρώ που λένε και ξαναλένε; Να σου πω εγώ; Κανένας! ‘Η κάτι πρεζόνια είναι ή κάτι τύποι από τα βόρεια προάστια που βαριούνται στη σιγουριά του σπιτιού ή τα πραχτοράκια, οι πεμπτοφαλαγγίτες που λέγαμε πριν.

»Πριν, σου έλεγα πως τον σημάδεψα και έτσι έγινε, όπως ήμουνα με το αίμα στο κεφάλι. Όμως, φίλε, πρέπει να σου πω πως δε θυμάμαι αν εκείνη τη στιγμή που πάτησα τη σκανδάλη, σημάδευα ακόμη τον πιτσιρικά ή το χέρι μου είχε κατέβει. Και μη νομίσεις πως πάω να πω ότι δεν το ‘κανα, αφού ξέρω ότι εσύ δε θα με δώσεις. Απλά, δε θυμάμαι γιατί το μυαλό μου έχει σκεπαστεί από μια θολούρα και έχω χάσει εκείνες τις στιγμές τελείως. Για να μη λέω πολλά: δεν ξέρω ποιά δύναμη ή ποιά κούραση μου κατέβασε το χέρι – αν το κατέβασε – πάντως ό,τι έγινε, έγινε χωρίς τη θέλησή μου».

Νομίζουμε πως δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις γι’ αυτή τη θεαματική κατρακύλα της ηγεσίας του Περισσού. Εχουν αποφασίσει να λειτουργούν ως το κόμμα του νόμου και της τάξης. Διαισθανόμενοι ότι τα φαινόμενα σαν την πρόσφατη εξέγερση της νεολαίας θα πυκνώσουν (η κρίση θα συσσωρεύσει πολύ εύφλεκτο υλικό), σπεύδουν να περιχαρακωθούν όχι απλά σε συντηρητικές, αλλά σε αντιδραστικές θέσεις, λειτουργώντας ως κυματοθραύστης του συστήματος. 

http://www.geocities.com/newspaper_kontra/